ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΗΣ ΜΑΣΚΛΙΝΑΣ ΠΟΥ ΣΥΜΜΕΤΕΙΧΑΝ ΣΤΗΝ ΕΠΟΠΟΙΙΑ ΤΟΥ 1940
Μεγάλος αριθμός κατοίκων της Μάσκλινας
έτρεχαν στο κάλεσμα της Πατρίδας, όταν
τους είχε ανάγκη, για να υπερασπιστούν την ακεραιότητα και την τιμή της.
Ογδόντα πέντε Μασκλινιώτες σκαρφάλωσαν πάνω στα Αλβανικά βουνά, για να
προτάξουν τα στήθη τους στον εχθρό, κατά την εποποιϊα του 1940.
Ένας από αυτούς, ο αείμνηστος,
τότε λοχίας, Γρηγόρης Εμμανουήλ Αντωνάκος έγραψε πολεμώντας στα Αλβανικά βουνά
χρυσές σελίδες δόξας. Τον Νοέμβρη του 1940 πολέμησε στην πρώτη γραμμή με τον
λόχο του στο Μόραβα και στο Γράμμο. Με το οπλοπολυβόλο στα χέρια και κάτω από
καταιγισμό εχθρικών πυρών, έριξε τρεις ταινίες σφαίρες εναντίον των Ιταλών.
Βοηθούμενος και από άλλους τρεις
στρατιώτες, ανάγκασε δύο (2) Ιταλικά πολυβολεία να σηκώσουν λευκή σημαία.
Κατόρθωσε με δύο στρατιώτες του να συλλάβει
σαράντα επτά (47) Ιταλούς, που αμύνονταν στα πολυβολεία, μεταξύ των
οποίων και τρείς (3) αξιωματικούς. Έπειτα πήρε εντολή να πάει με το λόχο του
στο Γράμμο, όπου πολεμούσε το 27ο Σύνταγμα. Με την ενίσχυση του
Συντάγματος από τους άνδρες του λόχου του, οι Ιταλοί τράπηκαν σε φυγή,
εγκαταλείποντας σκηνές, όπλα και κανόνια, που περιήλθαν σε Ελληνικά χέρια.
Έτσι περιέγραψε ο ίδιος το
μεγάλο του κατόρθωμα: «Το στρατηγείο
έδωσε διαταγή να πάμε στο αλβανικό έδαφος, και το κάθε πυροβόλο θα το
φρουρούσαν δύο διμοιρίες. Διά πρώτη φορά να πάει το πυροβολικό μπροστά από το
πεζικό.
Όταν έγινε το λάθος και πήρε φωτιά όλη η γραμμή, οι Ιταλοί εγκατέλειψαν τα εφτά
χωριά και έπιασαν τους πρόποδες του Μόραβα και του Γράμμου. Μια ημέρα πριν
γίνει η εξόρμηση, πήγαν δύο διμοιρίες και δηλητηρίασαν όλα τα σκυλιά των
χωριών, και την παραμονή του Αγίου Φιλίππου περάσαμε τα σύνορα και πάτησε το
πόδι μας στο εξωτερικό. Περάσαμε πρώτο
και δεύτερο χωριό, και τοποθετήσαμε το πολυβόλα στα παράθυρα των ακραίων
σπιτιών. Στις 6 η ώρα έρχεται το πυροβολικό. Στις 6.25 άρχισαν τα πολυβόλα και
στις 6.30 άρχισαν οι σάλπιγγες. «Προχωρείτε, προχωρείτε! Του αητού ο γιος» και
τροχάδην φτάσαμε σ’ ένα ποτάμι. Πιστεύω ότι το έλεγαν Δεβόλη. Ήταν περίπου δέκα
μέτρα φαρδύς, με νερό και ακουμπώντας το όπλο τον περάσαμε. Όταν περνάγαμε το
ποτάμι, μας έβαλαν οι Ιταλοί με αραιά πυρά και από μακριά. βγαίνοντας από το
ποτάμι, ήταν ένα χτήμα με ετιές. Η διμοιρία είχε διάταξη δύο εμπρός και μία
πίσω. Οι δύο ομάδες είχαν ακροβολιστεί και η δική μου πήγαινε κατά στοιχεία,
που μια σφαίρα πολυβόλου μας πέρναγε όλους. Όταν βγήκαμε από τις ιτιές,
δεχτήκαμε πυρά πολυβόλου. Γύρισα πίσω πέντε με έξι μέτρα και ηύρα μια ιτιά
όρθια και μια κομμένη στους 40 πόντους, και πήρα το οπλοπολυβόλο από τον
σκοπευτή. Εμπρός ήταν πέντε πολυβόλα (ιταλικά) πρόχειρα και σκεπασμένα με
αντίσκηνο χρωματιστό, και φαινόταν μια τρύπα διά το πολυβόλο. Μόλις έριξα δύο
με τρεις ταινίες, σήκωσε το πρώτο πολυβολείο λευκή πετσέτα. Χτύπησα το δεύτερο,
το ίδιο και αυτό, το ίδιο και το τρίτο. Έδωσα στον σκοπευτή το οπλοπολυβόλο και
του είπα να χτυπήσει τα δύο πολυβολεία. Μια ριπή στο ένα και μια στο άλλο. Και
αυτά το ίδιο έκαναν και παραδόθηκαν. Επήρα δύο άνδρες με εφ’ όπλου λόγχη και
έμασα 47 αιχμαλώτους. Τρεις αξιωματικούς και 44 στρατιώτες.
Στο πρώτο πολυβολείο, όταν τους αφόπλιζα, ήλθε ένας λοχίας από τις καθηλωμένες
ομάδες και χτυπάει έναν 2-3 σκαμπίλια, και του είπε: «Θα μας σκοτώστε κιόλα;»
Τον μάλωσα και του είπα: «Λεωνίδα, ο αιχμάλωτος είναι ιερό πράγμα». Το ίδιο
έκανα και στα άλλα πολυβολεία. Ήταν οι πρώτοι αιχμάλωτοι που έπιασε το σύνταγμά
μας. […}Επίσης
τα ξημερώματα της 19 Νοέμβρη του 1941 έγινε σφοδρή επίθεση των Ιταλών που
ανάγκασε τους άνδρες του να οπισθοχωρήσουν έρποντας. Από αυτούς οι μισοί σχεδόν τραυματίστηκαν. Μεταξύ αυτών
τραυματίστηκε σοβαρά και ο Γρηγόρης στο πόδι του. Τους παρέλαβαν όλους οι
τραυματιοφορείς και επιμελήθηκαν τα τραύματά τους. Συνέχισαν όμως να
συμμετέχουν αν και τραυματίες στις
συγκρούσεις με τους Ιταλούς. Σε μια άλλη μεγάλη μάχη που έγινε στην περιοχή
«Κομμένος Βράχος» κοντά στη λίμνη Μαλίκ, οι Ιταλοί έπαθαν πανωλεθρία από την
ορμή των Ελλήνων και άφησαν τριακόσιους περίπου νεκρούς .Ο Γρηγόρης Αντωνάκος,
επειδή το τραύμα του άνοιξε στη μάχη και ήταν σοβαρό, τον έκαναν σιτιστή του
λόχου. Όμως συνέχισε να πολεμάει στην
πρώτη γραμμή, αλλά σήκωσε υψηλό πυρετό. Έτσι κατέληξε στο νοσοκομείο
αναίσθητος, αλλά τελικά γλύτωσε το πόδι του. Για την προσφορά του αυτή τιμήθηκε από την Πατρίδα με τον
«πολεμικό σταυρό Γ΄τάξεως» που τον απένειμε ο τότε διάδοχος του θρόνου και
μετέπειτα βασιλιάς Παύλος.
Ένας άλλος, ο Νικόλας Χρήστου Μακρής πολεμώντας
τραυματίστηκε και αυτός βαριά, αλλά
τελικά επέζησε. Την προσωπική του περιπέτεια μας περιέγραψε σε μια συγκέντρωση
στο Δημοτικό Σχολείο, που οργάνωσε τελευταία ο τοπικός Σύλλογος για να τιμήσει
τους ήρωες πατριώτες μας. Μας διηγήθηκε πως παλεύοντας εκεί πάνω στις
χιονισμένες βουνοκορφές, κάποια μαύρη μέρα της άνοιξης του 1941, μια οβίδα τον
χτύπησε στα πλευρά και τούκανε ζημιά στον πνεύμονα. Τον μάζεψαν οι
συμπολεμιστές του και τον μετέφεραν φορτωμένοι στο πιο κοντινό ορεινό
χειρουργείο. Όμως λόγω της σοβαρότητας της κατάστασής του μεταφέρθηκε τελικά σε
νοσοκομείο της Αθήνας. Εν τω μεταξύ το μέτωπο είχε καταρρεύσει, όλα τα
νοσοκομεία ήταν γεμάτα από τραυματίες του πολέμου, ενώ τα μέσα νοσηλείας ήταν
ανεπαρκή. Η κατάσταση της υγείας του με το πέρασμα του χρόνου χειροτέρευε. Το
τραύμα που του προκάλεσε η οβίδα δεν έκλεινε και ο Νικόλας τελικά έπεσε σε
κώμα. Οι γιατροί τον είχαν πιά «ξεγράψει». Κάποιος Μασκλινιώτης που τον
αντίκρισε από σύμπτωση στο νοσοκομείο ξαπλωμένο στο κρεβάτι του πόνου, τον
αναγνώρισε με δυσκολία, αλλά βλέποντας την κατάστασή του, αφού ήταν σχεδόν
αγνώριστος, αποφάσισε να μην αναφέρει τίποτα στους δικούς του στο χωριό, ώστε
να τον θεωρήσουν «αγνοούμενο». Πέρασαν δύο μήνες σε αυτή την κατάσταση οπότε
μια ημέρα που η νοσοκόμα έφερνε φαγητό στους άλλους αρρώστους του θαλάμου,
μισοξυπνάει ο Νικόλας και της λέει: «Εμένα δεν θα μου φέρεις φαγητό;». Η
νοσοκόμα σάστισε προς στιγμή, αφού είχε καιρό να του φέρει φαγητό, αλλά συνήλθε
και κρατώντας την ψυχραιμία της τον ρώτησε: «πεινάς;». Όταν της απάντησε πως
νοιώθει έντονο το αίσθημα της πείνας η νοσοκόμα έτρεξε να του φέρει φαγητό. Από
εκείνη την ημέρα άρχισε σιγά - σιγά να ζωντανεύει. Με το πέρασμα του χρόνου η
πληγή άρχισε να κλείνει αλλά ο Νικόλας ήταν πολύ αδύναμος. Πριν βγει το
καλοκαίρι το νοσοκομείο, αφού δεν μπορούσε πια να του προσφέρει τίποτα άλλο,
του έδωσε εξιτήριο και ειδοποιήθηκαν οι δικοί του να τον περιμένουν στο χωριό,
που θα ερχόταν με το τραίνο. Πήγε στο σταθμό ο πατέρας του, ο μπάρμπα Χρήστος
Μακρής, με το γαϊδουράκι του να τον παραλάβει. Σαν έφτασε το τραίνο στο χωριό
από την Αθήνα κατέβηκαν καμμιά δεκαριά επιβάτες αλλά ο πατέρας του Νικόλα, μη
αναγνωρίζοντας το γιό του, άρχισε να τους ρωτάει μήπως τον είδαν στο τραίνο.
Πού να φανταστεί πως μεταξύ αυτών ήταν και αυτός, όμως σχεδόν αγνώριστος από
την αδυναμία. Μόλις ο φαντάρος αναγνώρισε τον πατέρα του, που τον έψαχνε με
βουρκωμένα μάτια μέσα στο πλήθος, έπεσε στην αγκαλιά του. Αυτός, αφού τον
σφιχταγκάλιασε για λίγο, τον έβαλε να καβαλήσει στο γαϊδουράκι και γεμάτοι χαρά
γύρισαν και οι δύο στο σπίτι τους στην άλλη άκρη του χωριού, δίπλα στο
βαγιόρεμα. Τώρα πια ο Νικόλας αναπαύεται στο κοιμητήριο του χωριού μας μαζί με
τον πατέρα του. Ας είναι ελαφρό το χώμα που τους σκεπάζει.
Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος-
Μασκλινιώτης