Η ΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΔΗΜΗΤΡΙΑΚΩΝ ΣΤΗ
ΜΑΣΚΛΙΝΑ
Το
σιτάρι είναι ίσως το αρχαιότερο από τα δημητριακά που καλλιέργησε ο άνθρωπος.
Πρωτοκαλλιεργήθηκε στους λόφους της ΝΔ Ασίας, αλλά και στα βουνά του Ευξείνου
Πόντου, της Συρίας και της Ιορδανίας. Πριν από 12.000 χρόνια οι περιοχές αυτές
χαρακτηρίζονταν για το φιλόξενο κλίμα τους, που ήταν ζεστό με πολλές
βροχοπτώσεις, ιδανικό για την ανάπτυξη των δημητριακών γενικότερα.
Η
καλλιέργεια δημητριακών ήταν ανεπτυγμένη και στην περιοχή μας, από της
συστάσεως του χωριού. Όμως τα σπαρτοχώραφα, όπως τα έλεγαν, είχαν μικρή έκταση και ήταν σκορπισμένα σε διάφορες
τοποθεσίες, από το Πλατάνι μέχρι τα Στρατηγέκα χάνια και την περιοχή του
Καυκαλά. Ορισμένοι μάλιστα αναγκάζονταν να
σπέρνουν ακόμη και τα επίπεδα
ξέφωτα*, τις λάκες, επάνω στις ανατολικές πλαγιές του όρους Παρθενίου, που
απέχουν από το χωριό πάνω από μια ώρα δρόμο και η πρόσβαση σε αυτά γινόταν μέσα
από κακοτράχαλα και ανηφορικά μονοπάτια. Σε αυτά τα χωράφια έσπερναν κυρίως οι
κάτοικοι της Ζαρελιάνικης γειτονιάς. Στα ξέφωτα προς την περιοχή του Αρμακά
έσπερναν αυτοί που κατοικούσαν στα Γυμνιάνικα ή Μακρέκα.Και η οικογένειά μας,
επειδή δεν είχε στην ιδιοκτησία της μεγάλη έκταση από σπαρτοχώραφα,
αναγκαζόταν για πολλά χρόνια να σπέρνει
δημητριακά στις επίπεδες εκτάσεις πάνω
στο οροπέδιο της Κάρβιας, που η απόσταση από το χωριό είναι μεγάλη. Άλλα
νοικοκυριά μάλιστα που δεν είχαν χωράφια στην κατοχή τους για να σπείρουν τα
δημητριακά τους αναγκάζονταν να νοικιάζουν χωράφια συγχωριανών τους, δίνοντας
σε αυτούς ορισμένη ποσότητα από την παραγωγή του ενοικιαζομένου χωραφιού, το
«γιόμορο». Η καλλιέργεια γινόταν αρχικά με το
παραδοσιακό ξύλινο, αργότερα δε με το
σιδερένιο αλέτρι και με τις
αξίνες. Λιπάσματα παλαιότερα δεν υπήρχαν και όταν άρχισαν να χρησιμοποιούνται,
η χρήση τους ήταν περιορισμένη. Ωστόσο η συνολική παραγωγή του χωριού σε
δημητριακά ήταν αξιόλογη. Αυτό οφειλόταν στην φιλοπονία των κατοίκων που με
υπομονή, επιμονή και πείσμα, κάτω από δύσκολες συνθήκες έσπερναν στα χωράφια
τους τα δημητριακά. Καλλιεργείτο το σιτάρι και το κριθάρι για την παρασκευή του
ψωμιού και σε μικρές ποσότητες η βρώμη, ο βίκος, το λαθούρι και τα κουκιά. Το
σιτάρι αποτελούσε όμως την κύρια παραγωγή. Από τα στοιχεία της γεωργικής
απογραφής του 1911 προκύπτει ότι εκείνη τη χρονιά καλλιεργούντο 940 στρέμματα
σιταριού.
Το όργωμα των χωραφιών γινόταν το
φθινόπωρο. Όμως οι προετοιμασίες άρχιζαν πολύ πιο νωρίς. Τα μουλάρια, όταν
πλησίαζε ο καιρός για το όργωμα έπρεπε να είναι καλιγωμένα στα μπροστινά
τουλάχιστον πόδια, για να μην καταστραφούν τα νύχια τους στο όργωμα. Το «καλίγωμα»
γινόταν με πέταλα και με μεγάλα σιδερένια καρφιά, από τους πεταλωτήδες ή
αλμπάνηδες του χωριού. Για σπόρο είχαν κρατήσει από την προηγούμενη χρονιά τον
πιο χοντρόσπυρο που έβγαινε από την «μάκινα» του Σηκοβάρη. Την παραμονή της
σποράς τον απολύμαιναν με γαλαζόπετρα, για να μην πιάσει το σιτάρι καπνιά
(δαυλίτη)
Μετά τις πρώτες βροχές και αφού είχαν
μαλακώσει τα χώματα από τη βροχή, ο νοικοκύρης του κάθε σπιτιού άρχισε τη σπορά
των δημητριακών. Παλαιότερα το όργωμα γινόταν με τα βόδια και αργότερα, μέχρι
και τελευταία, με ζευγάρια ζώων, συνήθως μουλαριών, με σιδερένια αλέτρια
-(ησιόδεια άροτρα).
Κάθε πρωί ο νοικοκύρης φόρτωνε στα μουλάρια τα απαραίτητα σύνεργα,
για το όργωμα του χωραφιού δηλαδή: τα τραβηχτά, που ήταν από γερό μακρουλό ξύλο
με σιδερένια θηλιά στη μέση, τις λαιμαριές, που ήταν φτιαγμένες από χοντρό
σαμαροσκούτι, γεμισμένες με βούτημα και στερεωμένες σε σιδερένιο πλαίσιο με
θηλιές για να πιάνονται οι αλυσίδες του τραβηχτού, τις σαμαρίτσες, που ήταν
πάνινοι φαρδείς ιμάντες που τοποθετούντο στην ράχη του μουλαριού και στις δύο
άκρες περνούσαν οι αλυσίδες των τραβηχτών, το παλάντζο, που ένωνε τα δύο
τραβηχτά και σε αυτό κρέμονταν το αλέτρι, τη βουκέντρα, που ήταν ξύλο και στην
μια άκρη του είχε λουρί για να χτυπάει ο ζευγολάτης τα ζώα, ενώ στην άλλη είχε
σιδερένια ξύστρα για να ξύνει την λάσπη από τα υνιά του αλετριού και να
τοποθετεί τις αλυσίδες των τραβηχτών, όταν έφευγαν από τη θέση τους, γιατί δεν
μπορούσες να πλησιάσεις τις αλυσίδες που βρίσκονταν κοντά στα πισινά πόδια του
μουλαριού, τη σβάρνα, από ξύλα που χρησίμευε για να ισιώνει το χώμα, να κρύβει
το σπόρο και να λιώνει τα σβόλια* και το αλέτρι, που στην αρχή ήταν ξύλινο και
αργότερα από σίδηρο, το σπόρο που θα έριχνε στο χωράφι, το λίπασμα και το
ταγάρι με το φαγητό και με το μπουκάλι το κρασί για να «λημερίσουν*» στο χωράφι
με την σύντροφό του.
Μόλις
έφταναν στο χωράφι ξεφόρτωναν τα πράγματα από τα ζώα τους και ο «σέμπρος» μαζί
με τη νοικοκυρά άρχιζαν να σπέρνουν το σπόρο με το χέρι, και να σκορπίζουν το
λίπασμα μέσα στο χωράφι. Ο νοικοκύρης εν τω μεταξύ «ξεσαμάρωνε» τα ζώα και
ετοίμαζε τα σύνεργα για να «ζέψει» το ζευγάρι. Φορούσε πρώτα στα μουλάρια του
τις λαιμαργιές και άπλωνε κατά γης τα τραβηχτά με τις παράλληλες αλυσίδες που ήταν
δεμένες στις δύο άκρες του κάθε τραβηχτού. Στις αλυσίδες του κάθε τραβηχτού
περνούσαν την σαμαρίτσα από τις άκρες της. Από το άγκιστρο του κάθε τραβηχτού
που βρισκόταν στο κέντρο του, συνέδεε τις άκρες του παλάντζου. Το παλάντζο ήταν
και αυτό από μεταλλικό σωλήνα και είχε στις δύο άκρες του δύο υποδοχές, μια για
το άγκιστρο του κάθε τραβηχτού ενώ στη μέση του υπήρχε ένας κρίκος που εκεί
συνδεόταν το αλέτρι.
Έπειτα
τραβούσε τα μουλάρια ανάμεσα στις παράλληλες αλυσίδες των τραβηχτών, περνούσε
την σαμαρίτσα στην ράχη του κάθε μουλαριού και τις δύο μπροστινές άκρες των
αλυσίδων τις αγκίστρωνε την κάθε μια στο αριστερό και τον δεξιό κρίκο της κάθε
λαιμαργιάς. Τέλος έφερνε τα σχοινιά των καπιστριών, τα «καπιστρόσκοινα», του
κάθε μουλαριού και τα έδενε στο πάνω μέρος της αλετροχειρίδας του αλετριού. Με
αυτά τα σκοινιά κατηύθυνε τα μουλάρια κατά την διαδικασία του οργώματος.
Το
ζευγάρι ήταν πιά έτοιμο και άρχιζε το όργωμα (καμάτεμα*) του χωραφιού.
Κρατώντας την «αλετροχειρίδα» του αλετριού, οδηγούσε με τα «καπιστρόσκοινα» το
ζευγάρι των ζώων με το αλέτρι, οργώνοντας το σπαρμένο χωράφι. Πότε - πότε
χτυπούσε με την βουκέντρα τα μουλάρια για να προχωρούν σε ρυθμούς που ήθελε
αυτός να επιβάλει. Όπου το έδαφος είναι κατηφορικό, έχτιζε ο αγρότης από το
καλοκαίρι με ξερολιθιές τοίχους (τα όχτια) για να συγκρατείται το χώμα και να
μην παρασύρεται από τις βροχές.
Έτσι
σχημάτιζε μικρές καλλιεργήσιμες επιφάνειες σε κλιμακωτούς αναβαθμούς. Αυτές τις
μικρές καλλιεργήσιμες εδαφικές επιφάνειες τις ονόμαζαν «πεζούλες». Για να
σκεπαστεί στο χώμα ο σπαρμένος σπόρος, γινόταν στο τέλος το σβάρνισμα του
οργωμένου χωραφιού με την «σβάρνα», που έδενε ο νοικοκύρης πίσω από τα ζώα,
αφαιρώντας πρώτα το αλέτρι. Αρχικά η «σβάρνα» ήταν φτιαγμένη από ξύλινες βέργες
πλεγμένες κατάλληλα και τελευταία ήταν σιδερένια. Στις άκρες του χωραφιού, εκεί
που δεν ήταν δυνατό το όργωμά του με το αλέτρι, ή κάτω από τις ρίζες των ελιών
που δεν μπορούσε να περάσει το ζευγάρι για να το οργώσει, σκάλιζαν το έδαφος
εκείνο με τα ξινάρια, για να σκεπαστεί με χώμα ο σπόρος και στα σημεία αυτά. Η
καλλιέργεια των δημητριακών γινόταν και σε χωράφια με αδύνατο έδαφος. Γι’ αυτό,
σε περίπτωση ξηρασίας, οι γεωργοί πολλές φορές δεν έπαιρναν ούτε το σπόρο που
είχαν σπείρει.
Γενικά
τα σπαρμένα χωράφια δεν είχαν συνήθως περιφράξεις, ούτε τοίχους από ξερολιθιά
στα σύνορά τους με τα γειτονικά, ώστε να εμποδίζεται η είσοδος ανθρώπων ή ζώων
μέσα σε αυτά. Στα χωράφια κυρίως που βρίσκονταν μέσα ή πλησίον στον οικοδομικό
ιστό του χωριού, και είχαν τα κατοικίδια ζώα άμεση πρόσβαση σε αυτά, αλλά και
εκτός αυτού, εκεί που είχαν πρόσβαση τα κοπάδια, οι ιδιοκτήτες των χωραφιών,
που ήθελαν να απαγορεύσουν την είσοδό τους σε αυτά, τα «κουτρούφιαζαν». Μάζευαν
δηλαδή λίγες πέτρες, πλάκες συνήθως, και τις τοποθετούσαν την μια πάνω στην
άλλη, ώσπου το χτίσιμό τους να φτάνει πάνω από μισό μέτρο ύψος. Έπειτα άσπριζαν
με ασβέστη τις πέτρες αυτές, ώστε να φαίνεται χαρακτηριστικά ο λιθοσωρός από
μακριά. Αυτούς τους λιθοσωρούς τους τοποθετούσαν στα όρια του σπαρμένου
χωραφιού, ενώ έφτιαχναν και άλλους διάσπαρτους μέσα σε αυτό. Αυτοί οι λιθοσωροί
αποτελούσαν σημάδια που απαγόρευαν την είσοδο σε αυτά τα χωράφια ανθρώπων και
ζώων, για να μην προκαλούνται ζημιές στα σπαρτά. Την ίδια μέθοδο ακολουθούσαν
για τα χωράφια που είχαν φυτέψει μυγδαλιές ή άλλα οπωροφόρα δέντρα. Σε
περίπτωση που προκαλείτο ζημιά στα «κουτρουφιασμένα» χωράφια, παρενέβαινε ο
αγροφύλακας του χωριού, έπειτα από καταγγελία του ιδιοκτήτη, και το πρόστιμο
που επιβαλλόταν από το δικαστήριο στον ιδιοκτήτη των ζώων που προκάλεσαν την
ζημιά ήταν τσουχτερό.
Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου