Η ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟ
ΜΑΖΕΜΑ ΤΗΣ ΕΛΙΑΣ
Από τα βασικά προϊόντα του χωριού είναι οι ελιές και το
λάδι. Ελαιόδεντρα στην περιοχή Σαμόνι υπήρχαν από παλαιά, απροσδιόριστα χρόνια.
Οι Σλάβοι που, όπως προαναφέραμε, κατέβηκαν στην περιοχή μας το 600-800 μ.Χ.,
ονόμασαν την περιοχή μας «Μάσκλινα», που σημαίνει τόπος με ελαιόδεντρα, επειδή
προφανώς βρήκαν εδώ μεγάλο αριθμό από αυτά. Επομένως η ύπαρξη ελαιοδέντρων στην
περιοχή τοποθετείται προ της καθόδου των Σλάβων στην περιοχή μας, ίσως δε και
παλαιότερα. Η δημιουργία όμως σύγχρονων ελαιώνων άρχισε να γίνεται από τους
οικιστές του Καστριού και προχώρησε προοδευτικά με την εξημέρωση άγριων
ελαιόδεντρων που υπήρχαν στην περιοχή και με το «κέντρωμα» νέων. Κατά την
γεωργική απογραφή του 1911, απογράφηκαν στην ευρύτερη περιοχή του οικισμού μας
(940) στρέμματα με ελαιόδεντρα. Οι αείμνηστοι πρόγονοί μας με πολλούς κόπους
και θυσίες και με τα πρωτόγονα μέσα (αξίνες, κασμάδες, πριόνια, βατοκόπες κλπ) που διέθεταν εκείνη την εποχή,
είχαν εκχερσώσει, στην περιοχή Σαμόνι μεγάλες δασικές εκτάσεις. Εκεί είχαν
φυτέψει ελαιόδεντρα, αυξάνοντας έτσι τον γεωργικό τους κλήρο.Αλλά και σε άλλες
περιοχές, στα ακραία σύνορα του χωριού (στην Κάρβια, στα Μοναχά, στον Καυκαλά,
στις Κόντρες, στις Παλιοκαλύβες, στον Αρμακά, στις Κατσιρέκιες λάκες του όρους
Παρθενίου κλπ) όπου δηλαδή υπήρχε επίπεδο μέρος, εκχέρσωναν την δασική έκταση
για να σπείρουν δημητριακά ή σανό για την εκτροφή του ζωϊκού τους κεφαλαίου.
Κατά την εκχέρσωση των δασικών εκτάσεων στο Σαμόνι για την δημιουργία
ελαιώνων, έρχονταν σε αντιδικίες και
προστριβές με τους κατοίκους του γειτονικού Αχλαδόκαμπου, που πολλές φορές τις
έλυναν με την δικαστική οδό.
Στο προσωπικό μας αρχείο υπάρχουν σωρεία
δημοσίων εγγράφων, από τα οποία προκύπτει η αυθαίρετη κατάληψη βοσκοτόπων εκ μέρους των συγχωριανών μας που
ανήκαν στην γειτονική κοινότητα του Αχλαδόκαμπου και συνορεύουν με την δική
μας, στη θέση «Γραίκι». Ο Πρόεδρος της κοινότητας αυτής, ενεργώντας σαν
εκπρόσωπος των κατοίκων της, είχε στραφεί κατεπανάληψη δικαστικά με αγωγές
(προσωρινά μέτρα) κατά συγκεκριμένων κατοίκων της Μάσκλινας, που είχαν
εκχερσώσει ολόκληρα στρέμματα άγριας έκτασης βοσκοτόπων, προσπαθώντας να τους
μετατρέψουν σε ελαιώνες. Συγκεκριμένα ο ανωτέρω είχε στραφεί επανειλημμένα κατά
των αείμνηστων συγχωριανών μας, προπάππου μου Δημητρίου Γ. Σκλημπόσιου, του
γιού του Γεωργίου Δημ. Σκλημπόσιου και της Γλυκερίας χήρας Γ. Σκλημπόσιου καθώς
και άλλων συγχωριανών μας.
Το Ειρηνοδικείο ΄Αργους, καθύλη και κατά
τόπο αρμόδιο για να εκδικάσει τις αγωγές αυτές, συνεδρίασε την 4-2-1916
«δημόσια και εν υπαίθρω εν τη θέσει «Γραίκι» της περιφέρειας του Αχλαδόκαμπου.
Ο Ειρηνοδίκης αφού άκουσε τον ενάγοντα Πρόεδρο που εκπροσωπούσε την κοινότητα Αχλαδοκάμπου και τους
εναγομένους κατοίκους της Μάσκλινας καθώς και τους συνηγόρους των διαδίκων
εξέδωσε τις αριθμ 15 και 16/4-2-1916 αποφάσεις του. Το σκεπτικό των αποφάσεων
αυτών αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «εν τη
θέσει «Γραίκι» περιφέρεια της κοινότητος Αχλαδοκάμπου κείται ακαλλιέργητος και
δασώδης έκτασις εκ χιλίων και πλέον στρεμμάτων, ανήκουσα αναμφισβητήτως εις την
κοινότητα ταύτην (Αχλαδοκάμπου), προς εξυπηρέτησιν της κοινής χρήσεως των μελών
αυτής, ήτοι προς βοσκήν των θρεμμάτων της και ξύλευσιν των κατοίκων αυτής, καθά
αρκούντως εβεβαιώθη υπό των μαρτύρων. Ότι από μακρών ετών ένιοι των κατοίκων
της κοινότητος Μασκλένης, εν οίς και οι εναγόμενοι, κατέχοντες πλησίον τής
θέσεως ταύτης ελαιώνα και ειδικώς εν τη θέσει
«Αρτοτίνα» εισέβαλαν κρύφα εν τη επιδίκω θέσει «Γραίκι» και εξεχέρσωσαν
διαφόρους εκτάσεις, καταστήσαντες ταύτας αγρούς καλλιεργησίμους, ους έκτοτε
κατέχουν ησύχως, σεβασθέντες εν τη κατοχή των ταύτην και υπό των μελών της
κοινότητος Αχλαδοκάμπου. Αλλά μη αρκεσθέντες εις την τοιαύτην αρπακτικην
κατοχήν των γαιών τούτων, εβουλήθησαν να επεκτείνωσι αυτήν δια της καταλήψεως
και ετέρας κοινοτικής γης και δη μεταξύ άλλων οι εναγόμενοι εξεχέρχωσαν εντός
της επιδίκου θέσεως και άνωθεν του ως είρηται αγρού των χερσώδη και ακαλλιέργητον
έκτασιν περί τα πέντε στρέμματα καταστήσαντες αυτήν καλλιεργήσιμον και
σπείραντες ταύτην, προτιθέμενοι να επεκτείνωσι την εκχέρσωσιν, ως μαρτυρούσιν η
εκκοπή παλαιών αγρίων δένδρων , η εξαγωγή ογκολίθων και η καλλιέργεια αγρίων
ελαιοδέντρων προς εξημέρωσιν αυτών, αυτοφυών όντων». Μάλιστα, γενομένων δεκτών των αγωγών αυτών,
το δικαστήριο απαγόρευσε στους ως
άνω εναγομένους «πάσαν εν τω μέλλοντι άμεσον ή έμμεσον
διακατοχικήν πράξιν, τείνουσαν εις την διατάραξιν της επιδικασθείσης εν τη
κοινότητι του Αχλαδοκάμπου νομής, επί απειλή κατ΄αυτών επιβολής χρηματικής
ποινής δια πάσαν παράβασιν των αποφάσεων τούτων».
Την
δεκαετία του 1980 η έλλειψη εργατικών χεριών στο χωριό μας αποτέλεσε τον κύριο
λόγο της εκρίζωσης των υφισταμένων αμπελώνων από τις ανατολικές παρυφές του
χωριού μέχρι την περιοχή Πλατάνι και την
διακοπή της παραγωγής κρασιών από τους κατοίκους του. Μετά την εκρίζωση των
αμπελιών, φυτεύτηκαν μέσα σε αυτά τα χωράφια χιλιάδες ακόμη ελαιόδεντρα, που
μαζί με τα υπάρχοντα από παλιά, αύξησαν τον κλήρο των ελαιοπερίβολων των
νοικοκυριών του και αυτά αποτελούν
τον ελαιώνα που βλέπουμε σήμερα.Στις περιοχές στα ακραία σύνορα του
χωριού, που είχαν εκχερσωθεί από τους αειμνήστους προγόνους μας,για να γίνουν
σπαρτοχώραφα, εγκαταλήφθηκαν από τους κατοίκους του χωριού και
ξαναφύτρωσαν πάλι πουρνάρια και άλλη
άγρια βλάστηση,με αποτέλεσμα οι εκτάσεις αυτές να γίνουν και πάλι προέκταση της
υφιστάμενης γύρω τους δασικής έκτασης.
Οι
εργασίες του Μασκλινιώτη που απαιτούνται για την καλλιέργεια της ελιάς και για
την συλλογή του ελαιοκάρπου περιγράφονται αναλυτικά παρακάτω. Αμέσως μετά το
τέλος του ελιομαζώματος, στα τέλη κάθε Φλεβάρη, ο νοικοκύρης πήγαινε πρωί -
πρωί στο χωράφι του και ολημερίς έκοβε τα μικρά βλαστάρια (αγριλίδια) που είχαν
πεταχτεί στη ρίζα κάθε ελιάς με το κλαδευτήρι και το πριόνι. Ακολούθως καθάριζε
όλο το χωράφι από τα ελιόκλαρα και τα ελιόξυλα που είχε κόψει κατά την διάρκεια
της προηγούμενης συλλογής του ελαιοκάρπου, ενώ ταυτόχρονα κλάδευε τα
ελαιοδέντρα, κόβοντας τους κορμούς των δέντρων που είχαν μεγαλώσει πολύ με το
χειροπρίονο, καθώς και τις μικρές κλάρες που είχαν ξεραθεί, με την ψαλίδα του.
Έπειτα μάζευε τις κλάρες σε σωρούς στα ξέφωτα του χωραφιού, μακριά από τα
ελαιόδεντρα και τις έκαιγε. Τα χοντρά ελιόξυλα, τα έκοβε σε μικρά κομμάτια και
τα έβγαζε στην άκρη του χωραφιού, για να μπορεί το βράδυ, φεύγοντας από το
χωράφι, να τα φορτώσει στα ζώα του. Το βράδυ κρεμούσε το ταγάρι με το
«λημερινό» του στα ζώα, φόρτωνε και τα ξύλα που είχε κόψει όλη την ημέρα σε
αυτά και γυρνούσε με τα πόδια, κατάκοπος στο σπίτι του, στο χωριό.
Από
τα τέλη του Μάρτη ο νοικοκύρης άρχιζε το όργωμα των ελαιοδέντρων. Πήγαινε στο
χωράφι, με φορτωμένα όλα τα σύνεργα στα ζώα του, όπως και κατά τη σπορά των
δημητριακών, ενώ σε ένα από αυτά φόρτωνε τα σακιά με το λίπασμα. Αφού ξεφόρτωνε
τα ζώα όταν έφτανε στο χωράφι, άρχισε να σκορπάει από λίγο λίπασμα στην ρίζα
κάθε ελαιόδεντρου. Ύστερα «έζευε*» τα ζώα του, έδενε πίσω τους το αλέτρι και
όργωνε (ζευγάριζε) όλο το χωράφι του. Με τον τρόπο αυτό εμπόδιζε κατά κάποιο
τρόπο την ανάπτυξη χόρτων και άλλων ζιζανίων ιδιαίτερα κάτω από τα δέντρα.
Αργότερα,στα
μέσα της δεκαετίας του 1980, που δεν μπορούσε πιά, λόγω ηλικίας, να οργώσει τα
χωράφια του με τα ζώα του και το αλέτρι, πήγαινε στα χωράφια και με την
«ψιχαστήρα*» ράντιζε ολόκληρη την επιφάνεια του χωραφιού με ζιζανιοκτόνα
φάρμακα που είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν ευρέως στην αγορά. Κανείς όμως δεν
βρέθηκε να του τονίσει τους κινδύνους που διέτρεχε από την επαφή των
ζιζανιοκτόνων φαρμάκων με τα χέρια και το πρόσωπό του. Έτσι η ανυπαρξία
προφυλάξεων κατά την διάρκεια του ψεκασμού από τα ζιζανιοκτόνα φάρμακα, που
απεδείχθησαν εκ των υστέρων καρκινογόνα, οδήγησε την περίοδο εκείνη πολλούς συγχωριανούς μας στο κρεβάτι του
πόνου, ακόμη δε και στο θάνατο.
Η
συλλογή του ελαιοκάρπου γινόταν κατά την διάρκεια του καταχείμωνου. Άρχιζε από
τις αρχές του Δεκέμβρη και τέλειωνε στις αρχές του Μάρτη, ανάλογα με την
ποσότητα της παραγωγής του ελαιοκάρπου. Παλιότερα, που δεν έφθαναν στον ελαιώνα
αυτοκίνητα, το μάζεμα της ελιάς ήταν δύσκολη και επίπονη εργασία. Οι κάτοικοι
ξεκινούσαν για τους ελαιώνες πριν ακόμη φέξει καλά η ημέρα, καβάλα στα
γαϊδουρόμουλαρά τους, στα οποία είχαν φορτώσει και τα απαραίτητα εργαλεία που
τους ήταν απαραίτητα για την συλλογή της ελιάς. (ράβδες, σακιά, το ταγάρι με το
φαγητό της ημέρας κλπ).
Όταν
έφταναν στα χωράφια, αφού τακτοποιούσαν πρώτα τα «ζωντανά» τους, δένοντάς τα
στις γύρω «πατουλιές*» από πουρνάρια, άναβαν φωτιές για να ζεστάνουν το
«κόκκαλό» τους, όπως ήταν «ξυλιασμένοι» από την ακινησία, αφού μετέβαιναν στα
χωράφια συνήθως «καβάλα» πάνω στα μουλάρια τους. Περίμεναν στέκοντας γύρω από
τη φωτιά μέχρι να φέξει καλά. Αν είχε πέσει χιόνι πάνω στις ελιόκλαρες, τίναζαν
το χιόνι τραβώντας τις κλάρες για να μαζέψουν τον καρπό.
Μόλις
έφεγγε, κυρίως οι εργάτες έδεναν τα σακούλια στην μέση τους, αγκάλιαζαν τις
χοντρές κλάρες κοντά στον κορμό των δέντρων και σκαρφάλωναν σαν αίλουροι πάνω
σε αυτά. «Άρμεγαν» τον καρπό από τις
ελιόκλαρες και τον τοποθετούσαν μέσα στο σακούλι τους. Όταν αυτό γέμιζε, το
έδιναν σε κάποιον που δεν είχε ανέβει πάνω στα δέντρα, συνήθως στη γυναίκα του
νοικοκύρη, που το άδειαζε μέσα στα τσουβάλια. Ο νοικοκύρης σκαρφάλωνε και αυτός
στα ελιόδεντρα και έκοβε με το χειροπρίονο που είχε βάλει στη ζωστήρα του, τις κλάρες
που ήταν γεμάτες με καρπό και δεν τις έφταναν να τις αρμέξουν οι εργάτες.
Επίσης έκοβε και χοντρές κλάρες σχεδόν από την βάση του κορμού των ελαιόδεντρων
για να ανανεωθούν.Εφάρμοζε την μέθοδο του «αυστηρού» κλαδέματος, όπως του την
είχαν διδάξει οι πρόγονοί του. Κατά την διάρκεια του ελιομαζώματος οι εργάτες
συζητούσαν μεγαλόφωνα μεταξύ τους και ορισμένοι από αυτούς, οι πιο μερακλήδες,
τραγουδούσαν διάφορα δημοτικά τραγούδια.
Το
μεσημέρι η νοικοκυρά έπαιρνε το ταγάρι με το φαγητό που είχε φέρει από το σπίτι
και έστρωνε τραπέζι συνήθως σε ένα ξέφωτο για να φάνε οι εργάτες το μεσημεριανό
τους. Άναβε και φωτιά εκεί κοντά για να ζεσταίνονται όλοι από την παγωνιά. Το
μεσημεριανό φαγητό αποτελείτο συνήθως από μαλακό ψωμί, τηγανητό μπακαλιάρο,
χοιρινό σκορδαλιά (πηχτή), κρεμμύδια, ξηρή τροφή ενώ το «πεντοχίλιαρο» μπουκάλι
ήταν πάντα γεμάτο κρασί. Κατέβαιναν από τα δέντρα οι εργάτες με τον νοικοκύρη,
σταματώντας την εργασία, και κάθονταν καταγής γύρω από το «τραπέζι» που είχε
στρώσει καταγής η νοικοκυρά, ενώ ο νοικοκύρης πήγαινε να ρίξει φαγητό (σανό ή
άχυρο) στα γαϊδουρομούλαρά του.
Μετά
το μεσημέρι κάποιοι από τους εργάτες κατέβαιναν από τα δένδρα και με τα
σακούλια δεμένα στη μέση μάζευαν το «χαμολόϊ*», τις ελιές που είχε ρίξει στη γη
ο αέρας ή αυτές που έπεφταν την ώρα του μαζέματος. Όσες κλάρες δεν τις έφταναν
για να «αρμέξουν» τον ελαιόκαρπο, τις έκοβαν με τα πριόνια και τις έριχναν στη
γη, για να τις «αρμέξουν» αργότερα ή ράβδιζαν τις κλάρες με τον ελαιόκαρπο με
τις ράβδες.
Έτσι
γέμιζαν σιγά - σιγά τα σακιά με τις ελιές, τα έκαναν «πλευρά*» και το βράδυ τις
φόρτωναν στα γαϊδουρομούλαρα και τις μετέφεραν στα ελαιοτριβεία του χωριού. Μια
ειδική ποικιλία, τις χοντρές «μανακοελιές», τις μετέφεραν στα σπίτια τους για
να τις «παστώσουν». Παράλληλα φόρτωναν στα ζώα και αγκαλιές ελιόκλαρα, που τα
μετέφεραν στα σπίτια τους, για το τάϊσμα των γιδοπροβάτων τους
Με
το πέρασμα των χρόνων οι κάτοικοι άρχισαν να χρησιμοποιούν αρχικά
μεταχειρισμένα στρατιωτικά αλεξίπτωτα και αργότερα μεγάλα ελιόπανα, που τα
έστρωναν κάτω από τα δέντρα. Αφού ανέβαιναν πάνω σε αυτά, με τις «ξιόνες*»
άρμεγαν τον καρπό με ευκολία πάνω στα ελιόπανα. Ο νοικοκύρης με το χειροπρίονο
έκοβε τις κλάρες που ήσαν φορτωμένες με καρπό και τις έριχνε πάνω στα πανιά,
για να τις «αρμέξουν» οι εργάτες. Έτσι η διαδικασία του ελιομαζώματος έγινε πιο
εύκολη και περισσότερο αποδοτική.
Όλη η εργατιά (τα αφεντικά και οι εργάτες)
επέστρεφαν στο χωριό με τα πόδια, περπατώντας για πάνω από μία ώρα, ανάλογα με
την απόσταση, σχεδόν με το νύχτωμα.Όταν επέστρεφαν στο χωριό από το Σαμόνι η
διαδρομή καταντούσε «μαρτύριο».Έπρεπε πρώτα να διανύσουν τον μουλαρόδρομο μέσα
στον ελαιώνα που ήταν κάπως ξεκούραστος γιατί δεν ήταν ανηφορικός και στη συνέχεια άρχιζαν να ανεβαίνουν
αγκομαχώντας τις ανηφορικές «σκάλες» όπως τις έλεγαν. Οι σκάλες του Σαμονού
ήταν δύο.Η μια ήταν στο ανατολικό μέρος του και ξεκινούσε από την κορυφή τα
καταράχια. Η άλλη βρισκόταν δυτικά και ξεκινούσε από το ρέμα του Αρκουδιά. Και
οι δύο αυτοί μουλαρόδρομοι,οι σκάλες,
στο τέρμα της ανηφοριάς ενώνονταν στο
πάνω μέρος τους και το σημείο εκείνο το ονόμαζαν «κορυφή της σκάλας».Τα
μουλάρια βαρυφορτωμένα τα σακιά με τις
ελιές καθώς ανέβαιναν αυτές τις ανηφόρες ιδροκοπούσαν και «φουρμάνιζαν» μέχρι
να φτάσουν στην κορυφή της ανηφοριάς ενώ οι εργάτες και τα αφεντικά που
συνόδευαν τα μουλάρια αγκομαχούσαν και αυτοί ανεβαίνοντας αυτές τις ανηφοριές. Τελευταία
μετά την κατασκευή αυτοκινητοδρόμων μέσα στους ελαιώνες, η μετάβαση των
κατοίκων και των εργατών για ελαιοσυλλογή, γίνεται με τα αυτοκίνητα. Τώρα δεν
χρησιμοποιούνται πια οι «ράβδες», αλλά ραβδίζουν τον καρπό πάνω στα ελιόπανα με
ειδικά βενζινοκίνητα ή ηλεκτροκίνητα ραβδιστικά μηχανήματα. Έτσι βελτιώθηκαν
ακόμη πιο πολύ οι συνθήκες συλλογής του ελαιοκάρπου.
Τον
ελαιόκαρπο (μανακοελιά) που μετέφεραν στα σπίτια, τον περνούσαν από ειδικό
κόσκινο (δριμόνι*) και αφού με το κοσκίνισμα έπεφταν από το κόσκινο οι ψιλές
ελιές που φορτώνονταν για το λιοτρίβι, τις χοντρές που έμεναν στο κόσκινο, τις
τοποθετούσαν μέσα σε μεγάλα βαρέλια, τις «λάντζες*». Εκεί τις ανακάτευαν με
χοντρό αλάτι, έριχναν μέσα στα βαρέλια και νερό, μέχρι να σκεπαστούν οι ελιές
και τις άφηναν εκεί, μέχρι να ψηθούν. Αυτές τις «παστές» ελιές τις πουλούσαν
στους τοπικούς εμπόρους, ενισχύοντας έτσι το οικογενειακό τους εισόδημα.
Μια
άλλη ποικιλία, τις (λαδοελιές), τις αλάτιζαν μέσα σε κοφίνια και αφού τις
ανακάτευαν με «θρούμπι», ένα βότανο που φυτρώνει στα ορεινά Καστριτοχώρια και
στις πλαγιές του Πάρνωνα, τις άφηναν να ψηθούν. Έτσι έφτιαχναν τις «θρουμπάτες»
ελιές, που τις σέρβιραν στο τραπέζι τους σχεδόν καθημερινά, αλλά και τις
μοσχοπουλούσαν στους εμπόρους της περιοχής.
Το
λάδι που παράγεται στην περιοχή είναι εξαιρετικής ποιότητας. Κατά καιρούς το
λάδι αυτό έχει τύχει διακρίσεων και επαίνων όταν εκτέθηκε στην έκθεση της
Θεσσαλονίκης (εκθέτης ο Γρηγόρης Αντωνάκος) και στην Πελοποννησιακή έκθεση
(εκθέτες ο Χαράλαμπος Λύγδας και ο Ελαιουργικός Συν/σμος). Κατά το παρελθόν
κάλυπτε τις ανάγκες των παραγωγών του και στις περιπτώσεις που περίσσευε
διοχετευόταν για πώληση στις περιοχές της Τρίπολης, της Τεγέας του Παρθενίου
αλλά και στην αγορά της Αθήνας, με την εισροή ανάλογων οικονομικών πόρων.
Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης