Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2024

 

                                           ΤΟ  ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ    ΤΗΣ ΜΑΣΚΛΙΝΑΣ

       Οι Μασκλινιώτες αρχικά, πολύ πριν από το 1900, αυτούς που έφευγαν από τη ζωή, τους έθαβαν στο νεκροταφείο της εκκλησίας του ΑηΓιώργη. Το έλεγαν τότε  «κοιμητήριο», γιατί όλοι ήταν βαθιά θρησκευόμενοι  και προσηλωμένοι στα δόγματα της Θρησκείας μας, πιστεύοντας στην κοίμηση των δικών τους ανθρώπων. Ο χώρος του νεκροταφείου βρισκόταν γύρω και πολύ κοντά από το μικρό εκκλησάκι που είχαν κτίσει προς τιμή του προστάτη τους ΑηΓιώργη, στο ίδιο σημείο που βρίσκεται σήμερα ο σημερινός μεγαλοπρεπής ναός. Αυτό προκύπτει και από την μαρτυρία της Μασκλινιώτισας Π.Χουγιάζου, σύμφωνα με την οποία, όταν αποφασίστηκε η ανέγερση της σημερινής εκκλησίας, χρειάστηκε να κάνουν εκταφή μιας συγχωριανής μας, που είχε ταφεί πλησίον του μικρού ναού, γιατί εμπόδιζε στην διάνοιξη των θεμελίων του νέου, που όπως προαναφέραμε κτίστηκε περιφερειακά του παλαιού.

Στις αρχές του 1900, για να αντιμετωπιστεί η στενότητα του χώρου που υπήρχε γύρω από την καινούρια εκκλησία και προκειμένου να δημιουργηθεί νεκροταφείο, οι Μακρέοι παραχώρησαν την οικοπεδική έκταση που ήταν στην ιδιοκτησία τους, στην οποία εκτείνεται το σημερινό νεκροταφείο του χωριού. Όσοι Μασκλινιώτες φεύγουν από κοντά μας, κάνουν το τελευταίο τους ταξίδι μέχρι εκεί, συνοδευόμενοι από τους συγχωριανούς μας, για να συνεχίσουν, με τις ευχές της εκκλησίας μας, μόνοι τους πιά, το μακρινό τους ταξίδι προς την αιωνιότητα.

Στην αρχή οι χωριανοί άνοιγαν τους τάφους για να ταφούν οι θανόντες οικείοι τους, εντός του οικοπέδου του νεκροταφείου άτακτα και χωρίς διαδρόμους. Άλλωστε δεν υπήρχε τότε πρόβλημα χώρου, αφού μετά από μια τριετία το πολύ, συνηθιζόταν να πραγματοποιείται εκταφή των νεκρών. Αρχικά οι τάφοι ήταν λιτοί και απέρριτοι.Η συντριπτική τους λειοψηφία δεν είχε ίχνος μαρμάρου αλλά ένας σωρός από χώμα κάλυπτε το κάθε τάφο.Έλάχιστοι τάφοι, μετρημένοι στα δάκτυλα του ενός χεριού, ήταν μαρμάρινοι και βρίσκονταν δίπλα από το νότιο μέρος του ναού, μερικοί δε σώζονται μέχρι σήμερα. Στην κεφαλή του νεκρού τοποθετούσαν ξύλινο σταυρό που στο κάθετο ξύλο του έγραφαν την φράση «ενθάδε κείται»,ενώ στο οριζόντιο ξύλο του αναγραφόταν το ονοματεπώνυμο του νεκρού, η ημερομηνία θανάτου του, καθώς και η ηλικία του.Τους σταυρούς κατασκεύαζαν οι ξυλουργοί του χωριού μας,ενώ η αναγραφή των ονομάτων και των λοιπών στοιχείων αναγραφόταν με λαδομπογιά από τον φανοποιό του χωριού, τον αείμνηστο Σοφιανό Σκιντζή.  Στο κάτω μέρος του σταυρού ήταν κολημένο μικρό φαναράκι μέσα στο οποίο άναβαν το καντήλι. Παραδίπλα ένας ντενεκές σκεπασμένος με κεραμίδια αποτελούσε την αποθήκη των χρειωδών του τάφου. Το λιβάνι καιγόταν πάνω σε ένα κομάτι κεραμίδι ,όταν λιβάνιζαν τον τάφο.Τα αναμμένα κάρβουνα για το λιβάνισμα μεταφέρονταν από τα σπίτια των οικείων του νεκρού στην εκκλησία μέσα στο σίδερο που σιδέρωναν οι νοικοκυρές τα ρούχα της οικογένειας. Αυτό γινόταν καθημερινά τις απογευματινές ώρες από την ημερομηνία του θανάτου του προσφιλούς προσώπου, ,μέχρι να σαραντίσει. Πάνω στη χωμάτινη επιφάνεια του τάφου φύτευαν καντιφέδες ή τριανταφυλιές. Αργότερα οι σταυροί στους τάφους αντικαταστάθηκαν από ντενεκεδένιους, που στα κάτω μέρος τους είχαν ενσωματώσει και τον αποθηκευτικό χώρο των χρειωδών του τάφου , εκεί δε τοποθετούσαν και το αναμένο καντήλι. Κατά την εκταφή  των νεκρών και μετά τον καθαρισμό των οστών με κρασί από τους οικείους τους, γινόταν η συλλογή τους σε άσπρες πάνινες σακούλες. Έξω από κάθε σακούλα είχε ραφεί μαύρη πάνινη ταινία σε σχήμα σταυρού και τα αρχικά του ονοματεπώνυμου του μακαρίτη.Τοποθετούντο τα οστά για λίγες ημέρες εντός του κοιμητηρίου στη σακούλα και ύστερα από την επιμνημόσυνη δέηση στη μνήμη του νεκρού, που γινόταν την Κυριακή στην εκκλησία, με ένα δίσκο βρασμένο σιτάρι, και πάνω του τη μαύρη σταφίδα να σχηματίζει σχήμα σταυρού και τα ξεφλουδισμένα αμύγδαλα να σχηματίζουν τα αρχικά του ονοματεπώνυμου του αείδημου, τα οστά με την σακούλα ερρίπτοντο τελικά μέσα στο χωνευτήρι, ένα μεγάλο υπόγειο αποθηκευτικό χώρο που υπήρχε εντός του κοιμητηρίου.

Αργότερα όμως που η κάθε οικογένεια του χωριού θέλησε να αποκτήσει δικό της «οικογενειακό» τάφο, για να ενταφιάζει τους οικείους της, αποφασίστηκε από το εκκλησιαστικό συμβούλιο η δημιουργία διαδρόμων και η διάνοιξη τάφων στη σειρά, τον ένα πλάι στον άλλον, καθώς και η κατασκευή εσωτερικού μανδρότοιχου, για τον διαχωρισμό του νεκροταφείου από το υπόλοιπο προαύλιο της εκκλησίας. Το τελευταίο είχε σαν αποτέλεσμα δύο - τρείς μεγάλοι μαρμάρινοι τάφοι να μείνουν εκτός του χώρου του νεκροταφείου, μέσα στο προαύλιο της εκκλησίας. Όμως μετά από την δημιουργία οικογενειακών τάφων, σήμερα έχει δημιουργηθεί σοβαρό πρόβλημα εξεύρεσης χώρου για τάφο, προκειμένου να ενταφιαστούν συγχωριανοί μας που δεν τον χρειάστηκαν μέχρι σήμερα και στερούνται οικογενειακού τάφου.

Παλαιότερα επίσης το επίπεδο του οικοπέδου του νεκροταφείου που εφάπτεται σε όλο το μήκος του της οδικής αρτηρίας που οδηγεί προς Τρίπολη και Άστρος, αποτελούσε κήπο με πανύψηλα κυπαρίσσια,μυγδαλιές και άλλα δέντρα. Ήταν η διαχωριστική γραμμή του νεκροταφείου από το δημόσιο δρόμο. Σήμερα όμως, για τον ίδιο λόγο που προαναφέραμε, και αυτό το οικόπεδο, μετά την εκρίζωση των γιγάντιων κυπαρισσιών, αποτελεί προέκταση του νεκροταφείου του χωριού.

Επίσης πίσω από το παλιό χωνευτήρι, εκεί που είναι σήμερα το παρεκκλήσι του Αγίου Λαζάρου, έθαβαν παλαιότερα τους αυτόχειρες χωριανούς μας, που η εκκλησία, για δογματικούς λόγους, δεν διάβαζε γι΄ αυτούς νεκρώσιμη ακολουθία, ούτε τους ευχόταν «καλό κατευόδιο». Σήμερα όμως και αυτός ο χώρος, επειδή δεν υπάρχει διαθέσιμη άλλη οικοπεδική έκταση γύρω, αποτελεί και αυτός προέκταση του νεκροταφείου, φιλοξενώντας πολλούς συμπατριώτες μας που έφυγαν από τη ζωή.

Πολλές φορές τα βήματά μας οδηγούν στο νεκροταφείο, να προσκυνήσουμε τους τάφους των γονέων μας, να ανάψουμε το καντήλι, να λιβανίσουμε στον τάφο τους και κοιτάζοντας την φωτογραφία τους να έρθουμε για λίγο ακόμα πιο κοντά τους, συνομιλώντας νοερά μαζί τους.Φιλοσοφώντας «την ματαιότητα των εγκοσμίων»  δεν παραλείπουμε ποτέ να ανάψουμε το κερί μας μέσα στο παλιό κοιμητήριο που τελευταία έχει μετατραπεί σε παρεκκλήσι του Αγίου Λαζάρου. Το παρεκκλήσι δημιουργήθηκε πρόσφατα, πάνω από το χωνευτήρι, εκεί που βρίσκονται τα κόκκαλα χιλιάδων προγόνων μας, από καταβολής του χωριού μας. Ζούμε έτσι την μνήμη του θανάτου, χωρίς όμως τίποτε το θλιβερό. Γιατί μας συνοδεύει πάντοτε η ακράδαντη πίστη της προσδοκίας της Ανάστασης.

Περιδιαβαίνουμε τους διαδρόμους του νεκροταφείου, για να αντικρίσουμε δεξιά και αριστερά, αποτυπωμένα πάνω στα μάρμαρα των τάφων τα ονοματεπώνυμα και τις φωτογραφίες, εκτός των προσφιλών συγγενικών μας προσώπων, και των άλλων χωριανών, ατόμων μικρότερων ή και μεγαλύτερων στην ηλικία από μας, που το δρεπάνι του χάροντα τους έκοψε το νήμα της ζωής και μας ήταν πολύ γνώριμα.

Αναπολούμε τις ανθρώπινες φιγούρες τους και τις στιγμές που μοιραστήκαμε κάποτε μαζί τους, τους φέρνουμε πολλές φορές μπροστά μας και προσπαθούμε να συνομιλήσουμε νοερά με αυτούς. Όμως δεν παίρνουμε καμιά απόκριση από κανέναν. Βλέποντας και τους τάφους μερικών συγχωριανών μας ρημαγμένους, με το καντήλι τους σβηστό, ποιος ξέρει από πότε, μας πιάνει μια ανείπωτη θλίψη. Και χαιρόμαστε όταν συναντάμε  άλλους συγχωριανούς μας της ίδιας περίπου ηλικίας με μας ή και μεγαλύτερους ηλικιακά, να σέρνουν και αυτοί τα βήματά τους μέχρι εκεί, για να κάνουν ακριβώς τα ίδια που κάνουμε και εμείς κατά την επίσκεψή μας στο νεκροταφείο.Πάντοτε φεύγουμε  από το χώρο του νεκροταφείου  με μια γλυκόπικρη ανάμνηση. 

            

                                                Γιώργος Στυλ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΤΡΑΙΝΟΥ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ   Από τις αρχές της δεκαετίας του 1890, μεγάλη ώθηση στην οικιστική, οικονομ...