ΤΟ
ΠΑΡΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ
Η κατάργηση του
σιδηροδρομικού δικτύου και η αριθμητική
μείωση και γήρανση του πληθυσμού του
χωριού μας αποτελούν σήμερα τους σημαντικότερους παράγοντες ανάσχεσης της ανάπτυξής του. Όμως
οι λιγοστοί μόνιμοι κάτοικοι του χωριού και οι Μασκλινιώτες που έχουν
εγκατασταθεί μόνιμα στις μεγάλες επαρχιακές πόλεις και είναι ακόμα «δεμένοι» με το χωριό,
καταβάλλουν ομολογουμένως σημαντικές
προσπάθειες για την οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξή του.
Έτσι τους καλοκαιρινούς μήνες και τις
μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης, τα σπίτια του χωριού ανοίγουν σχεδόν όλα.
Υποδέχονται τους χωριανούς μας, που ζουν στις γειτονικές μεγάλες πόλεις, στην
Αθήνα και το εξωτερικό και επιστρέφουν, έστω και για λίγο, στις πατρικές εστίες
τους. Τότε πυκνώνουν οι παρουσίες τους στα καφενεία, που παραμένουν ανοιχτά
μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Στην πλατεία του χωριού γίνονται διάφορες
πολιτιστικές εκδηλώσεις και γλέντια. Καθ’ όλη την διάρκεια των ημερών του
Πάσχα, ιδιαίτερα την νύχτα της περιφοράς του επιταφίου, την νύχτα της
Ανάστασης, την παραμονή στον εσπερινό και ανήμερα της εορτής του ΑηΓιώργη,
πολιούχου και προστάτη του χωριού, η εκκλησία και οι δρόμοι του χωριού γεμίζουν
από κόσμο. Η παραδοσιακή ταβέρνα και τα δύο καφενεία που βρίσκονται στην
πλατεία του χωριού γεμίζουν τα τραπέζια τους με κόσμο.
Τα
Σαββατοκύριακα επίσης, όλο το χρόνο, το χωριό κρατάει τη ζωντάνια του. Ανοίγουν
τα σπίτια τους πολλοί Μασκλινιώτες που μένουν στις κοντινές πόλεις, εκτός των
ορίων του οικισμού και έρχονται στο χωριό να ξεκουραστούν και να «φορτώσουν τις
μπαταρίες» τους. Τις ημέρες αυτές επισκέπτονται το χωριό και συντροφιές από
κατοίκους των γειτονικών πόλεων (Τρίπολη, Ναύπλιο και Άργος) για να δοκιμάσουν,
δίπλα στο αναμμένο τζάκι ή στον δροσερό κήπο της παραδοσιακής ταβέρνας του
Δημήτρη Σκλημπόσιου, τις ξεχωριστές λιχουδιές, τους πεντανόστιμους μεζέδες, τα
γαργαλιστικά αιδέσματα και τα καλοψημένα κρέατα που φτιάχνουν με ξεχωριστή
μαστοριά οι γιοι του Γιαννάκης και Γιώργος και σερβίρει η κυρά Ελένη η συμβία
του. Στο τέλος φεύγοντας από την ταβέρνα, χορτάτοι και ευχαριστημένοι από την
άψογη συμπεριφορά των ιδιοκτητών της, με την ξεχωριστή γεύση της γιαούρτης και
τη γλύκα του σύκου και του σταφυλιού ακόμη στο στόμα, κανονίζουν την επόμενη
συνάντησή τους στο ίδιο μέρος.
Όμως το μεγαλύτερο μέρος του
χρόνου στο χωριό παραμένουν μόνιμα ελάχιστες οικογένειες, που κρατάνε τα σπίτια
ανοιχτά, αλλά και αυτές, όταν τα παιδιά τους αρχίσουν να φοιτούν στο Γυμνάσιο
και ιδιαίτερα όταν τελειώσουν το Λύκειο, φεύγουν από το χωριό και μεταβαίνουν
στα αστικά κέντρα, για να συνεχίσουν τις σπουδές τους τα παιδιά τους εκεί ή για
αναζήτηση εργασίας και καλύτερης τύχης γενικότερα. Όσοι από τους κατοίκους
μένουν στο χωριό, οι πιο πολλοί, έχοντας φτάσει πια στην τρίτη ηλικία,
υποαπασχολούνται στα αγροκτήματά τους και προσπαθούν να «φυλάξουν τις
Θερμοπύλες» του χωριού, αγωνιώντας για την τύχη τους, ευχόμενοι «καλά στερνά» ο
ένας για τον άλλον.
Έτσι
τον περισσότερο καιρό και ιδιαίτερα τις καθημερινές τους χειμερινούς μήνες, το
χωριό ζει και κινείται με τους λιγοστούς κατοίκους του. Τα πρωινά και τις
βραδινές ώρες, μαζεύονται καμιά πενηνταριά ψυχές προχωρημένης κυρίως ηλικίας
στα δύο καφενεία της πλατείας του χωριού. Το ένα με τις σκιερές μουριές, ιδιοκτησίας Γιάννη Στρατηγάκη, νοικιάζει τώρα ο
Γιάννης ο Σκλημπόσιος και το
άλλο με την δροσερή κληματαριά, των κληρονόμων
Γεωργίου Καπράνου το νοικιάζει τώρα ο Τάκης ο Τσιώρος. Εκεί
ρουφώντας το καφεδάκι τους, παίζουν κανένα χαρτάκι και σχολιάζουν την
επικαιρότητα. Όμως πριν καλά- καλά νυχτώσει αρχίζουν οι πρώτοι θαμώνες των
καφενείων να μαζεύονται στα σπίτια τους, ενώ πολύ πριν από τα μεσάνυχτα,
φεύγουν από εκεί και οι τελευταίοι. Οι λιγοστοί μεσόκοποι που κυκλοφορούν ακόμα
στο χωριό, αφού βγάλουν το καθημερινό μεροκάματο, συνήθως εκτός των ορίων του
οικισμού, επιστρέφουν το βράδυ, δίνοντας έτσι με την παρουσία τους λίγη
ζωντάνια στα καφενεία.
Ευτυχώς
λειτουργεί ακόμα το παραδοσιακό μπακάλικο, του Νίκου Μέγγου στο κέντρο του
χωριού, απομεινάρι όμως και αυτό άλλων «ηρωικών» εποχών. Το μπακάλικο του Γιώργη Κουρβετάρη στο σταθμό του τραίνου,
έκλεισε πρόσφατα και δυστυχώς για παντοτινά. Από αυτό το μπακάλικο οι κάτοικοι του χωριού
μπορούν να προμηθεύονται τα είδη πρώτης ανάγκης, που είναι απαραίτητα για την
διατροφή τους (ψωμί, τυρί, τρόφιμα κλπ) και για την συντήρησή τους γενικότερα.
Η
εκκλησιά του ΑηΓιώργη, τις χειμωνιάτικες κυρίως Κυριακές, ανοίγει από τον
ακάματο παπαΚώστα Παπαθεοδώρου και υποδέχεται τους κατοίκους του χωριού, που
διατηρούν ακόμη τις λιγοστές δυνάμεις τους και σέρνουν τα βήματά τους μέχρι
εκεί. Πάνε για να ευχαριστήσουν τον πολιούχο του χωριού για ο, τι απλόχερα τους
χάρισε η ζωή και να του ζητήσουν να είναι «τα τέλη τους ανώδυνα, ανεπαίσχυντα
και ειρηνικά».
Ολόκληρες
γειτονιές, που άλλοτε έσφυζαν από ζωή ερημώνουν εντελώς. Για παράδειγμα στη
συνοικία «Γυμνιάνικα» στα πενήντα και
πλέον σπίτια της, είναι ζήτημα αν από αυτά τρία ή τέσσερα είναι ακόμη
«ζωντανά», με ενοίκους. Και σε αυτά μένουν ένα με δύο άτομα στο καθένα. Τα
υπόλοιπα παραμένουν κλειστά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου. Ίδια κατάσταση
επικρατεί περίπου και στις άλλες συνοικίες του χωριού.
Αυτοί
οι λιγοστοί κάτοικοι που απέμειναν στο χωριό, όταν φτάσουν πια σε «βαθύ γήρας»
ή πέσουν στο κρεβάτι του πόνου, ανήμποροι πλέον να αυτοεξυπηρετηθούν, με την
πενιχρή σύνταξή τους και την οικονομική βοήθεια των παιδιών τους,
προσλαμβάνουν, συνήθως, αλλοδαπές οικιακές βοηθούς, που τους φροντίζουν, μέχρι
να τους κλείσουν τα μάτια. Συχνά - πυκνά ακούγεται ο πένθιμος ήχος της καμπάνας
της εκκλησίας του ΑηΓιώργη, που ειδοποιεί τους εναπομείναντες, πως κάποιος
συντοπίτης μας έφυγε από κοντά τους. Και την άλλη μέρα, όλα τα γερόντια του
χωριού που στέκονται ακόμα στα πόδια τους και τα λιγοστά άτομα που είναι κάπως
νεότερα ηλικιακά, φτάνουν μέχρι την εκκλησία και συνοδεύουν τον συμπατριώτη
μας, στην τελευταία του κατοικία, στέλνοντας τα «χαιρετίσματα» με αυτόν που
έφυγε, στα συγγενικά τους πρόσωπα, που έχουν αφήσει ήδη τη ζωή.
Μολονότι
το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων έχει ανεβεί και οι συνθήκες ζωής έχουν πολύ
βελτιωθεί (δρόμοι, επικοινωνίες, ύδρευση, ηλεκτρισμός, κατοικία, υγεία κλπ) ο
πληθυσμός του οικισμού, δυστυχώς, ελαττώνεται συνεχώς. Γάμοι, δημιουργία νέων
οικογενειών, γεννήσεις νέων ανθρώπων δεν γίνονται, γιατί δεν υπάρχουν πια νέοι.
Και οι λίγοι που τυχαίνει να υπάρχουν, όταν παντρεύονται, δεν παραμένουν στα
χωριό.
Η
τωρινή κατάσταση, από την άποψη της αρνητικής πληθυσμιακής εξέλιξης του χωριού
οφείλεται βασικά, όπως προαναφέρθηκε, στην «εσωτερική» και «εξωτερική»
μετανάστευση, που έπληξε το χωριό τις δεκαετίες του 1950 και 1960 και δυστυχώς
συνεχίζεται αλλά και στην υπογεννητικότητα, κοινωνικό φαινόμενο των νεώτερων
χρόνων, που οδήγησαν στην ερήμωσή του. Το δημοτικό σχολείο, που αποτελεί
στολίδι αρχιτεκτονικής και κτίστηκε στα χρόνια του μεσοπολέμου με προσωπική
εργασία των κατοίκων, έπαψε πια να λειτουργεί, γιατί δεν υπάρχουν παιδιά να
φοιτήσουν σε αυτό. Ο πληθυσμός του χωριού συνεχώς μειώνεται, λόγω της γήρανσής
του. Λίγοι από αυτούς μεταβαίνουν στους ελαιώνες τους για προετοιμάσουν τα
χωράφια τους για την επόμενη ελαιοσυλλογή, φέρνοντας νοσταλγικά στο μυαλό τους
εικόνες από το απώτερο παρελθόν, τότε που μετέβαιναν εκεί με τους γονείς τους,
κάτω όμως από άλλες, πιο δύσκολες συνθήκες.
Μεγάλες εκτάσεις γης άρχισαν να παραμένουν
ακαλλιέργητες. Εγκαταλείφθηκε εντελώς η καλλιέργεια των αμπελιών και οι
εκτάσεις των αμπελώνων φυτεύτηκαν με ελαιόδεντρα. Οι ελαιώνες που υπήρχαν και
καλλιεργούντο στις παρυφές του όρους Παρθενίου, στα σύνορα με τον Αχλαδόκαμπο
(Πηνίκοβη, Τσιρικάκι, Καταλύματα κλπ.) έχουν ήδη εγκαταλειφθεί. Αλλά και από
τους υφιστάμενους ελαιώνες, μεγάλες εκτάσεις τους έπαψαν πια να καλλιεργούνται
συστηματικά, όπως τα χρόνια των προγόνων μας, και γίνεται μόνο η συλλογή του
ελαιόκαρπου από τους ιδιοκτήτες τους, τα άτομα της δικής μου της γενιάς, για
λίγες ημέρες το χρόνο.Άρχισαν να επαληθεύονται δυστυχώς τα προφητικά λόγια του
αείμνηστου πατέρα μου, του κυρΣτέλιου, που μας έλεγε πριν από πολλές δεκαετίες
πως «όλα θα μείνουν….. του Κολοκοτρώνη», υπονοώντας πως τα χωράφια του χωριού μας θα εγκαταλειφθούν
κάποια μέρα στην τύχη τους.
Η
δημιουργία από συγχωριανούς μας δύο μεγάλων φωτοβολταϊκών μονάδων παραγωγής
ηλεκτρικού ρεύματος στην ευρύτερη περιοχή του χωριού μας δεν συνέβαλε σχεδόν
καθόλου στην οικονομική ανάπτυξή του, ούτε στην δημιουργία θέσεων απασχόλησης.
Αντίθετα και αυτές οι μονάδες αντιμετωπίζουν σήμερα οικονομικά προβλήματα, εξ αιτίας της
ανυπαρξίας του κατάλληλου θεσμικού πλαισίου εκ μέρους της Πολιτείας.
Οι
«συμφωνίες» των υπεύθυνων φορέων, για την εγκατάσταση πλησίον του οικιστικού πυρήνα
του χωριού κεραιών κινητής τηλεφωνίας μεγάλης ισχύος, παρά τις χλιαρές
αντιδράσεις των κατοίκων του, δημιούργησαν τεράστια «ομπρέλα» ηλεκτρομαγνητικών
κυμάτων επάνω από το χωριό. Αυτό κατά την γνώμη μας θα έχει μακροπρόθεσμα
δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία των κατοίκων του γενικότερα.
Τέλος
το αίτημα εταιριών μεγάλων «οικονομικών συμφερόντων» για την εγκατάσταση
ανεμογεννητριών μεγάλης ισχύος, σε όλο το μήκος της κορυφογραμμής του όρους
Παρθενίου, κατοίκου του Θεού Πάνα, σύμφωνα με την μυθολογία, ικανοποιήθηκε
πρόσφατα και ήδη λειτουργούν οκτώ (8)
χωρίς ευτυχώς να ρυπαίνουν (ηχορύπανση – φωτορύπανση) ιδιαίτερα το περιβάλλον της ευρύτερης περιοχής του
χωριού μας. Αντιδικίες σοβαρές προέκυψαν κατά τον καθορισμό της γεωγραφικής
θέσης των ανεμογεννητριών επί της κορυφογραμμής του όρους Παρθενίου και της
συνεπεία τούτου κατανομής των εσόδων από την λειτουργία τους, μεταξύ του χωριού μας και του γειτονικού
χωριού Παρθένιου.Το τελευταίο διεκδικούσε το σύνολο των εσόδων από την
λειτουργία τους, υποστηρίζοντας ότι όλες είναι εγκατεστημένες εντός των
γεωγραφικών ορίων του.Τελικά, ύστερα από σκληρούς δικαστικούς αγώνες με τους
αντιδίκους γείτονές μας καθορίσθηκε η
γεωγραφική οριοθέτηση των ανεμογεννητριών, τεσσάρων (4) εντός των γεωγραφικών
ορίων του Παρθενίου και τεσσάρων (4) εντός των γεωγραφικών ορίων του χωριού
μας, με την αντίστοιχη κατανομή των εσόδων
από την λειτουργία τους σε κάθε χωριό.
Η δικαστική εξέλιξη της υπόθεσης
και η διεκδίκηση των δίκαιων αιτημάτων του χωριού μας ξεκίνησε ύστερα από ενέργειες της διοίκησης του Φιλοπρόοδου Όμιλου
Ελαιοχωρίου, με την νομική βοήθεια του
συγχωριανού μας Φώτη Καγκλή, διακεκριμένου δικηγόρου και την αμέριστη
συμπαράσταση του ετέρου συγχωριανού μας
του Λάμπρου Αντωνάκου. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε πως σε αυτούς τους αγώνες, τις δίκαιες
διεκδικήσεις και τις συνεχείς προσπάθειες δυστυχώς η συμμετοχή των Κοινοτικών
παραγόντων του χωριού ήταν απούσα. Όμως
τελικά τα οικονομικά οφέλη των κατοίκων του χωριού από αυτή την επένδυση είναι πολύ μικρά και
κανένας από αυτούς δεν απασχολείται στη μονάδα αυτή της παραγωγής ηλεκτρικού
ρεύματος.
Όμως η κατάσταση που περιγράφεται πιο πάνω,
δεν είναι τόσο ζοφερή, όσο φαίνεται, και κατά την γνώμη μας είναι ακόμη
αναστρέψιμη, όσο όμως υπάρχει καιρός, ύστερα από προϋποθέσεις και οπωσδήποτε
σκληρή δουλειά. Το λάδι που παράγεται από τις ελιές της περιοχής μας, είναι
άριστης ποιότητας, «βιολογικής καλλιέργειας», αφού η λίπανση και το ράντισμα
των ελαιοδέντρων είναι σχεδόν ανύπαρκτα. Παρά το γεγονός αυτό, η μεγαλύτερη
ποσότητα του λαδιού, μέχρι σήμερα, εξακολουθεί να διατίθεται στους εμπόρους, σε
εξευτελιστικές τιμές, χύμα, χωρίς να έχει υποστεί ούτε την στοιχειώδη
τυποποίηση.
Είναι
πολύ σημαντικό ότι ο ελαιόκαρπος, εφόσον υποστεί την διαδικασία της ψυχρής
έκθλιψης, σε συνδυασμό με τα παραπάνω πλεονεκτήματά του, αποδίδει ελαιόλαδο,
που εκτός από την χρήση του, στην μαγειρική, μπορεί να χρησιμοποιηθεί
ευρέως για φαρμακευτικούς σκοπούς και
για την παρασκευή σειράς βιολογικών
καλλυντικών σκευασμάτων, εκτοξεύοντας
έτσι στα ύψη την τιμή του ανά λίτρο. Από τον ελαιόκαρπο επίσης, που είναι
άριστης ποιότητας, όταν γίνει κατάλληλη επεξεργασία συντήρησής του, με τρόπους
και μεθόδους που κληρονομήσαμε από τους προγόνους μας, και την παραγωγή
βρωσίμων ελιών (παστές, θρουμπάτες, ξυδάτες, τουλουμίσιες) με την συσκευασία
τους σε γυάλινα ή μεταλλικά δοχεία, δημιουργούνται τεράστιες δυνατότητες
διάθεσής τους στην εγχώρια αγορά σε πολύ συμφέρουσες τιμές.
Όμως
προϋπόθεση για την μεγιστοποίηση της οικονομικής απόδοσής τους, και την
επέκταση της διάθεσής τους, στις αγορές των μεγαλουπόλεων ακόμη και σε αγορές
του εξωτερικού είναι απαραίτητο να αποκτήσουν τα παραπάνω προϊόντα α)
«επωνυμία» και β) να υποστούν την διαδικασία εμφιάλωσης και συσκευασίας
γενικότερα. Αλλά και η Πολιτεία θα πρέπει, πρώτα εκείνη, να σταθεί αρωγός στην
προσπάθεια αυτή, δημιουργώντας το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο, καθώς και όλες τις
άλλες προϋποθέσεις, για την διάθεση του «Ελαιοχωρίτικου» ελαιόλαδου, και των
βρωσίμων ελιών στις μεγάλες αγορές της Αθήνας και του εξωτερικού.
Η
δημιουργία σύγχρονου φυγοκεντρικού ελαιοτριβείου και συσκευαστηρίου ελαιολάδου
από τον χωριανό μας Χρήστο Καγκλή αποτελεί οπωσδήποτε μια θετική εξέλιξη. Όμως
κατά την απόψή μας αυτό δεν είναι αρκετό. Απαιτείται η δημιουργία μεγάλης
μονάδας τυποποίησης ελαιολάδου και βρωσίμων ελιών, ώστε να απορροφάται ολόκληρη
η παραγωγή των ελαιώνων του χωριού και να διατίθεται στην αγορά «επώνυμα», ώστε
να διασφαλίζονται υψηλές τιμές διάθεσής του.
Το
εξαιρετικά ξηρό και υγιεινό κλίμα της περιοχής, σε συνδυασμό με την τελευταία
σημαντική βελτίωση του οδικού δικτύου, προς τις πεντακάθαρες «παρθένες» ακτές
της ανατολικής Κυνουρίας, με την μείωση του χρόνου μετάβασης εκεί, σε ένα
τέταρτο της ώρας περίπου, μπορεί να αποτελέσει το χωριό μας, προσφιλή προορισμό
γιατην διαμονή Ελλήνων αλλά και κατοίκων του εξωτερικού, κατά την περίοδο των
διακοπών τους.
Όμως
και εδώ απαιτούνται σημαντικές παρεμβάσεις, με την προβολή των κλιματικών
πλεονεκτημάτων της περιοχής και την δημιουργία οργανωμένων καταλυμάτων (πανσιόν
ή ξενοδοχείων), καθώς και εστιατορίων (ταβερνών), που θα προσφέρουν άνετη
διαμονή στους επισκέπτες. Και εδώ η Πολιτεία πρέπει να σταθεί αρωγός, στην
προσπάθεια των ενδιαφερομένων να δημιουργήσουν οργανωμένα καταλύματα και
εστιατόρια, εντάσσοντας τις προσπάθειές τους αυτές, σε υφιστάμενα Ευρωπαϊκά
προγράμματα.(Leader κλπ).
Τέλος
η άμεση τουριστική αξιοποίηση από την Πολιτεία και της σιδηροδρομικής διαδρομής
Άργους-Τρίπολης, με την επαναλειτουργία του σιδηροδρόμου, στα πρότυπα του
«τραίνου του Πηλίου», και την δημιουργία στο σταθμό του χωριού κατάλληλης
υποδομής (αναψυκτήριο- καφενείο- εστιατόριο), θα δώσει σίγουρα νέα ώθηση στην
τουριστική ανάπτυξη του χωριού, με απρόβλεπτες θετικές εξελίξεις. Αξίζει εδώ να
σημειωθεί ότι στο εξωτερικό αναβαθμίζουν και εκσυγχρονίζουν παρόμοιες εγκαταστάσεις
σε πολύ πιο δύστροπα γεωγραφικά ανάγλυφα, χωρίς να ξανακάνουν φαραωνικά έργα,
που γεμίζουν τον τόπο τσιμέντο και καταστρέφουν το τοπίο καθώς και την ομορφιά
του παλαιού δικτύου.
Υπάρχουν
τέτοιες γραμμές που συνδυάζουν επιβατική, τουριστική και εμπορική λειτουργία
(π.χ.Bernina
Express
Ελβετίας, Mariazell
Bahnhof
Αυστρίας κλπ.) ή λειτουργούν αμιγώς για τουριστική χρήση, με την οικονομική
συμβολή ή απλά εθελοντική παροχή βοήθεια από τοπικούς φορείς ή φυσικά πρόσωπα
(π.χ. Durango &
Silverton
Train
USA, Train a vapeur des Cevennes Γαλλία κλπ.) προσπορίζοντας
τέτοια κέρδη στις κοινότητες που διασχίζει το τραίνο, που σε κάποιες
περιπτώσεις ολόκληρα χωριά ζουν από τα έσοδα αυτού του τουρισμού.
Αν
όμως δεν υπάρξει καμιά εξέλιξη, από αυτές που προαναφέραμε, ή ακόμη και άλλες,
που ίσως σκεφτούν και υλοποιήσουν άλλοι συγχωριανοί μας, η δε κατάσταση στο
χωριό, από άποψη ανάπτυξης, παραμείνει όπως είναι σήμερα, τότε είναι μαθηματικά
βέβαιο, πως σε λίγα χρόνια, για την επόμενη γενιά των συμπατριωτών μας, το
χωριό θα παραμένει απλή ανάμνηση, και τα σπίτια του θα ρημάζουν ακατοίκητα,
αφού θα έχουν φύγει από τη ζωή και οι τελευταίοι εναπομείναντες, που φύλαξαν,
ως το τέλος, τις «Θερμοπύλες» του χωριού μας.
Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης