Τετάρτη 20 Μαρτίου 2024

 

ΚΑΣΤΡΙ - ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΜΑΣ

 

Σύμφωνα με μια λαϊκή παράδοση, το Καστρί ιδρύθηκε από κατοίκους της Θυρέας, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την παραλιακή ζώνη, για να αποφύγουν τις συνεχείς επιδρομές των πειρατών. Μετοίκησαν στην ορεινή ενδοχώρα, και ίδρυσαν το Καστρί. Φεύγοντας από την παραλιακή Θυρέα, εξακολούθησαν να τιμούν τον ΑηΝικόλα, τον προστάτη των θαλασσινών, που τους προστάτευε όσο ζούσαν εκεί.

Έτσι έναν οικισμό, από αυτούς που δημιούργησαν, όταν εγκαταστάθηκαν στην ορεινή ενδοχώρα, τον ονόμασαν Άγιο Νικόλαο, κτίζοντας ταυτόχρονα και εκκλησία προς τιμή του Αγίου στον οικισμό αυτό. Αποτέλεσε αυτός ο οικισμός ένα κομμάτι του ευρύτερου οικισμού, που τον τελευταίο ονόμασαν «Καστρί». Το «Καστρί» αναφέρεται για πρώτη φορά στην πρώτη Βενετοκρατία (1685-1715),στα χρόνια που οι Βενετοί είχαν καταλάβει την Πελοπόννησο και κατέγραφαν την εκκλησιαστική περιουσία, τα χωριά και τον πληθυσμό τους.

Στην απογραφή της εκκλησιαστικής περιουσίας το 1696, κατά την απογραφή του πληθυσμού της Πελοποννήσου, που έγινε από τους Βενετούς, το Καστρί αναφέρεται σαν ενιαίος οικισμός που επιμεριζόταν σε «ενορίες», που κάθε μια από αυτές προσδιοριζόταν από το όνομα του «παπά» της. Στην απογραφή του 1770 (Grimani) από τους Βενετούς αναφέρεται : 1) η ενορία του παπαΠαναγιώτη Οικονόμου, που αποτελούσε ο μεγαλύτερος οικισμός του Αγίου Νικολάου, με ενοριακή εκκλησία του ομώνυμου Αγίου, 2)η ενορία του παπαΓεωργίου Ρούβαλη που αποτελούσε ο οικισμός του Ρούβαλη, με ενοριακή εκκλησία την Παναγιά την Κοίμηση, 3)η ενορία του παπαΓεροκόματου, που αποτελούσε ο οικισμός Μεσοράχι, με ενοριακή εκκλησία την Ζωοδόχο Πηγή, 4) η ενορία του παπαΖαρέλη, που αποτελούσε ο οικισμός του Μπερνορή. Ο Δραγαλεβός, και πιθανόν του Καράτουλα ανήκαν στην ενορία του Μπερνορή, ενώ ο οικισμός Τσερβάσι υπαγόταν μάλλον στην ενορία του Ρούβαλη. Αυτές οι «ενορίες» αποτέλεσαν από τότε έναν ενιαίο οικισμό, το «Καστρί» που αργότερα ονομάστηκαν «Καστριτοχώρια».

Από τότε που ιδρύθηκε ο δήμος Τανίας (1834-1835) οι οικισμοί στους οποίους επιμεριζόταν ο ενιαίος οικισμός «Καστρί», ήσαν επτά: 1)Ο Άγιος Νικόλαος, 2)Ο Δραγαλεβός, 3)του Καράτουλα, 4)το Μεσοράχι, 5)του Μπερνορή, 6)του Ρούβαλη και 7)το Τσερβάσι. Όλοι μαζί οι οικισμοί αυτοί ονομάζονταν «Καστριτοχώρια» και αποτέλεσαν τους «πρωτογενείς» οικισμούς του δήμου. Ο λαϊκός μας ποιητής, με το παρακάτω τετράστιχο έχει χαράξει γλαφυρά την ενιαία, ευρύτερη, γεωγραφική έκταση του οικισμού «Καστρί», καθώς και τα αρωματικά αυτοφυή φυτά, που τον χαρακτηρίζουν.

 Εφτά χωριά έχει η Πόλη

 εφτά και το Καστρί

 που η ρίγανη* και η θρούμπη*

 είν’ παραπανιστή

Τα Καστριτοχώρια του Ρούβαλη, του Μπερνορή και του Καράτουλα ταυτίζονται με τις ονομασίες των παλληκαριών του καπετάνιου της Κυνουρίας Παναγιώτη Καραχάλιου. Μετά τα Ορλωφικά (1770) στην επαρχία της Κυνουρίας οι κλέφτες κτύπησαν αλύπητα την Τουρκιά, αλλά τελικά καταδιώχθηκαν και εξοντώθηκαν οριστικά το έτος 1806.Στην καταδίωξη των κλεφτών αναφέρεται και το παρακάτω επεισόδιο του 1796, που πρωταγωνιστής ήταν ο καπετάνιος Παναγιώτης Καραχάλιος.

Αυτός πολέμησε σαν κλέφτης ηρωικά τους Τούρκους. Σε ένα δημοτικό τραγούδι αναφέρεται ότι αυτός με τα σαράντα παλληκάρια του, για να γλυτώσουν από την απηνή* καταδίωξη των Τούρκων, εγκατέλειψαν τα λημέρια τους στην Κυνουρία και έφυγαν για την Βοστίτσα (Αίγιο), για να περάσουν από εκεί με καράβι αντίκρυ στην Περαχώρα.

Όμως προδόθηκαν και οι Τούρκοι τους στήσανε καρτέρι. Αφού τους συνέλαβαν όλους, μαζί με τον καπετάνιο τους, τους οδήγησαν δεμένους στην Τριπολιτσά. Εκεί σε μια πλατεία της πόλης τους σούβλισαν ζωντανούς, ενώ άναψαν φωτιά για να τους ψήσουν, αφήνοντας τελευταίο τον αρχηγό τους, τον Παναγιώτη τον Καραχάλιο, για να βλέπει πως βασάνιζαν, σουβλίζοντας τα παλληκάρια του.

            Οι δήμιοι «και στον Καραχάλιο λένε:

σένα πώχουν αρχηγό τους

θα σε αφήσουμε όσο καίνε

για να δεις το κάψιμό τους

 

Και παρηγοράει με θάρρος

τους σαράντα στην αράδα

κι ας τον πρόσμενε ο Χάρος

να τον κάψει σαν λαμπάδα

 

Έλα Ρούβαλη, κουράγιο

συ Καράτουλα έχε θάρρος

Μπερνορή πες το τρισάγιο

λυτρωτής μας θάναι ο Χάρος»

Και όταν ήρθε η σειρά του να τον βασανίσουν σουβλίζοντάς τον ο ήρωας λέει:

«έχε γειά λέει στον αγέρα

έχε γειά φωτός λαμπάδα

φτάνει η στάχτη μας μια μέρα

να αναστήσει την Ελλάδα».

Από τους οικισμούς που αποτελούσαν όλοι μαζί τον ενιαίο οικισμό με το όνομα «Καστρί», περισσότερο είχε αναπτυχθεί ο οικισμός Άγιος Νικόλαος. Έγινε για πολλές δεκαετίες το διοικητικό, εμπορικό, κοινωνικό και πνευματικό κέντρο της περιοχής και αποτέλεσε έδρα του δήμου Τανίας.

Κατά την εξελικτική πορεία δημιουργήθηκαν και «δευτερογενείς» οικισμοί, από κατοίκους των Καστριτοχωριών. Έτσι το 1851, όπως προαναφέρθηκε, για πρώτη φορά εμφανίζεται και η Μάσκλινα, σαν δευτερογενής οικισμός με την ονομασία «Μάσκλινα - θέσις ολίγον κατωκημένη». Στα 1861,σε μια έγκυρη συλλογή νομοθετημάτων για την δημόσια και την δημοτική διοίκηση εμφανίζεται μαζί με τα εφτά πρωτογενή Καστριτοχώρια και ο «δευτερογενής» Καστρίτικος οικισμός Μάσκλινα, που είχε αναπτυχθεί πλέον σε οικισμό. Εκτός από τον οικισμό της Μάσκλινας, δευτερογενείς οικισμοί, που δημιουργήθηκαν από κατοίκους του Αγίου Νικολάου, είναι οι μικροί οικισμοί «Μελίσσι» και «Ντουμέϊκα».

Το 1912, καταργήθηκε ο δήμος Τανίας, και τα Καστριτοχώρια που είχαν τις προϋποθέσεις που όριζε ο νόμος, κηρύχθηκαν ανεξάρτητες κοινότητες. Τότε ο μεγαλύτερος οικισμός του δήμου έγινε κοινότητα και πήρε επίσημα την ονομασία «Άγιος Νικόλαος - Καστρί». Τέλος με την αρ. 45/2-7-1969 απόφαση του Κοινοτικού συμβουλίου, μετονομάστηκε από «κοινότητα Αγίου Νικολάου - Καστρί» σε κοινότητα «Καστρίου Κυνουρίας». Ο οικισμός έφτασε στο απόγειο της ανάπτυξής του, πληθυσμιακά, οικονομικά και πολιτιστικά από τις αρχές του 1900 μέχρι την περίοδο του μεσοπολέμου. Όμως οι δυσμενείς κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή τη μεγαλύτερη περίοδο του έτους, η εγκατάλειψη των γεωργικών καλλιεργειών, λόγω της έλλειψης εργατικών χεριών, η εσωτερική και κυρίως η εξωτερική μετανάστευση, που σημειώθηκε κατά την δεκαετία του 1950 προς την Αμερική και τον Καναδά, αλλά και η αδιαφορία της πολιτείας για την περιοχή, οδήγησαν στην σοβαρότατη μείωση του αριθμού των μονίμων κατοίκων του χωριού και στην ερήμωσή του. Έτσι και το Καστρί, ακολουθώντας την πορεία όλων των ορεινών οικισμών της πατρίδας μας, ενώ άλλοτε έσφυζε από ζωή, σήμερα έχει γίνει, κατά το πλείστον, οικισμός γερόντων.

Στα δύσκολα χρόνια του εμφύλιου, στο χωριό γράφτηκαν μαύρες σελίδες, και ο οικισμός υπέφερε τα πάνδεινα. Ο εμφύλιος είναι η χειρότερη κατάρα. Σε αυτόν ξυπνάνε όλα τα πρωτόγονα, όλα τα άγρια ένστικτα, ο άνθρωπος χάνει την ανθρωπιά του, γίνεται αιμοβόρο σαρκοφάγο θηρίο. Δεν υπάρχουν κανόνες ούτε ηθική. Επικρατεί ο νόμος της ζούγκλας και το δίκαιο του ισχυρότερου. Πολλοί Καστρίτες προσχώρησαν εκείνη την εποχή στους Γερμανούς και μαζί τους αλώνιζαν όλη την περιοχή. Όσοι αριστεροί δεν βγήκαν στο βουνό βασανίζονταν από τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Το ίδιο όμως γινόταν και από την πλευρά των αριστερών. Ξεφύτρωσαν μίσος, πάθη και αντεκδικήσεις ακόμη και για τα πιο αστεία προσωπικά αίτια. Στις 17 Ιουνίου 1944 εξόρμησαν Γερμανοί με Καστρίτες ταγματασφαλίτες στα Βούρβουρα. Συνέλαβαν και εκτέλεσαν εξήντα αριστερούς της περιοχής. Σε αντίποινα αριστεροί ΕΛΑΣίτες στις 20 Ιουλίου το 1944, στις 5.30 το πρωί, ύστερα από απόφαση μιας επταμελούς επιτροπής ομοϊδεατών τους, μπήκαν στο Καστρί, έβαλαν φωτιά στα σπίτια αντιφρονούντων, και έκαψαν 170-180 από αυτά.Υπεύθυνοι για τη φωτιά θεωρήθηκαν ένας Μαυρόγιαννης από του Στρίγκου και επτά Καστρίτες με μια γυναίκα αρχηγό.

Ενώ τα σπίτια καιγόντουσαν, μάζεψαν τους συγγενείς των αντιφρονούντων κατοίκων στην πλατεία του χωριού, στην αλάνα του ΟΤΕ, έφεραν και άλλους από Μεσορράχι, από Καράτουλα και από Ρούβαλι και αφού τους κράτησαν εκεί δύο τρείς ώρες, μέχρι τις δέκα, μέσα στο καλοκαιρινό λιοπύρι, στη συνέχεια τους οδήγησαν στο εκκλησάκι του Αγ. Παντελεήμονα, μέσα στα πεύκα, λίγο πιο έξω από το χωριό. Λεηλάτησαν τα σπίτια των αντιφρονούντων του χωριού, πήραν τις προίκες των κοριτσιών, που ετοίμαζαν για να ανοίξουν το νοικοκυριό τους όταν θα παντρεύονταν, όλες τις οικοσκευές, καθώς και ό, τι άλλο πολύτιμο υπήρχε μέσα στα σπίτια. Τα φόρτωσαν σε μουλάρια, που είχαν επιτάξει από το Καστρί και από το Παλαιοχώρι της Κυνουρίας και τα εξαφάνισαν. Οι Καστρίτες έβλεπαν τα μουλάρια φορτωμένα με τις οικοσκευές τους, που φεύγανε από το χωριό και σπάραζε η ψυχή τους.

Όμως κατά το απομεσήμερο οι αντάρτες πήραν την πληροφορία ότι έρχονται οι Γερμανοί από την Τρίπολη, μαζί με τους ντόπιους Ταγματασφαλίτες. Τότε συστάθηκε μια επιτροπή από αυτούς και άρχισε να διαλέγει όσους δεν είχαν αδελφό ή πατέρα ή κοντινό συγγενή στα Τάγματα Ασφαλείας. Αυτούς τους άφησαν ελεύθερους να γυρίσουν στο χωριό. Τους άλλους τους συνέλαβαν και τους οδήγησαν στο στρατόπεδο της Ορθοκωστάς. Αλλά όταν έφτασαν οι Ταγματασφαλίτες στο χωριό, τα σπίτια είχαν πια καεί ολοσχερώς, είχαν γίνει ασβεστοκάμινα. Για αντίποινα έκαψαν και αυτοί τις επόμενες ημέρες καμιά δεκαριά σπίτια αριστερών, από εκείνα που είχαν μείνει όρθια και στη συνέχεια κατέβηκαν στα χωριά Στόλο, Αγιώργη και Γαλτενά, σκορπίζοντας τη φρίκη και τον όλεθρο. Έτσι τα σπίτια στο Καστρί τα βρήκε η επόμενη μέρα λεηλατημένα και σωρούς από ερείπια που κάπνιζαν.    

                                                            Γιώργος Στυλ.Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης                   

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΤΡΑΙΝΟΥ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ   Από τις αρχές της δεκαετίας του 1890, μεγάλη ώθηση στην οικιστική, οικονομ...