Πέμπτη 27 Ιουνίου 2024

 

                               Η ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΩΝ ΑΜΠΕΛΙΩΝ

 

Αμπέλια υπήρχαν στην περιοχή της Μάσκλινας μέχρι τελευταία. Όλες οι πλαγιές, απέναντι από το χωριό, ήταν φυτεμένες με κλήματα. Οι αμπελώνες εκτεινόταν από την περιοχή του Αράπη μέχρι τον Καυκαλά και από την Φιλιππού, μέχρι την Αγία Παρασκευή, δηλαδή σε ολόκληρη την περιοχή, που και σήμερα την ονομάζουν οι κάτοικοι «στα αμπέλια». Τα κλήματα ήσαν χαμηλά και τα κλαδιά τους ακουμπούσαν σχεδόν στο έδαφος, με ποικιλίες σταφυλιών, κοκκινέλια, φιλέρια και κοντοκλάδια. Κατά την γεωργική απογραφή του έτους 1911, απογράφηκαν στην περιοχή της Μάσκλινας (447) στρέμματα αμπελώνες παραγωγής σταφυλιών για κρασί και (5) στρέμματα αμπελώνες παραγωγής επιτραπέζιων σταφυλιών.

Πριν να μπεί  η άνοιξη, μέσα στο Μάρτη, γινόταν το κλάδεμα του αμπελιού.Ο νοικοκύρης έκοβε με την ψαλίδα τις βέργες που κρέμονταν από τα κλήματα, αφήνοντας πάνω στο κλήμα μικρό κομμάτι της βέργας με τρία - τέσσερα μάτια.Όταν το κλήμα ήταν γερασμένο, για να το ανανεώσει άνοιγε ακριβώς δίπλα μικρή στενόμακρη λακκούβα και  μια από τις βέργες του δεν την έκοβε κλαδεύοντάς την με την ψαλίδα, αλλά την βύθιζε λυγισμένη στον πάτο της γούβας.Έπειτα έχωνε τη βυθισμένη βέργα στη γούβα με χώμα με την  τσάπα* του και  πατούσε με το πόδι του για να «καθίσει» η βέργα καλά μέσα στη γούβα.Αυτός ο πολλαπλασιασμός των κλημάτων λεγόταν καταβόλιασμα και η βέργα  «καταβολάδα». Αργότερα, όταν πιά είχε ριζώσει  η βέργα της καταβολάδας στη γούβα  και είχε πετάξει φυλλαράκια, την έκοβε με την ψαλίδα, αποχωρίζοντάς την από το κλήμα και έτσι ανανέωνε τα κλήματα του αμπελιού. Τις κομμένες κληματόβεργες τις μάζευε στη συνέχεια και αφού τις έκανε δεμάτια, τις έβγαζε έξω από το αμπέλι.

     Μόλις έπιανε ο Απρίλης γινόταν  το σκάψιμο - «κουτρούφιασμα*» - των αμπελιών. Τον μήνα Μάη τα σκάλιζαν, ισοπεδώνοντας τα κουτρούφια. Κατά το σκάψιμο και το σκάλισμα των αμπελιών, γινόταν στην περιοχή ολόκληρο πανηγύρι, από την παρουσία και τα τραγούδια των εργατών, των σκαφτιάδων, όπως τους έλεγαν. που δούλευαν σε αυτά.Συγκροτούσαν ομάδες οι νεαροί χωριανοί, και μπαίνοντας  στο αμπέλι άρχιζαν να σκάβουν με τις τσάπες τους, ο καθένας την σειρά του, τα κλήματα γύρω γύρω,σωριάζοντας ταυτόχρονα το χώμα δίπλα σέ κάθε κλήμα και κάνοντάς το έτσι «κουτρούφι» όπως το ονόμαζαν. Όλη αυτή η διαδικασία γινόταν για να πάρει αέρα το χώμα του αμπελιού.Πολλλές φορές «παράβγαιναν*» μεταξύ τους οι εργάτες,ποιός θα φτάσει πρώτος στο τέλος της σειράς των κλημάτων.

  Στο τέλος του Απρίλη  άρχιζε το σκάλισμα των αμπελιών, δηλαδή το ισοπέδωμα με τις τσάπες των «κουτρουφιών», των μικρών σωρών από χώμα  που είχαν δημιουργήσει οι εργάτες κατά την διαδικασία του σκαψίματος και το άπλωμα του χώματος γύρω από τους  κορμούς των κλημάτων. Η εργασία αυτή ήταν πιο ελαφριά από το σκάψιμο των αμπελιών,γι’ αυτό και στα συνεργεία των εργατών εδώ συμμετείχαν και γυναίκες. Κατά το σκάλισμα έπρεπε οι εργάτες να προσέχουν πολύ τις κινήσεις τους μέσα στα αμπέλια,ώστε να μην «στραβώνουν*» τα τρυφερά βλαστάρια των κλημάτων που είχαν πεταχτεί.    

    Ακολουθούσε το κορφοκόπημα* των βλασταριών, έκοβαν δηλαδή τις κορφές από τα καινούρια βλαστάρια που είχαν  στο μεταξύ πετάξει  τα κλήματα, για να μην αυξάνονται υπερβολικά  και σπαταλιούνται  οι χυμοί τους , ώστε να παράγουν μεγαλύτερη ποσότητα σταφύλια τα κλήματα. Αυτή η διαδικασία συνήθως γινόταν από την νοικοκυρά του σπιτιού, που εκτός από αυτή τη δουλειά,  ταυτόχρονα έκοβε τα πιο πλατιά αμπελόφυλλα που ήσαν ακόμη τρυφερά. Τα πήγαινε όλα στο σπίτι και με τρυφερά βλαστάρια τάϊζε τις γίδες,  ενώ τα αμπελόφυλλα τα περνούσε με τη βελόνα σε κλωστή και αφού τα ξέραινε στον ίσκιο και τον αέρα, τα χρησιμοποιούσε όλο το χρόνο στην κουζίνα της για να τυλίγει τους ντολάδες.   Γινόταν τέλος το ράντισμα των αμπελιών με χαλκό και ασβέστη χρησιμοποιώντας τις ψιχαστήρες καθώς και το «θειάφισμα» με  θειάφι χρησιμοποιώντας το «φισούνι*», για να μην προσβάλλονται από τον περενόσπορο, ασθένεια που καταστρέφει τα φύλλα του κλήματος.

 Οι νοικοκυραίοι πήγαιναν κάθε τόσο στα αμπέλια τους και τα παρακολουθούσαν. Όταν ερχόταν ο καιρός και ωρίμαζαν τα πρώτα σταφύλια έκοβαν επιτραπέζια φαγουλιάρικα κατά το γνωστό: της Αγιά Μαρίνας ρόγα, του Αη Λιός σταφύλι και της Παναγιάς κοφίνι.Ιδιαίτερα τον Αύγουστο πήγαιναν στα αμπέλια και έκοβαν τα κοντοκλάδιακαι τα ασπρούλια που ήταν πεντάγλυκα.Τα έφερναν στο σπίτι μέσα στο κοφίνι που στα τοιχώματα του εσωτερικού του τοποθετούσαν αμπελόφυλλα για να μην λιώνουν οι ρόγες των σταφυλιών πάνω στα καλαμένια τοιχώματα.Άλλοι τα έφερναν μέσα στις τέσες, για να προστατεύονται καλύτερα.

    Το αμπέλι για να έχει ικανοποιητική απόδοση απαιτούνται νέοι καλλιεργητές που να το περιποιούνται με  όρεξη και μεράκι, σε συνδυασμό με έμπειρους κλαδούχους  και κορφολογητές, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν  οι στίχοι που ήρθαν νοσταλγικά στη μνήμη μας, από το αναγνωστικό που διαβάζαμε  στην Δ΄τάξη του Δημοτικού Σχολείου.

-Αμπέλι μου πλατύφυλλο και κοντοκλαδεμένο,

για δεν ανθείς, για δεν καρπείς,σταφύλια για δεν βγάνεις;

Με χάλασες παλιάμπελο και γώ θα σε πουλήσω.

-Μην με πουλάς αφέντη μου και γω σε ξεχρεώνω

Για βάλε νιούς και σκάψε με,γέρους και κλάδεψέ με,

 βάλε γριές, μεσόκοπες, να με βλαστολογήσουν

Βαλ’ και κορίτσια ανύπαντρα να με κορφολογήσουν.

     Όμως από την δεκαετία του 1980 η καλλιέργεια των αμπελιών στην περιοχή μας έφτασε στο τέλος της για τους εξής λόγους.Ο κυριότερος είναι  η γήρανση του πληθυσμού  και η κατόπιν τούτου σοβαρή  έλλειψη εργατικών χεριών για την καλλιέργειά τους. Ο δεύτερος λόγος είναι  το γέρασμα των κλημάτων, αφού δεν γινόταν πιά  η επιβεβλημένη ανανέωσή τους. Τα αμπέλια σήμερα αποτελούν πιά παρελθόν για το χωριό μας. Τα περισσότερα από αυτά ξεριζώθηκαν, ενώ τα υπόλοιπα αφέθηκαν στην τύχη τους. Έμεινε μόνο η ονομασία μιας ολόκληρης περιοχής του χωριού μας «στα αμπέλια».  Οι αμπελότοποι φυτεύτηκαν από χιλιάδες ελαιόδεντρα που με τα υφιστάμενα από παλιά μέσα στους αμπελώνες, αποτελούν το σημερινό ελαιώνα. Οι κάτοικοι του χωριού για να καλύψουν τις βασικές ανάγκες τους σε κρασί, άρχισαν να εισάγουν  μούστο κάθε φθινόπωρο  από τα χωριά της ορεινής Αργολίδας και από τη Νεμέα.Τον τοποθετούσαν για να ψηθεί μέσα σε μικρής χωρητικότητας ξύλινα βαρελάκια,τα «βουτσιά» όπως τα έλεγαν, ενώ τα μεγάλα βαγένια που είχαν στις αποθήκες τους είτε τα έκοβαν στη μέση και τα χρησιμοποιούσαν σαν λάντζες για το «πάστωμα» των βρωσίμων ελιών,είτε τα τεμάχιζαν και τα  χρησιμοποιούσαν στις θερμάστρες τους για καυσόξυλα. 

                                                                                           Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης    

 

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2024

 

                        Η ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΖΕΜΑ ΤΗΣ ΕΛΙΑΣ

 Από τα βασικά προϊόντα του χωριού είναι οι ελιές και το λάδι. Ελαιόδεντρα στην περιοχή Σαμόνι υπήρχαν από παλαιά, απροσδιόριστα χρόνια. Οι Σλάβοι που, όπως προαναφέραμε, κατέβηκαν στην περιοχή μας το 600-800 μ.Χ., ονόμασαν την περιοχή μας «Μάσκλινα», που σημαίνει τόπος με ελαιόδεντρα, επειδή προφανώς βρήκαν εδώ μεγάλο αριθμό από αυτά. Επομένως η ύπαρξη ελαιοδέντρων στην περιοχή τοποθετείται προ της καθόδου των Σλάβων στην περιοχή μας, ίσως δε και παλαιότερα. Η δημιουργία όμως σύγχρονων ελαιώνων άρχισε να γίνεται από τους οικιστές του Καστριού και προχώρησε προοδευτικά με την εξημέρωση άγριων ελαιόδεντρων που υπήρχαν στην περιοχή και με το «κέντρωμα» νέων. Κατά την γεωργική απογραφή του 1911, απογράφηκαν στην ευρύτερη περιοχή του οικισμού μας (940) στρέμματα με ελαιόδεντρα. Οι αείμνηστοι πρόγονοί μας με πολλούς κόπους και θυσίες και με τα πρωτόγονα μέσα (αξίνες, κασμάδες, πριόνια,  βατοκόπες κλπ) που διέθεταν εκείνη την εποχή, είχαν εκχερσώσει, στην περιοχή Σαμόνι μεγάλες δασικές εκτάσεις. Εκεί είχαν φυτέψει ελαιόδεντρα, αυξάνοντας έτσι τον γεωργικό τους κλήρο.Αλλά και σε άλλες περιοχές, στα ακραία σύνορα του χωριού (στην Κάρβια, στα Μοναχά, στον Καυκαλά, στις Κόντρες, στις Παλιοκαλύβες, στον Αρμακά, στις Κατσιρέκιες λάκες του όρους Παρθενίου κλπ) όπου δηλαδή υπήρχε επίπεδο μέρος, εκχέρσωναν την δασική έκταση για να σπείρουν δημητριακά ή σανό για την εκτροφή του ζωϊκού τους κεφαλαίου. Κατά την εκχέρσωση των δασικών εκτάσεων στο Σαμόνι για την δημιουργία ελαιώνων,  έρχονταν σε αντιδικίες και προστριβές με τους κατοίκους του γειτονικού Αχλαδόκαμπου, που πολλές φορές τις έλυναν με την δικαστική οδό.

     Στο προσωπικό μας αρχείο υπάρχουν σωρεία δημοσίων εγγράφων, από τα οποία προκύπτει η αυθαίρετη κατάληψη  βοσκοτόπων εκ μέρους των συγχωριανών μας που ανήκαν στην γειτονική κοινότητα του Αχλαδόκαμπου και συνορεύουν με την δική μας, στη θέση «Γραίκι». Ο Πρόεδρος της κοινότητας αυτής, ενεργώντας σαν εκπρόσωπος των κατοίκων της, είχε στραφεί κατεπανάληψη δικαστικά με αγωγές (προσωρινά μέτρα) κατά συγκεκριμένων κατοίκων της Μάσκλινας, που είχαν εκχερσώσει ολόκληρα στρέμματα άγριας έκτασης βοσκοτόπων, προσπαθώντας να τους μετατρέψουν σε ελαιώνες. Συγκεκριμένα ο ανωτέρω είχε στραφεί επανειλημμένα κατά των αείμνηστων συγχωριανών μας, προπάππου μου Δημητρίου Γ. Σκλημπόσιου, του γιού του Γεωργίου Δημ. Σκλημπόσιου και της Γλυκερίας χήρας Γ. Σκλημπόσιου καθώς και άλλων συγχωριανών μας.

      Το Ειρηνοδικείο ΄Αργους, καθύλη και κατά τόπο αρμόδιο για να εκδικάσει τις αγωγές αυτές, συνεδρίασε την 4-2-1916 «δημόσια και εν υπαίθρω εν τη θέσει «Γραίκι» της περιφέρειας του Αχλαδόκαμπου. Ο Ειρηνοδίκης αφού άκουσε τον ενάγοντα Πρόεδρο που εκπροσωπούσε  την κοινότητα Αχλαδοκάμπου και τους εναγομένους κατοίκους της Μάσκλινας καθώς και τους συνηγόρους των διαδίκων εξέδωσε τις αριθμ 15 και 16/4-2-1916 αποφάσεις του. Το σκεπτικό των αποφάσεων αυτών αναφέρει χαρακτηριστικά ότι  «εν τη θέσει «Γραίκι» περιφέρεια της κοινότητος Αχλαδοκάμπου κείται ακαλλιέργητος και δασώδης έκτασις εκ χιλίων και πλέον στρεμμάτων, ανήκουσα αναμφισβητήτως εις την κοινότητα ταύτην (Αχλαδοκάμπου), προς εξυπηρέτησιν της κοινής χρήσεως των μελών αυτής, ήτοι προς βοσκήν των θρεμμάτων της και ξύλευσιν των κατοίκων αυτής, καθά αρκούντως εβεβαιώθη υπό των μαρτύρων. Ότι από μακρών ετών ένιοι των κατοίκων της κοινότητος Μασκλένης, εν οίς και οι εναγόμενοι, κατέχοντες πλησίον τής θέσεως ταύτης ελαιώνα και ειδικώς εν τη θέσει  «Αρτοτίνα» εισέβαλαν κρύφα εν τη επιδίκω θέσει «Γραίκι» και εξεχέρσωσαν διαφόρους εκτάσεις, καταστήσαντες ταύτας αγρούς καλλιεργησίμους, ους έκτοτε κατέχουν ησύχως, σεβασθέντες εν τη κατοχή των ταύτην και υπό των μελών της κοινότητος Αχλαδοκάμπου. Αλλά μη αρκεσθέντες εις την τοιαύτην αρπακτικην κατοχήν των γαιών τούτων, εβουλήθησαν να επεκτείνωσι αυτήν δια της καταλήψεως και ετέρας κοινοτικής γης και δη μεταξύ άλλων οι εναγόμενοι εξεχέρχωσαν εντός της επιδίκου θέσεως και άνωθεν του ως είρηται αγρού των χερσώδη και ακαλλιέργητον έκτασιν περί τα πέντε στρέμματα καταστήσαντες αυτήν καλλιεργήσιμον και σπείραντες ταύτην, προτιθέμενοι να επεκτείνωσι την εκχέρσωσιν, ως μαρτυρούσιν η εκκοπή παλαιών αγρίων δένδρων , η εξαγωγή ογκολίθων και η καλλιέργεια αγρίων ελαιοδέντρων προς εξημέρωσιν αυτών, αυτοφυών όντων».  Μάλιστα, γενομένων δεκτών των αγωγών αυτών, το δικαστήριο απαγόρευσε  στους ως άνω  εναγομένους  «πάσαν εν τω μέλλοντι άμεσον ή έμμεσον διακατοχικήν πράξιν, τείνουσαν εις την διατάραξιν της επιδικασθείσης εν τη κοινότητι του Αχλαδοκάμπου νομής, επί απειλή κατ΄αυτών επιβολής χρηματικής ποινής δια πάσαν παράβασιν των αποφάσεων τούτων».

Την δεκαετία του 1980 η έλλειψη εργατικών χεριών στο χωριό μας αποτέλεσε τον κύριο λόγο της εκρίζωσης των υφισταμένων αμπελώνων από τις ανατολικές παρυφές του χωριού μέχρι την περιοχή Πλατάνι  και την διακοπή της παραγωγής κρασιών από τους κατοίκους του. Μετά την εκρίζωση των αμπελιών, φυτεύτηκαν μέσα σε αυτά τα χωράφια χιλιάδες ακόμη ελαιόδεντρα, που μαζί με τα υπάρχοντα από παλιά, αύξησαν τον κλήρο των ελαιοπερίβολων των νοικοκυριών  του και αυτά   αποτελούν  τον ελαιώνα που βλέπουμε σήμερα.Στις περιοχές στα ακραία σύνορα του χωριού, που είχαν εκχερσωθεί από τους αειμνήστους προγόνους μας,για να γίνουν σπαρτοχώραφα, εγκαταλήφθηκαν από τους κατοίκους του χωριού και ξαναφύτρωσαν  πάλι πουρνάρια και άλλη άγρια βλάστηση,με αποτέλεσμα οι εκτάσεις αυτές να γίνουν και πάλι προέκταση της υφιστάμενης γύρω τους δασικής έκτασης.

Οι εργασίες του Μασκλινιώτη που απαιτούνται για την καλλιέργεια της ελιάς και για την συλλογή του ελαιοκάρπου περιγράφονται αναλυτικά παρακάτω. Αμέσως μετά το τέλος του ελιομαζώματος, στα τέλη κάθε Φλεβάρη, ο νοικοκύρης πήγαινε πρωί - πρωί στο χωράφι του και ολημερίς έκοβε τα μικρά βλαστάρια (αγριλίδια) που είχαν πεταχτεί στη ρίζα κάθε ελιάς με το κλαδευτήρι και το πριόνι. Ακολούθως καθάριζε όλο το χωράφι από τα ελιόκλαρα και τα ελιόξυλα που είχε κόψει κατά την διάρκεια της προηγούμενης συλλογής του ελαιοκάρπου, ενώ ταυτόχρονα κλάδευε τα ελαιοδέντρα, κόβοντας τους κορμούς των δέντρων που είχαν μεγαλώσει πολύ με το χειροπρίονο, καθώς και τις μικρές κλάρες που είχαν ξεραθεί, με την ψαλίδα του. Έπειτα μάζευε τις κλάρες σε σωρούς στα ξέφωτα του χωραφιού, μακριά από τα ελαιόδεντρα και τις έκαιγε. Τα χοντρά ελιόξυλα, τα έκοβε σε μικρά κομμάτια και τα έβγαζε στην άκρη του χωραφιού, για να μπορεί το βράδυ, φεύγοντας από το χωράφι, να τα φορτώσει στα ζώα του. Το βράδυ κρεμούσε το ταγάρι με το «λημερινό» του στα ζώα, φόρτωνε και τα ξύλα που είχε κόψει όλη την ημέρα σε αυτά και γυρνούσε με τα πόδια, κατάκοπος στο σπίτι του, στο χωριό.

Από τα τέλη του Μάρτη ο νοικοκύρης άρχιζε το όργωμα των ελαιοδέντρων. Πήγαινε στο χωράφι, με φορτωμένα όλα τα σύνεργα στα ζώα του, όπως και κατά τη σπορά των δημητριακών, ενώ σε ένα από αυτά φόρτωνε τα σακιά με το λίπασμα. Αφού ξεφόρτωνε τα ζώα όταν έφτανε στο χωράφι, άρχισε να σκορπάει από λίγο λίπασμα στην ρίζα κάθε ελαιόδεντρου. Ύστερα «έζευε*» τα ζώα του, έδενε πίσω τους το αλέτρι και όργωνε (ζευγάριζε) όλο το χωράφι του. Με τον τρόπο αυτό εμπόδιζε κατά κάποιο τρόπο την ανάπτυξη χόρτων και άλλων ζιζανίων ιδιαίτερα κάτω από τα δέντρα.

Αργότερα,στα μέσα της δεκαετίας του 1980, που δεν μπορούσε πιά, λόγω ηλικίας, να οργώσει τα χωράφια του με τα ζώα του και το αλέτρι, πήγαινε στα χωράφια και με την «ψιχαστήρα*» ράντιζε ολόκληρη την επιφάνεια του χωραφιού με ζιζανιοκτόνα φάρμακα που είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν ευρέως στην αγορά. Κανείς όμως δεν βρέθηκε να του τονίσει τους κινδύνους που διέτρεχε από την επαφή των ζιζανιοκτόνων φαρμάκων με τα χέρια και το πρόσωπό του. Έτσι η ανυπαρξία προφυλάξεων κατά την διάρκεια του ψεκασμού από τα ζιζανιοκτόνα φάρμακα, που απεδείχθησαν εκ των υστέρων καρκινογόνα, οδήγησε την περίοδο εκείνη  πολλούς συγχωριανούς μας στο κρεβάτι του πόνου, ακόμη δε και στο θάνατο.

Η συλλογή του ελαιοκάρπου γινόταν κατά την διάρκεια του καταχείμωνου. Άρχιζε από τις αρχές του Δεκέμβρη και τέλειωνε στις αρχές του Μάρτη, ανάλογα με την ποσότητα της παραγωγής του ελαιοκάρπου. Παλιότερα, που δεν έφθαναν στον ελαιώνα αυτοκίνητα, το μάζεμα της ελιάς ήταν δύσκολη και επίπονη εργασία. Οι κάτοικοι ξεκινούσαν για τους ελαιώνες πριν ακόμη φέξει καλά η ημέρα, καβάλα στα γαϊδουρόμουλαρά τους, στα οποία είχαν φορτώσει και τα απαραίτητα εργαλεία που τους ήταν απαραίτητα για την συλλογή της ελιάς. (ράβδες, σακιά, το ταγάρι με το φαγητό της ημέρας κλπ).

Όταν έφταναν στα χωράφια, αφού τακτοποιούσαν πρώτα τα «ζωντανά» τους, δένοντάς τα στις γύρω «πατουλιές*» από πουρνάρια, άναβαν φωτιές για να ζεστάνουν το «κόκκαλό» τους, όπως ήταν «ξυλιασμένοι» από την ακινησία, αφού μετέβαιναν στα χωράφια συνήθως «καβάλα» πάνω στα μουλάρια τους. Περίμεναν στέκοντας γύρω από τη φωτιά μέχρι να φέξει καλά. Αν είχε πέσει χιόνι πάνω στις ελιόκλαρες, τίναζαν το χιόνι τραβώντας τις κλάρες για να μαζέψουν τον καρπό.

Μόλις έφεγγε, κυρίως οι εργάτες έδεναν τα σακούλια στην μέση τους, αγκάλιαζαν τις χοντρές κλάρες κοντά στον κορμό των δέντρων και σκαρφάλωναν σαν αίλουροι πάνω σε αυτά.  «Άρμεγαν» τον καρπό από τις ελιόκλαρες και τον τοποθετούσαν μέσα στο σακούλι τους. Όταν αυτό γέμιζε, το έδιναν σε κάποιον που δεν είχε ανέβει πάνω στα δέντρα, συνήθως στη γυναίκα του νοικοκύρη, που το άδειαζε μέσα στα τσουβάλια. Ο νοικοκύρης σκαρφάλωνε και αυτός στα ελιόδεντρα και έκοβε με το χειροπρίονο που είχε βάλει στη ζωστήρα του, τις κλάρες που ήταν γεμάτες με καρπό και δεν τις έφταναν να τις αρμέξουν οι εργάτες. Επίσης έκοβε και χοντρές κλάρες σχεδόν από την βάση του κορμού των ελαιόδεντρων για να ανανεωθούν.Εφάρμοζε την μέθοδο του «αυστηρού» κλαδέματος, όπως του την είχαν διδάξει οι πρόγονοί του. Κατά την διάρκεια του ελιομαζώματος οι εργάτες συζητούσαν μεγαλόφωνα μεταξύ τους και ορισμένοι από αυτούς, οι πιο μερακλήδες, τραγουδούσαν διάφορα δημοτικά τραγούδια.

Το μεσημέρι η νοικοκυρά έπαιρνε το ταγάρι με το φαγητό που είχε φέρει από το σπίτι και έστρωνε τραπέζι συνήθως σε ένα ξέφωτο για να φάνε οι εργάτες το μεσημεριανό τους. Άναβε και φωτιά εκεί κοντά για να ζεσταίνονται όλοι από την παγωνιά. Το μεσημεριανό φαγητό αποτελείτο συνήθως από μαλακό ψωμί, τηγανητό μπακαλιάρο, χοιρινό σκορδαλιά (πηχτή), κρεμμύδια, ξηρή τροφή ενώ το «πεντοχίλιαρο» μπουκάλι ήταν πάντα γεμάτο κρασί. Κατέβαιναν από τα δέντρα οι εργάτες με τον νοικοκύρη, σταματώντας την εργασία, και  κάθονταν  καταγής γύρω από το «τραπέζι» που είχε στρώσει καταγής η νοικοκυρά, ενώ ο νοικοκύρης πήγαινε να ρίξει φαγητό (σανό ή άχυρο) στα γαϊδουρομούλαρά του.

Μετά το μεσημέρι κάποιοι από τους εργάτες κατέβαιναν από τα δένδρα και με τα σακούλια δεμένα στη μέση μάζευαν το «χαμολόϊ*», τις ελιές που είχε ρίξει στη γη ο αέρας ή αυτές που έπεφταν την ώρα του μαζέματος. Όσες κλάρες δεν τις έφταναν για να «αρμέξουν» τον ελαιόκαρπο, τις έκοβαν με τα πριόνια και τις έριχναν στη γη, για να τις «αρμέξουν» αργότερα ή ράβδιζαν τις κλάρες με τον ελαιόκαρπο με τις ράβδες.

Έτσι γέμιζαν σιγά - σιγά τα σακιά με τις ελιές, τα έκαναν «πλευρά*» και το βράδυ τις φόρτωναν στα γαϊδουρομούλαρα και τις μετέφεραν στα ελαιοτριβεία του χωριού. Μια ειδική ποικιλία, τις χοντρές «μανακοελιές», τις μετέφεραν στα σπίτια τους για να τις «παστώσουν». Παράλληλα φόρτωναν στα ζώα και αγκαλιές ελιόκλαρα, που τα μετέφεραν στα σπίτια τους, για το τάϊσμα των γιδοπροβάτων τους

Με το πέρασμα των χρόνων οι κάτοικοι άρχισαν να χρησιμοποιούν αρχικά μεταχειρισμένα στρατιωτικά αλεξίπτωτα και αργότερα μεγάλα ελιόπανα, που τα έστρωναν κάτω από τα δέντρα. Αφού ανέβαιναν πάνω σε αυτά, με τις «ξιόνες*» άρμεγαν τον καρπό με ευκολία πάνω στα ελιόπανα. Ο νοικοκύρης με το χειροπρίονο έκοβε τις κλάρες που ήσαν φορτωμένες με καρπό και τις έριχνε πάνω στα πανιά, για να τις «αρμέξουν» οι εργάτες. Έτσι η διαδικασία του ελιομαζώματος έγινε πιο εύκολη και περισσότερο αποδοτική.

 Όλη η εργατιά (τα αφεντικά και οι εργάτες) επέστρεφαν στο χωριό με τα πόδια, περπατώντας για πάνω από μία ώρα, ανάλογα με την απόσταση, σχεδόν με το νύχτωμα.Όταν επέστρεφαν στο χωριό από το Σαμόνι η διαδρομή καταντούσε «μαρτύριο».Έπρεπε πρώτα να διανύσουν τον μουλαρόδρομο μέσα στον ελαιώνα που ήταν κάπως ξεκούραστος γιατί δεν ήταν ανηφορικός  και στη συνέχεια άρχιζαν να ανεβαίνουν αγκομαχώντας τις ανηφορικές «σκάλες» όπως τις έλεγαν. Οι σκάλες του Σαμονού ήταν δύο.Η μια ήταν στο ανατολικό μέρος του και ξεκινούσε από την κορυφή τα καταράχια. Η άλλη βρισκόταν δυτικά και ξεκινούσε από το ρέμα του Αρκουδιά. Και οι δύο αυτοί μουλαρόδρομοι,οι  σκάλες, στο τέρμα της ανηφοριάς ενώνονταν  στο πάνω μέρος τους και το σημείο εκείνο το ονόμαζαν «κορυφή της σκάλας».Τα μουλάρια βαρυφορτωμένα  τα σακιά με τις ελιές καθώς ανέβαιναν αυτές τις ανηφόρες ιδροκοπούσαν και «φουρμάνιζαν» μέχρι να φτάσουν στην κορυφή της ανηφοριάς ενώ οι εργάτες και τα αφεντικά που συνόδευαν τα μουλάρια αγκομαχούσαν και αυτοί ανεβαίνοντας αυτές τις ανηφοριές. Τελευταία μετά την κατασκευή αυτοκινητοδρόμων μέσα στους ελαιώνες, η μετάβαση των κατοίκων και των εργατών για ελαιοσυλλογή, γίνεται με τα αυτοκίνητα. Τώρα δεν χρησιμοποιούνται πια οι «ράβδες», αλλά ραβδίζουν τον καρπό πάνω στα ελιόπανα με ειδικά βενζινοκίνητα ή ηλεκτροκίνητα ραβδιστικά μηχανήματα. Έτσι βελτιώθηκαν ακόμη πιο πολύ οι συνθήκες συλλογής του ελαιοκάρπου.

Τον ελαιόκαρπο (μανακοελιά) που μετέφεραν στα σπίτια, τον περνούσαν από ειδικό κόσκινο (δριμόνι*) και αφού με το κοσκίνισμα έπεφταν από το κόσκινο οι ψιλές ελιές που φορτώνονταν για το λιοτρίβι, τις χοντρές που έμεναν στο κόσκινο, τις τοποθετούσαν μέσα σε μεγάλα βαρέλια, τις «λάντζες*». Εκεί τις ανακάτευαν με χοντρό αλάτι, έριχναν μέσα στα βαρέλια και νερό, μέχρι να σκεπαστούν οι ελιές και τις άφηναν εκεί, μέχρι να ψηθούν. Αυτές τις «παστές» ελιές τις πουλούσαν στους τοπικούς εμπόρους, ενισχύοντας έτσι το οικογενειακό τους εισόδημα.

Μια άλλη ποικιλία, τις (λαδοελιές), τις αλάτιζαν μέσα σε κοφίνια και αφού τις ανακάτευαν με «θρούμπι», ένα βότανο που φυτρώνει στα ορεινά Καστριτοχώρια και στις πλαγιές του Πάρνωνα, τις άφηναν να ψηθούν. Έτσι έφτιαχναν τις «θρουμπάτες» ελιές, που τις σέρβιραν στο τραπέζι τους σχεδόν καθημερινά, αλλά και τις μοσχοπουλούσαν στους εμπόρους της περιοχής.

Το λάδι που παράγεται στην περιοχή είναι εξαιρετικής ποιότητας. Κατά καιρούς το λάδι αυτό έχει τύχει διακρίσεων και επαίνων όταν εκτέθηκε στην έκθεση της Θεσσαλονίκης (εκθέτης ο Γρηγόρης Αντωνάκος) και στην Πελοποννησιακή έκθεση (εκθέτες ο Χαράλαμπος Λύγδας και ο Ελαιουργικός Συν/σμος). Κατά το παρελθόν κάλυπτε τις ανάγκες των παραγωγών του και στις περιπτώσεις που περίσσευε διοχετευόταν για πώληση στις περιοχές της Τρίπολης, της Τεγέας του Παρθενίου αλλά και στην αγορά της Αθήνας, με την εισροή ανάλογων οικονομικών πόρων.

                                                                  Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος  - Μασκλινιώτης

 

 

Τρίτη 4 Ιουνίου 2024

 

              ΤΑ   «ΠΑΠΑΔΑΚΙΑ» ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΑΗΓΙΩΡΓΗ ΤΗΝ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ  1950

   

    Όταν ήμασταν σχολιαρόπαιδα στο Δημοτικό σχολείο  δεν πηγαίναμε στην εκκλησία με την συνοδεία των δασκάλων μας, όσο λειτουργούσε το σχολείο, ούτε  μαζί με τους γονείς  μας στις καλοκαιρινές διακοπές .Τις Κυριακές και τις μεγάλες εορτές πρωί - πρωί με το πρώτο κτύπημα της καμπάνας  σηκωνόμασταν από το ζεστό μας κρεβατάκι, φορούσαμε τα καλά μας και τρέχαμε στην εκκλησία μόνοι μας. Μόλις φτάναμε εκεί πρώτη μας δουλειά ήταν να φιλήσουμε το χέρι του αείμνηστου παπαΓιάννη του Χάλια, για να πάρουμε την ευλογία του και έπειτα να ανάψουμε το μαγκάλι. Το βγάζαμε έξω από την νότια πόρτα του ιερού της εκκλησίας και το φορτώναμε με κάρβουνα. Ανάβαμε τα φυτίλια από τα αποκέρια που είχαμε βάλει κάτω από  αυτά, φυσώντας το στη συνέχεια με την χορταρένια σκούπα που την κινούσαμε πάνω κάτω, μέχρι να ανάψουν τα κάρβουνα και ο τόπος γέμιζε σπίθες.΄Οταν πια είχαν κοκκινίσει καλά και είχαν «χωνέψει», παίρναμε το μαγκάλι με τη βοήθεια του γιού του παπα Γιάννη, του Τάκη και το μεταφέραμε μέσα στο Ιερό. Ήταν το μόνο θερμαντικό μέσο που  ζέσταινε τα χέρια μας και τα   χέρια του παπαΓιάννη  τα παγωμένα  πρωϊνά του χειμώνα.

   Με τα αναμμένα κάρβουνα γεμίζαμε το θυμιατήρι, χρησιμοποιώντας την τσιμπίδα  και αφού ρίχναμε πάνω σε αυτά και λίγο λιβάνι, το δίναμε στον παπαΓιάννη, φιλώντας του το χέρι, για να θυμιάσει. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν τα σημερινά καρβουνάκια  για το θυμιατό. Πάντα ξέραμε πότε θα ετοιμάσουμε το θυμιατό. Στις ευχές της Προθέσεως, στα Μεγαλυνάρια, στη Δοξολογία, τον Απόστολο, λίγο πριν της περιφορά των Τιμίων Δώρων, στο «Εξαιρέτως», στα μνημόσυνα κλπ. Υπήρχε κάθε λογής λιβάνι σε ένα κουτί μέσα στο Ιερό. Το απλό λιβάνι, που χρησιμοποιούσαμε όλες τις Κυριακές και τις ασήμαντες εορτές και το μοσχολίβανο από το Άγιο Όρος που ήταν χρωματιστό και είχε πολλές και ευχάριστες ευωδίες, ανάλογα με το χρώμα του. Αυτό το χρησιμοποιούσαμε μόνο στις μεγάλες εορτές και στην εορτή του ΑηΓιώργη, γιατί ήταν ακριβό.

    Έπειτα φορούσαμε δύο από μας τα άμφια, που ήταν ομοιόμορφα με τη στολή του παπαΓιάννη για να βοηθήσουμε στην τέλεση της Θείας λειτουργίας. Από την αμφίεσή μας αυτή και την σημαντική βοήθεια που προσφέραμε εντός του Ιερού στον παπά, οι κάτοικοι του χωριού μας αποκαλούσαν «παπαδάκια». Άλλος ένας, συνήθως ο μεγαλύτερος ηλικιακά και  πιο χειροδύναμος,  παρέμενε στο ιερό για να μεταβαίνει στα καμπαναριό της εκκλησίας, να κτυπάει την καμπάνα, όταν έδινε  εντολή ο παπάς. «Κωδωνοκρούστη» τον έλεγε ο αείμνηστος παπαΓιάννης, εκφραζόμενος πολλές φορές αρχαιοπρεπώς. Αμέσως αρχίζαμε τις δουλειές. Έπρεπε  να πάρουμε στη βορινή πόρτα του Ιερού από τις γυναίκες του χωριού τα πρόσφορα με όλα τα απαραίτητα, τις «λειτουργίες», που τις έφερναν πρωί πρωί στην εκκλησία. Ύστερα να ξετυλίξουμε από την πετσέτα τα πρόσφορα, να βάλουμε στην άκρη το κερί, το άναμμα, το λιβάνι το χαρτί με τις «ψυχές» και το φτωχό φιλοδώρημα του Ιερέα.  Με ένα κοφτερό μαχαίρι κόβαμε σε φέτες τα πρόσφορα και στη συνέχεια τις τεμαχίζαμε  σε μικρά τετράγωνα κομματάκια για το «αντίδωρο», βάζοντας τα πάνω σε δίσκο. Πότε πότε βάζαμε κρυφά, για να μη μας πάρει το μάτι του παπαΓιάννη, κανένα κομμάτι στο στόμα μας. Ορισμένα κομμάτια τα τυλίγαμε σε λευκό χαρτί και τα βάζαμε πάνω στα αντίδωρα. Ήταν τα «υψώματα» που προορίζοντο για τους επιτρόπους της εκκλησίας και για τους εορτάζοντες συγχωριανούς μας που τα μοίραζε ο παπάς στο τέλος της λειτουργίας μαζί με το αντίδωρο.

    Όταν έφτανε η ώρα της ανάγνωσης του πρώτου Ευαγγελίου  ανάβαμε τις λαμπάδες και στεκόμασταν απέναντί του στην Αγία Τράπεζα. Μετά την ανάγνωση μόλις έβγαινε ο παπάς στην Ωραία Πύλη έβγαινε ένας από μας και έπαιρνε θέση μπροστά από τον παπαΓιάννη. Και οι δυό μας αργότερα  με αναμμένες τις λαμπάδες συνοδεύαμε τον παπά στην μικρή είσοδο, στεκόμασταν έξω από την Ωραία Πύλη κατά την ανάγνωση του Ιερού Ευαγγελίου, κατά την περιφορά των Τιμίων Δώρων, στα «Άγια» και σε κάθε άλλη περίσταση.’Επρεπε επίσης να ζεστάνουμε στα κάρβουνα του μαγκαλιού το «ζέον» μέσα στο μπρίκι και να το δώσουμε στον παπά μέσα σε μπακιρένιο δοχείο για να το ρίξει μέσα στο Άγιο Ποτήριο, λίγο μετά το «Πάτερ ημών» όταν ο παπαΓιάνης ψιθύριζε «ευλογημένη η ζέση των Αγίων σου…». Να του δώσουμε να ευλογήσει το αντίδωρο  μέσα στο δίσκο, λίγο μετά το «εξαιρέτως», να κλείσουμε την πόρτα της Ωραίας Πύλης με το «τας κεφαλάς ημών τω Κυρίω κλείνομεν» και να την ανοίξουμε κατά το «μετά φόβου Θεού…..»Επίσης έπρεπε μετά το πέρας της Θείας λειτουργίας να διαβάσουμε την Θεία μετάληψη και ύστερα να φάμε τα υπόλοιπα κομμάτια το αντίδωρο που περίσσεψε από την διανομή του στο εκκλησίασμα.

    Περνώντας τα χρόνια τα άμφια που φορούσαμε δεν μας χωρούσαν και γίνονταν όλο και πιο κοντύτερα, όταν προσπαθούσαμε να τα φορέσουμε στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου. Τα παπαδάκια του χωριού εκείνης της εποχής τελικά φύγαμε από το χωριό για σπουδές, γίναμε άντρες, αλλά και ο παπαΓιάννης έφυγε από τη ζωή. Τώρα έχουν πληθύνει και οι καμπάνες στο καμπαναριό της εκκλησίας, το κτύπημά τους γίνεται με ένα κουμπί από το Ιερό με ηλεκτρικό σύστημα, βγάζοντας διαφορετικούς μελωδικούς  ήχους κάθε φορά, ανάλογα με την περίσταση και οι χώροι της θερμαίνονται με σύγχρονα θερμαντικά μέσα. Εμείς όμως  που πάμε στην εκκλησία και βλέπουμε συνομηλίκους μας αλλά και μεγαλύτερους ηλικιακά συγχωριανούς μας να κάνουν τα παπαδάκια στο Ιερό της εκκλησίας, θυμόμαστε νοσταλγικά εκείνες τις πέτρινες εποχές,  δοξολογώντας τον προστάτη και πολιούχο μας, τον Αη Γιώργη, για όσα μας έχει αξιώσει να κάνουμε μέχρι σήμερα.

                                                                             Γιώργος Στυλ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

 

  Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΤΡΑΙΝΟΥ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ   Από τις αρχές της δεκαετίας του 1890, μεγάλη ώθηση στην οικιστική, οικονομ...