Η ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ
ΤΩΝ ΑΜΠΕΛΙΩΝ
Αμπέλια
υπήρχαν στην περιοχή της Μάσκλινας μέχρι τελευταία. Όλες οι πλαγιές, απέναντι
από το χωριό, ήταν φυτεμένες με κλήματα. Οι αμπελώνες εκτεινόταν από την
περιοχή του Αράπη μέχρι τον Καυκαλά και από την Φιλιππού, μέχρι την Αγία
Παρασκευή, δηλαδή σε ολόκληρη την περιοχή, που και σήμερα την ονομάζουν οι
κάτοικοι «στα αμπέλια». Τα κλήματα ήσαν χαμηλά και τα κλαδιά τους ακουμπούσαν
σχεδόν στο έδαφος, με ποικιλίες σταφυλιών, κοκκινέλια, φιλέρια και κοντοκλάδια.
Κατά την γεωργική απογραφή του έτους 1911, απογράφηκαν στην περιοχή της
Μάσκλινας (447) στρέμματα αμπελώνες παραγωγής σταφυλιών για κρασί και (5)
στρέμματα αμπελώνες παραγωγής επιτραπέζιων σταφυλιών.
Πριν
να μπεί η άνοιξη, μέσα στο Μάρτη,
γινόταν το κλάδεμα του αμπελιού.Ο νοικοκύρης έκοβε με την ψαλίδα τις βέργες που
κρέμονταν από τα κλήματα, αφήνοντας πάνω στο κλήμα μικρό κομμάτι της βέργας με
τρία - τέσσερα μάτια.Όταν το κλήμα ήταν γερασμένο, για να το ανανεώσει άνοιγε
ακριβώς δίπλα μικρή στενόμακρη λακκούβα και
μια από τις βέργες του δεν την έκοβε κλαδεύοντάς την με την ψαλίδα, αλλά
την βύθιζε λυγισμένη στον πάτο της γούβας.Έπειτα έχωνε τη βυθισμένη βέργα στη
γούβα με χώμα με την τσάπα* του και πατούσε με το πόδι του για να «καθίσει» η
βέργα καλά μέσα στη γούβα.Αυτός ο πολλαπλασιασμός των κλημάτων λεγόταν
καταβόλιασμα και η βέργα «καταβολάδα».
Αργότερα, όταν πιά είχε ριζώσει η βέργα
της καταβολάδας στη γούβα και είχε
πετάξει φυλλαράκια, την έκοβε με την ψαλίδα, αποχωρίζοντάς την από το κλήμα και
έτσι ανανέωνε τα κλήματα του αμπελιού. Τις κομμένες κληματόβεργες τις μάζευε
στη συνέχεια και αφού τις έκανε δεμάτια, τις έβγαζε έξω από το αμπέλι.
Μόλις έπιανε ο Απρίλης γινόταν το σκάψιμο - «κουτρούφιασμα*» - των αμπελιών.
Τον μήνα Μάη τα σκάλιζαν, ισοπεδώνοντας τα κουτρούφια. Κατά το σκάψιμο και το
σκάλισμα των αμπελιών, γινόταν στην περιοχή ολόκληρο πανηγύρι, από την παρουσία
και τα τραγούδια των εργατών, των σκαφτιάδων, όπως τους έλεγαν. που δούλευαν σε
αυτά.Συγκροτούσαν ομάδες οι νεαροί χωριανοί, και μπαίνοντας στο αμπέλι άρχιζαν να σκάβουν με τις τσάπες
τους, ο καθένας την σειρά του, τα κλήματα γύρω γύρω,σωριάζοντας ταυτόχρονα το
χώμα δίπλα σέ κάθε κλήμα και κάνοντάς το έτσι «κουτρούφι» όπως το ονόμαζαν. Όλη
αυτή η διαδικασία γινόταν για να πάρει αέρα το χώμα του αμπελιού.Πολλλές φορές
«παράβγαιναν*» μεταξύ τους οι εργάτες,ποιός θα φτάσει πρώτος στο τέλος της
σειράς των κλημάτων.
Στο τέλος του Απρίλη άρχιζε το σκάλισμα των αμπελιών, δηλαδή το
ισοπέδωμα με τις τσάπες των «κουτρουφιών», των μικρών σωρών από χώμα που είχαν δημιουργήσει οι εργάτες κατά την
διαδικασία του σκαψίματος και το άπλωμα του χώματος γύρω από τους κορμούς των κλημάτων. Η εργασία αυτή ήταν πιο
ελαφριά από το σκάψιμο των αμπελιών,γι’ αυτό και στα συνεργεία των εργατών εδώ
συμμετείχαν και γυναίκες. Κατά το σκάλισμα έπρεπε οι εργάτες να προσέχουν πολύ
τις κινήσεις τους μέσα στα αμπέλια,ώστε να μην «στραβώνουν*» τα τρυφερά
βλαστάρια των κλημάτων που είχαν πεταχτεί.
Ακολουθούσε το κορφοκόπημα* των βλασταριών,
έκοβαν δηλαδή τις κορφές από τα καινούρια βλαστάρια που είχαν στο μεταξύ πετάξει τα κλήματα, για να μην αυξάνονται
υπερβολικά και σπαταλιούνται οι χυμοί τους , ώστε να παράγουν μεγαλύτερη
ποσότητα σταφύλια τα κλήματα. Αυτή η διαδικασία συνήθως γινόταν από την νοικοκυρά
του σπιτιού, που εκτός από αυτή τη δουλειά,
ταυτόχρονα έκοβε τα πιο πλατιά αμπελόφυλλα που ήσαν ακόμη τρυφερά. Τα
πήγαινε όλα στο σπίτι και με τρυφερά βλαστάρια τάϊζε τις γίδες, ενώ τα αμπελόφυλλα τα περνούσε με τη βελόνα
σε κλωστή και αφού τα ξέραινε στον ίσκιο και τον αέρα, τα χρησιμοποιούσε όλο το
χρόνο στην κουζίνα της για να τυλίγει τους ντολάδες. Γινόταν τέλος το ράντισμα των αμπελιών με
χαλκό και ασβέστη χρησιμοποιώντας τις ψιχαστήρες καθώς και το «θειάφισμα»
με θειάφι χρησιμοποιώντας το «φισούνι*»,
για να μην προσβάλλονται από τον περενόσπορο, ασθένεια που καταστρέφει τα φύλλα
του κλήματος.
Οι νοικοκυραίοι
πήγαιναν κάθε τόσο στα αμπέλια τους και τα παρακολουθούσαν. Όταν ερχόταν ο
καιρός και ωρίμαζαν τα πρώτα σταφύλια έκοβαν επιτραπέζια φαγουλιάρικα κατά το
γνωστό: της Αγιά Μαρίνας ρόγα, του Αη Λιός σταφύλι και της Παναγιάς
κοφίνι.Ιδιαίτερα τον Αύγουστο πήγαιναν στα αμπέλια και έκοβαν τα κοντοκλάδιακαι
τα ασπρούλια που ήταν πεντάγλυκα.Τα έφερναν στο σπίτι μέσα στο κοφίνι που στα
τοιχώματα του εσωτερικού του τοποθετούσαν αμπελόφυλλα για να μην λιώνουν οι
ρόγες των σταφυλιών πάνω στα καλαμένια τοιχώματα.Άλλοι τα έφερναν μέσα στις
τέσες, για να προστατεύονται καλύτερα.
Το αμπέλι για να
έχει ικανοποιητική απόδοση απαιτούνται νέοι καλλιεργητές που να το
περιποιούνται με όρεξη και μεράκι, σε
συνδυασμό με έμπειρους κλαδούχους και
κορφολογητές, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν
οι στίχοι που ήρθαν νοσταλγικά στη μνήμη μας, από το αναγνωστικό που
διαβάζαμε στην Δ΄τάξη του Δημοτικού
Σχολείου.
-Αμπέλι μου πλατύφυλλο και κοντοκλαδεμένο,
για δεν ανθείς, για δεν καρπείς,σταφύλια για δεν βγάνεις;
Με χάλασες παλιάμπελο και γώ θα σε πουλήσω.
-Μην με πουλάς αφέντη μου και γω σε ξεχρεώνω
Για βάλε νιούς και σκάψε με,γέρους και κλάδεψέ με,
βάλε γριές,
μεσόκοπες, να με βλαστολογήσουν
Βαλ’ και κορίτσια ανύπαντρα να με κορφολογήσουν.
Όμως από την δεκαετία του 1980 η καλλιέργεια των αμπελιών στην περιοχή μας έφτασε στο τέλος της για τους εξής λόγους.Ο κυριότερος είναι η γήρανση του πληθυσμού και η κατόπιν τούτου σοβαρή έλλειψη εργατικών χεριών για την καλλιέργειά τους. Ο δεύτερος λόγος είναι το γέρασμα των κλημάτων, αφού δεν γινόταν πιά η επιβεβλημένη ανανέωσή τους. Τα αμπέλια σήμερα αποτελούν πιά παρελθόν για το χωριό μας. Τα περισσότερα από αυτά ξεριζώθηκαν, ενώ τα υπόλοιπα αφέθηκαν στην τύχη τους. Έμεινε μόνο η ονομασία μιας ολόκληρης περιοχής του χωριού μας «στα αμπέλια». Οι αμπελότοποι φυτεύτηκαν από χιλιάδες ελαιόδεντρα που με τα υφιστάμενα από παλιά μέσα στους αμπελώνες, αποτελούν το σημερινό ελαιώνα. Οι κάτοικοι του χωριού για να καλύψουν τις βασικές ανάγκες τους σε κρασί, άρχισαν να εισάγουν μούστο κάθε φθινόπωρο από τα χωριά της ορεινής Αργολίδας και από τη Νεμέα.Τον τοποθετούσαν για να ψηθεί μέσα σε μικρής χωρητικότητας ξύλινα βαρελάκια,τα «βουτσιά» όπως τα έλεγαν, ενώ τα μεγάλα βαγένια που είχαν στις αποθήκες τους είτε τα έκοβαν στη μέση και τα χρησιμοποιούσαν σαν λάντζες για το «πάστωμα» των βρωσίμων ελιών,είτε τα τεμάχιζαν και τα χρησιμοποιούσαν στις θερμάστρες τους για καυσόξυλα.
Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου