ΤΟ ΛΗΜΕΡΙΣΜΑ* ΤΟΥ ΜΑΣΚΛΙΝΙΩΤΗ ΜΑΘΗΤΗ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΤΙΣ ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΕΣ ΗΜΕΡΕΣ,
ΜΕΧΡΙ ΤΑ ΤΕΛΗ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ 1960
Τα παιδιά του σχολείου
έρχονταν με τα πόδια στο σχολείο νωρίς το πρωί, στις 7.30. Σε όλη τη διάρκεια της
δεκαετίας του 1950 το σχολείο προσέφερε σε όλα τα παιδιά γάλα, κίτρινο τυρί και
βούτυρο, που προέρχονταν από Αμερικανική βοήθεια. Η κυραΑγγελικώ, η συμβία του
Αντώνη Χουγιάζου, παρασκεύαζε καθημερινά στο μαγειρείο του σχολείου το γάλα που
ήταν σε σκόνη. Τα παιδιά αφού το
έπαιρναν στα αλουμινένια κύπελά τους,
περιμένοντας τη σειρά τους μπροστά στο καζάνι, το καταβόχθριζαν βιαστικά.
Έτρωγαν έπειτα το κίτρινο τυρί με τη μια
φέτα το ψωμί που είχαν φέρει από το σπίτι τους καθώς και την άλλη φέτα
που είχαν αλείψει το βούτυρο που διανεμόταν περιοδικά. Στις 8.00 χτυπούσε
το κουδούνι και όλα τα παιδιά συγκεντρώνονταν μπροστά
στην είσοδο του κτηρίου και «έκαναν γραμμές» σε τριάδες. Ακολουθούσε η προσευχή
και στη συνέχεια τα παιδιά έμπαιναν στις αίθουσες για το μάθημα. Όταν περνούσε
η κάθε διδακτική ώρα ο διευθυντής του σχολείου, ο αείμνηστος Γ. Κατσούλος, που
εκείνη την εποχή (την δεκαετία του 1950) δίδασκε την πέμπτη και την έκτη τάξη,
έδινε το κουδούνι σε έναν από τους
μαθητές. Αυτός έβγαινε στο διάδρομο και το χτυπούσε τόσο δυνατά, που ο ήχος του
αντιλαλούσε μέσα στους διαδρόμους. Το κουδούνι, που έμοιαζε σαν καμπάνα σε
μικρογραφία με ξύλινη χειρολαβή, έδινε το σύνθημα να ξεχυθούν τα παιδιά στο
προαύλιο για το διάλειμμα. Τις βροχερές και παγωμένες χειμωνιάτικες ημέρες τα
παιδιά παρέμεναν στις αίθουσες και στους διαδρόμους του σχολείου. Στο τελευταίο
κουδούνι, το μεσημέρι στις 13.00, γινόταν το σχόλασμα. Υπήρχαν δύο κουδούνια
πάνω στο γραφείο του Διευθυντή. Το μεγάλο που προαναφέραμε και το μικρό με το
οποίο ο διευθυντής καλούσε τους συναδέλφους του στο γραφείο του που
συστεγαζόταν μαζί με την Δευτέρα τάξη, στο πίσω μέρος των θρανίων, στη μικρή
αίθουσα του σχολείου, μπαίνοντας στο διάδρομο της εισόδου δεξιά. Βασικά
εργαλεία δουλειάς των μαθητών της πρώτης Δημοτικού, ήταν η πλάκα, πάνω στην
οποία έγραφαν την ορθογραφία και την αριθμητική τους με το κοντύλι και έσβηναν,
διορθώνοντας τα λάθη τους, με το μουσκεμένο σφουγγάρι που κρέμονταν με σκοινάκι
από το πλαίσιο της πλάκας.. Εκείνες τις εποχές φυσικά δεν υπήρχαν στυλό
διαρκείας και μαρκαδόροι. Βιβλία, ειδικά στις πρώτες τάξεις, δεν υπήρχαν παρά
μόνο το αναγνωστικό. Αλλά και αυτό έπρεπε να το διατηρούν οι μαθητές σε καλή
κατάσταση, γιατί μετά την λήξη του σχολικού έτους το βιβλίο το δάνειζαν σε
άλλους νεότερους, για να το χρησιμοποιήσουν. Επίσης άλλο μέσο γραφής στις πρώτες τάξεις ήταν το μολύβι,
που πάντα συνοδευόταν με την γομολάστιχα για το σβήσιμο και την διόρθωση των
κειμένων στα τετράδια. Από την τρίτη
τάξη του δημοτικού και μετά, τα μαθητούδια χρησιμοποιούσαν κοντυλοφόρο με πένα,
που την βουτούσαν μέσα σε μελάνι, που κρατούσαν στο γυάλινο μελανοδοχείο. Μετά
το γράψιμο χρησιμοποιούσαν το στυπόχαρτο, ένα τετράγωνο απορροφητικό χαρτί, για
να στεγνώνει το μελάνι ευκολότερα. Αυτό ταλαιπωρούσε τα παιδιά, αφού εύκολα
μουτζουρώνονταν τα τετράδια και εάν γινόταν αυτό η τιμωρία ήταν αυστηρή. Η
σχολική τσάντα των μαθητών ήταν χειροποίητη από φτηνό πανί, το «κάμποτο».
Ελάχιστοι μαθητές, συνήθως παιδιά
εύπορων οικογενειών, χρησιμοποιούσαν δερμάτινη τσάντα. Το μεσημέρι, μετά το
σχόλασμα τα παιδιά των μακρινών γειτονιών παρέμεναν στο σχολείο, αφού στις
14.30 άρχιζε πάλι το απογευματινό μάθημα. Έτρωγαν τα βρισκούμενα που είχαν
φέρει από το σπίτι τους και έγραφαν τη
γραφή τους.
Το απογευματινό
ωράριο αποτελείτο από δύο μόνο διδακτικές ώρες. Την δεύτερη διδακτική ώρα, όταν
ο καιρός το επέτρεπε, τα παιδιά των τεσσάρων τελευταίων τάξεων του σχολείου,
μετέβαιναν μαζί με τους δασκάλους τους σε διάφορα σημεία του χωριού (προαύλιο
εκκλησίας, μνημείο πεσόντων κλπ.), ασχολούμενα με τον καθαρισμό και τον
καλλωπισμό τους γενικότερα. Την Τετάρτη και το Σάββατο το σχολείο παρέμεινε
κλειστό τις απογευματινές ώρες.
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960 τα παιδιά που έμεναν
στα ακραία σπίτια του χωριού ή στις απομακρυσμένες από το χωριό συνοικίες
(Στρατηγέκα χάνια ,Δώθε Μεσοραχίτικα, Κατσιρέκα, Λιατσέκα), για να έρθουν στο
σχολείο υφίσταντο μεγάλη ταλαιπωρία. Έπρεπε καθημερινά να σηκωθούν από τα
«άγρια χαράματα», να ρουφήξουν τον ζεστό τραχανά που είχε ετοιμάσει η νοικοκυρά
του σπιτιού και να διανύσουν με τα πόδια μεγάλες αποστάσεις, για να φτάσουν στο
σχολείο, ιδιαίτερα τα παγωμένα
χειμωνιάτικα πρωινά. Τις βροχερές ημέρες ή μέσα στη χιονοθύελλα έρχονταν,
βρεγμένα μέχρι το κόκαλο, κρατώντας στα χεράκια τους, εκτός από τη σχολική
σάκα, το κατσαρολάκι με το μεσημεριανό φαγητό.
Προσπαθούσαν να ζεστάνουν τα παγωμένα χέρια τους και να στεγνώσουν τα βρεγμένα ρούχα τους, πέφτοντας
πάνω στις αναμμένες σόμπες του σχολείου. Τα μεσημέρια αναγκάζονταν να
παραμένουν στο σχολείο, για να παρακολουθήσουν στην συνέχεια τα απογευματινά
μαθήματα, τρώγοντας για μεσημεριανό γεύμα το λιτό φαγητό που είχαν φέρει από το
σπίτι τους στο κατσαρολάκι. Και τις απογευματινές ώρες το χειμώνα που γύριζαν στο σπίτι κατάκοπα από την πεζοπορία, είχε
σχεδόν νυχτώσει. Όμως έπρεπε να καθίσουν να διαβάσουν και να γράψουν τα
μαθήματα της επόμενης ημέρας, αφού τελειώσουν πρώτα τις δουλειές του σπιτιού που τους είχαν
αναθέσει οι γονείς τους. Πολλές φορές τα χειμωνιάτικα μεσημέρια οι δάσκαλοι
άφηναν μια αίθουσα του σχολείου ανοιχτή με τη σόμπα αναμμένη, για να
διευκολύνουν την παραμονή των παιδιών αυτών στο σχολείο.
Από της ιδρύσεως του σχολείου και μέχρι τα
τέλη της δεκαετίας του 1960, τους χειμερινούς μήνες, οι αίθουσες του σχολείου
θερμαίνονταν με μεγάλες ξυλόσομπες. Κάθε μαθητής, κατά την προσέλευσή του στο
σχολείο τα χειμωνιάτικα πρωινά και σε καθημερινή βάση, κουβαλούσε από το σπίτι
του υποχρεωτικά, μαζί με τα βιβλία στην πάνινη τσάντα του, και ένα ξύλο,
συνήθως από ελιά ή αμπελόκλημα, για την τροφοδοσία της ξυλόσομπας της τάξης του
κατά την διάρκεια της ημέρας. Ο δάσκαλος
έλεγχε καθημερινά αν ο κάθε μαθητής είχε φέρει ξύλο για την σόμπα της
τάξης την πρώτη ώρα εισόδου τους σε αυτή,
ελέγχοντας τα ξύλα που είχε τοποθετήσει ο κάθε μαθητής μπροστά του πάνω
στο γραφείου του κάθε θρανίου. Αργότερα για να μην ταλαιπωρούνται οι μαθητές με
την καθημερινή μεταφορά των ξύλων στο σχολείο, στην αρχή κάθε χρονιάς, οι
γονείς των παιδιών κουβαλούσαν στην αυλή του σχολείου με τα ζώα τους ένα
φόρτωμα ξύλα για κάθε μαθητή, που τα έκοβαν στην συνέχεια με την «κορδέλα*» και
έτσι σταμάτησε η καθημερινή δοκιμασία των μαθητών μέσα στο χειμωνιάτικο κρύο.
Μικρό συνεργείο από μαθητές της κάθε τάξης, που το καθόριζε ο δάσκαλος, ήταν
επιφορτισμένο για το πρωινό άναμμα της σόμπας της κάθε αίθουσας πριν από την
έναρξη του μαθήματος. Την ξυλόσομπα τροφοδοτούσαν με ξύλα οι μαθητές της τάξης
κατά την διάρκεια των διαλειμμάτων αλλά και κατά την διάρκεια του μαθήματος,
αυτοί που κάθονταν σε θρανία που βρίσκονταν κοντά σε αυτή. Τα τελευταία χρόνια,
λίγο πριν το κλείσιμο του σχολείου, έγινε σε αυτό εγκατάσταση κεντρικής
θέρμανσης (καλοριφέρ), oπότε οι ξυλόσομπες αποτέλεσαν πια παρελθόν.
Μόλις σχολούσαν τα παιδιά από το απογευματινά
μαθήματά τους, μετέβαιναν στα σπίτια τους
και αφού έκαναν τις δουλειές που τους είχαν αναθέσει οι γονείς τους από
το πρωί φεύγοντας για τα χωράφια (τάγισμα των οικόσιτων ζώων, σκούπισμα,
μαγείρεμα, άναμμα του τζακιού κ.λ.π.), κάθονταν στη συνέχεια στο τραπέζι,
για να γράψουν την γραφή τους και να προετοιμαστούν για τα μαθήματα της
επόμενης ημέρας. Μόλις άρχιζε να πέφτει το σούρουπο, υποδέχονταν τους γονείς
τους που γυρνούσαν από τα χωράφια κατάκοποι, με το τζάκι και τρεμάμενες τις φλόγες του να καπνίζει, καθώς
και με αναμμένη την λάμπα με το λαμπόγυαλο, που έκαιγε φωτιστικό πετρέλαιο ή
το λαδολύχναρο που κρεμόταν από μια πρόκα στο τζάκι.
Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης
*Λημέρισμα=η απασχόληση της ημέρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου