Η ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΑΤΙΚΟΥ
ΣΑΠΟΥΝΙΟΥ
Όλα τα
νοικοκυριά του χωριού όταν άδειαζαν το λάδι από τα ντεπόζιτα που το είχαν
αποθηκεύσει και το πουλούσαν στους λαδέμπορους του χωριού, μάζευαν σε
ντενεκέδες ή πιθάρια τα κατακάθια του λαδιού, τις «μούργες» όπως τις έλεγαν.Με
αυτά τα υπολείμματα μια φορά το χρόνο ,συνήθως το μήνα Σεπτέμβρη που ο καιρός
ήταν καλός και η θερμοκρασία
κατάλληλη, έφτιαχναν το σαπούνι.Η
παρασκευή του σαπουνιού γινόταν ως εξής:
Έβαζαν νερό στο καζάνι που είχαν τοποθετήσει
πάνω στην κακαβολιθαριά και το ζέσταιναν μέχρι να γίνει χλιαρό. Έριχναν στη
συνέχεια τα κατακάθια του λαδιού μέσα
στο καζάνι. Σε ένα άλλο χάλκινο δοχείο έλιωναν με πολλή προσοχή σε νερό το
σπίρτο (καυστικό κάλιο, ποτάσα) μέχρι να υγροποιηθεί. Ενώ έβραζε το μίγμα του
λαδιού σε σιγανή φωτιά έριχναν μέσα στο καζάνι σιγά - σιγά την σωστή αναλογία
του σπίρτου καθώς και ένα ποτήρι χοντρό αλάτι. Ταυτόχρονα ανακάτευαν το μίγμα
συνέχεια με ένα μακρύ ξύλο που η άκρη του ήταν βουτηγμένη στο καζάνι και ήταν διχαλωτή. Με το ανακάτεμα του μίγματος
το σαπούνι ανέβαινε στην επιφάνεια.
Όταν
άρχιζε το μίγμα να κάνει φουσκάλες στην επιφάνειά του σήμαινε ότι η παρασκευή
του σαπουνιού ήταν επιτυχής. Το πήξιμο του μίγματος στο καζάνι απαιτούσε
ιδιαίτερη μαστοριά, γι΄ αυτό την παρασκευή του επιστατούσε μια ηλικιωμένη
γειτόνισσα που γνώριζε την τέχνη καλά. Αυτή κατά την διαδικασία παρασκευής του
σαπουνιού έλεγχε την ένταση της φωτιάς που ζέσταινε το μίγμα, καθόριζε την
ποσότητα του σπίρτου που έπρεπε να πέσει στο καζάνι καθώς και την συχνότητα και
τον τρόπο ανακατέματος του μίγματος. Πολλές φορές σταυροκοπιόταν και έφτυνε
μέσα στο μίγμα, προφανώς για να εξορκίσει τα «αερικά» και να αποφύγει το
«μάτιασμα». Στο τέλος όταν πια είχε πήξει το μίγμα έσβηναν τη φωτιά και τοποθετούσαν
στην επιφάνεια του μίγματος στη μέση του καζανιού δύο μικρά ξυλάκια μήκους
πέντε εκατοστών περίπου σε σχήμα σταυρού.
Το
άφηναν στο καζάνι δύο - τρείς ημέρες και στη συνέχεια το έκοβαν σε τετράγωνα
κομμάτια με ένα πριόνι. Πρόσεχαν όμως μην πέσει στα χέρια τους η «άρμη» που
βρισκόταν στον πάτο του καζανιού κάτω από το σαπούνι, γιατί αυτή ήταν πολύ
καυστική και μπορούσε να τους δημιουργήσει εγκαύματα στα χέρια. Έβγαζαν με
προσοχή τις πλάκες το σαπούνι από το καζάνι και τις τοποθετούσαν πάνω σε ξύλινα
αυτοσχέδια τραπέζια για να στεγνώσουν, αφού τις έκοβαν σε μικρότερα κομμάτια,
ώστε να μπορεί να τα «χουφτώνει» ανθρώπινο χέρι. Την άρμη που έμενε στο καζάνι
την έπαιρναν με σιδερένιες μεγάλες κουτάλες και την άδειαζαν προσεκτικά μέσα σε
γυάλινα μπουκάλια. Την χρησιμοποιούσαν για τον καθαρισμό μεγάλων σιδερένιων
βαρελιών ή για την απόφραξη των αποχετεύσεων του σπιτιού τους.
Το
σαπούνι που παρασκεύαζαν με τον τρόπο που περιγράψαμε το χρησιμοποιούσαν για
την ατομική τους καθαριότητα, το πλύσιμο των ρούχων, μαζί με την αλισίβα που
έφτιαχναν από την στάχτη του τζακιού και για την καθαριότητα των χώρων του
σπιτιού γενικότερα, αφού εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν τα απορρυπαντικά που
κυκλοφορούν σήμερα στην αγορά. Τα περισσεύματα του σαπουνιού τα πουλούσαν με
την οκά στους λαδέμπορους του χωριού, ενισχύοντας έτσι το οικογενειακό τους
εισόδημα.
Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου