ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΤΩΝ
ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ ΠΡΙΝ
ΤΟ 1970
Οι
κάτοικοι του χωριού τρέφονταν με ο, τι τους απέδιδε η γη τους και ο, τι
έπαιρναν από τα ζώα τους. Έτρωγαν ψωμί από αλεύρι σιταριού, αλλά και κάποιες
οικογένειες φτωχότερες από σμιγάδι (σιτάρι και κριθάρι ανάμεικτο). Το καλοκαίρι
άλεθαν στο μύλο χοντρόσπυρο σιτάρι και το έκαναν «μπουλουγούρι*». Με αυτό
έφτιαχναν το γλυκό τραχανά. Έβραζαν σε μεγάλο καζάνι γάλα. Σε 4-5 οκάδες γάλα
έριχναν 1 οκά πληγούρι, ανακάτευαν μέχρι να πήξει προσθέτοντας και αρκετό
αλάτι, για να διατηρηθεί όλο το χειμώνα. Αφού κρύωνε ο χυλός άπλωναν σεντόνια
και έκοβαν την ζύμη κομματάκια. Στη
συνέχεια τα κομματάκια αφού τα στέγνωναν, τα έτριβαν ακόμη μικρότερα και τα
περνούσαν από χοντρό κόσκινο. Ύστερα ξέραιναν καλά τον τραχανά και τον μάζευαν
σε πάνινες σακούλες για να αερίζεται. Τον έβραζαν το χειμώνα σούπα,
προσθέτοντας πολλές φορές και ελάχιστες χυλοπίτες. Με ξινόγαλο έφτιαχναν και
τον ξινό τραχανά. Πρόσθεταν αλεύρι και αυγά και τον ξέραιναν όπως το γλυκό
τραχανά. Τον μαγείρευαν και αυτόν σούπα.
Βασική τροφή ήταν οι χυλοπίτες. Τις έφτιαχναν
οι γυναίκες τους καλοκαιρινούς μήνες σε μεγάλη ποσότητα για να φτάσουν για όλη
τη χρονιά. Ζύμωναν αλεύρι με γάλα και αυγά. Άνοιγαν φύλλα μεγάλα, τα «πέτουρα»,
με τον πλάστη*, τα άπλωναν σε σεντόνια να στεγνώσουν λίγο και αφού τα δίπλωναν
κατάλληλα, τα έκοβαν σε μικρά τετράγωνα κομματάκια. Έτσι έφτιαχναν τις
χυλοπίτες. Τις στέγνωναν στη σκιά για αρκετές ημέρες και τις αποθήκευαν και
αυτές σε πάνινες σακούλες. Τις μαγείρευαν στραγγιστές με άφθονη μυτζήθρα ή τις
πρόσθεταν στο κρέας. Μαγείρευαν ακόμη και πατάτες γιαχνί και έριχναν μέσα
χυλοπίτες. Παρασκεύαζαν επίσης και λαζάνια κατά τον ίδιο τρόπο, μόνο που έκοβαν
τα φύλλα το ζυμάρι σε λωρίδες.
Άλλα φαγητά που έφτιαχναν οι νοικοκυρές ήταν
αυτά που στηρίζονταν στο λάδι, τα λαδερά. Τέτοια λαδερά φαγητά ήταν τα
χορταρικά, τα χορτάρια όπως τα έλεγαν. Άγρια χόρτα που μάζευαν οι ίδιοι στα
χωράφια ήταν: ραδίκια, βρούβες, τσόχλια, βλαστάρια, καυκαλίθρες, μυρόνια, σπαράγγια και βορβιά. Τα
έτρωγαν βραστά με μπόλικο λάδι και λεμόνι, ενώ τα βορβιά τα έτρωγαν και
σκορδαλιά. Ένα χορταρικό νοστιμότατο ήταν και τα μανιτάρια που τα μάζευαν οι
ίδιοι στα χωράφια. Για να δοκιμάσουν μήπως ήταν δηλητηριώδη, τα έβραζαν και
όταν τα γιάχνιζαν πετούσαν μέσα ένα κουταλάκι ασημένιο. Αν μαύριζαν ήταν
δηλητηριώδη και τα πετούσαν. Τα έτρωγαν τηγανιτά, ρηγανάτα. Σαλάτες
παρασκεύαζαν με μαρούλια, φρέσκα κρεμμύδια, ρόκα και ντομάτες. Λαδερά
μαγειρευτά φαγητά ήταν συνήθως τα όσπρια. Τα κουκιά τα φρέσκα τα μαγείρευαν
πάντα με άνιθο και δυόσμο. Τα ξερά φασόλια με μπόλικο σέλινο. Τα φρέσκα
φασολάκια και τις μπάμιες τα μαγείρευαν με πατάτες και για μυρωδικό
χρησιμοποιούσαν μαϊντανό. Φαγητά γεμιστά με κιμά και ρύζι ήταν οι ντολμάδες με
αμπελόφυλλα τρυφερά της άνοιξης και λαχανοντολμάδες με περιτύλιγμα φύλλα από
μαπολάχανα. Τους καλοκαιρινούς μήνες γέμιζαν με κιμά, ρύζι, δυόσμο και μαϊντανό
τις ντομάτες, τα κολοκυθάκια και τις μελιτζάνες. Τα έψηναν στο φούρνο μετά το
ψήσιμο του ψωμιού και ευωδίαζε όλη η γειτονιά. Άλλα φαγητά με κιμά ήταν τα
σουτζουκάκια που ζύμωναν τον κιμά με κίμινο, σκόρδο, αλάτι, πιπέρι και λίγη
ψύχα ψωμί μουσκεμένο σε κόκκινο κρασί. Τα έπλαθαν μακρόστενα και τα έβραζαν
στην κατσαρόλα με σάλτσα πελτέ ή ντομάτα φρέσκη. Τα γιουβαρλάκια, που το μίγμα
τους γινόταν με κιμά και ρύζι, λίγο κρεμμύδι και αυγά, τα έπλαθαν σε μπαλάκια
σε μέγεθος μικρού αυγού και τα έβραζαν στην κατσαρόλα σε ζουμί και κατόπιν τα
περίχυναν με αυγολέμονο. Τους κεφτέδες
παρασκεύαζαν από κιμά που τον
ζύμωναν με μουλιασμένο ψωμί, κρεμμύδι, αλάτι, πιπέρι κλπ και αφού τους έπλαθαν σε μικρά σφαιρίδια,
τους τηγάνιζαν. Επίσης παρασκεύαζαν κεφτέδες και από κολοκύθια αντί για κιμά τους κολοκυθοκεφτέδες, με τα ίδια υλικά.
Τις Κυριακές συνήθως μαγείρευαν κρέας αρνί ή
κατσίκι κοκκινιστό με μακαρόνια ή χυλοπίτες και έριχναν επάνω στο πιάτο μπόλικη
μυτζήθρα, ενώ τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και των Θεοφανείων έτρωγαν
μοσχάρι στιφάδο που προμηθεύονταν από τα χασάπικα του χωριού. Μόλις άρχιζε το
Μεγαλοβδόμαδο άρχιζαν σε όλα τα σπίτια πυρετώδεις προετοιμασίες για την εορτή
της Ανάστασης. Την Μεγάλη Πέμπτη έβαφαν τα κόκκινα αυγά και έφτιαχναν τα
γαλοκούλουρα, που τα πασπάλιζαν με κρυστάλλινη ζάχαρη ή τα άλοιφαν με δαρμένους
κρόκους αυγών. Τα έψηναν στους φούρνους τους και με το άνοιγμά τους
μοσχομύριζαν όλες οι γειτονιές του χωριού από τις μυρουδιές των γλυκισμάτων. Κάποια
στιγμή ερχόταν στο κάθε σπίτι και ο χασάπης, για να σφάξει το κατσικάκι που
είχαν αναθρέψει για να το «θυσιάσουν» την περίοδο αυτή στο Πασχαλιάτικο τραπέζι
τους. Χώριζαν από το σφαχτάρι τα εντόσθιά του (σηκωταριά, έντερα κλπ) που τα
έβαζαν στο ταψί για να τα προετοιμάσουν για τη
μαγειρίτσα. Το σφαχτάρι το κρεμούσαν από το τσιγκέλι και το άφηναν λίγες
ώρες για να στραγγίξουν τα αίματα. Έπειτα το τεμάχιζαν με το μεγάλο μαχαίρι για
να το βάλουν ανήμερα της Λαμπρής στο φούρνο μαζί με τις Καστρίτικες πατάτες για
ψήσιμο. Το Μεγάλο Σαββάτο το απόγευμα η νοικοκυρά άρχισε να ετοιμάζει τη
συκωταριά. Ξέπλενε τα έντερα γυρίζοντάς τα ανάποδα με τα αδράχτι της ρόκας που
έγνεθε η γιαγιά, καθώς και τη συκωταριά από τα αίματα. Αν έφτιαχνε μαγειρίτσα
τα ψιλόκοβε όλα με το μαχαίρι. Διαφορετικά τα έκοβε σε κομμάτια - μπουκίτσες
και τα έβαζε στο ταψί για να τα ψήσει στο φούρνο με λαδορήγανη*.Τα έντερα τα
έπλεκε σε αυτή την περίπτωση σε κοτσίδες*. Επίσης μερικά κομμάτια που είχε κόψει από τη σηκωταριά
(σπλήνα, καρδιά γλυκάδια κλπ), τα
ψιλόκοβε και αφού τα ανακάτευε με πιπέρι, ξύδι, αλάτι και άλλα μυρωδικά , γέμιζε με το μίγμα
αυτό το σπληνάντερο. Έκοβε ένα κομμάτι
έντερο χοντρό και άρχιζε να πιέζει λίγο - λίγο το υλικό μέσα στο έντερο. Όταν
το γέμιζε σε όλο του το μήκος, το έδενε σφιχτά με σπάγγο στις δύο άκρες του και
το τοποθετούσε στο ταψί για να το ψήσει φούρνο της θερμάστρας μαζί με τα λαδορηγανάτα εντόσθια. Αυτά τα
έτρωγαν τη νύχτα της Ανάστασης, «απολείτουργα» .Ανήμερα το πρωί της Λαμπρής
ετοίμαζαν το ταψί με τα κομμάτια το αρνί και τις πατάτες για το φούρνο. Την
ημέρα αυτή ένας φούρνος κάθε γειτονιάς καιγόταν για να δεχτεί τα ταψιά με τα
κρέατα για ψήσιμο όλων των γειτόνων της. Κανένα νοικοκυριό εκείνη την εποχή δεν
έψηνε το κατσικάκι στη σούβλα. Τα τελευταία όμως χρόνια στην ταβέρνα της
κυράΕλένης άναβαν φωτιά και έμπαιναν για
ψήσιμο τριάντα σουβλιστά αρνάκια περίπου στη σειρά. Περιστρέφονταν όλα πάνω από
τη φωτιά με ειδικό ηλεκτροκίνητο μηχανισμό. Όταν το μεσημέρι είχαν πιά ψηθεί, ο κάθε Μασκλινιώτης που είχε
παραγγείλει το δικό του αρνί, πήγαινε και το έπαιρνε ψημένο, έτοιμο για το
πασχαλινό τραπέζι, πληρώνοντας την κυρά Ελένη για τον «κόπο» της.
Μόλις έμπαινε
ο Οκτώβρης και άρχιζαν τα πρωτοβρόχια, μετά από κάθε απόβροχο* έβγαιναν
οι νεότεροι στα χωράφια να μαζέψουν σαλιγκάρια,
τα «μπομπόλια».Ορισμένοι έβγαιναν στη ροϊνά και μάζευαν τα «πετροσαλίγκαρα»,που
ήταν μεγαλύτερα σε μέγεθος από τα μπομπόλια και ανέβαιναν μετά το απόβροχο πάνω
στις πέτρες για να λιαστούν. Άλλοι έπαιρναν το τραίνο, κατέβαιναν στο Σύρτη,
στην περιοχή του Αχλαδόκαμπου, και μάζευαν εκεί σαλιγκάρια σε μεγάλες
ποσότητες. Τα έφερναν μέσα σε μικρά κοφίνια*, τα «χεροκόφινα» που τα είχαν
σκεπασμένα με πετσέτες για να μη βγουν από εκεί και «σκαρίσουν». Οι νοικοκυρές
έβγαζαν τη σάρκα των σαλιγκαριών από το κέλυφος, το «καβούκι» τους, με το
πηρούνι, και τα μαγείρευαν με διάφορους τρόπους: Τηγανιτά με αυγά ομελέτα,
τσιγαριστά στην κατσαρόλα με κρεμμύδια ψιλοκομμένα και μπόλικη ντομάτα
κλπ. Τον χειμώνα για να
ζεσταθούν, όταν δεν είχαν κάτι πρόχειρο να φάνε γυρίζοντας κουρασμένοι από τις
δουλειές μαγείρευαν τραχανά με χυλοπίτες ή έφτιαχναν τριφτάδες*. Γίνονταν με
σκέτο νερό και αλεύρι. Τις ετοίμαζαν συνήθως οι γιαγιές τρίβοντάς τες με τα
χέρια τους και γίνονταν στρογγυλές και ψιλές. Τις έριχναν μέσα σε βραστό νερό.
Γίνονταν σούπα, πρόσθεταν και λίγο κρασί και ρουφούσαν το πρώτο πιάτο για να
ζεσταθούν. Στο δεύτερο πιάτο έριχναν μέσα και ψωμί και έτρωγαν. Όταν ζύμωναν
ψωμί, κρατούσαν ζυμάρι και έφτιαχναν τηγανόψωμα.
Οι τσοπάνηδες έτρωγαν άφθονα τυροκομικά και γαλακτοκομικά.
Έτρωγαν γιαούρτι, ξινόγαλο, μυτζήθρα, τυρί φέτα και αφρόγαλα. Τρέφονταν επίσης
με πολλά άγρια χόρτα, τα οποία αφθονούσαν στα χωράφια και έφτιαχναν με αυτά
πολύ συχνά λαχανόπιτες, οι οποίες μοσχοβολούσαν από το αρωματικά χόρτα που
περιείχαν. Στις αρχές του φθινοπώρου έβγαιναν στα χωράφια και ορισμένοι
πήγαιναν στον κάμπο του Αχλαδόκαμπου και μάζευαν σαλιγκάρια. Υπήρχαν
πετροσαλίγκαρα μεγάλου μεγέθους και τα μαγείρευαν είτε τσιγαριστά με σάλτσα και
κρεμμύδια είτε τηγανητά με αυγά ομελέτα.
Όλες οι νοικοκυρές έβαζαν κλώσσες και έβγαζαν
κοτοπουλάκια. Τα μεγάλωναν και όσα ήταν κοκόρια, τα μαγείρευαν. Τις κότες τις
κρατούσαν για να γεννούν αυγά. Έτρωγαν πολλά αυγά αλλά και με αυτά αγόραζαν
μικροπράγματα από τα μαγαζιά πληρώνοντας με αυτά αντί για χρήματα. Από ψαρικά
έτρωγαν ρέγκες, σαρδέλες και βακαλάο παστό τον οποίο μαγείρευαν με πολλούς
τρόπους: σούπα, πλακί, με ρύζι, με άγρια χόρτα, τηγανητό με σκορδαλιά.
Μια ή δύο φορές το μήνα έφερναν από τους
Μύλους με το τραίνο ο Γιάννης ο Στρατηγάκης (Κιτσιόγαννης) και ο Νικόλας ο
Μέγγος (Ντρίτσαλης) μέσα σε κασέλες με πάγο, φρέσκα ψάρια, γόπες, μαρίδες και
σαρδέλες, που τα εμπορεύονταν και γίνονταν ανάρπαστα από τους κατοίκους του
χωριού. Τα τηγάνιζαν με μπόλικο λάδι οι νοικοκυρές και μοσκοβολούσε όλο το χωριό.
Όταν βγήκαν οι κονσέρβες, οι ρέγγες και οι παστές σαρδέλες, αγόραζαν και από
αυτές για να φάνε. Έπιναν απαραιτήτως κρασί, το οποίο είχαν όλα τα σπίτια. Όταν
αρρώσταιναν έπιναν τσάι του βουνού, χαμομήλι και τίλιο.
Αγόραζαν κόκκους καφέ, τους καβούρντιζαν με τα
καβουρντιστήρια στη φωτιά, με σίκαλη ή ρεβίθι για οικονομία και τους έκοβαν με
ειδικά μηχανήματα, τους «χερόμυλους» που είχαν ορισμένοι κάτοικοι του χωριού.
Για να ψήσουν τον καφέ χρησιμοποιούσαν συνήθως για ευκολία τους το «καμινέτο».
Αυτό ήταν ένα μικρό κλειστό τενεκεδένιο δοχείο με τρία μικρά ποδαράκια, που
στην προέκτασή τους προς τα πάνω τοποθετούσαν το μπρίκι με τον καφέ, για να τον
ψήσουν πάνω από τη φωτιά του. Το καμινέτο λειτουργούσε με οινόπνευμα και χοντρό
φιτίλι. Πότιζαν το φιτίλι είτε με λίγο οινόπνευμα, είτε αναποδογυρίζοντας το
δοχείο, για να ποτιστεί το φιτίλι με το περιεχόμενό του και ύστερα άναβαν το
φιτίλι με τον αναπτήρα, το «τσακμάκι». Το χρησιμοποιούσαν συνήθως τους μήνες
που δεν έκαιγε το τζάκι και φυσικά πριν ακόμη κυκλοφορήσουν οι εστίες με
υγραέριο (πετρογκάζ). Τα μπρίκια που έψηναν τον καφέ ήταν τσίγκινα ή χάλκινα,
«μπακιρένια».
Γλυκά έφτιαχναν συνήθως τις μεγάλες γιορτές
της Χριστιανοσύνης, τα Χριστούγεννα, μελομακάρονα, κουραμπιέδες και
μουστοκούλουρα. Ορισμένες τους καλοκαιρινούς μήνες έφτιαχναν γλυκό βύσσινο που
προμηθεύονταν από τις βυσσινιές του γειτονικού χωριού Παρθένι, ενώ στις αρχές
του φθινοπώρου έφτιαχναν γλυκό κυδώνι από τις κυδωνιές που αφθονούσαν στο
δεύτερο χωριό τους, το Καστρί. Όλα τα σπίτια από το μούστο των σταφυλιών
έφτιαχναν πάντοτε πετιμέζι, το οποίο χρησιμοποιούσαν στην ζαχαροπλαστική για να
φτιάξουν μουστοκούλουρα, αντί για ζάχαρη αλλά και για γιατρικό. Τον μήνα
Αύγουστο μάζευαν από τις συκιές που υπήρχαν άφθονες στο χωριό ασπρόσυκα και
μελισσόσυκα και έφτιαχναν τις «ασκομαίδες» όπως τις έλεγαν. Άνοιγαν τα σύκα με
το χέρι και τα άπλωναν στον ήλιο να στεγνώσουν. Μετά το στέγνωμα τα άλειφαν με
πετιμέζι και τα φούρνιζαν για λίγο στο φούρνο για να ξεραθούν εντελώς. Τα
διατηρούσαν μέσα σε πάνινες σακούλες που τις κρεμούσαν από τα πατεριά του
σπιτιού ή στα σεντούκια και τα έτρωγαν τα κρύα χειμωνιάτικα βράδια γύρω από το
τζάκι. Το μέλι το είχαν λιγοστό για φάρμακο και μόνο κάποια σπίτια το παρήγαγαν
από δικά τους μελίσσια.
Γιώργος Στυλ.Σκλημπόσιος
- Μασκλινιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου