Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2024

 

           ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ  ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΗΣ ΜΑΣΚΛΙΝΑΣ ΠΟΥ ΣΥΜΜΕΤΕΙΧΑΝ  ΣΤΗΝ ΕΠΟΠΟΙΙΑ ΤΟΥ 1940

 

Μεγάλος αριθμός κατοίκων της Μάσκλινας έτρεχαν  στο κάλεσμα της Πατρίδας, όταν τους είχε ανάγκη, για να υπερασπιστούν την ακεραιότητα και την τιμή της. Ογδόντα πέντε Μασκλινιώτες σκαρφάλωσαν πάνω στα Αλβανικά βουνά, για να προτάξουν τα στήθη τους στον εχθρό, κατά την εποποιϊα του 1940.

Ένας από αυτούς, ο αείμνηστος, τότε λοχίας, Γρηγόρης Εμμανουήλ Αντωνάκος έγραψε πολεμώντας στα Αλβανικά βουνά χρυσές σελίδες δόξας. Τον Νοέμβρη του 1940 πολέμησε στην πρώτη γραμμή με τον λόχο του στο Μόραβα και στο Γράμμο. Με το οπλοπολυβόλο στα χέρια και κάτω από καταιγισμό εχθρικών πυρών, έριξε τρεις ταινίες σφαίρες εναντίον των Ιταλών. Βοηθούμενος και από  άλλους τρεις στρατιώτες, ανάγκασε δύο (2) Ιταλικά πολυβολεία να σηκώσουν λευκή σημαία. Κατόρθωσε με δύο στρατιώτες του να συλλάβει  σαράντα επτά (47) Ιταλούς, που αμύνονταν στα πολυβολεία, μεταξύ των οποίων και τρείς (3) αξιωματικούς. Έπειτα πήρε εντολή να πάει με το λόχο του στο Γράμμο, όπου πολεμούσε το 27ο Σύνταγμα. Με την ενίσχυση του Συντάγματος από τους άνδρες του λόχου του, οι Ιταλοί τράπηκαν σε φυγή, εγκαταλείποντας σκηνές, όπλα και κανόνια, που περιήλθαν σε Ελληνικά χέρια.

Έτσι περιέγραψε ο ίδιος το μεγάλο του κατόρθωμα: «Το στρατηγείο έδωσε διαταγή να πάμε στο αλβανικό έδαφος, και το κάθε πυροβόλο θα το φρουρούσαν δύο διμοιρίες. Διά πρώτη φορά να πάει το πυροβολικό μπροστά από το πεζικό.
Όταν έγινε το λάθος και πήρε φωτιά όλη η γραμμή, οι Ιταλοί εγκατέλειψαν τα εφτά χωριά και έπιασαν τους πρόποδες του Μόραβα και του Γράμμου. Μια ημέρα πριν γίνει η εξόρμηση, πήγαν δύο διμοιρίες και δηλητηρίασαν όλα τα σκυλιά των χωριών, και την παραμονή του Αγίου Φιλίππου περάσαμε τα σύνορα και πάτησε το πόδι μας στο  εξωτερικό. Περάσαμε πρώτο και δεύτερο χωριό, και τοποθετήσαμε το πολυβόλα στα παράθυρα των ακραίων σπιτιών. Στις 6 η ώρα έρχεται το πυροβολικό. Στις 6.25 άρχισαν τα πολυβόλα και στις 6.30 άρχισαν οι σάλπιγγες. «Προχωρείτε, προχωρείτε! Του αητού ο γιος» και τροχάδην φτάσαμε σ’ ένα ποτάμι. Πιστεύω ότι το έλεγαν Δεβόλη. Ήταν περίπου δέκα μέτρα φαρδύς, με νερό και ακουμπώντας το όπλο τον περάσαμε. Όταν περνάγαμε το ποτάμι, μας έβαλαν οι Ιταλοί με αραιά πυρά και από μακριά. βγαίνοντας από το ποτάμι, ήταν ένα χτήμα με ετιές. Η διμοιρία είχε διάταξη δύο εμπρός και μία πίσω. Οι δύο ομάδες είχαν ακροβολιστεί και η δική μου πήγαινε κατά στοιχεία, που μια σφαίρα πολυβόλου μας πέρναγε όλους. Όταν βγήκαμε από τις ιτιές, δεχτήκαμε πυρά πολυβόλου. Γύρισα πίσω πέντε με έξι μέτρα και ηύρα μια ιτιά όρθια και μια κομμένη στους 40 πόντους, και πήρα το οπλοπολυβόλο από τον σκοπευτή. Εμπρός ήταν πέντε πολυβόλα (ιταλικά) πρόχειρα και σκεπασμένα με αντίσκηνο χρωματιστό, και φαινόταν μια τρύπα διά το πολυβόλο. Μόλις έριξα δύο με τρεις ταινίες, σήκωσε το πρώτο πολυβολείο λευκή πετσέτα. Χτύπησα το δεύτερο, το ίδιο και αυτό, το ίδιο και το τρίτο. Έδωσα στον σκοπευτή το οπλοπολυβόλο και του είπα να χτυπήσει τα δύο πολυβολεία. Μια ριπή στο ένα και μια στο άλλο. Και αυτά το ίδιο έκαναν και παραδόθηκαν. Επήρα δύο άνδρες με εφ’ όπλου λόγχη και έμασα 47 αιχμαλώτους. Τρεις αξιωματικούς και 44 στρατιώτες.
Στο πρώτο πολυβολείο, όταν τους αφόπλιζα, ήλθε ένας λοχίας από τις καθηλωμένες ομάδες και χτυπάει έναν 2-3 σκαμπίλια, και του είπε: «Θα μας σκοτώστε κιόλα;» Τον μάλωσα και του είπα: «Λεωνίδα, ο αιχμάλωτος είναι ιερό πράγμα». Το ίδιο έκανα και στα άλλα πολυβολεία. Ήταν οι πρώτοι αιχμάλωτοι που έπιασε το σύνταγμά μας. […}
Επίσης τα ξημερώματα της 19 Νοέμβρη του 1941 έγινε σφοδρή επίθεση των Ιταλών που ανάγκασε τους άνδρες του να οπισθοχωρήσουν έρποντας. Από αυτούς   οι μισοί σχεδόν τραυματίστηκαν. Μεταξύ αυτών τραυματίστηκε σοβαρά και ο Γρηγόρης στο πόδι του. Τους παρέλαβαν όλους οι τραυματιοφορείς και επιμελήθηκαν τα τραύματά τους. Συνέχισαν όμως να συμμετέχουν  αν και τραυματίες στις συγκρούσεις με τους Ιταλούς. Σε μια άλλη μεγάλη μάχη που έγινε στην περιοχή «Κομμένος Βράχος» κοντά στη λίμνη Μαλίκ, οι Ιταλοί έπαθαν πανωλεθρία από την ορμή των Ελλήνων και άφησαν τριακόσιους περίπου νεκρούς .Ο Γρηγόρης Αντωνάκος, επειδή το τραύμα του άνοιξε στη μάχη και ήταν σοβαρό, τον έκαναν σιτιστή του λόχου. Όμως  συνέχισε να πολεμάει στην πρώτη γραμμή, αλλά σήκωσε υψηλό πυρετό. Έτσι κατέληξε στο νοσοκομείο αναίσθητος, αλλά τελικά γλύτωσε το πόδι του. Για την προσφορά του  αυτή τιμήθηκε από την Πατρίδα με τον «πολεμικό σταυρό Γ΄τάξεως» που τον απένειμε ο τότε διάδοχος του θρόνου και μετέπειτα βασιλιάς Παύλος.

Ένας άλλος,  ο Νικόλας Χρήστου Μακρής πολεμώντας τραυματίστηκε και αυτός  βαριά, αλλά τελικά επέζησε. Την προσωπική του περιπέτεια μας περιέγραψε σε μια συγκέντρωση στο Δημοτικό Σχολείο, που οργάνωσε τελευταία ο τοπικός Σύλλογος για να τιμήσει τους ήρωες πατριώτες μας. Μας διηγήθηκε πως παλεύοντας εκεί πάνω στις χιονισμένες βουνοκορφές, κάποια μαύρη μέρα της άνοιξης του 1941, μια οβίδα τον χτύπησε στα πλευρά και τούκανε ζημιά στον πνεύμονα. Τον μάζεψαν οι συμπολεμιστές του και τον μετέφεραν φορτωμένοι στο πιο κοντινό ορεινό χειρουργείο. Όμως λόγω της σοβαρότητας της κατάστασής του μεταφέρθηκε τελικά σε νοσοκομείο της Αθήνας. Εν τω μεταξύ το μέτωπο είχε καταρρεύσει, όλα τα νοσοκομεία ήταν γεμάτα από τραυματίες του πολέμου, ενώ τα μέσα νοσηλείας ήταν ανεπαρκή. Η κατάσταση της υγείας του με το πέρασμα του χρόνου χειροτέρευε. Το τραύμα που του προκάλεσε η οβίδα δεν έκλεινε και ο Νικόλας τελικά έπεσε σε κώμα. Οι γιατροί τον είχαν πιά «ξεγράψει». Κάποιος Μασκλινιώτης που τον αντίκρισε από σύμπτωση στο νοσοκομείο ξαπλωμένο στο κρεβάτι του πόνου, τον αναγνώρισε με δυσκολία, αλλά βλέποντας την κατάστασή του, αφού ήταν σχεδόν αγνώριστος, αποφάσισε να μην αναφέρει τίποτα στους δικούς του στο χωριό, ώστε να τον θεωρήσουν «αγνοούμενο». Πέρασαν δύο μήνες σε αυτή την κατάσταση οπότε μια ημέρα που η νοσοκόμα έφερνε φαγητό στους άλλους αρρώστους του θαλάμου, μισοξυπνάει ο Νικόλας και της λέει: «Εμένα δεν θα μου φέρεις φαγητό;». Η νοσοκόμα σάστισε προς στιγμή, αφού είχε καιρό να του φέρει φαγητό, αλλά συνήλθε και κρατώντας την ψυχραιμία της τον ρώτησε: «πεινάς;». Όταν της απάντησε πως νοιώθει έντονο το αίσθημα της πείνας η νοσοκόμα έτρεξε να του φέρει φαγητό. Από εκείνη την ημέρα άρχισε σιγά - σιγά να ζωντανεύει. Με το πέρασμα του χρόνου η πληγή άρχισε να κλείνει αλλά ο Νικόλας ήταν πολύ αδύναμος. Πριν βγει το καλοκαίρι το νοσοκομείο, αφού δεν μπορούσε πια να του προσφέρει τίποτα άλλο, του έδωσε εξιτήριο και ειδοποιήθηκαν οι δικοί του να τον περιμένουν στο χωριό, που θα ερχόταν με το τραίνο. Πήγε στο σταθμό ο πατέρας του, ο μπάρμπα Χρήστος Μακρής, με το γαϊδουράκι του να τον παραλάβει. Σαν έφτασε το τραίνο στο χωριό από την Αθήνα κατέβηκαν καμμιά δεκαριά επιβάτες αλλά ο πατέρας του Νικόλα, μη αναγνωρίζοντας το γιό του, άρχισε να τους ρωτάει μήπως τον είδαν στο τραίνο. Πού να φανταστεί πως μεταξύ αυτών ήταν και αυτός, όμως σχεδόν αγνώριστος από την αδυναμία. Μόλις ο φαντάρος αναγνώρισε τον πατέρα του, που τον έψαχνε με βουρκωμένα μάτια μέσα στο πλήθος, έπεσε στην αγκαλιά του. Αυτός, αφού τον σφιχταγκάλιασε για λίγο, τον έβαλε να καβαλήσει στο γαϊδουράκι και γεμάτοι χαρά γύρισαν και οι δύο στο σπίτι τους στην άλλη άκρη του χωριού, δίπλα στο βαγιόρεμα. Τώρα πια ο Νικόλας αναπαύεται στο κοιμητήριο του χωριού μας μαζί με τον πατέρα του. Ας είναι ελαφρό το χώμα που τους σκεπάζει.

                                                         Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης

 

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2024

 

            Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΣΛΑΒΩΝ ΣΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΗΣΟ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥΣ ΜΕ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ

 

Στην Ελλάδα κατά την μακραίωνη ιστορία της, πλην των άλλων επιδρομέων, πέρασαν  και Σλάβοι. Αυτοί κατέβηκαν από τα βόρεια και στα χρόνια 600 - 800 μ. Χ. εποίκησαν την Πελοπόννησο. Μάλιστα ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Μιχαήλ ο Γ,΄ βλέποντας τον κίνδυνο από την επιδρομή τους στην Πελοπόννησο, διόρισε τον στρατηγό Θεόκτιστο Βριέννιο ο οποίος τους καθυπέταξε. Μόνο δύο Σλάβικες φυλές, οι Μήλιγγες και οι Εκερίτες που κατοικούσαν σε απόκρημνες περιοχές έμειναν ελεύθερες. Αλλά και αυτοί πλήρωναν φόρους στους Βυζαντινούς. Επανειλημμένα όμως αποστάτησαν και αυτές οι φυλές των Σλάβων, ζητώντας μείωση της φορολογίας τους. Μάλιστα οι Μήλιγγες, όταν επαναστάτησαν, ο τότε αυτοκράτορας Ρωμανός έκανε δεκτά τα αιτήματά τους με τον όρο να μένουν κάτω από τους ίδιους αρχηγούς, «φόρου υποτελείς» στον αυτοκράτορα, ενώ μπορούσαν να λατρεύουν ελεύθερα τους αρχαίους Σλάβικους Θεούς τους.

      Επί αυτοκρατορίας Βασιλείου του Μακεδόνα (867 - 886) ο στρατηγός Θεόκτιστος εξεστράτευσε για δεύτερη φορά εναντίον τους και τους κατανίκησε, ενώ παράλληλα ανέλαβε τον προσηλυτισμό τους στην Χριστιανική θρησκεία. Ιδρύθηκαν τότε μοναστήρια στα μέρη που κατοικούσαν Σλάβοι, ενώ έλαβαν ονόματα χριστιανών Αγίων τα χωριά της περιοχής (Άγιος Πέτρος, Άγιος Ιωάννης, Άγιος Ανδρέας, κλπ) Έτσι ο Χριστιανισμός εξαπλώθηκε γρήγορα και εξάλειψε εντελώς και τα τελευταία λείψανα των Σλάβων που κατοικούσαν στην Κυνουρία. Ο γεωγράφος  Alfred Filipson (1864 -1953) επιβεβαιώνει ότι «την τε Αρκαδίαν κατέλαβον Σλάβοι και έμεναν όλως ανεξάρτητοι των Ελλήνων, μεθ’ ων διεξήγον μακρούς αγώνας». Από τα μέσα του 9ου αιώνα μ.Χ. με την οριστική καθυπόταξη και των εκχριστιανισμό των Σλάβων, άρχισε και η ανάκτηση από Ελληνικά στοιχεία τυχόν απωλεσθέντων εδαφών. Στις αρχές της Τουρκοκρατίας τελικά είχαν αφομοιωθεί από το Ελληνικό στοιχείο και τα τελευταία υπολείμματα των Σλάβων στην νότια Ελλάδα γενικότερα.

Οι Σλάβοι κατέλαβαν μόνο την ύπαιθρο χώρα και δεν εγκαταστάθηκαν σε πεδιάδες, πόλεις και παραλίες, αφού στις τελευταίες δεν βρίσκουμε κανένα Σλάβικο τοπωνύμιο. Και σε αυτές τις περιοχές της υπαίθρου που εγκαταστάθηκαν, δεν κατάφεραν να διεισδύσουν τελικά σαν οργανωμένοι κατακτητές, αλλά η διείσδυσή τους είχε σαν κύριο στόχο την αναζήτηση νέων βοσκοτόπων. Στόχος τους συμπληρωματικός ήταν και η αναζήτηση εδαφών κατάλληλων για καλλιέργεια. Ουδέποτε υποδούλωσαν τις περιοχές αυτές και δεν ήσαν αυτόνομοι.

Η παρουσία των Σλάβων στην Αρκαδία δεν μπορεί να αναμφισβητηθεί. Έτσι δεν αμφισβητείται και η παρουσία τους στην περιοχή του δήμου Τανίας. Στα χρόνια 600 - 800 μ. Χ. οι Σλάβοι που εγκαταστάθηκαν και στην ευρύτερη περιοχή του χωριού μας, ήσαν βασικά ποιμένες και γεωργοί, με πολύ χαμηλό πολιτιστικό επίπεδο. Γι’ αυτό και δεν άλλαξαν την φυλετική τους ταυτότητα, ούτε παραμόρφωσαν την εθνική φυσιογνωμία των κατοίκων της περιοχής, αλλά αφομοιώθηκαν από δυναμικό Ελληνικό στοιχείο.

Ωστόσο η εγκατάσταση πυκνών ποιμενικών και γεωργικών Σλάβικων αποικιών μέσα σε περιοχές που κατοικούσαν Έλληνες είχε σαν φυσικό επακόλουθο την μετονομασία από αυτούς πολλών γεωγραφικών ονομάτων ή την προσθήκη σε αυτά καταλήξεων Σλαβικών (-οβα, -ιτσα, -αινα). Τέτοια γεωγραφικά Σλαβικά ή Σλαβοκατάληκτα ονόματα στην Αρκαδία είναι: Βέρτζοβα, Πηνίκοβη ή Πηνίκοβα, Αράχοβα, Στεμνίτσα, Ζάβιτσα, Χλοΐτσα, Βέρβαινα κλπ. Οι Σλάβοι στη θέση που έβοσκαν τα κοπάδια τους και στη θέση που είχαν την πρόχειρη εγκατάστασή τους, έδιναν Σλάβικα ονόματα.

       Έτσι εξηγείται η ύπαρξη πολλών τοπωνυμίων Σλάβικης προελεύσεως, διάσπαρτων σε μια μεγάλη γεωγραφική περιοχή, που εκτείνεται από την Ζάβιτσα ως το Δραγούνι και από τον Τσόροβο των κάτω Δολιανών ως την Κοσάνα του Καστρίου και τον παλιό Δραγαλεβό. Έτσι εξηγείται και η αρχική ονοματοθεσία του οικισμού του χωριού μας από τους Σλάβους σε «Μάσκλινα», «Μάσκλενα» ή «Μάλσιενα» που σημαίνει «ελαιότοπος». Το τοπωνύμιο αυτό ανήκει στην ομάδα των γνήσιων Σλάβικων τοπωνυμίων, φορείς του οποίου έγιναν Σλάβοι έποικοι της περιοχής, που το επέβαλαν.

Την σλάβικη ονοματοθεσία του οικισμού, δεν την επέβαλαν άλλοι λαοί που πέρασαν από την περιοχή μας, όπως Αλβανοί, που για την ονοματοθεσία οικισμών ή συγκεκριμένων εδαφικών εκτάσεων, χρησιμοποιούσαν λέξεις σλαβικές, και τις είχαν μάθει κατά την πολύχρονη συμβίωσή τους με Σλάβους. Ο καθηγητής της Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Ακαδημαϊκός Κ. Ρωμαίος από τα Βούρβουρα της Κυνουρίας είχε την γνώμη ότι η «Μάσκλινα» ήταν παλαιότερος μικρός «συνοικισμός» που τον έχτισαν οι Σλάβοι και τον ονόμασαν με την δική τους γλώσσα. Ο «συνοικισμός» όμως που αναφέρει ο καθηγητής, κατά την άποψη του συγγραφέα Β. Γ. Τόγια δεν ήταν καν οργανωμένος, αλλά αποτελείτο από πρόχειρες εγκαταστάσεις, (μαντριά και καλύβες), αφού οι Σλάβοι που κατέβηκαν στην Πελοπόννησο εκείνη την εποχή ήσαν γεωργοί και ποιμένες. Στην περιοχή φαίνεται ότι υπήρχαν από τότε και προ της καθόδου των Σλάβων ελαιόδεντρα άγρια και ήμερα και γι΄αυτό οι έποικοι την ονόμασαν «Μάσκλινα».

Ο καθηγητής της ιστορίας σε πανεπιστήμιο της Ρουμανίας Νikolae Jorga στο βιβλίο του «εικόνες από την σημερινή Ελλάδα» σημειώνει: «Οι Σλάβοι ήσαν γεωργοί. Ερχόμενοι με το άροτρόν των εχρειάζοντο γην. Ο Σλάβος ούτε βοσκός δεν είναι. Οι Σλάβοι λοιπόν πήγαιναν σε ανοιχτά μέρη, όπου ηδύναντο να καλλιεργήσουν την γην και μεταβαίνοντες εκεί έμειναν κεκλεισμένοι εις τας κοιλάδας μεταξύ των βουνών. Οι Σλάβοι ήσαν χωρικοί και επώλουν εις τας πόλεις, τας οποίας κατώκουν Έλληνες, τα προϊόντα των. Κατά συνέπειαν δεν έχουν λόγον να καταλάβουν τας πόλεις».

Ο διάσημος σλαβολόγος Γερμανός καθηγητής Max.Vasmer,το 1941,στο ειδικό μέρος του βιβλίου του: «Die Slaven in Griechnland, Berlin 1941»,(«Οι Σλάβοι στην Ελλάδα,Βερολίνο 1941») αναφερόμενος στην ευρύτερη περιοχή του δήμου Τανίας, στην οποία ανήκε και ο οικισμός του χωριού μας, είχε υπόψη του περιορισμένο τοπωνυμικό υλικό, που είχε αντλήσει από δημοσιεύματα διοικητικού χαρακτήρα, όπως είναι οι απογραφές πληθυσμού, οι πίνακες δήμων και κοινοτήτων κλπ. Συνεπώς ο M.Vasmer είχε υπόψη του τοπωνύμια που αναφέρονται μόνο σε οικισμούς και όχι σε αυτά που αναφέρονται σε τοποθεσίες. Κατά τον M.Vasmer λοιπόν, ο οικισμός υπήρχε στην περιοχή, προ της καθόδου των Σλάβων, και οι τελευταίοι, όταν κατήλθαν στην περιοχή, τον ονόμασαν Μάσκλινα ή Μάλσιενα, ονοματοθεσία που προέρχεται από τη σλαβική λέξη Maclina και σημαίνει περιοχή με ελαιόδεντρα. Δηλαδή Μάσκλινα ή Μάλσιενα σημαίνει ελαιότοπος. Κατά τη γνώμη του η λέξη Μάσκλινα προέρχεται από τη σλαβική λέξη maclina που σημαίνει ελαιόδενδρο.

Επίσης ο M.Vasmer αναφέρει ότι οι Σλάβοι κατά την κάθοδό τους στην Πελοπόννησο διέμειναν σε δυσπρόσιτες περιοχές απομακρυσμένες από τη θάλασσα. Στην άποψη αυτή συντάσσεται και ο Δ. Ζακυθηνός. Έτσι εξηγούνται τα πολλά Σλάβικα τοπωνύμια της Αρκαδίας και ιδιαίτερα της περιοχής του Τάνου. Η επίδραση των Σλάβων στα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις των Ελλήνων υπήρξε μηδενική.

Από τα παραπάνω, συμπερασματικά, προκύπτει ότι, πριν από την κάθοδο των Σλάβων (600 - 800) μ.Χ. ή κατά την εγκατάστασή τους στην περιοχή του χωριού, είχε δημιουργηθεί μικρός οικισμός, πιθανώς διάσπαρτος και μη μόνιμος, που οι κάτοικοί του ασχολούνταν με την καλλιέργεια της ελιάς, και τον οποίο οι Σλάβοι, τον ονόμασαν «Μάσκλινα» ή «Μάλσιενα», που σημαίνει τόπος με ελαιόδενδρα. Το τοπωνύμιο αυτό διασώθηκε στο πέρασμα των χρόνων και μετά την αποχώρηση των Σλάβων από την περιοχή ή την αφομοίωσή τους από το τοπικό στοιχείο. Πολύ αργότερα με το τοπωνύμιο «Μάσκλινα» ή «Μάλσιενα» οι Καστρίτες έποικοι της περιοχής, ονόμασαν  έτσι  την περιοχή του μελλοντικού οικισμού, χωρίς να ερευνήσουν  αν  το τοπωνύμιο είχε Σλάβικη προέλευση και σήμαινε τόπο με ελαιόδεντρα. Στα ελαιόδενδρα προστέθηκαν αργότερα και τα αμπέλια που φύτεψαν και καλλιεργούσαν οι κάτοικοι του οικισμού. Αυτή η ονομασία του οικισμού τελικά παρέμεινε μέχρι το έτος 1927, χρονολογία που μετονομάστηκε ο οικισμός «Ελαιοχώριον».

 

                                                               Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2024

 

Η ΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΔΗΜΗΤΡΙΑΚΩΝ ΣΤΗ ΜΑΣΚΛΙΝΑ

 

Το σιτάρι είναι ίσως το αρχαιότερο από τα δημητριακά που καλλιέργησε ο άνθρωπος. Πρωτοκαλλιεργήθηκε στους λόφους της ΝΔ Ασίας, αλλά και στα βουνά του Ευξείνου Πόντου, της Συρίας και της Ιορδανίας. Πριν από 12.000 χρόνια οι περιοχές αυτές χαρακτηρίζονταν για το φιλόξενο κλίμα τους, που ήταν ζεστό με πολλές βροχοπτώσεις, ιδανικό για την ανάπτυξη των δημητριακών γενικότερα.

Η καλλιέργεια δημητριακών ήταν ανεπτυγμένη και στην περιοχή μας, από της συστάσεως του χωριού. Όμως τα σπαρτοχώραφα, όπως τα έλεγαν, είχαν  μικρή έκταση και ήταν σκορπισμένα σε διάφορες τοποθεσίες, από το Πλατάνι μέχρι τα Στρατηγέκα χάνια και την περιοχή του Καυκαλά. Ορισμένοι μάλιστα αναγκάζονταν να  σπέρνουν  ακόμη και τα επίπεδα ξέφωτα*, τις λάκες, επάνω στις ανατολικές πλαγιές του όρους Παρθενίου, που απέχουν από το χωριό πάνω από μια ώρα δρόμο και η πρόσβαση σε αυτά γινόταν μέσα από κακοτράχαλα και ανηφορικά μονοπάτια. Σε αυτά τα χωράφια έσπερναν κυρίως οι κάτοικοι της Ζαρελιάνικης γειτονιάς. Στα ξέφωτα προς την περιοχή του Αρμακά έσπερναν αυτοί που κατοικούσαν στα Γυμνιάνικα ή Μακρέκα.Και η οικογένειά μας, επειδή δεν είχε στην ιδιοκτησία της μεγάλη έκταση από σπαρτοχώραφα, αναγκαζόταν  για πολλά χρόνια να σπέρνει δημητριακά  στις επίπεδες εκτάσεις πάνω στο οροπέδιο της Κάρβιας, που η απόσταση από το χωριό είναι μεγάλη. Άλλα νοικοκυριά μάλιστα που δεν είχαν χωράφια στην κατοχή τους για να σπείρουν τα δημητριακά τους αναγκάζονταν να νοικιάζουν χωράφια συγχωριανών τους, δίνοντας σε αυτούς ορισμένη ποσότητα από την παραγωγή του ενοικιαζομένου χωραφιού, το «γιόμορο». Η καλλιέργεια γινόταν αρχικά με το παραδοσιακό ξύλινο, αργότερα δε με το  σιδερένιο αλέτρι  και με τις αξίνες. Λιπάσματα παλαιότερα δεν υπήρχαν και όταν άρχισαν να χρησιμοποιούνται, η χρήση τους ήταν περιορισμένη. Ωστόσο η συνολική παραγωγή του χωριού σε δημητριακά ήταν αξιόλογη. Αυτό οφειλόταν στην φιλοπονία των κατοίκων που με υπομονή, επιμονή και πείσμα, κάτω από δύσκολες συνθήκες έσπερναν στα χωράφια τους τα δημητριακά. Καλλιεργείτο το σιτάρι και το κριθάρι για την παρασκευή του ψωμιού και σε μικρές ποσότητες η βρώμη, ο βίκος, το λαθούρι και τα κουκιά. Το σιτάρι αποτελούσε όμως την κύρια παραγωγή. Από τα στοιχεία της γεωργικής απογραφής του 1911 προκύπτει ότι εκείνη τη χρονιά καλλιεργούντο 940 στρέμματα σιταριού.    

Το όργωμα των χωραφιών γινόταν το φθινόπωρο. Όμως οι προετοιμασίες άρχιζαν πολύ πιο νωρίς. Τα μουλάρια, όταν πλησίαζε ο καιρός για το όργωμα έπρεπε να είναι καλιγωμένα στα μπροστινά τουλάχιστον πόδια, για να μην καταστραφούν τα νύχια τους στο όργωμα. Το «καλίγωμα» γινόταν με πέταλα και με μεγάλα σιδερένια καρφιά, από τους πεταλωτήδες ή αλμπάνηδες του χωριού. Για σπόρο είχαν κρατήσει από την προηγούμενη χρονιά τον πιο χοντρόσπυρο που έβγαινε από την «μάκινα» του Σηκοβάρη. Την παραμονή της σποράς τον απολύμαιναν με γαλαζόπετρα, για να μην πιάσει το σιτάρι καπνιά (δαυλίτη)

   Μετά τις πρώτες βροχές και αφού είχαν μαλακώσει τα χώματα από τη βροχή, ο νοικοκύρης του κάθε σπιτιού άρχισε τη σπορά των δημητριακών. Παλαιότερα το όργωμα γινόταν με τα βόδια και αργότερα, μέχρι και τελευταία, με ζευγάρια ζώων, συνήθως μουλαριών, με σιδερένια αλέτρια -(ησιόδεια άροτρα).

    Κάθε πρωί ο νοικοκύρης   φόρτωνε στα μουλάρια τα απαραίτητα σύνεργα, για το όργωμα του χωραφιού δηλαδή: τα τραβηχτά, που ήταν από γερό μακρουλό ξύλο με σιδερένια θηλιά στη μέση, τις λαιμαριές, που ήταν φτιαγμένες από χοντρό σαμαροσκούτι, γεμισμένες με βούτημα και στερεωμένες σε σιδερένιο πλαίσιο με θηλιές για να πιάνονται οι αλυσίδες του τραβηχτού, τις σαμαρίτσες, που ήταν πάνινοι φαρδείς ιμάντες που τοποθετούντο στην ράχη του μουλαριού και στις δύο άκρες περνούσαν οι αλυσίδες των τραβηχτών, το παλάντζο, που ένωνε τα δύο τραβηχτά και σε αυτό κρέμονταν το αλέτρι, τη βουκέντρα, που ήταν ξύλο και στην μια άκρη του είχε λουρί για να χτυπάει ο ζευγολάτης τα ζώα, ενώ στην άλλη είχε σιδερένια ξύστρα για να ξύνει την λάσπη από τα υνιά του αλετριού και να τοποθετεί τις αλυσίδες των τραβηχτών, όταν έφευγαν από τη θέση τους, γιατί δεν μπορούσες να πλησιάσεις τις αλυσίδες που βρίσκονταν κοντά στα πισινά πόδια του μουλαριού, τη σβάρνα, από ξύλα που χρησίμευε για να ισιώνει το χώμα, να κρύβει το σπόρο και να λιώνει τα σβόλια* και το αλέτρι, που στην αρχή ήταν ξύλινο και αργότερα από σίδηρο, το σπόρο που θα έριχνε στο χωράφι, το λίπασμα και το ταγάρι με το φαγητό και με το μπουκάλι το κρασί για να «λημερίσουν*» στο χωράφι με την σύντροφό του.

Μόλις έφταναν στο χωράφι ξεφόρτωναν τα πράγματα από τα ζώα τους και ο «σέμπρος» μαζί με τη νοικοκυρά άρχιζαν να σπέρνουν το σπόρο με το χέρι, και να σκορπίζουν το λίπασμα μέσα στο χωράφι. Ο νοικοκύρης εν τω μεταξύ «ξεσαμάρωνε» τα ζώα και ετοίμαζε τα σύνεργα για να «ζέψει» το ζευγάρι. Φορούσε πρώτα στα μουλάρια του τις λαιμαργιές και άπλωνε κατά γης τα τραβηχτά με τις παράλληλες αλυσίδες που ήταν δεμένες στις δύο άκρες του κάθε τραβηχτού. Στις αλυσίδες του κάθε τραβηχτού περνούσαν την σαμαρίτσα από τις άκρες της. Από το άγκιστρο του κάθε τραβηχτού που βρισκόταν στο κέντρο του, συνέδεε τις άκρες του παλάντζου. Το παλάντζο ήταν και αυτό από μεταλλικό σωλήνα και είχε στις δύο άκρες του δύο υποδοχές, μια για το άγκιστρο του κάθε τραβηχτού ενώ στη μέση του υπήρχε ένας κρίκος που εκεί συνδεόταν το αλέτρι.

Έπειτα τραβούσε τα μουλάρια ανάμεσα στις παράλληλες αλυσίδες των τραβηχτών, περνούσε την σαμαρίτσα στην ράχη του κάθε μουλαριού και τις δύο μπροστινές άκρες των αλυσίδων τις αγκίστρωνε την κάθε μια στο αριστερό και τον δεξιό κρίκο της κάθε λαιμαργιάς. Τέλος έφερνε τα σχοινιά των καπιστριών, τα «καπιστρόσκοινα», του κάθε μουλαριού και τα έδενε στο πάνω μέρος της αλετροχειρίδας του αλετριού. Με αυτά τα σκοινιά κατηύθυνε τα μουλάρια κατά την διαδικασία του οργώματος.

Το ζευγάρι ήταν πιά έτοιμο και άρχιζε το όργωμα (καμάτεμα*) του χωραφιού. Κρατώντας την «αλετροχειρίδα» του αλετριού, οδηγούσε με τα «καπιστρόσκοινα» το ζευγάρι των ζώων με το αλέτρι, οργώνοντας το σπαρμένο χωράφι. Πότε - πότε χτυπούσε με την βουκέντρα τα μουλάρια για να προχωρούν σε ρυθμούς που ήθελε αυτός να επιβάλει. Όπου το έδαφος είναι κατηφορικό, έχτιζε ο αγρότης από το καλοκαίρι με ξερολιθιές τοίχους (τα όχτια) για να συγκρατείται το χώμα και να μην παρασύρεται από τις βροχές.

Έτσι σχημάτιζε μικρές καλλιεργήσιμες επιφάνειες σε κλιμακωτούς αναβαθμούς. Αυτές τις μικρές καλλιεργήσιμες εδαφικές επιφάνειες τις ονόμαζαν «πεζούλες». Για να σκεπαστεί στο χώμα ο σπαρμένος σπόρος, γινόταν στο τέλος το σβάρνισμα του οργωμένου χωραφιού με την «σβάρνα», που έδενε ο νοικοκύρης πίσω από τα ζώα, αφαιρώντας πρώτα το αλέτρι. Αρχικά η «σβάρνα» ήταν φτιαγμένη από ξύλινες βέργες πλεγμένες κατάλληλα και τελευταία ήταν σιδερένια. Στις άκρες του χωραφιού, εκεί που δεν ήταν δυνατό το όργωμά του με το αλέτρι, ή κάτω από τις ρίζες των ελιών που δεν μπορούσε να περάσει το ζευγάρι για να το οργώσει, σκάλιζαν το έδαφος εκείνο με τα ξινάρια, για να σκεπαστεί με χώμα ο σπόρος και στα σημεία αυτά. Η καλλιέργεια των δημητριακών γινόταν και σε χωράφια με αδύνατο έδαφος. Γι’ αυτό, σε περίπτωση ξηρασίας, οι γεωργοί πολλές φορές δεν έπαιρναν ούτε το σπόρο που είχαν σπείρει.

Γενικά τα σπαρμένα χωράφια δεν είχαν συνήθως περιφράξεις, ούτε τοίχους από ξερολιθιά στα σύνορά τους με τα γειτονικά, ώστε να εμποδίζεται η είσοδος ανθρώπων ή ζώων μέσα σε αυτά. Στα χωράφια κυρίως που βρίσκονταν μέσα ή πλησίον στον οικοδομικό ιστό του χωριού, και είχαν τα κατοικίδια ζώα άμεση πρόσβαση σε αυτά, αλλά και εκτός αυτού, εκεί που είχαν πρόσβαση τα κοπάδια, οι ιδιοκτήτες των χωραφιών, που ήθελαν να απαγορεύσουν την είσοδό τους σε αυτά, τα «κουτρούφιαζαν». Μάζευαν δηλαδή λίγες πέτρες, πλάκες συνήθως, και τις τοποθετούσαν την μια πάνω στην άλλη, ώσπου το χτίσιμό τους να φτάνει πάνω από μισό μέτρο ύψος. Έπειτα άσπριζαν με ασβέστη τις πέτρες αυτές, ώστε να φαίνεται χαρακτηριστικά ο λιθοσωρός από μακριά. Αυτούς τους λιθοσωρούς τους τοποθετούσαν στα όρια του σπαρμένου χωραφιού, ενώ έφτιαχναν και άλλους διάσπαρτους μέσα σε αυτό. Αυτοί οι λιθοσωροί αποτελούσαν σημάδια που απαγόρευαν την είσοδο σε αυτά τα χωράφια ανθρώπων και ζώων, για να μην προκαλούνται ζημιές στα σπαρτά. Την ίδια μέθοδο ακολουθούσαν για τα χωράφια που είχαν φυτέψει μυγδαλιές ή άλλα οπωροφόρα δέντρα. Σε περίπτωση που προκαλείτο ζημιά στα «κουτρουφιασμένα» χωράφια, παρενέβαινε ο αγροφύλακας του χωριού, έπειτα από καταγγελία του ιδιοκτήτη, και το πρόστιμο που επιβαλλόταν από το δικαστήριο στον ιδιοκτήτη των ζώων που προκάλεσαν την ζημιά ήταν τσουχτερό.

                                                  Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης

                                                                                         

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2024

 

                           Ο ΤΡΥΓΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΤΗΜΑ ΤΩΝ ΣΤΑΦΥΛΙΩΝ ΣΤΗ ΜΑΣΚΛΙΝΑ

 

Μετά τα μέσα του Σεπτέμβρη άρχιζε ο τρύγος. Ήταν ένα μεγάλο πανηγύρι που γινότανε με χαρές και τραγούδια. Στον τρύγο βοηθούσαν και τα παιδιά. Γέμιζαν τα μικρά καλάθια με σταφύλια που τα μετέφεραν και τα άδειαζαν σε μεγαλύτερα κοφίνια, τους τριατικούς,* ή στις ξύλινες βούτες* στην άκρη του αμπελιού. Κατά την διάρκεια του τρύγου των σταφυλιών, οι δρόμοι γέμιζαν από τα ζώα, που φορτωμένα με τις βούτες και τα κοφίνια μετέφεραν τα σταφύλια στα πατητήρια, τους ληνούς, όπως τους έλεγαν.

    Κάθε νοικοκυριό διέθετε ένα ειδικό χώρο, συνήθως στεγασμένο, για το πάτημα των σταφυλιών. Ο χώρος αυτός ήταν τσιμεντοστρωμένος στη βάση του και στα πλάγια του σε ύψος τουλάχιστον ενός μέτρου. Έμοιαζε με μια μικρή στέρνα. Στο κάτω μέρος  της  υπήρχε έξοδος και η σωλήνα που υπήρχε εκεί επικοινωνούσε και κατάληγε στο διπλανό πολίμι*, ένα μεγάλο δοχείο, συνήθως πήλινο, που βρισκόταν χαμηλά στην μπροστινή επιφάνεια του ληνού. Το μοναδικό άνοιγμα, το παράθυρο ή  η «πάγκα» όπως την έλεγαν, βρισκόταν στην μια πλευρά του ληνού σε ύψος ενός μέτρου από το έδαφος. Από εκεί άδειαζαν τα σταφύλια από τα κοφίνια μέσα στο ληνό. Ο ληνός χρησιμοποιόταν συνήθως και σαν αποθηκευτικός χώρος κατά την διάρκεια του έτους, γι’ αυτό την περίοδο του τρύγου αφού τον άδειαζαν από ο, τι είχαν αποθηκεύσει εκεί (σανά, κλάρες, αποξηραμένα μουρόφυλλα κλπ) τον έπλεναν και ύστερα έριχναν τα σταφύλια μέσα για να τα πατήσουν. Πολλοί  που είχαν σπίτια ανωγοκάτωγου τύπου, είχαν κατασκευάσει τον ληνό,  ώστε να εφάπτεται στην πλευρά της κύριας εισόδου του σπιτιού. Οι χώροι αυτοί είχαν σχήμα καμάρας και η οροφή του ληνού αποτελούσε το λιακωτό του σπιτιού, ενώ η είσοδός του βρισκόταν δίπλα στην πόρτα του κατωγιού του. Από την είσοδό του έμπαιναν μέσα στο χώρο του ληνού που βρισκόταν και το πολίμι ενώ  πιο μέσα, σε απόσταση δύο περίπου μέτρων από την πόρτα του υπήρχε χαμηλός διαχωριστικός τοίχος και από εκεί άρχιζε ο κυρίως ληνός, η στέρνα δηλαδή που πατούσαν τα σταφύλια. Σε αυτό τον τύπο ληνού για διευκόλυνση τα κοφίνια με τα σταφύλια τα άδειαζαν μέσα, από μια καταπακτή που βρισκόταν στην οροφή του, δηλαδή στο δάπεδο  του λιακωτού του σπιτιού. Το πάτημα των σταφυλιών γινόταν συνήθως από νεαρά άτομα, κατοίκους του χωριού ή και εργάτες, που τα πατούσαν συνήθως ξυπόλυτοι μέσα στα πατητήρια, στους ληνούς όπως τους έλεγαν, ενώ ο μούστος έτρεχε μέσα στο πολίμι.

Τα υπολείμματα από τις ρόγες και τα τσαμπιά των σταφυλιών, τα (τσίπουρα), τα μάζευαν οι εργάτες σε μια άκρη του ληνού και αφού τα στοίβαζαν, έβαζαν επάνω στη στοίβα σανίδες και πάνω σε αυτές βαριές πέτρες. Έτσι, με το πλάκωμα των υπολειμμάτων, έβγαινε η μεγαλύτερη ποσότητα του  μούστου που  είχε απομείνει μέσα από τα πλακωμένα «τσίπουρα». Ο μούστος που έβγαινε από το στίψιμο, συνέχιζε να τρέχει μέσα στο «πολίμι» του ληνού. Άφηναν πλακωμένα τα υπολείμματα από τις ρόγες και τα τσαμπιά για δύο περίπου ημέρες και ακολουθούσε η διαδικασία του «τσιπουρίσματος», με ένα ειδικό μηχάνημα την «τσιπουριά».

     Η «τσιπουριά» αποτελείτο από ένα ξύλινο βαρέλι με αραιωμένες τις όρθιες σανίδες του, και ένα άξονα-κοχλία, στηριγμένο στη μέση μιας σιδερένιας βάσης, που στον άξονα αυτό βίδωνε ένας καταπέλτης. Οι εργάτες γέμιζαν πρώτα το βαρέλι της τσιπουριάς με τα υπολείμματα των σταφυλιών. Στη συνέχεια με κατάλληλους χειρισμούς, βιδώνοντας τον καταπέλτη στον άξονα – κοχλία, έστιβαν τα υπολείμματα των σταφυλιών πιέζοντας τα, και έτσι έφευγε ο μούστος από τις αραιωμένες σανίδες του βαρελιού της «τσιπουριάς». Επειδή κάθε σπίτι δεν είχε τη δική του «τσιπουριά», οι κάτοικοι του χωριού, που είχαν φορητές «τσιπουριές», δημιουργούσαν συνεργεία και μετέφεραν το μηχάνημα επί τόπου, στο ληνό του κάθε νοικοκυριού, που δεν διέθετε τέτοιο μηχάνημα, για το στίψιμο των υπολειμμάτων των σταφυλιών, έναντι αμοιβής. Ό, τι έμενε μετά το στίψιμο στην τσιπουριά και είχε πλέον πάρει στερεά μορφή, το μετέφεραν με τα ζώα στα χωράφια τους για να χρησιμοποιηθεί σαν λίπασμα.

Από το «πολίμι» έπαιρναν επίσης μικρή ποσότητα μούστου και χρησιμοποιώντας το «γράδο*», ένα γυάλινο εργαλείο, σε σχήμα μεγάλου θερμόμετρου, μετρούσαν την περιεκτικότητα του μούστου σε οινόπνευμα. Αν ο μούστος ήταν κάτω από τους δέκα βαθμούς, έπρεπε να τον ενισχύσουν, ρίχνοντας μέσα μερικά κιλά ζάχαρη, που την καθόριζε ο χημικός- οινολόγος. Αν όμως διαπίστωναν, κατά μέτρημα με το «γράδο», ότι ο μούστος περιείχε οινόπνευμα περισσότερο του κανονικού, αραίωναν το μούστο, ρίχνοντας ποσότητα νερού, που την καθόριζε και πάλι ο οινολόγος. Η καλύτερη ποιότητα του μούστου ήταν αυτή, που, κατά το «γραδάρισμα», ήταν δέκα τρείς βαθμοί.

Τον μούστο από το «πολίμι» τον μετέφεραν με τους ντενεκέδες και τον άδειαζαν στο βαγένι. Αφού το γέμιζαν, έριχναν μέσα το απαραίτητο ρετσίνι σε ποσοστό ένα με δύο στα εκατό και άφηναν την τρύπα (σιφωνιά*) στο πάνω μέρος του βαγενιού ανοιχτή, μέχρι να ολοκληρωθεί η ζύμωση του μούστου. Ο μούστος κατά ζύμωση έβραζε μέσα στο βαγένι δεκαπέντε ημέρες περίπου. Όταν πια σταματούσε το βράσιμο του μούστου, σφράγιζαν την τρύπα με ρετσίνι και σκόνη ασβέστη. Άφηναν μερικές ημέρες το μούστο να κατασταλάξει και κάπου στα μέσα του Νοέμβρη, άνοιγαν την κάνουλα του βαγενιού, που συνήθως ήταν ξύλινη και υπήρχε στο κάτω μέρος της ελεύθερης πλευράς του, στον «παζό*». Έτσι «έπιαναν» και δοκίμαζαν το ψημένο πια κρασί, που ήταν έτοιμο για κατανάλωση.

Τα ασκιά ή τουλούμια τα φτιάχνανε ειδικοί τεχνίτες από ολόκληρο τομάρι γίδας, που του έκαναν πρώτα ειδική επεξεργασία. Το κάθε ασκί χωρούσε 15 μπότσες μούστο περίπου (40-50 λίτρα).Το γέμισμα, το άδειασμα, το φόρτωμα και το ξεφόρτωμα από το μουλάρι των ασκιών καθώς και η μεταφορά του μούστου με αυτά απαιτούσε ειδική τεχνική γιατί υπήρχε πάντοτε κίνδυνος να σχιστεί ή να τρυπήσει το δέρμα που ήταν κατασκευασμένα και να χυθεί το περιεχόμενο.

Οι περισσότερες οικογένειες είχαν αυτάρκεια σε κρασί. Ακόμη μέχρι και την δεκαετία του 1950, γινόταν και εξαγωγή μούστου στα γειτονικά χωριά αλλά και στην Τρίπολη. Το πρώτο φορτηγό αυτοκίνητο ιδιοκτησίας των αδελφών Κόκκωνα από το Καστρί, που έφτασε στο χωριό, στα τέλη της δεκαετίας του 1950, όταν άνοιξε για πρώτη φορά το οδικό δίκτυο από το χωριό προς την Τρίπολη, φόρτωνε και μετέφερε μεγάλες ποσότητες μούστου, προμηθεύοντας την αγορά της Τρίπολης αλλά και την ευρύτερη περιοχή. Το κρασί σε παλαιότερα χρόνια δεν ήταν απλά ένα ποτό, αλλά μαζί με το ψωμί και το λάδι ήταν η βασική τροφή για όλη την οικογένεια.

 Επιπλέον οι νοικοκυρές με το «μούστο» ( το γλεύκος) παρασκεύαζαν την «μουσταλευριά» και το «πετιμέζι». Για την παρασκευή της μουσταλευριάς έπαιρναν μούστο από το πολίμι, και αφού τον στράγγιζαν από τα κουκούτσια των σταφυλιών, τον ζέσταιναν με σιγανή φωτιά σε μια κατσαρόλα. Έπειτα έριχναν μέσα και λίγη αλισίβα και τελευταία αλεύρι για να πήξει το μίγμα. Το άφηναν λίγο να κρυώσει και στη συνέχεια το άδειαζαν μέσα σε πιάτα και σε μικρά ταψιά, φροντίζοντας το πάχος του μίγματος να μην ξεπερνάει τα δύο δάχτυλα. Σε μερικά ταψιά έριχναν πάνω στο μίγμα  καρυδόψυχα και σουσάμι. Το άφηναν να κρυώσει εντελώς για να στερεοποιηθεί και τότε το έτρωγαν με το κουτάλι για γλύκισμα. Την μεγαλύτερη όμως ποσότητα την έκοβαν με το μαχαίρι σε μικρά τετράγωνα κομματάκια. Τα ξέραιναν στον ήλιο ή στο φούρνο, μετά το ψήσιμο του ψωμιού και τα κρατούσαν μέσα σε πάνινες σακούλες, τρώγοντας από αυτό το γλύκισμα όλο το χειμώνα. Το πετιμέζι το διατηρούσαν μέσα σε μπουκάλια και το χρησιμοποιούσαν για να παρασκευάσουν τα μουστοκούλουρα.

 

                                                 Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης 

 

  Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΤΡΑΙΝΟΥ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ   Από τις αρχές της δεκαετίας του 1890, μεγάλη ώθηση στην οικιστική, οικονομ...