ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ
ΤΟΥ ΕΔΑΦΟΥΣ – ΚΛΙΜΑ – ΧΛΩΡΙΔΑ – ΠΑΝΙΔΑ – ΡΕΜΑΤΑ -ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ
Η περιοχή του χωριού μας δεν είναι πεδινή.
Ολόκληρη έχει ορεινή διαμόρφωση. Το έδαφος είναι σκληρό, σε πλείστα σημεία
πετρώδες, και ελάχιστα γόνιμο.Η επιφάνεια του καλλιεργήσιμου εδάφους σε
ελάχιστα σημεία είναι επίπεδη σχηματίζοντας ισιώματα (λάκες). Η μεγαλύτερη
έκταση είναι επικλινής, σχηματίζοντας αναβαθμούς (πεζούλες, όχθια). Τα εδάφη
των περιοχών που παλαιότερα καλλιεργούντο αμπελώνες αποτελούνται από
ασπροχώματα, με πολύ μικρή γονιμότητα, ενώ ελάχιστες είναι οι καλλιεργήσιμες
εκτάσεις, κυρίως στις πλαγιές και τις υπώρειες του όρους Παρθενίου που αποτελούνται από κοκκινόχωμα και είναι
πιο γόνιμες. Αυτές καλλιεργούντο από
τους κατοίκους για την παραγωγή
δημητριακών, τα λεγόμενα
«σπαρτοχώραφα». Αλλά και οι εκτάσεις αυτές είναι γεμάτες από μικρές πέτρες, γι’
αυτό και οι αγρότες πριν τις σπείρουν, μάζευαν από την επιφάνειά τους τις
πέτρες, δηλαδή τις «ξελιθάριζαν».Τις πέτρες τις μάζευαν στην άκρη κάθε χωραφιού
σε μεγάλους σωρούς. Τα πετρώματα στις υπώρειες του όρους Παρθενίου από την
περιοχή Βαγιορέματος και του Αρμακά μέχρι τα σύνορα με τον Αχλαδόκαμπο είναι
στην συντριπτική τους πλειοψηφία σχιστολιθικά και ασβεστολιθικά. Αλλά και στις
ανατολικές λοφοσειρές του χωριού (Κάρβια, Αγιολιάς, κλπ) τα πετρώματα είναι της
ίδιας υφής. Τούτο έχει αποτέλεσμα οι
ποσότητες του νερού της βροχής και των χιονιών, να μην έχουν δυνατότητα συγκέντρωσής τους σε
υπόγειες λεκάνες, αλλά να καταποντίζονται μέσω των πετρωμάτων αυτών και να
καταλήγουν τελικά, μέσω βαραθρώσεων ή σπηλαίων, στη θάλασσα.
Οι υδατοπηγές που
υπάρχουν και τροφοδοτούν τα πηγάδια είναι ελάχιστες, διάσπαρτες, σε μεγάλες
αποστάσεις η μια από την άλλη και το βασικότερο, σχεδόν επιφανειακές, με πολύ
μικρή παροχή νερού. Στην περιοχή μόνο της Κάρβιας, στην ρεματιά που εκτείνεται
ψηλά και βόρεια από τον οικισμό Πίσω Μεσορραχίτικα, υπήρχε ανέκαθεν μια πηγή που το νεράκι της, μικρής βέβαια
ποσότητας, κυλούσε ολοχρονίς στην κοίτη της ρεματιάς. Αναζητώντας οι κάτοικοι
του χωριού με αγωνία λύση στο πρόβλημα
της ύδευσης του οικισμού την δεκαετία
του 1930 την πηγή αυτή ανέσκαψαν και καθάρισαν. Το νερό της μεταφέρθηκε με σιδερένιες σωλήνες
μέχρι το χωριό σε δεξαμενή που κατασκευάστηκε στις υπώρειες του Καυκαλά. Από το
νερό αυτό υδρευόταν το χωριό με κοινοτικές βρύσες, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας
του 1960,όταν πιά συνδέθηκε ο οικισμός
με το δίκτυο ύδρευσης της πηγής «Μεθυδρίου» Μαντινείας, όπως αναφέρουμε
αναλυτικά και σε άλλο κεφάλαιο του παρόντος. Η ευρύτερη περιοχή όμως των υπωρειών του όρους
Παρθενίου, αλλά και του οικιστικού πυρήνα του χωριού, είναι γεμάτη από βάραθρα
(πρόπαντες*) και υπόγειες σπηλαιώσεις.Τούτο αποδεικνύεται και από το γεγονός
ότι σε πολλά οικόπεδα των σπιτιών του
χωριού, κατά την εκσκαφή των θεμελίων και των υπογείων τους, έχουν ανακαλυφθεί
τυχαία κατά καιρούς από τους κατοίκους
μεγάλες ρηγματώσεις των πετρωμάτων που οδηγούν σε υπόγεια βάραθρα ή και
σε σπήλαια. Επίσης κατά την διαδικασία μιάς αποτυχημένης γεώτρησης παλαιότερα,
για την ανεύρεση πόσιμου νερού στην περιοχή Στρατηγέκα Χάνια, το γεωτρητικό
κοπίδι του γεωτρύπανου εχάθη μέσα σε κενό σπηλαιοβάραθρου που συνάντησε κατά
την γεώτρηση. Σε μια άλλη αποτυχημένη
γεώτρηση στην ίδια περιοχή ο ήχος του κοπιδιού του γεωτρύπανου αντηχούσε σε
υπόγειο στην περιοχή Παναγέκα, που βρίσκεται, ως γνωστό, σε μεγάλη απόσταση από
το σημείο της γεώτρησης. Μεταξύ των
άλλων, στην περιοχή Βαγιόρεμα και σε λίγα μέτρα μακριά από την άσφαλτο υπάρχει
ένα μεγάλο σπηλαιοβάραθρο. Το επιφανειακό του άνοιγμα έχει μήκος έξι μέτρα και
πλάτος δύο μέτρα. Ένα άλλο σπηλαιοβάραθρο υπάρχει πάνω από τον συνοικία
Καραπανέκα και λίγο πιο κάτω από της σιδηροδρομική γραμμή, ενώ στην κορυφή του
Αρμακά υπάρχει ακόμη ένα σπηλαιοβάραθρο. Αριστερά από το βαγιόρεμα μέσα σε μια
συστάδα από λείους κόκκινους βράχους βρίσκεται ένα μεγάλο επιφανειακό σπήλαιο
μικρού σχετικά βάθους, η «Μαύρη Τρύπα» όπως την ξέρουν οι κάτοικοι της
ευρύτερης περιοχής. Με αυτό και την ιστορία της περιοχής θα ασχοληθούμε αμέσως
παρακάτω.
Κάτω από το όρος
Παρθένιο ρέει μέσα από σπηλαιώσεις, ο χείμαρρος ποταμός Γαρεάτης. Ο ποταμός αυτός ξεκινάει από τα ορεινά
υψίπεδα των Δολιανών και του Δραγουνιού. Διαρρέει τα οροπέδια της Τεγέας και αφού ενώνεται με τον χείμαρρο
Σαρανταπόταμο, φθάνει στις δυτικές υπώρειες του όρους Παρθενίου και εκεί
εισέρχεται σε τρείς μεγάλες καταβόθρες που απέχουν η μια από την άλλη σαράντα
με πενήντα μέτρα περίπου. Η είσοδος στις καταβόθρες είναι φραγμένη με σίδερα
προσαρμοσμένα σε ανθεκτικά τοιχεία, για να παρεμποδίζονται οι αποφράξεις τους
από τους κορμούς των δέντρων και τα άλλα ογκώδη αντικείμενα που κατεβάζουν τα
ορμητικά νερά του χειμάρρου, όταν φουσκώνει το χειμώνα.Όταν όμως τα νερά του
ποταμού είναι πολλά, δεν μπορούν να τα απορροφήσουν οι καταβόθρες και τότε
πλημμυρίζει το οροπέδιο στην περιοχή του Παρθενίου. Πολλές φορές το νερό έφτανε
μέχρι τα πρώτα κάτω σπίτια του χωριού, τον κάμπο του οποίου διαρρέει ο Γαρεάτης
και κάποια χρονιά, την δεκαετία του 1950, τα νερά της λίμνης που σχηματίστηκε
στον κάμπο ήσαν τόσα πολλά, που διέφυγαν αναγκαστικά από την μοναδική δίοδο
διαφυγής τους, την σήραγγα από την οποία διέρχεται ο σιδηρόδρομος. Στη συνέχεια
ο ποταμός διαρρέει τα έγκατα του όρους Παρθενίου και εκβάλει τελικά χαμηλά και
ανατολικά στον Αχλαδοκαμπίτικο κάμπο, στη θέση «Πηνίκοβη», μέσα από ένα κατά το
πλείστον ανεξερεύνητο σπήλαιο, για το οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω. Από εκεί
συνεχίζει να ρέει μέσα στο φαράγγι του Ξοβριού, προς την περιοχή της Ανδρίτσας,
περνάει την Ποταμιά στη Βελανιδιά και χύνεται τελικά στην παραλία του Κυβερίου.
Τα ασβεστολιθικά και
σχιστολιθικά πετρώματα της ευρύτερης περιοχής της Μάσκλινας, οι υπόγειες
σπηλαιώσεις του υπεδάφους της και ο μεγάλος αριθμός των σπηλαιοβαράθρων
(πρόπαντες), όπως αναφέρθηκαν παραπάνω, δικαιολογούν πλήρως τη σοβαρή έλλειψη
υδάτινων πόρων στην ευρύτερη περιοχή του οικισμού.
Κύριο στοιχείο στην
περιοχή του χωριού είναι η ελιά, το περισσότερο τυπικά μεσογειακό καρποφόρο
δέντρο. Η περιοχή του χωριού από τα σύνορα με τον Αχλαδόκαμπο, στο Σαμόνι,
μέχρι την περιοχή Μεσοραχίτικα και Πλατάνι, καλύπτεται κυρίως από ελαιόδεντρα.
Καλλιεργούνται δύο ποικιλίες: η «λαδοελιά» και το «μανάκι». Παλαιότερα στις
περιοχές Αράπης, Γιαννηλάκι, Κεντρώματα, Καυκαλάς κλπ, που μέχρι σήμερα έχουν
την γενικότερη ονομασία «στα αμπέλια», καλλιεργούντο μεγάλες εκτάσεις
αμπελώνων, που απέδιδαν μεγάλες ποσότητες και εξαιρετικής ποιότητας κρασιών. Η
περιοχή «Ροϊνά», στους πρόποδες του όρους Παρθενίου, σημαδεύεται από μια
ποικιλία από μικρά και μεγάλα «δασικά» δέντρα, όπως οι βελανιδιές, τα
πουρνάρια, τα σφεντάμια, οι γκορτσιές, οι γλαντινιές και οι κουμαριές.
Υπάρχουν ενδιάμεσα και
κενά που καλύπτονται από μια μεγάλη ποικιλία από θάμνους και άλλα φυτά, όπως τα
σπάρτα, τα ρείκια, οι ασφάκες, το θυμάρι, οι αφάνες και οι πικροδάφνες. Στα
χωράφια που βρίσκονται μέσα στον οικιστικό πυρήνα του χωριού συναντάμε ήμερα
καρποφόρα δέντρα, όπως: συκιές, λίγες αχλαδιές, αρκετές μουριές, αμυγδαλιές,
πικραμυγδαλιές, ενώ στις ρεματιές φυτρώνουν μυρτιές, βάγιες, κυπαρίσσια,
λεύκες, λυγιές (καναπίτσες). Συναντάμε τέλος λίγες καρυδιές και πλατάνια στην
περιοχή Πλατάνι και στις ρεματιές του Σαμονιού.
Στην ευρύτερη περιοχή
του χωριού μας, στο δάσος «ροϊνά» στις υπώρειες του Παρθενίου, στην Κάρβια,
στην περιοχή Καυκαλάς αλλά και μέσα στις καλλιεργούμενες εκτάσεις, ζουν άγρια
ζώα, όπως αλεπούδες, τσακάλια, κουνάβια, ασβοί και τελευταία πληθώρα από αγριογούρουνα.
Ορισμένα από αυτά προξενούν ζημιές στο ζωικό κεφάλαιο των νοικοκυριών.
Επανειλημμένα κατά το παρελθόν είχαν δεχθεί επιθέσεις τα κοτόπουλα στα κοτέτσια
του χωριού από τις αλεπούδες ενώ τα τσακάλια «κτυπούσαν» σε στάνες από
γιδοπρόβατα, με αποτέλεσμα σοβαρές απώλειες στο ζωικό κεφάλαιο των τσοπάνηδων.
Σύμφωνα με μαρτυρίες συγχωριανών μας, παλαιότερα στην περιοχή του χωριού
κυκλοφορούσαν και λύκοι που έκαναν επιθέσεις και ζημιές στα κοπάδια του χωριού.
Μάλιστα λέγεται πως ένας συγχωριανός μας, ο Μπαρκούζος, βρήκε ένα νεογέννητο
λυκάκι και το πήρε στο σπίτι του να το μεγαλώσει, νομίζοντας πως ήταν σκυλί
(κουτάβι).Όταν διαπίστωσε ότι μεγάλωνε λύκο ήταν πια αργά, αφού του είχε
εξαφανίσει ολόκληρο το ζωικό κεφάλαιο (κότες, κουνέλια, αρνιά κλπ.) του σπιτιού
του. Από τότε έμεινε η χαρακτηριστική στο χωριό η φράση « μπα που να σε φάει ο
λύκος του Μπαρκούζου». Την έλεγαν οι τσοπάνηδες του χωριού όταν αγανακτούσαν με
την συμπεριφορά κάποιου ζώου του κοπαδιού τους.
Μάλιστα οι αλεπούδες
και τα τσακάλια εκείνη την εποχή είχαν «επικηρυχθεί» από την Πολιτεία. Είχε
καθιερωθεί χρηματική αμοιβή στους κατοίκους που εξόντωναν αυτά τα άγρια ζώα, με
την προϋπόθεση να προσκομίσουν στις αρμόδιες Κρατικές υπηρεσίες τα πειστήρια εξόντωσής
τους (μέρη από τα άκρα του σκοτωμένου ζώου). Επίσης ζουν λαγοί και αγριοκούνελα
που οι κυνηγοί τα εξοντώνουν για το νόστιμο κρέας τους. Τους χειμερινούς μήνες
κατεβαίνουν στην περιοχή μας και ορισμένα είδη πουλιών όπως κοτσύφια, πέρδικες
και ορτύκια που και αυτά αποτελούν άριστους μεζέδες για τους κυνηγούς, ενώ ζουν
ολοχρονίς σπουργίτια, σπίνοι και άλλα είδη πουλιών. Επίσης ζουν στην περιοχή
μας ερπετά, όπως σκορπιοί, οχιές και αστρίτες που είναι άκρως επικίνδυνα,
επειδή είναι ιοβόλα, καθώς και δεντρογαλιές που είναι ακίνδυνες.
Καλλιέργεια κηπευτικών
γινόταν σε πολύ μικρή κλίμακα, κυρίως στις αρδευόμενες από πηγάδια εκτάσεις
(περιβόλια), στις περιοχές Σαμόνι, Πλατάνι και Αράπης. Υπάρχουν και ξέφωτες
πετρώδεις άδενδρες εκτάσεις στη μέση των ανατολικών πλαγιών του όρους Παρθενίου
που σε αυτές γινόταν καλλιέργεια δημητριακών (σιτάρι, κριθάρι, βρώμη κλπ) καθώς
και καλλιέργεια αμπελώνων, κυρίως στις πλαγιές της περιοχής Καυκαλάς, με ικανοποιητικά αποτελέσματα.
Στην περιοχή του χωριού
το κλίμα είναι ήπιο και ξηρό, η χειμερινή περίοδος μικρής διάρκειας, παράγοντες
που ευνοούν τη χειμερινή κυρίως διαβίωση. Σε παλιότερη μάλιστα εποχή, τους
καλοκαιρινούς μήνες στην περιοχή του χωριού η ζέστη ήταν ανυπόφορη, ιδιαίτερα
τις μεσημεριανές ώρες. Εκείνη την εποχή η έλλειψη πρασίνου, λόγω της
υπερβολικής βόσκησης, στο δάσος του γειτονικού όρους Παρθενίου (Ροϊνά), αλλά
και εντός του οικιστικού πυρήνα του χωριού, δημιουργούσε συνθήκες καύσωνα, που
διαρκούσε πολλές ημέρες.Οι κλιματολογικές συνθήκες και ειδικότερα οι συχνοί
καύσωνες τους καλοκαιρινούς μήνες ανάγκαζαν ανέκαθεν τους κατοίκους του χωριού
να εγκαταλείπουν ομαδικά το χωριό και να
μεταβαίνουν στο ορεινό χωριό τους, το Καστρί. Εκεί οι καλοκαιρινές θερμοκρασίες
ήταν τελείως διαφορετικές και έκαναν άνετη την διαμονή τους.
Όσοι από τους κατοίκους
από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 παρέμειναν μόνιμα στη Μάσκλινα όλο το
χρόνο, τους καλοκαιρινούς μήνες, μη υποφέροντας τη ζέστη, κατά τις μεσημεριανές
ώρες κατέβαιναν στα δροσερά υπόγεια των κατοικιών τους, που η θερμοκρασία εκεί
ήταν υποφερτή. Όσοι έβγαιναν να πάνε στα χωράφια τους και στα περιβόλια τους
τους καλοκαιρινούς μήνες, μετέβαιναν
εκεί πριν ακόμη χαράξει και ανατείλει ο
αυγερινός. Περίμεναν στο χωράφι μέχρι να ξημερώσει, βόσκωντας τα ζωντανά τους
και με το πρώτο φως της ημέρας άρχιζαν τη δουλειά. Μόλις όμως έφτανε δέκα η ώρα και πριν αρχίσει η
ανυπόφορη ζέστη φόρτωναν στα ζώα τους
ό,τι είχαν συγκεντρώσει για το νοικοκυριό τους (ξύλα, οπωροκηπευτικά από το
μποστάνι* τους κλπ ), καβαλούσαν τα ζώα και γύριζαν γρήγορα στα σπίτια τους.Τα
ξεφόρτωναν και τα έδεναν στην αυλή του
σπιτιού στους ίσκιους κάτω από τις μουριές και τις μυγδαλιές, γιατί τα καλύβια που τα στέγαζαν ήταν στο εσωτερικό τους ζεστά
σαν «καμίνια». Μόλις βράδιαζε έβγαζαν στις ταράτσες και στα μπαλκόνια των
σπιτιών τους κλινοσκεπάσματα για να κοιμηθούν εκεί πάνω στο ύπαιθρο, έξω από το σπίτι. Θυμάμαι
νοσταλγικά την εποχή που ανεβαίναμε με το νύχτωμα όλη η οικογένεια να
κοιμηθούμε στην ταράτσα του καλυβιού μας,γιατί το σπίτι ήταν πολύ ζεστό. Όταν
ξαπλώναμε και πριν να κοιμηθούμε οι γονείς μας μας δίδασκαν κοσμογραφία
δείχνοντάς μας στο ουράνιο στερέωμα τον «γαλαξία» μιά τεράστια φωτεινή λουρίδα
που απλώνεται στον ουρανό από βορά προς νότο, που μας τον έλεγαν «Ιορδάνη
ποταμό»,τον αστερισμό της «πούλιας» που μας την έλεγαν επταπάρθενο χορό,τους
αστερισμούς της «μικρής και της μεγάλης άρκτου»
που μας τα έλεγαν αλετροπόδια κλπ. Μας έπαιρνε ο ύπνος με τα
νανουρίσματα των γρύλων, του γκιώνη και των τζιτζικιών.Το πρωϊνό, πολύ πριν
βγεί ο ήλιος από την περιοχή του Καυκαλά, μας ξυπνούσαν για να μαζέψουν τα
κλινοσκεπάσματα να μην τα βρει ο ήλιος στην ταράτσα.
Τελευταία όμως το
μικροκλίμα της περιοχής έχει αλλάξει ριζικά, με θερμοκρασίες υποφερτές και τους
καλοκαιρινούς μήνες, όλη την διάρκεια του εικοσιτετράωρου. Τούτο οφείλεται στην
αλματώδη ανάπτυξη της δασοκάλυψης, στους πρόποδες του όρους Παρθενίου (Ροϊνά)
και στην δεντροφύτεψη με μουριές και άλλα σκιόφυλλα δέντρα, όλων των ασκεπών
οικοπέδων που γειτνιάζουν με τον οικισμό ή αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του,
καθώς και στη μείωση της βόσκησης του δάσους, στους πρόποδες του όρους
Παρθενίου από τα ποίμνια. Η σύσταση του εδάφους και η ανεπάρκεια των πηγών δεν
ευνοούν αγροτικές καλλιέργειες πολύ παραγωγικές με εξαίρεση, όπως
προαναφέρθηκε, την καλλιέργεια της ελιάς.
Οι κλιματολογικές
συνθήκες και η χλωρίδα σε αυτή την περιοχή είναι ευνοϊκοί παράγοντες για τη
δημιουργία σε μεγάλες εκτάσεις βοσκοτόπων, κυρίως κατά τους χειμερινούς μήνες.
Η ύπαρξη βοσκοτόπων, σε συνδυασμό βέβαια και με άλλους παράγοντες, ήταν βασικό
κριτήριο για προώθηση ανθρώπινης παρουσίας από τα γειτονικά παράλια (Αργολίδα,
Θυρέα ) προς αυτή την ορεινή ενδοχώρα με το ήπιο κλίμα και την δημιουργία εκεί
πρόχειρων εγκαταστάσεων ή οικιστικών πυρήνων ακόμη και μικρών οικισμών από
γεωργοκτηνοτρόφους ή κτηνοτρόφους.
Το χωριό, όπως γράφουμε
παραπάνω, δεν έχει τρεχούμενα νερά. Μόνο ρέματα και χείμαρροι υπάρχουν στην
ευρύτερη περιφέρειά του, στα οποία τρέχουν μικρές ποσότητες νερού μέχρι το
τέλος της άνοιξης το πολύ, σπανίως δε, μετά από δυνατή βροχόπτωση, γίνονται ορμητικοί.
α) Ένα ρέμα ξεκινάει
από τις πλαγιές του Αγίου Πέτρου, κατεβαίνοντας διαρρέει κάθετα το χωριό, από
βορειοανατολικά προς νότο. Μέσα στην κοίτη του ρέματος και γύρω από αυτή, από
το ύψος του Αγίου Πέτρου, μέχρι το Καγκλέκο σπίτι συναντάμε μερικά πηγάδια μικρού
σχετικά βάθους, το σημαντικότερο των οποίων είναι το Ζαρελιανέκο πηγάδι.
Περνάει μπροστά από τα Καγκλέκα, παρακάτω μπροστά από τα Γιανναρέκα, μπροστά
από τα Μουρμουρέκα, περνάει μέσα από την Ξαμπλέκη γειτονιά και στη συνέχεια
πίσω από το αλώνι και μπροστά από το πηγάδι της εκκλησίας του Αϊ Γιώργη.
Συνεχίζοντας περνάει από τα Μακρέκα περιβόλια, τα Στρατηγέκα Χάνια και αφού
περάσει δίπλα από το κοτέτσι του Τσιώρου, συνεχίζει και καταλήγει στην περιοχή
της Μαύρης Τρύπας (Βαγιόρεμα) οπότε συμβάλει στο ποτάμι της ΑγιαΣοφιάς.
β) Ένα άλλο ξεκινάει
από τις πλαγιές του Καυκαλά, κατεβαίνει μέσα από την περιοχή της Φιλιππούς, που
βρίσκεται και το ομώνυμο πηγάδι, και κατεβαίνει στο δίρρεμα. Εκεί παλιά την
άνοιξη που κυλούσε νερό, στο σημείο που τέμνεται κάθετα από το δρόμο πού έρχεται
από την αγορά προς τα Κορολέκα, οι νοικοκυρές του χωριού «κοπάνιζαν» τα
στρωσίδια τους. Συνεχίζοντας περνάει μπροστά από τα Κορολέκα σπίτια, μπροστά
από το Κικιζέκο σπίτι και πίσω από στο
σπίτι του Τζούμα δημιουργεί μια άπλα, που και εκεί παλιότερα «κοπάνιζαν» τα
στρωσίδια. Συνεχίζοντας πίσω από του Αθανασιάδη, συμβάλει τελικά στο ρέμα που
περιγράψαμε παραπάνω.
γ) Άλλο ρέμα ξεκινάει
από τις υπώρειες του όρους Παρθένιο, διασχίζει κάθετα την γραμμή του τραίνου
και συνεχίζοντας κατεβαίνει στο παλιοκρόπι, εκεί που βρίσκεται το ομώνυμο
πηγάδι και καταλήγει στου Παυλάκου το ρουμάνι, όποτε συμβάλει στα Μακρέκα
περιβόλια με το ρέμα που έρχεται από το χωριό.
δ) Ένα άλλο ρέμα
ξεκινάει από τις ανατολικές πλαγιές του Καυκαλά, κατεβαίνει από τα βουλιάσματα,
εκεί που ήταν παλιά του Πάϊκου η στέρνα και φτάνει στην ευρύτερη περιοχή του
Αράπη, στην τοποθεσία «του Μπαριάμη το ρέμα». Κατά μήκος της κοίτης του ρέματος
στην περιοχή του Αράπη και στην γύρω περιοχή συναντάμε πολλά πηγάδια, μικρού
σχετικά βάθους. Εκεί το ρέμα τέμνει κάθετα τον μουλαρόδρομο που πηγαίνει για
την Αγία Παρασκευή. Συνεχίζοντας παρακάτω, τέμνει κάθετα και τον χωμάτινο
αυτοκινητόδρομο που οδηγεί στην Αγία Παρασκευή και στο Πλατάνι. Περνώντας από
την περιοχή Παλιόμυλος, καταλήγει στα Στρατηγέκα Χάνια, οπότε συμβάλλει στο
ρέμα που έρχεται από την περιοχή του οικισμού.
ε) Άλλο ρέμα ξεκινάει
από τις βορειοανατολικές υπώρειες του όρους Παρθενίου και κατεβαίνοντας περνάει
κάτω από την σιδερένια γέφυρα του Αρκουδιά, διασχίζει την περιοχή Αρκουδιάδες,
περνάει μέσα από την δυτική περιοχή των ελαιώνων του Σαμονιού, τέμνει κάθετα
τον αγροτικό δρόμο που οδηγεί στα Κατσιρέκα μαντριά και τελικά καταλήγει στην
περιοχή της Πηνίκοβης.
στ) Τέλος ένα ακόμη
ρέμα στην περιοχή του Σαμονιού, ξεκινάει από την περιοχή Σαμονάκι, περνάει στην
κάτω μεριά της Αντωνέκης πλεύρας σε όλο της το μήκος και φτάνει στην περιοχή
της Αρτοτίνας. Εκεί η ρεματιά έχει βαθύσκια πλατάνια και τρεχούμενα νερά όλο το
καλοκαίρι. Παλιότερα στο σημείο εκείνο και κατά μήκος της ρεματιάς, στην
παρόχθια περιοχή καλλιεργούσαν τα περιβόλια τους πολλοί συγχωριανοί μας.
Υπάρχουν και άλλα μικρά
ρέματα που δημιουργούνται στις πλαγιές των λοφοσειρών του χωριού, αλλά
νομίζουμε πως δεν αξίζει να τα αναφέρουμε.
Τα πιο σημαντικά
μονοπάτια στην ευρύτερη περιοχή της Μάσκλινας που αξίζει κανείς να τα
περπατήσει έχουν τις εξής κατευθύνσεις: α) προς τον προφήτη Ηλία, στην κορυφή
του όρους Παρθενίου. β) Από συνοικία Ζαρελιάνικα - γεφύρι Αρκουδιά –
Αρκουδιάδες – Καταράχι – Αρτοτίνα.
γ) Μονοπάτι λιθόστρωτο,
από το σπίτι του Χρήστου του Μακρή- Αρμακά -ΑγιαΣοφιά- Λαγκάδα-Δραγούνι. δ) από
την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής - Αράπη - Μπαριάμη ρέμα - Κεντρώματα – Αγία
Παρασκευή - Μεσοραχίτικα ε) Από το εξωκλήσι
του Αγίου Πέτρου - Καυκαλάς - εξωκλήσι Αγίου Δημήτρη - Μεσοραχίτικα και στ) Από
μαντρί του Τσιώρου - Μαύρη τρύπα - Άγιο Γεώργιο - γεφύρι Τάνου - Γαλτενά. Αυτό
το μονοπάτι είναι δύσβατο πια, γιατί έπαψε από χρόνια να το διασχίζουν μουλάρια
ή πεζοπόροι. Μπορεί όμως ο περιπατητής, αν τον βαστούν τα πόδια του, να
ακολουθήσει τον αμαξόδρομο, οπότε μπορεί να φτάσει μέχρι το Τσερβάσι και το
μοναστήρι του Προδρόμου. Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης