Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2024

                     ΟΙ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΡΥΓΟ  ΣΤΗ ΜΑΣΚΛΙΝΑ

 Όταν  έμπαινε ο Σεπτέμβρης πρώτη δουλειά των νοικοκυραίων της Μάσκλινας ήταν να ετοιμάσουν τα βαγένια που θα αποθήκευαν το μούστο και  είχαν «ξερομαχιάσει*». Τα γέμιζαν νερό για μερικές ημέρες για να φουσκώσουν οι δόγες τους. Στη συνέχεια έμπαιναν μέσα σε αυτά για να τα πλύνουν, από μια πορτούλα στον μπροστινό παζό του βαγενιού. Έβγαζαν από μέσα την λάσπη που είχε συγκεντρωθεί από την προηγούμενη χρονιά και τα έξυναν με την ξύστρα, για να καθαρίσουν καλά. Έπειτα σε ένα μεγάλο καζάνι έβραζαν θυμάρια, ρείκια και άλλα αρωματικά φυτά. Το αρωματισμένο νερό που ακόμη έβραζε το έριχναν μέσα στο βαγένι και έκλειναν την πόρτα του. Οι αρωματισμένοι υδρατμοί περνούσαν στο ξύλο του βαγενιού και έδιναν ιδιαίτερο άρωμα στο κρασί. Ύστερα από μερικές ώρες έχυναν το νερό από το βαγένι. Καμμιά φορά έριχναν μέσα και σκόνη ασβέστη (χορίγι) για να μην ξινίσει το κρασί, γιατί η ασβέστη απολυμαίνει το βαγένι, σκοτώνοντας τον βάκιλο της ζύμωσης του όξους.     Τα βαγένια που δεν κρατούσαν μέσα το νερό τα «έσουρναν από την αρχή», δηλαδή τα χαλούσε ο μάστορης (βαγενάς), άλλαζε τις χαλασμένες δόγες και τα ξανάφτιαχνε, «τα έστηνε» πάλι, σφίγγοντας τα σιδερένια στεφάνια του βαγενιού.΄Υστερα τα τοποθετούσαν στα κατώγια τους, τοποθετώντας τα πάνω σε χοντρά κούτσουρα, τα «πελάγια», στερεωμένα καλά και σφηνωμένα, για να μην κουνιούνται. Έπλεναν τους ληνούς και τα πολίμια  για να δεχτούν τα σταφύλια και το μούστο, ενώ παράλληλα μάζευαν τα κοφίνια, τους  «τριατικούς» όπως τους έλεγαν και τις βούτες για την μεταφορά των σταφυλιών από τα αμπέλια στους ληνούς. Τέλος τα συνεργεία με τις τσιπουριές ετοιμάζονταν και αυτά, επισκευάζοντας τις τσιπουριές τους, για να στίψουν   τα τσίπουρα στους ληνούς των συγχωριανών τους έναντι αμοιβής.Ο αείμνηστος χωριανός μας Γιώργος Μίλης, σημειώνει στις γραπτές σημειώσεις του «πως την εποχή του μεσοπολέμου στο Ελαιοχώρι καλλιεργούσαν πολλά αμπέλια. Ο τρύγος των σταφυλιών διαρκούσε περίπου ένα μήνα. Από την παραγωγή μούστου του χωριού μας εφοδιαζόταν με κρασιά όλη η βορειοανατολική Κυνουρία. Τον μούστο τον μετέφεραν με τα ζώα μέσα σε ασκιά στο Άστρος, Κορακοβούνι, Άγιο Αντρέα κλπ». Θυμάται ακόμη πως «σε ηλικία δέκα ετών με το μουλάρι τους, την ψαριά, ένα καλό και ήσυχο μουλάρι, μετέφερε μούστο μαζί με άλλους αγωγιάτες στο παράλιο Άστρος, που απείχε από το χωριό πέντε ώρες δρόμο. Επειδή στο δρόμο κουραζόταν, οι άλλοι χωριανοί αγωγιάτες, που συνταξίδευαν, τον έβαζαν και καβαλούσε στα καπούλια του μουλαριού τους, της ψαριάς». Τέλος θυμάται και «το φαγητό που τους προσέφερε ο έμπορας, όπως συνηθιζόταν και αποτελείτο από ψάρια μαρινάτα και κεφαλοτύρι, πολυτέλεια γι’ αυτόν την εποχή εκείνη».

                                                        Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2024

 

             Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΜΑΣΚΛΙΝΑΣ

 

Το χωριό μας από της συστάσεώς του και μέχρι το έτος 1912, μαζί με τις κοινότητες των  άλλων Καστριτοχωριών, ανήκε διοικητικά στην επαρχία Κυνουρίας του Νομού Αρκαδίας και στον καταργηθέντα Δήμο «Τανίας και Δολιανών», που είχε  έδρα  το Άστρος.

Από το έτος 1912 μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1970,  που το χωριό αποτελούσε ανεξάρτητη κοινότητα, ανήκε στην χωρική αρμοδιότητα της επαρχίας Κυνουρίας. Και   σήμερα  υπάγεται τυπικά στην χωρική αρμοδιότητα της επαρχίας αυτής. Όμως ανέκαθεν  εξυπηρετείται από τις διοικητικές υπηρεσίες και επηρεάζεται κατά το πλείστον από τις εμπορικές δραστηριότητες που έχουν έδρα την Τρίπολη και ως γνωστό ανήκει στην επαρχία Μαντινείας, Αυτό συνέβη επειδή η πρόσβαση των κατοίκων του χωριού μας  εκεί ήταν πάντοτε πολύ πιο εύκολη, λόγω του υφισταμένου σιδηροδρομικού δικτύου που καταργήθηκε πρόσφατα και του οδικού  δικτύου που και σήμερα το συνδέει με την πόλη αυτή. Ο οικισμός του Ελαιοχωρίου, με το πρόγραμμα «Καποδίστριας», μέχρι τα τέλη του 2010,μαζί με γειτονικά χωριά της επαρχίας Μαντινείας, τα Αγιωργίτικα, το Ζευγολατιό, το Στενό και το Παρθένι, ανήκε διοικητικά στο δήμο Κορυθίου. Τέλος από 1ης Ιανουαρίου 2011 μέχρι σήμερα, για τους παραπάνω λόγους, έγινε η διοικητική ενσωμάτωσή του στον Δήμο Τρίπολης με το πρόγραμμα διοικητικής μεταρρύθμισης «Καλλικράτης».

Όταν το χωριό αποτελούσε ανεξάρτητη κοινότητα,  το Κοινοτικό κατάστημα στεγάστηκε κατά καιρούς σε διάφορα ενοικιαζόμενα κτίρια του χωριού. Γραμματείς στην κοινότητα υπηρέτησαν μεταπολεμικά και για δεκαετίες ολόκληρες οι χωριανοί μας Στράτης Βαρβιτσιώτης και Χαράλαμπος Λύγδας, ενώ υδρονομέας ήταν ο Πέτρος Ράλλης. Δραγάτες*, για την φύλαξη των αγροκτημάτων της περιοχής μας την ίδια περίοδο υπηρέτησαν κατά σειρά οι χωριανοί Αριστείδης Λύγδας και Θοδόσης Βαρβιτσιώτης. Όλοι οι προαναφερόμενοι τώρα έχουν φύγει από κοντά μας.

Σήμερα το γραφείο με τα αρχεία της κοινότητας, εξακολουθεί να υφίσταται, ως παράρτημα των γραφείων του Δήμου Τρίπολης, στον οποίο τώρα, όπως προαναφέρθηκε, το χωριό ανήκει διοικητικά. Στεγάζεται μόνιμα πια στην οικία Καγκλή, που έχει περιέλθει στην ιδιοκτησία του Δημοτικού διαμερίσματος Ελαιοχωρίου, ύστερα από την ευγενική δωρεά των ιδιοκτητών της. Παλαιότερα λειτουργούσε στο χωριό και «Σταθμός Χωροφυλακής», που έχει σήμερα καταργηθεί. Στεγάζονταν αρχικά στο σπίτι του Γιώργη Καγκλή (Κορδίκου). Μετέπειτα, μέχρι την κατάργησή του, στεγάστηκε στο νεότερο σπίτι του Γιώργη Κίκιζα, κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό.

     Εκκλησιαστικά το χωριό, μαζί με τα άλλα Καστριτοχώρια του τέως δήμου Τανίας, ανήκαν αρχικά και μέχρι το 1833, στην πάλαι ποτέ διαλάμψασα επισκοπή Ρέοντος και Πραστού, με έδρα το ιστορικό χωριό Πραστός, που είναι σκαρφαλωμένο στις βορειοανατολικές πλαγιές του Πάρνωνα και σήμερα είναι σχεδόν έρημο. Η επισκοπή αυτή ήταν μια από τις δέκα τρείς επισκοπές της Πελοποννήσου και ανήκε στην Μητρόπολη Μονεμβάσιας.

     Η τελευταία αποτελούσε μια από τις έξι συνολικά μητροπόλεις της Πελοποννήσου. Σήμερα όμως η επισκοπή Ρέοντος και Πραστού δεν υπάρχει. Με σχετικό Διάταγμα το έτος 1833 καταργήθηκε το μητροπολιτικό σύστημα που ίσχυε μέχρι τότε. Έκτοτε, καταργηθείσης της επισκοπής Ρέοντος και Πραστού, συνεστήθη η επισκοπή Κυνουρίας, η οποία το 1835 ονομάστηκε επισκοπή Πρασιών. Από το 1836 όμως πήρε και πάλι τον τίτλο Επισκοπή Κυνουρίας. Με την κατάργηση του μητροπολιτικού συστήματος το 1833, ιδρύθηκε και η επισκοπή Μαντινείας, Τεγεάτιδος και Μεγαλοπόλεως. Τέλος στις 9 Ιουλίου 1852, με Β.Δ. που δημοσιεύθηκε στο αριθμ 25/1852 ΦΕΚ, έγινε και νέα διαίρεση των επισκοπών, που αυξήθηκαν σε είκοσι τέσσερεις. Παραληφθείσης της επισκοπής Μεγαλοπόλεως, η επισκοπή Μαντινείας και Τεγεάτιδος ενώθηκε με την επισκοπή Κυνουρίας και αποτέλεσε την επισκοπή Μαντινείας και Κυνουρίας

     Έτσι με το νόμο αυτό ο νομός Αρκαδίας απέκτησε δύο Μητροπόλεις: Οι δύο επαρχίες Γορτυνίας και Μεγαλοπόλεως αποτέλεσαν την Μητρόπολη Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως με έδρα την Δημητσάνα, ενώ οι επαρχίες Μαντινείας και Κυνουρίας αποτέλεσαν την Μητρόπολη Μαντινείας και Κυνουρίας, με έδρα την Τρίπολη. Στην τελευταία αυτή Μητρόπολη ανήκει εκκλησιαστικά σήμερα η Μάσκλινα και αποτελεί ξεχωριστή ενορία.

                                                            Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης

 

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2024

 

                 Η ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΑΤΙΚΟΥ ΣΑΠΟΥΝΙΟΥ

 

Όλα τα νοικοκυριά του χωριού όταν άδειαζαν το λάδι από τα ντεπόζιτα που το είχαν αποθηκεύσει και το πουλούσαν στους λαδέμπορους του χωριού, μάζευαν σε ντενεκέδες ή πιθάρια τα κατακάθια του λαδιού, τις «μούργες» όπως τις έλεγαν.Με αυτά τα υπολείμματα μια φορά το χρόνο ,συνήθως το μήνα Σεπτέμβρη που ο καιρός ήταν καλός και η θερμοκρασία  κατάλληλη,  έφτιαχναν το σαπούνι.Η παρασκευή του σαπουνιού γινόταν ως εξής:

 Έβαζαν νερό στο καζάνι που είχαν τοποθετήσει πάνω στην κακαβολιθαριά και το ζέσταιναν μέχρι να γίνει χλιαρό. Έριχναν στη συνέχεια  τα κατακάθια του λαδιού μέσα στο καζάνι. Σε ένα άλλο χάλκινο δοχείο έλιωναν με πολλή προσοχή σε νερό το σπίρτο (καυστικό κάλιο, ποτάσα) μέχρι να υγροποιηθεί. Ενώ έβραζε το μίγμα του λαδιού σε σιγανή φωτιά έριχναν μέσα στο καζάνι σιγά - σιγά την σωστή αναλογία του σπίρτου καθώς και ένα ποτήρι χοντρό αλάτι. Ταυτόχρονα ανακάτευαν το μίγμα συνέχεια με ένα μακρύ ξύλο που η άκρη του ήταν βουτηγμένη στο καζάνι και  ήταν διχαλωτή. Με το ανακάτεμα του μίγματος το σαπούνι ανέβαινε στην επιφάνεια.

Όταν άρχιζε το μίγμα να κάνει φουσκάλες στην επιφάνειά του σήμαινε ότι η παρασκευή του σαπουνιού ήταν επιτυχής. Το πήξιμο του μίγματος στο καζάνι απαιτούσε ιδιαίτερη μαστοριά, γι΄ αυτό την παρασκευή του επιστατούσε μια ηλικιωμένη γειτόνισσα που γνώριζε την τέχνη καλά. Αυτή κατά την διαδικασία παρασκευής του σαπουνιού έλεγχε την ένταση της φωτιάς που ζέσταινε το μίγμα, καθόριζε την ποσότητα του σπίρτου που έπρεπε να πέσει στο καζάνι καθώς και την συχνότητα και τον τρόπο ανακατέματος του μίγματος. Πολλές φορές σταυροκοπιόταν και έφτυνε μέσα στο μίγμα, προφανώς για να εξορκίσει τα «αερικά» και να αποφύγει το «μάτιασμα». Στο τέλος όταν πια είχε πήξει το μίγμα έσβηναν τη φωτιά και τοποθετούσαν στην επιφάνεια του μίγματος στη μέση του καζανιού δύο μικρά ξυλάκια μήκους πέντε εκατοστών περίπου σε σχήμα σταυρού.

Το άφηναν στο καζάνι δύο - τρείς ημέρες και στη συνέχεια το έκοβαν σε τετράγωνα κομμάτια με ένα πριόνι. Πρόσεχαν όμως μην πέσει στα χέρια τους η «άρμη» που βρισκόταν στον πάτο του καζανιού κάτω από το σαπούνι, γιατί αυτή ήταν πολύ καυστική και μπορούσε να τους δημιουργήσει εγκαύματα στα χέρια. Έβγαζαν με προσοχή τις πλάκες το σαπούνι από το καζάνι και τις τοποθετούσαν πάνω σε ξύλινα αυτοσχέδια τραπέζια για να στεγνώσουν, αφού τις έκοβαν σε μικρότερα κομμάτια, ώστε να μπορεί να τα «χουφτώνει» ανθρώπινο χέρι. Την άρμη που έμενε στο καζάνι την έπαιρναν με σιδερένιες μεγάλες κουτάλες και την άδειαζαν προσεκτικά μέσα σε γυάλινα μπουκάλια. Την χρησιμοποιούσαν για τον καθαρισμό μεγάλων σιδερένιων βαρελιών ή για την απόφραξη των αποχετεύσεων του σπιτιού τους.

Το σαπούνι που παρασκεύαζαν με τον τρόπο που περιγράψαμε το χρησιμοποιούσαν για την ατομική τους καθαριότητα, το πλύσιμο των ρούχων, μαζί με την αλισίβα που έφτιαχναν από την στάχτη του τζακιού και για την καθαριότητα των χώρων του σπιτιού γενικότερα, αφού εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν τα απορρυπαντικά που κυκλοφορούν σήμερα στην αγορά. Τα περισσεύματα του σαπουνιού τα πουλούσαν με την οκά στους λαδέμπορους του χωριού, ενισχύοντας έτσι το οικογενειακό τους εισόδημα.

                                                     Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης

 

  Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΤΡΑΙΝΟΥ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ   Από τις αρχές της δεκαετίας του 1890, μεγάλη ώθηση στην οικιστική, οικονομ...