Σάββατο 27 Ιουλίου 2024

 

                                ΚΤΗΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ   ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ   ΤΟΥ   ΑΗΓΙΩΡΓΗ     

  

    O ΑηΓιώργης ήταν ανέκαθεν προστάτης και πολιούχος του χωριού μας. Η εκκλησία που είχε κτιστεί προς τιμή του, σε μικρό βεβαίως μέγεθος, υπήρχε στο σημείο εκείνο που βρίσκεται τώρα από της συστάσεως του οικισμού, χωρίς να είναι δυνατός ο ακριβής προσδιορισμός της χρονολογίας κτίσεώς της.Η εκκλησία  σίγουρα κτίστηκε την δεκαετία του 1850 και τούτο αποδεικνύεται α) από την χρονολογία ιστόρησης των εικόνων του τέμπλου της παλιάς εκκλησίας του ΑηΓιώργη που φυλάσσονται σήμερα στο ναό, που είναι το έτος 1859, όπως αναγράφεται στο κάτω δεξί μέρος κάθε εικόνας και β) Στα 1851 ο  Έλληνας λόγιος Ιάκωβος Ρ. Ραγκαβής αναγράφει «την σύνθεση των δήμων» και σημειώνει ότι το δήμο Τανίας αποτελούσε ένας ενιαίος οικισμός, το «Καστρί», που ήταν η έδρα του δήμου. Τα ονόματα των εφτά χωριών που συναποτελούσαν το «Καστρί» δεν τα σημειώνει. Όμως έπειτα από την αναγραφή του ενιαίου οικισμού «Καστρί» ο παραπάνω αναγράφει το όνομα ενός «δευτερογενούς» οικισμού -του χωριού μας- «Μάσκλινα, θέσις ολίγον κατωκημένη». Σημειώνει χωριστά τη Μάσκλινα γιατί, όπως αναφέρει, ήταν οικισμός που είχε αρχίσει να δημιουργείται το 1851 και επειδή βρισκόταν σε μεγάλη απόσταση από τα άλλα Καστριτοχώρια.

    Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες κατοίκων του χωριού η μοναδική είσοδος της εκκλησίας αυτής είχε μικρό ύψος και άνοιγμα, το δε δάπεδό της ήταν χαμηλότερο από την επιφάνεια του εδάφους, κατά το πρότυπο θεμελίωσις των εκκλησιών που ανεγείροντο επί Τουρκοκρατίας, με αιτιολογία την αδυναμία εισόδου εφίππων τούρκων εντός των εκκλησιών. Για να μπουν μέσα οι προσκυνητές κατέβαιναν τρία - τέσσερα σκαλοπάτια, ενώ το ιερό της βρισκόταν μόλις είκοσι εκατοστά υπερυψωμένο από το δάπεδο του κυρίως ναού. 

    Το 1906 οι κάτοικοι αποφάσισαν, με δικά τους έξοδα, να αναγείρουν στο ίδιο σημείο και περιμετρικά του μικρού ναού, νέο περικαλλή , έχοντας όμως σαν αφετηρία την Αγία Τράπεζα του παλαιού, που είχε ήδη εγκαινιασθεί και την οποία διατήρησαν. Συνέχισαν μόνο το κτίσιμο της βάσης της για να υπερυψωθεί στο σημείο που είναι σήμερα. Διακρίνεται ακόμη και τώρα η συνέχιση της τοιχοποιίας της βάσης της Αγίας Τράπεζας στο σημερινό της ύψος που αποδεικνύει τα παραπάνω. Άρχισαν λοιπόν να σκάβουν θεμέλια γύρω από αυτή την μικρή εκκλησία, σε οικοπεδική έκταση που παραχώρησε για το σκοπό αυτό ο συγχωριανός μας Ηλίας Αντωνάκος.

  Όμως κατά την παράδοση, στο νεκροταφείο που ήταν πλησίον της μικρής εκκλησίας εκείνη την εποχή είχε ταφεί, μια νεαρή συγχωριανή μας. Η ταφή της στο σημείο εκείνο εμπόδιζε την διαδικασία διάνοιξης  των θεμελίων της εκκλησίας.  Πραγματοποιήθηκε αμέσως η εκταφή και έγινε η μεταφορά της σορού της σε άλλο σημείο. Έτσι συνεχίστηκε η διάνοιξη των θεμελίων και στο σημείο εκείνο. Κατά την διάνοιξή τους όμως διαπιστώθηκε ότι το έδαφος δεν είχε μεγάλη συνοχή, γι’ αυτό και έριξαν μέσα στα θεμέλια της εκκλησίας μεγάλους κορμούς από βελανιδιές, που έκοψαν από την γύρω περιοχή καθώς και από καστανιές που μετέφεραν από το Καστρί με τα μουλάρια. Πάνω στα ξύλα αυτά άρχισε το κτίσιμο της εκκλησίας

    Η εκκλησία είναι τρίκλιτη και κτίστηκε από μαστόρους των οικογενειών Φαρμασόνη και Τάμπαρη από  την Αγία Σοφία και του Καράτουλα αντίστοιχα, με προσωπική εργασία των κατοίκων του χωριού. Είναι χτισμένη  στο ίδιο επίπεδο με το έδαφος της γύρω περιοχής, με πελεκητή πέτρα σε κανονικά ορθογώνια σχήματα, που η εξόρυξή της έγινε από το λατομείο, που βρισκόταν στην τοποθεσία «καμίνι» στο «παλιοκρόπι» και μεταφερόταν στο χώρο ανέγερσής της με κάρο που το έσερναν άλογα και το οδηγούσαν οι Μασκλινιώτες Καραπάνος και Λύγδας ή Βοϊδόνυχας. Το κάρο το είχε φέρει από τη Σπάρτη, για το σκοπό αυτό, ο παραπάνω επίτροπος της εκκλησίας Δημήτρης Μέγγος και απομεινάρια του υπήρχαν εγκαταλελειμμένα στο βορινό προαύλιό της μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950.Το ιερό της εκκλησίας απέχει τρία σκαλοπάτια, εικοσι εκατοστών περίπου το καθένα,  πάνω από το δάπεδο του κυρίως ναού. Όπως μας διηγήθηκε πρόσφατα η Π.Χουγιάζου είχε ακούσει πως μεταξύ των μαστόρων που δούλευαν για το χτίσιμο της εκκλησίας ήταν και ο Γιώργης ο Μέγγος, ο πατέρας του Νικόλα (Ντρίτσαλη). Μια νύχτα η γυναίκα του πηγαίνοντας να πάρει νερό από το πηγάδι του ΑηΓιώργη, καθώς περνούσε μπροστά από την εκκλησία άκουσε θορύβους, σαν να δούλευαν μέσα στην εκκλησία. Έντρομη γύρισε πίσω και το ανέφερε στον άντρα της. Πήγαν μαζί πάλι στο χώρο που κτιζόταν η εκκλησία αλλά δεν είδαν ούτε και άκουσαν τίποτα.

     Οι επίτροποι, επειδή αντιμετώπιζαν οικονομικές δυσκολίες κατά την έναρξη αλλά και την συνέχιση του έργου, μετήρχοντο διάφορες μεθόδους για την εξοικονόμηση χρημάτων. Είχαν τοποθετήσει στα ελαιοτριβεία του χωριού μεγάλα δοχεία και συνέλλεγαν ποσότητες λαδιού από τους παραγωγούς - κατοίκους του χωριού την περίοδο της ελαιοσυλλογής, συνέλλεγαν δέρματα από τα ζώα που έσφαζαν οι κάτοικοι κατά την διάρκεια του έτους, μάζευαν ποσότητες μούστου την περίοδο του πατήματος των σταφυλιών και όσα προϊόντα συνέλλεγαν, στην συνέχεια τα εκποιούσαν, τα δε χρηματικά ποσά τα διέθεταν για την ανέγερση της εκκλησίας. Πουλούσαν ακόμη και δύο φορές τα αποκέρια στο παγκάρι της εκκλησίας ενώ έκαναν ακόμη και εράνους για την εξοικονόμηση χρημάτων για την χρηματοδότηση του έργου. Μάλιστα μια χρονιά οι Μασκλινιώτες για να εξοικονομήσουν χρήματα για την ανέγερση της εκκλησίας είχαν νοικιάσει για βόσκηση τα χωράφια τους σε ολόκληρη της περιοχή του Σαμονιού στον Ευγένη τον Ατζινά που είχε κοπάδια πρόβατα και το χρηματικό ποσό που εισέπραξαν το παρέδωσαν στην επιτροπή της εκκλησίας και χρησιμοποιήθηκε για την συνέχιση του έργου της ανέγερσης.

   Το τέμπλο της  κατασκεύασε το 1915, τεχνίτης από την Τρίπολη είναι κτιστό με πέτρα και γύψινο στην μπροστινή όψη του, κτισμένο εξήντα περίπου εκατοστά ψηλότερα από το δάπεδο του κυρίως ναού,  ενώ τα μάρμαρα στις πόρτες τα τοποθέτησε ο Γιώργης Κόλλιας από το Καστρί. Η αποπεράτωση της εκκλησίας έγινε την παραπάνω χρονολογία. Τότε κατεδαφίστηκε και η παλιά μικρή εκκλησία του Αγίου που υπήρχε στο εσωτερικό της νεοανεγερθείσης. Η σημερινή εκκλησία ξεκίνησε να χτίζεται σε ρυθμό βασιλικής με τρούλο και τούτο αποδεικνύεται από τις υφιστάμενες κολώνες εντός του ναού, που θα τον στήριζαν. Για άγνωστους όμως λόγους, πιθανώς οικονομικούς, τελικά οικοδομήθηκε σε ρυθμό τρίκλιτης  Βασιλικής χωρίς τρούλο με δίρριχτη στέγη, σε σχήμα ορθογώνιο. Το οικόπεδο του αλωνιού της εκκλησίας παραχωρήθηκε από την οικογένεια Κουρβετάρη.

Το αριστερό κλίτος του τέμπλου της   κοσμείται κατά σειρά  με τις εικόνες: α) της Ύπεραγίας Θεοτόκου που στέκεται όρθια και κρατάει στην αγκαλιά της τον Θεάνθρωπο Γιό της β)του πολιούχου του χωριού Αγίου Γεωργίου που εικονίζεται έφιππος και δαμάζει με το κοντάρι του τον δράκοντα και γ) του Αγίου Τρύφωνα σε όρθια στάση.Στη βόρεια πύλη του Ιερού εικονίζεται ολόσωμος με τη ρομφαία στο χέρι ο Άρχων Γαβριήλ.Το δεξιό κλίτος κοσμείται με τις εικόνες: α)Του Ιησού  ευλογούντος,που στέκεται όρθιος και κρατεί στο αριστερό την Γραφή που αναφέρει στις δύο σελίδες της «Εγώ ειμί το  φώς τού κόσμου.Ο ακολουθών εμοί ού μή  περιπατήσει εν τη σκοτία,αλλ’ έξει το φως της ζωής», β) του Τιμίου Ιωάννη του Προδρόμου που στέκεται όρθιος και ολόσωμος. Κρατεί στο αριστερό χέρι βακτηρία που φέρει στην κορυφή της το σημείο του Τιμίου Σταυρού, καθώς και περγαμηνή που αναγράφει «Μετανοείτε ήγγικεν γάρ η βασιλεία τών ουρανών» και γ)του Αγίου Χαραλάμπους που εικονίζεται όρθιος ευλογών, ενώ στο αριστερό χέρι κρατεί το Ευαγγέλιο.Στη νότια πύλη  του Ιερού εικονίζεται ολόσωμος,  κρατώντας στο αριστερό χέρι λευκό κρίνο, ο Άρχων Μιχαήλ.Η Ωραία Πύλη κοσμείται από εικόνα ιστορημένη πάνω σε μουσαμά, που φέρει ολόσωμη την  μορφή του Ιησού σε όρθια στάση, με τα άμφια του επισκόπου και την μήτρα  επί της Θείας κεφαλής του ενώ κρατεί στο αριστερό χέρι το Άγιο Ποτήριο.Επάνω από τις πύλες του Ιερού, στη θέση του Δωδεκάορτου, μεταξύ των άλλων, προσκυνάμε και τις εικόνες: Του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, της Γεννήσεως του Χριστού, της προσκύνησης των Μάγων,της βάπτισης, της Υπαπαντής, της Μεταμορφώσεως, της Βαϊοφόρου, της Ανάστασης, της Ανάληψης, της Αγίας Πεντηκοστής, της κοίμησης της Θεοτόκου, των Αγίων Κωνσταντίνου Ελένης κ.α. Πάνω ακριβώς από την Ωραία Πύλη έχει ιστορηθεί  η εικόνα του Αγίου Μανδηλίου και πιο πάνω εχει τοποθετηθεί η εικόνα του Μυστικού Δείπνου.Πάνω από αυτή πιο ψηλά, σε ειδική θέση, έχει τοποθετηθεί μεγάλη φορητή εικόνα της Αγίας Τριάδας.Οι εικόνες του Τέμπλου είναι όλες φορητές, πλην της εικόνας της Ωραίας Πύλης, των άλλων δύο μικρών πυλών του Ιερού και η εικόνα του Αγίου Μανδηλίου και έχουν όλες αγιογραφηθεί στη Νέα σκήτη της μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους στις αρχές του 1900, μαζί με την ανέγερση της εκκλησίας.Στις περισσότερες από αυτές αναγράφεται στην κάτω δεξιά  γωνία τους το έτος ιστόρησής τους.  

 Η εσωτερική οροφή της  είναι επίπεδη, χρωματισμένη στο χρώμα του ουρανού και καταστόλιστη με μεγάλο αριθμό αστεριών. Στο μέσον ακριβώς της οροφής  έχει ιστορηθεί σε μουσαμά η εικόνα  του Χριστού – Παντοκράτορος σε προσωπογραφία. Με το δεξί χέρι ευλογεί, ενώ στο αριστερό κρατεί ανοιχτό το ιερό Ευαγγέλιο που στις δύο σελίδες του αναφέρει το ίδιο κείμενο με αυτό που αναγράφεται  στην εικόνα του Θεανθρώπου στο τέμπλο του ναού «Εγώ ειμί το φως του κόσμου……..». Περιφερειακά της εικόνας έχει ιστορηθεί πλήθος αγγέλων και αρχαγγέλων. Είναι κυκλικού σχήματος και διαμέτρου τεσσάρων μέτρων περίπου και φέρει περιφερειακά γύψινες διακοσμήσεις.. Τα δύο πλαϊνά κλίτη  χωρίζονται από το μεσαίο με καμάρες που στηρίζονται πάνω σε τετράπλευρους αγιογραφημένους κίονες και στις τέσσερεις πλευρές τους.Σε έναν από τους κίονες του αριστερού κλίτους και προς το εσωτερικό μέρος του, σε ύψος πέντε μέτρων περίπου από το δάπεδο, έχει στηριχθεί ο άμβωνας της εκκλησίας. Το προστατευτικό στηθαίο του είναι  πλινθόκτιστο και φέρει στην εξωτερική του όψη γύψινες διακοσμήσεις, ενώ στο πάνω χείλος του φέρει περιστερά με ανοιχτές τις φτερούγες της, για την τοποθέτηση του ιερού Ευαγγελίου. Σε αυτόν οδηγεί ξύλινη περίτεχνη κλίμακα. Ο γυναικωνίτης της εκκλησίας είναι ευρύχωρος και κατά το εμπρόσθιο μέρος του στηρίζεται σε δύο κίονες  που χωρίζουν τα κλίτη της εκκλησίας. Στην εξωτερική όψη του  στηθαίου του γυναικωνίτη κρέμεται τεράστια κορνίζα, εντός της οποίας έχει τοποθετηθεί παλαιά χρυσοκέντητη παράσταση του Επιταφίου πάνω σε μεταξωτό ύφασμα χρώματος πορφυρού. Περιφερειακά της παράστασης είναι γραμμένοι με επίσης χρυσοκέντητα γράμματα στίχοι από το τροπάριο των Αχράντων Παθών του Κυρίου «Ο ευσχήμων Ιωσήφ από του ξύλου καθελών το άχραντόν σου σώμα…….» και τοποθετείται για προσκύνηση επί του ιερού Κουβουκλίου την Μεγάλη Παρασκευή.Στα δεξιά της δυτικής εισόδου της εκκλησίας, πάνω ακριβώς από το παγκάρι, βρίσκεται ένα ρολόϊ – εκκρεμές μέσα σε ορθογώνιο σκαλιστό ξύλινο κιβώτιο,περίτεχνα διακοσμημένο, ύψους ογδόντα εκατοστών περίπου, δωρεά και αυτό ευσεβούς συντοπίτη μας. Αυτό, με τους γλυκόηχους κτύπους του, έδειχνε την ώρα μέχρι τελευταία στον πάντα άξιο λειτουργό  του ναού, στους ψάλτες  και στο εκκλησίασμα.

Το 1938 μετεφέρθη στην Αθήνα η εικόνα του ΑηΓιώργη, που βρίσκεται σήμερα στο τέμπλο της εκκλησίας, για την επένδυση της αγιογραφίας με ασήμι (να της φορέσουν πουκάμισο). Όταν επεστράφη έτοιμη στο χωριό, ήταν Μεγάλη Παρασκευή, παραμονές του Πάσχα, και στο σταθμό του τραίνου συγκεντρώθηκε όλο το χωριό με τα λάβαρα και τα εξαπτέρυγα, για την υποδοχή της. Η εικόνα του Αγίου που βρισκόταν στο τέμπλο της παλιάς μικρής εκκλησίας που κατεδαφίστηκε και φέρει χρονολογία ιστόρησης το έτος 1859, φυλάσσεται στο σκευοφυλάκιο του ναού, μαζί με τις άλλες εικόνες του τέμπλου. Τίθεται για προσκύνημα μόνον την ημέρα που τιμάται η μνήμη του, οπότε και γίνεται η περιφορά της μέσα στο χωριό.

Στο σκευοφυλάκιο, εκτός των άλλων κειμηλίων και ιερών λειψάνων, φυλάσσονται και τα στέφανα, με τα οποία ο ιερέας «στεφάνωνε» παλαιότερα τα ζευγάρια των συγχωριανών μας που έρχονταν «εις γάμου κοινωνίαν». Αυτά είναι μεταλλικά σε σχήμα καλογερικού σκούφου με σκαλίσματα στην εξωτερική τους επιφάνεια και αποτελούν αντίγραφα εκείνων που έφεραν επί της κεφαλής τους οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες. Το κάθε ένα αποτελείται από μια κυκλική μεταλλική λωρίδα που τοποθετείτο οριζόντια επί της κεφαλής του νυμφευόμενου και δύο άλλες κάθετες μεταλλικές λωρίδες σε ημικύκλιο, καρφωμένες σταυροειδώς από τις άκρες τους στην περιφέρειά του.

                                                                              Γιώργος Στυλ.Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης

Τρίτη 16 Ιουλίου 2024

 

 

                                                Ο ΠΟΤΑΜΟΣ ΤΑΝΟΣ

      Σε μικρή απόσταση από το χωριό μας, στην περιοχή της Κουμπίλας, κυλάει τα  νερά του ο ποταμός Τάνος. Εκεί είναι και η συμβολή του με το Βαγιόρεμα,που ξεκινάει από το χωριό.Την πρώτη γραπτή μαρτυρία για τον ποταμό Τάνο βρίσκουμε στην τραγωδία του Ευριπίδη «Ηλέκτρα» που γράφτηκε το 413 π.Χ. Τον τοποθετεί στα σύνορα της «γης» των Αργείων με την «γη» των Σπαρτιατών. Αργότερα ο περιηγητής Παυσανίας αναφέρεται στο ποτάμι και το ονομάζει «Ταναό». Σημειώνει πως είναι ένα ποτάμι που κατεβαίνει από τον Πάρνωνα και διασχίζοντας την περιοχή των Αργείων χύνεται στον Θυρεατικό κόλπο.Έξι αιώνες μετά τον Ευρυριπίδη αναφέρεται στον Τάνο ο περιηγητής Παυσανίας,που έζησε κατά το δεύτερο αιώνα μ.Χ.Αυτός μεταξύ των άλλων αναφέρει πως ο Τάνος πηγάζει από τον Πάρνωνα και εκβάλλει στον κόλπο της Θυρέας.Η περιοχή της Θυρέας την εποχή εκείνη ανήκε στους Αργείους, ενώ η περιοχή του Πάρνωνα και των Καστριτοχωριών που διασχίζει ο ποταμός βρισκόταν στα σύνορα των Λακεδαιμονίων με τους Τεγεάτες. Επίσης μνημονεύεται κατά καιρούς από διάφορους Έλληνες και ξένους επιστήμονες και περιηγητές που πέρασαν από την περιοχή. Στα νεότερα χρόνια το ποτάμι έχασε το αρχαίο του όνομα. Στις πρώτες δεκαετίες του ΙΘ΄ αιώνα και κυρίως με την δημιουργία του Ελληνικού κράτους και την ίδρυση των δήμων, επιστήμονες και λόγιοι βρήκαν στους αρχαίους συγγραφείς το χαμένο όνομά του και του το έδωσαν, δίνοντας ταυτόχρονα στην γύρω δημοτική περιφέρεια το όνομα Τανία. Όταν είχε χάσει το αρχαίο του όνομα ο Τάνος λεγόταν «ποταμός». Αναφερόμενοι με λίγα λόγια στην ετυμολογία της λέξης «Τάνος» σημειώνουμε εδώ την άποψη του αείμνηστου Καστρίτη φιλόλογου και συγγραφέα Βασίλη Γιαννάκου Τόγια. Υποστηρίχθηκε πως η προέλευση του ονόματος ανάγεται σε παμπάλαια προϊστορικά χρόνια και προέρχεται από την ρίζα danu που σημαίνει υγρασία, δροσιά, σταγόνα, νερό, ποταμός. Η ρίζα danu βρίσκεται σε πολλά ονόματα ποταμών: Τάναϊς (Δον), Δάναστρις (Δνίστερος), Δάνουβις (Δούναβης), Ροδανός, Ηριδανός. Η ίδια ρίζα βρίσκεται και στο όνομα Τάνος (ποταμός).

Ο ποταμός Τάνος είναι ένα ποτάμι με μικρές, κατά το πλείστον, υδάτινες ποσότητες τους καλοκαιρινούς μήνες, που εκτείνεται από την βόρεια ορεινή Κυνουρία, μέχρι τον κάμπο της Θυρέας. Πηγάζει από τις βόρειες υπώρειες του όρους Πάρνωνα και αφού συγκεντρώσει στην κοίτη του τα νερά από τα γύρω ρέματα της περιοχής Αγίου Πέτρου, προχωρεί προς την περιοχή του Καστρίου. Την μεγαλύτερη περίοδο του χρόνου είναι «ξεριάς» με λίγο νερό, κυρίως τους χειμερινούς μόνο μήνες. Έλάχιστες φορές,όταν  χτυπούν αλύπητα οι καταιγίδες και τα αστραπόβροντα τα Καστριτοχώρια ή λυώνουν ξαφνικά τα χιόνια στον Πάρνωνα , μαζεύει στην κοίτη του και  κατεβάζει μεγάλες ποσότητες νερού. Τότε θεριεύει, μουγκρίζει και γίνεται  ορμητικός και επικίνδυνος. Ξεχειλίζει, σκεπάζοντας με τα νερά του μεγάλο μέρος του κάμπου γύρω από τις εκβολές του στον Αστρινό κάμπο.

   Τα εφτά «πρωτογενή» Καστριτοχώρια είναι χτισμένα στην αριστερή όχθη του. Προχωρώντας προς τα κάτω ο Τάνος περνάει κοντά στου Καράτουλα και στα ριζά του «Κοκκινόβραχου», πολύ κοντά στο Τσερβάσι, έχοντας στα δεξιά του το μοναστήρι του Προδρόμου, που είναι χτισμένο σαν αητοφωλιά στη μέση του «Κοκκινόβραχου».

    Συνεχίζοντας την διαδρομή του το ποτάμι χωρίζει τους δευτερογενείς οικισμούς του Καστρίου σε δύο ομάδες: Άλλοι οικισμοί είναι χτισμένοι στην δεξιά όχθη του (Μελίσσι, Γαλτενά, Στόλος, Ντουμέϊκα κλπ) και άλλοι στην αριστερή (Άγιος Γεώργιος, Ντουμινά, Κουμπίλα, Αγία Σοφία, Μάσκλινα).

      Από την περιοχή του «Κοκκινόβραχου» μέχρι την περιοχή της Κουμπίλας, σε όλο το μήκος του ποταμού, ιδιαίτερα την άνοιξη, γίνεται σημαντικός εμπλουτισμός της κύριας κοίτης του, με τα νερά που κατεβάζουν χείμαρροι από τις περιοχές που εκτείνονται οι δευτερογενείς οικισμοί του Καστρίου, από την αριστερή και από την δεξιά πλευρά του.

Από εκεί και πέρα ο Τάνος, προχωρώντας προς τα κάτω, εγκαταλείπει την ευρύτερη περιοχή του τέως δήμου Τανίας και μπαίνει στην ευρύτερη χειμερινή περιοχή των Δολιανών. Περνάει πολύ κοντά από τα Κάτω Δολιανά και αφού αφήσει στα δεξιά του το μοναστήρι της Λουκούς, φαρδαίνει, και μπαίνει στον κάμπο της Θυρέας. Συνεχίζοντας, φαρδύς, την πορεία του στον κάμπο της Θυρέας, σήμερα εκβάλει τελικά στη θάλασσα, στη βόρεια περιοχή του Παραλίου Άστρους.Όπως όμως περιγράφουν διάφοροι περιηγητές και ονομαστοί ξένοι επιστήμονες παλαιότερα οι εκβολές του σχημάτιζαν δέλτα. Η κύρια εκβολή του τοποθετείτο νότια- νοτιοδυτικά  του Παράλιου Άστρους, κοντά στο έλος του Μουστού.Ταυτόχρονα υπήρχε και μια άλλη εκβολή του, μάλλον μικρότερη, βόρεια του Παράλιου Άστρους. Ο περιηγητής  Leake αναφέρει πως συνάντησε ένα μικρό ρέμα που πήγαζε από ένα βάλτο στους πρόποδες του βουνού Ζάβιτσα. Με το πέρασμα του χρόνου η νότια κοίτη του ποταμού  περιορίστηκε προοδευτικά από φυσικές ή τεχνητές παρεμβάσεις,  μέχρι που αχρηστεύτηκε και έτσι απόμεινε μία μόνο κοίτη, αυτή που υπάρχει σήμερα, βόρεια του Παράλιου Άστρους.Έτσι διασώθηκε  η εύφορη πεδιάδα του Άστρους από τα βαλτόνερα και τις καταστροφές που προκαλούσε το ποτάμι κατά τους χειμερινούς μήνες.

Η ζεύξη του ποταμιού έχει γίνει σε πολλά σημεία, σε όλο το μήκος της διαδρομής του.

α) Στην περιοχή του Μπερνορή, στο «Ραγκαβά», εκεί που έτεμνε το ποτάμι μια «ημιονική» οδική αρτηρία, που κατευθυνόταν από την περιοχή του Καστρίου προς την Θυρέα, είχαν χτίσει το «Μπερνορίτικο ή Μερνοριάνικο» γεφύρι.

β) Σε μικρή απόσταση από το Τσερβάσι, στη θέση «Άβορος» ή «καλογερική λάκκα» χτίστηκε αρχικά το 1850-1880 γεφύρι, για να γίνει η ζεύξη του ποταμού στην διασταύρωσή του με την παλαιά σημαντική «ημιονική*» οδική αρτηρία που πήγαινε από τα πρωτογενή Καστριτοχώρια ως την περιοχή της Πλατάνας. Η οδική αρτηρία εξυπηρετούσε τους Καστρίτες που είχαν κτήματα στους δευτερογενείς οικισμούς του Καστρίου και όσους ήσαν μόνιμοι κάτοικοι αυτών των οικισμών. Το αρχικό κτίσμα του γεφυριού παρασύρθηκε από τα ορμητικά νερά του ποταμού και γύρω στα 1905 στη θέση του χτίστηκε άλλο μονότοξο γεφύρι από Καρατουλιάνους μαστόρους, αυτό που υπάρχει μέχρι σήμερα.

γ) Προκειμένου να επικοινωνούν οι δευτερογενείς οικισμοί του Καστρίου, που ήσαν κτισμένοι εκατέρωθεν της κοίτης του ποταμού, αλλά και για να μεταβαίνουν στα χωράφια τους οι κάτοικοι που διέμεναν στην απέναντι πλευρά από το ποτάμι, κατέστη αναγκαία η ζεύξη του και σε άλλα σημεία. Ένα γεφύρι κτίστηκε κοντά στο Μελίσσι, από την δεξιά μεριά του ποταμού και κοντά στο Άγιο Γιώργη, από την αριστερή μεριά του, που είναι γνωστό με την ονομασία «γεφύρι του Αγιώργη». Το γεφύρι αυτό δεν έχει καμιά αρχιτεκτονική αξία και είναι πολύ στενό.

δ) Η ζεύξη του ποταμού έγινε με ένα ακόμη γεφύρι, στην τοποθεσία «Τριπόταμα» που ονομάζεται και «γεφύρι της Πλατάνας». Αυτό εξυπηρετούσε την μεγάλη «ημιονική» οδό που ξεκινούσε από τα πρωτογενή Καστριτοχώρια και περνούσε δεξιά από το ποτάμι, με το γεφύρι στην «καλογερική λάκκα», για να περάσει πάλι, μετά από αρκετή διαδρομή, στην αριστερή πλευρά του.

ε)Τούτη την εποχή που η κατασκευαζόμενη οδική αρτηρία Τρίπολης - Άστρους  παρακάμπτει τα Δολιανά, έγινε η ζεύξη του ποταμού, λίγο πριν να φτάσει στο χωριό, με μεγάλη γέφυρα από οπλισμένο σκυρόδεμα, για να διευκολύνει την παράκαμψη του χωριού.Είναι συνολικού μήκους 92 μέτρων και αποτελείται από τρία τόξα.Οι δύο τρίστυλοι  τεράστιοι πυλώνες της γέφυρας «φυτεμένοι» στις δύο άκρες της κοίτης του ποταμού,  βαστούν στις πλάτες τους το οδόστρωμα της οδικής αρτηρίας.

ε) Το ποτάμι προχωρώντας προς τα κάτω,διακόσια πενήντα μέτρα παρακάτω από την καινούρια γέφυρα  περνάει πολύ κοντά στα Κάτω Δολιανά και στην άκρη του χωριού διασταυρώνεται με παλιό ημιονικό δρόμο που πήγαινε στη Θυρέα. Στο σημείο εκείνο στα 1891-1892 χτίστηκε μεγάλο παραδοσιακό πέτρινο γεφύρι, με τρία τόξα, από τους Δολιανίτες, το έκτο κατά σειρά, στο μήκος της διαδρομής του Τάνου.

στ) Στην αριστερή μεριά του Τάνου, ένα ρέμα (χείμαρρος) ξεκινάει από την περιοχή του Παρθενίου, περνάει βόρεια της Αγίας Σοφίας και συνδέεται με αυτόν στην περιοχή της Κουμπίλας. Το ρέμα ονομάζουν οι Αγιασοφίτες «Ξεριά». Ο «Ξεριάς» τέμνει κάθετα, στο ύψος της Αγίας Σοφίας, την οδική «ημιονική» αρτηρία Μάσκλινας –Αγίας Σοφίας-Καστρίου. Η οδική αυτή αρτηρία είχε μεγάλη κίνηση από τις αρχές της δεκαετίας του 1890, όταν λειτούργησε η σιδηροδρομική γραμμή Αθήνας- Καλαμάτας, που περνούσε από το χωριό μας. Επειδή ο «Ξεριάς»  πολλές φορές κατέβαζε πολύ νερό και η διάβασή του γινόταν σχεδόν αδύνατη, από τους πεζοπόρους ταξιδιώτες και τα φορτωμένα ζώα τους, έχτισαν στην δεκαετία του 1900 μονότοξο πέτρινο γεφύρι στο σημείο που η οδική αρτηρία τέμνει κάθετα τον χείμαρρο.

                                                                               Γιώργος Στυλ.Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης

 

Τρίτη 2 Ιουλίου 2024

 

                    ΤΟ «ΓΚΑΡΓΙΟ» ΣΑΝ ΜΕΣΟ ΑΝΤΛΗΣΗΣ ΝΕΡΟΥ ΑΠΟ ΤΑ ΠΗΓΑΔΙΑ

 

       Για να γίνεται η άντληση του νερού από τα ρηχά πηγάδια λιγότερο κοπιαστική οι χωριανοί χρησιμοποιούσαν, όπως προαναφέραμε, ένα πρωτόγονο μηχανισμό, το «γκάργιο*». Ο μηχανισμός αυτός στηριζόταν στο νόμους της φυσικής των μοχλών, που το υπομόχλιο βρισκόταν ανάμεσα στην αντίσταση και στην δύναμη, (μοχλοί πρώτου τύπου), και αποτελείτο: α) από ένα κεντρικό ξύλινο δοκάρι μικρού πάχους, προερχόμενο από σκληρό και άκαμπτο ξύλο (συνήθως καστανιάς) μήκους πέντε έως έξι μέτρων περίπου. Στην μια άκρη του δοκαριού ήταν δεμένη μια τρύπια πέτρα, βάρους δέκα κιλών περίπου, ενώ στην άλλη άκρη του, που «έβλεπε» τον ουρανό, ήταν δεμένο το «γκαριόξυλο». β) Ένα όρθιο ξύλινο υποστήριγμα σε σχήμα κεφαλαίου Π, ύψους ενός περίπου μέτρου, (υπομόχλιο), πάνω στο οριζόντιο τμήμα του οποίου κινιόταν περιστροφικά μέχρι άνοιγμα γωνίας 250 μοιρών περίπου, το κεντρικό ξύλινο δοκάρι του «γκάργιου». Το υποστήριγμα αυτό προερχόταν πολλές φορές και από μια μεγάλη διχάλα ξύλου καστανιάς, ήταν δε εγκατεστημένο δίπλα από το χείλος του πηγαδιού. γ) από ένα άλλο ξύλο καστανιάς, (το «γκαργιόξυλο»), μικρού σχετικά πάχους και μήκους τριών μέτρων περίπου. Το ξύλο αυτό ήταν δεμένο με σκοινί στην μια άκρη του κεντρικού ξύλινου δοκαριού του «γκάργιου». Στην άλλη άκρη του «γκαριόξυλου» ήταν δεμένος ο κουβάς, που βουτούσαν στο νερό του πηγαδιού και έβγαζε το νερό από το πηγάδι.

Ο νοικοκύρης του περιβολιού όταν ήθελε να αντλήσει νερό από το πηγάδι, για να ποτίσει το περιβόλι του, στεκόταν πάνω από τα χείλη του πηγαδιού και έπιανε με τα δυο του χέρια το «γκαριόξυλο» και το τραβούσε προς τα κάτω, μέχρις ότου ο κουβάς, που ήταν δεμένος στην άκρη του ξύλου, να βυθιστεί μέσα στο νερό του πηγαδιού. Καθώς τραβούσε το «γκαριόξυλο» για να το βουτήξει με τον κουβά μέσα στο πηγάδι, παρέσυρε και κατέβαινε μέχρι την οριζόντια θέση και το κεντρικό δοκάρι του «γκάργιου» στην άκρη του οποίου, όπως προαναφέραμε, ήταν δεμένο το «γκαργιόξυλο».

Μόλις γέμιζε ο κουβάς με νερό, ο χειριστής του «γκάργιου» σήκωνε το γκαριόξυλο μαζί με τον κουβά μέσα από το πηγάδι με μεγάλη όμως ευκολία, αφού την προσπάθειά του αυτή υποβοηθούσε σε μεγάλο βαθμό το αντίβαρο με την πέτρα (αντίσταση) που ήταν δεμένη στην άλλη άκρη του κεντρικού δοκαριού του μηχανισμού. Άδειαζε το νερό από τον κουβά μέσα στο αυλάκι και έπειτα επαναλάμβανε πολλές φορές την ίδια διαδικασία που περιγράψαμε παραπάνω, βγάζοντας το νερό από το πηγάδι, για να ποτίσει το περιβόλι του.

                                                                      Γιώργος Στυλ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

  Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΤΡΑΙΝΟΥ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ   Από τις αρχές της δεκαετίας του 1890, μεγάλη ώθηση στην οικιστική, οικονομ...