Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2024

 

                                     Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡΟΜΩΝ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

       Πριν το έτος 1959 δεν υπήρχε οδική επικοινωνία του χωριού με την Τρίπολη, ούτε  πρωινό λεωφορείο ή άλλο μεταφορικό μέσο να μεταφέρει τους συγχωριανούς μας οδικώς εκεί, για να τακτοποιήσουν πρωί - πρωί τις δουλειές τους. Έτσι για να είναι έγκαιρα στην Τρίπολη αναγκάζονταν να ταξιδεύουν νύχτα μέχρι εκεί με το τραίνο. Έπρεπε να πάρουν το νυχτερινό «ωτομοτρίς», που το μοναδικό νυχτερινό του δρομολόγιο για την Τρίπολη ήταν γύρω στις 2.30 μετά τα μεσάνυχτα. Δεν υπήρχε άλλο δρομολόγιο έως την επομένη το μεσημέρι προς αυτή την κατεύθυνση. Έτσι αναγκάζονταν, πολλές φορές βρέχοντας ή περπατώντας μέσα στο χιόνι, να διασχίζουν με το φακό στο χέρι τους θεοσκότεινους δρόμους του χωριού, μέχρι να φτάσουν, ανηφορίζοντας, στο σταθμό του τραίνου. Εκεί περίμεναν μέσα στο κρύο «απαγγιάζοντας*» συνήθως στην παγωμένη αίθουσα αναμονής του σταθμού, μέχρι να έρθει το τραίνο. Και όταν έφταναν στην Τρίπολη τους περίμενε άλλη ταλαιπωρία. Έπρεπε να περπατήσουν μέσα στη νύχτα, από το σιδηροδρομικό σταθμό μέχρι την κεντρική πλατεία της πόλης, απόσταση ενός χιλιομέτρου περίπου, και να περιμένουν στο μοναδικό διανυκτερεύον καφενείο, στην πλατεία του Αγίου Βασίλειου, μέχρι το ξημέρωμα, για να πάνε στις δουλειές τους.

     Οι χωριανοί επειδή, όπως προαναφέρθηκε, είχαν άσχημες εμπειρείες από τις ταλαιπωρίες που υφίσταντο καθημερινά  κατά την διαδικασία μετάβασής τους στην Τρίπολη, θεώρησαν την διάνοιξη του δρόμου μέχρι το Παρθένι σαν έργο πρώτης προτεραιότητας. Σημειωτέον ότι το Παρθένι εκείνη την εποχή είχε ήδη οδική επικοινωνία με την Τρίπολη. Έτσι από το έτος 1957 ξεκίνησε η χάραξη του δρόμου, παράλληλα και λίγο πιο κάτω από την σιδηροδρομική γραμμή σε όλο της σχεδόν το μήκος, από το ύψος του σιδηροδρομικού σταθμού του χωριού, μέχρι την σιδηροδρομική σήραγγα του Παρθενίου. Στη συνέχεια έγινε αποψίλωση από τα πουρνάρια στα σημεία που θα γινόταν η διάνοιξη. Οι χωριανοί αρχικά ξεκίνησαν την αποψίλωση οικειοθελώς και χωρίς αποζημίωση για την εργασία που προσέφεραν. Εφοδιάστηκαν με πριόνια και κλαδευτήρια που χρησιμοποιούσαν στα χωράφια τους και  έφτιαξαν συνεργεία, δηλαδή ομάδες των πέντε με δέκα ατόμων. Χώθηκαν μέσα στα πουρνάρια και τις γλαντινιές και άρχισαν να τα κόβουν, να τα ξεριζώνουν και να τα καίνε.Έτσι δημιούργησαν μέσα στο δάσος της ροϊνάς μια μακρόστενη λωρίδα έκτασης γης, γυμνής από θάμνους και δέντρα.Στη συνέχεια άρχισε η διάνοιξη του δρόμου.Η διάνοιξη πραγματοποιήθηκε κυρίως με «προσωπική εργασία» των κατοίκων του χωριού και με πρωτόγονα σκαπτικά εργαλεία (κασμάδες, φτυάρια, λοστάρια, φορητά βενζινοκίνητα μικρά κομπρεσέρ, για την διάνοιξη φουρνέλων κλπ) και την βοήθεια της Νομαρχίας Αρκαδίας.Στη χάραξη, τη διάνοιξη και τη σκυρόστρωση του δρόμου οι χωριανοί δούλευαν εκεί ολημερίς χωρίς να υπολογίζουν ωράρια  και μόνο το μεσημέρι έκαναν μια μικρή διακοπή για να φάνε τα βρισκούμενα που είχαν πάρει  από το σπίτι τους. Η τροφοδοσία τους  γινόταν με δικά τους έξοδα.Τα πρωϊνά φεύγοντας για τη δουλειά έπαιρναν μαζί τους  το μικρό ταγάρι ή τον ντορβά* με το ξεροφάϊ  και την μικρή μποτίλια με το κρασί που τους είχε βάλει κοντά η νοικοκυρά του σπιτιού, το κρεμούσαν στον ώμο και πήγαιναν με τα πόδια μέχρι το χώρο της εργασίας τους.Το βράδυ, κατάκοποι πιά από τον κάματο της ημέρας, ξαναγύριζαν στο χωριό με τα πόδια.  H «προσωπική εργασία» συνίστατο στην υποχρεωτική, χωρίς αμοιβή, προσφορά εργασίας για ένα δεκαήμερο ή δεκαπενθήμερο κάθε χρόνο, εκ μέρους κάθε ενήλικα άρρενα κατοίκου του χωριού, σε κοινωφελή έργα, σύμφωνα με τις αποφάσεις και τις υποδείξεις του Προέδρου της Κοινότητας. Οι υπόχρεοι κάτοικοι με την προσωπική εργασία συμμετείχαν εκτός από την διάνοιξη του δρόμου, και σε δεντροφυτεύσεις, σε εκσκαφή υδραγωγείων κλπ.

   Για την διάνοιξη απαιτήθηκε μεγάλο χρονικό διάστημα και έντονες προσπάθειες των κατοίκων, ιδιαίτερα σε ωρισμένα πετρώδη σημεία του δρόμου, στο Παλιοκρόπι, στα Καραπανέκα και στην περιοχή του Αρμακά.Στα σημεία αυτά όλη την ημέρα οι  χωριανοί κυλούσαν τις πέτρες με τα χέρια, χτυπούσαν με τα βαριά σφυριά, τις βαριές, τις αιχμηρές πέτρες,  ενώ  άλλα συνεργεία άνοιγαν με τα χειροκίνητα κομπρεσέρ φουρνέλα και τα γέμιζαν με εκρηκτική ύλη (Τ.Ν.Τ.) με τα φιτίλια να προεξέχουν πάνω από τις τρύπες των φουρνέλων.Το βράδυ, όταν  αποχωρούσαν από το σημείο εργασίας τα συνεργεία, έβαζαν φωτιά στα φιτίλια. Τότε η εκρηκτική ύλη προκαλούσε το θρυμματισμό των βράχων  με συνεχείς ομοβροντίες, που αντηχούσαν μέσα στις ρεμματιές και σε μεγάλη απόσταση, ενώ σύννεφα σκόνης  ανέβαιναν στον ουρανό στο σημείο εκείνο.Αλλά και στα υπόλοιπα κομμάτια του δρόμου που ήταν το έδαφος πιό μαλακό, η διάνοιξη γινόταν με τους κασμάδες, τα φτυάρια και τα καρότσια, απαιτούσε δε μεγάλη μυϊκή δύναμη και ψυχικό σθένος από τους χωριανούς. Ακολούθησε η σκυρόστρωση του δρόμου με υλικά  που προήρχοντο από τον επιτόπιο  θρυμματισμό  των λίθων που  είχαν βγεί κατά την διάνοιξη, με το τριβείο που είχε διαθέσει η Νομαρχία. Έρχονται στο μυαλό μας οι σκηνές, όταν οι αείμνηστοι δασκάλοι μας επανειλημμένα μας οδηγούσαν, τους μεγαλύτερους μαθητές και μαθήτριες του σχολείου, κατά μήκος του καινούριου δρόμου για να απομακρύνουμε από το οδόστρωμα τις πέτρες που ήσαν σκορπισμένες πάνω σε αυτό, βοηθώντας με τον τρόπο αυτό στην αποπεράτωσή του. Έτσι πραγματοποιήθηκε η οδική σύνδεση του χωριού, μέσω Παρθενίου, με την Τρίπολη.Ο δρόμος αυτός παρέμεινε σκυρόστρωτος μέχρι τελευταία.Τα αυτοκίνητα και τα λεωφορεία κυλούσαν πάνω στο σκυρόστρωτο οδόστρωμα, αφήνοντας πίσω τους συννέφα σκόνης ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες.  Τελευταία άρχισε να ασφαλτοστρώνεται και υπάρχει προοπτική να συνεχίσει η ασφαλτόστρωσή του σε όλο το μήκος του, για να θυμίζει στη γενιά μας  τη σθεναρή θέληση και τις πρώτες προσπάθειες των γονιών μας, για τον εκσυγχρονισμό και τη βελτίωση της οδικής επικοινωνίας του χωριού  με τα αστικά κέντρα.

     Ένα φθινοπωριάτικο απογευματινό του 1959 φάνηκε στις στροφές του Αρμακά το πρώτο αυτοκίνητο να έρχεται στο χωριό. Ήταν ένα επιβατηγό-ταξί του Κώστα Μπουτσικάκη που είχε έδρα την Τρίπολη. Το νέο μαθεύτηκε αμέσως και οι κάτοικοι του χωριού, οι πιο ενθουσιώδεις έτρεξαν προς τον Αρμακά για να διευκολύνουν το πέρασμά του, απομακρύνοντας τις πιο μεγάλες πέτρες από το οδόστρωμα, ενώ άλλοι το περίμεναν λίγο πιο πάνω από το Δημοτικό σχολείο.Όταν το αυτοκίνητο έφτασε στα καφενεία της «αγοράς» του χωριού, το υποδέχτηκαν ο Πρόεδρος της κοινότητας, οι άλλες Αρχές καθώς και όλοι οι χωριανοί, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, που είχαν μαζευτεί εκεί στο μεταξύ, με αγκαλιές λουλούδια, κεράσματα και γλέντια. Ένα μικρό πανό που κρέμασαν κάποιοι μπροστά στη μηχανή του αυτοκινήτου έγραφε και αυτό τα καλωσορίσματα. Ωρισμένοι κάτοικοι «ασήμωναν» το αυτοκίνητο, ρίχνοντας πάνω στα καθίσματά του κέρματα και χαρτονομίσματα. Μάλιστα ο γιατρός του χωριού ο Γιαννάκος Παναγάκος έβαλε στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου για «ασήμωμα» ένα χαρτονόμισμα των πεντακοσίων δραχμών, σημαντικό χρηματικό ποσό για την εποχή εκείνη.Η άφιξη αυτοκινήτου στο χωριό ήταν για όλους τους χωριανούς ένα άπιαστο όνειρο, που εκείνη την ημέρα γινόταν πραγματικότητα.

Τα πρώτο φορτηγό αυτοκίνητο που κυκλοφόρησε στο χωριό ήταν των αδελφών Κόκκωνα από το Καστρί, που την εποχή του τρύγου εκείνης της χρονιάς φόρτωνε μούστο για να τον μεταφέρει και να τον διαθέσει στην αγορά της Τρίπολης. Ακολούθησε το φορτηγό του Ηλία Καραγιάννη επίσης από το Καστρί. Ήταν παλιό ανατρεπόμενο στρατιωτικό φορτηγό μάρκας «τζέϊμς», που είχε αποσυρθεί εν τω μεταξύ από το στρατό και είχε περιέλθει στην ιδιοκτησία του Καστρίτη. Αυτό εξυπηρετούσε αρχικά τις μεταφορικές ανάγκες των κατοίκων του χωριού, κυρίως σε αδρανή υλικά και υλικά οικοδομών γενικότερα.

Τα σχολιαρόπαιδα του χωριού έτρεχαν πίσω από το αυτοκίνητο, ανέβαιναν στην καρότσα του και γύριζαν εποχούμενα τις γειτονιές του, απολαμβάνοντας με αυτό τον τρόπο τη θέα του χωριού, κάτι που γι’ αυτά ήταν πρωτόγνωρο. Με την πάροδο του χρόνου προμηθεύτηκαν και Μασκλινιώτες φορτηγά αυτοκίνητα Δημόσιας χρήσης. Κυκλοφόρησαν στο χωριό τα φορτηγά αυτοκίνητα του Κώστα Μπαμπά, μάρκας «Hanomac» και του Γιάννη Τόγια μάρκας «Mercedes». Με αυτά πραγματοποιούντο για μεγάλο χρονικό διάστημα οι εμπορευματικές μεταφορές μεταξύ του χωριού και της ευρύτερης περιοχής μας. Μετά τις συνεχείς βελτιώσεις του οδοστρώματος του αυτοκινητόδρομου, και του εσωτερικού οδικού δικτύου του χωριού οι κάτοικοι προμηθεύτηκαν για τις μεταφορικές ανάγκες τους, σχεδόν όλοι, μικρά «αγροτικά» φορτηγά αυτοκίνητα αλλά και επιβατηγά, για την μετάβαση αυτών και των οικογενειών τους στις γειτονικές πόλεις αλλά και εκτός του Νομού.

Τα λεωφορεία, που στην αρχή χρησιμοποιήθηκαν και σαν φορτηγά, άρχισαν να εκτελούν καθημερινά, τις πρωινές ώρες, δρομολόγια, μέσω Παρθενίου, Αγιοργήτικων και Στενού προς την Τρίπολη, και το μεσημέρι ακολουθούσαν την αντίστροφη διαδρομή, επιστρέφοντας στο χωριό. Έτσι ξεπεράστηκε το πρόβλημα της μετάβασης των κατοίκων του χωριού στην Τρίπολη με το νυχτερινό τραίνο, που, όπως αναφέρουμε και σε άλλο σημείο του παρόντος, καταντούσε ένα απέραντο ξενύχτι. Τα πρωινά λεωφορεία μετέφεραν πιά το επιβατικό κοινό του χωριού, που μετέβαινε εκεί, για τις αγορές του και την τακτοποίηση διαφόρων υποθέσεών του.Επίσης φόρτωναν πάνω στη οροφή τους τα ταγάρια και τα καλάθια με τα τρόφιμα, που προορίζοντο για τους Μασκλινιώτες μαθητές που φοιτούσαν στα Γυμνάσια της Τρίπολης. Τα μετέφεραν ασυνόδευτα μέχρι το τέλος της διαδρομής και τα ξεφόρτωναν στο μικρό καφενείο του Β. Κρεμαστιώτη κοντά στην πλατεία Κολοκοτρώνη, στην  περιοχή της Μεταμόρφωσης, από όπου τα παραλάμβαναν με το σχόλασμα οι μαθητές του χωριού. Επιστρέφοντας το μεσημέρι στο χωριό τα λεωφορεία επανέφεραν τους Ελαιοχωρίτες και τα διάφορα μικροαντικείμενά τους, που είχαν προμηθευτεί από την αγορά της Τρίπολης, όσοι φυσικά δεν είχαν επιστρέψει εν τω μεταξύ στο χωριό με το τραίνο.

Αργότερα, την δεκαετία του 1980, έγινε με σύγχρονα πλέον μηχανήματα (μπουλντόζες, μεγάλα κομπρεσέρ κλπ) και η διάνοιξη του δρόμου από το χωριό μέχρι την Ανδρίτσα. Έτσι πραγματοποιήθηκε και η οδική σύνδεση του χωριού με την γειτονική πόλη του Άργους αλλά και την περιοχή της Αργολίδας γενικότερα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990  και αυτός ο δρόμος ασφαλτοστρώθηκε.Η ασφαλτόστρωσή του αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες,επειδή ένα μεγάλο τμήμα του ανήκει στην αρμοδιότητα της Νομαρχίας Αργολίδας  και το υπόλοιπο στην Αρκαδία. Ταυτόχρονα έγινε και η διάνοιξη και η ασφαλτόστρωση ενός άλλου δρόμου, μήκους τριών χιλιομέτρων περίπου, παράλληλα με το βαγιόρεμα, που συνέδεσε το χωριό με την κεντρική οδική αρτηρία Τρίπολης - Άστρους. Έκτοτε η οδική επικοινωνία με την Τρίπολη και τα χωριά της Τεγέας διεξάγεται μέσω αυτής της οδικής σύνδεσης, οπότε ο δρόμος που κατασκευάστηκε αρχικά και οδηγεί προς το Παρθένι, σχεδόν εγκαταλήφθηκε, ενώ το χωριό απέκτησε εύκολη πρόσβαση προς το Άστρος και γενικότερα προς την παραλιακή Κυνουρία.Σήμερα η οδική επικοινωνία του χωριού με την γύρω περιοχή είναι πλέον ευχερέστατη και πραγματοποιείται καθημερινά σχεδόν είτε με τα λεωφορεία του ΚΤΕΛ της Τρίπολης, είτε με τα ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητα των κατοίκων του. Παράλληλα το 2010 διακόπηκαν τα δρομολόγια του τραίνου από Αθήνα προς  Τρίπολη και αντίστροφα.Ολόκληρο το σιδηροδρομικό δίκτυο και οι σιδηροδρομικοί σταθμοί εγκαταλήφθηκαν στη μοίρα τους. Έτσι από τη χρονολογία αυτή η οδική σύνδεση  του χωριού μας με την Τρίπολη  και τα άλλα αστικά κέντρα έμεινε ο μοναδικός τρόπος επικοινωνίας τους.

Στη δεκαετία του 1980 άρχισε και η διάνοιξη των δρόμων του εσωτερικού δίκτυου του χωριού. Αρχικά τσιμεντοστρώθηκε  ο δρόμος από το σταθμό του τραίνου, μέχρι την εκκλησία του ΑηΓιώργη και ακολούθησε η διάνοιξη και η τσιμεντόστρωση των δρόμων προς όλες τις γειτονιές. Γκρεμίστηκαν οι τεράστιοι πέτρινοι μαντρότοιχοι που ήταν χτισμένοι κατά μήκος και παράλληλα των δρόμων που έτσι έγιναν φαρδύτεροι, ενώ οι λιθοσωροί των τοίχων έγιναν άμμος και χαλίκι με τα τριβεία (σπαστήρες) για την τσιμεντόστρωσή τους. Έτσι η μετάβαση των χωριανών στην εκκλησία του ΑηΓιώργη, στα καφενεία του χωριού και στα καταστήματα τροφίμων έγινε πιο άνετη. Σταμάτησαν πιά να τσαλαβουτούν το χειμώνα στα νερά μέσα  στις λακούβες των δρόμων και το καλοκαίρι στη σκόνη από το κοκκινόχωμα. Τώρα σχεδόν όλο το εσωτερικό οδικό δίκτυο του χωριού έχει ασφαλτοστρωθεί.Ταυτόχρονα άρχισαν να διανοίγονται και οι δρόμοι που οδηγούν στις περιοχές του Σαμονιού, στα αμπέλια και στον Καυκαλά.Οι χωριανοί  στο μεταξύ προμηθεύτηκαν μικρά φορτηγά ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητα  και έτσι η μετάβαση και η επιστροφή τους στα χωράφια τους έγινε  άνετη και σύντομη. Με αυτά κουβαλούσαν στο χωριό την παραγωγή τους και όλα τους τα χρειαζούμενα (ξύλα κλπ). Πως να ξεχάσει κανείς εκείνες τις ατέλειωτες ουρές από τα μουλάρια φορτωμένα με τον ελαιόκαρπο και πίσω τους πεζοπορώντας τους κατάκοπους από τον κάματο της ημέρας νοικοκυραίους του χωριού μας,όταν ανέβαιναν αγκομαχώντας τα χειμωνιάτικα βράδυα τους ανηφορικούς μουλαρόδρομους, τις «σκάλες», που οδηγούσαν από το Σαμόνι στο χωριό.Το μαρτύριο της ανηφόρας  από το Σαμόνι ευτυχώς το απάλυνε λίγο το κομμάτι του δρόμου, το «ίσιωμα» όπως το έλεγαν, από «την κορφή τη σκάλα» μέχρι τα πρώτα σπίτια του χωριού.Με την πάροδο του χρόνου ανοίχτηκαν αγροτικοί  δρόμοι και προς τα πιο απομακρυσμένα και δυσπρόσιτα σημεία της ευρύτερης περιφέρειας του χωριού, φτάνοντας μέχρι τα Καταλύματα, την Κάρβια, τα Πίσω Μεσοραχίτικα και την περιοχή του Μασκλινιώτικου ΑηΛιά.Τα αυτοκίνητα άρχισαν να εκτοπίζουν τα ζώα (μουλάρια,γαϊδούρια και άλογα) με αποτέλεσμα τα τελευταία σήμερα να έχουν εξαφανιστεί από το χωριό.Όλα τα νοικοκυριά αποχωρίστηκαν με θλίψη τα ζώα που τους συντρόφεψαν για έναν αιώνα τουλάχιστον  και τους βοήθησαν στις μεταφορές τους.Τώρα μόνο ένα άλογο και κανένα γαϊδουράκι έχει απομείνει δεμένο στην αυλή κάποιου σπιτιού, για να θυμίζει  σε μας τις παλιές  ηρωικές εποχές του χωριού μας.

 

                                                           Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

    ΤΑ ΧΑΝΙΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ   Τα χάνια δεν είναι δημιούργημα των νεωτέρων χρόνων αλλά ανάγονται στους αρχαίους χρόνους...