Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2023

 

                                   Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΤΗ ΖΩΗ

       Όταν η γυναίκα έμενε έγκυος, δεν είχε τις σημερινές περιποιήσεις, την ξεκούραση και το καλό φαγητό. Δούλευε συνέχεια στα χωράφια, στα ζώα και στο νοικοκυριό, καθ’ όλη την διάρκεια της εγκυμοσύνης της. Κάποιες γυναίκες, δεν προλάβαιναν να φτάσουν στο σπίτι και γεννούσαν στα χωράφια. Η αείμνηστη μητέρα μου με γέννησε αμέσως μόλις έφτασε στο σπίτι από το χωράφι, που την έπιασαν οι πόνοι. Πίστευαν ότι εάν επιθυμήσει η έγκυος κάποιο φαγώσιμο, πρέπει να της το δώσουν να το φάει, γιατί αλλιώς θα αποβάλει. Απαγορευόταν να πάει σε ετοιμοθάνατο ή σε κηδεία. Της εύχονταν, όπως άλλωστε και σήμερα, «καλή λευτεριά».

Επειδή δεν υπήρχε ιατρική περίθαλψη, πολλές γυναίκες και μωρά πέθαιναν στη γέννα. Κάποιες γυναίκες γεννούσαν παιδιά εκτός γάμου, γιατί δεν υπήρχαν τα μέσα προφύλαξης και δεν γίνονταν αμβλώσεις. Τότε τα πράγματα για τη γυναίκα ήταν πολύ δύσκολα. Αφού έτρωγε πολύ ξύλο από τα συγγενικά της πρόσωπα, της έπαιρναν το μωρό και το άφηναν στην πόρτα πλουσιόσπιτων στην Αθήνα κυρίως και φρόντιζαν να την παντρέψουν όπως - όπως με κατώτερο συγχωριανό τους, ή στη χειρότερη περίπτωση την έδιωχναν από το σπίτι, αλλά και από το χωριό.

Στην καλύτερη περίπτωση οι γυναίκες γεννούσαν με τον πρωτόγονο τρόπο στο σπίτι, με την βοήθεια των έμπειρων πρακτικών μαμών που μάθαιναν την τέχνη από τις πιο ηλικιωμένες γυναίκες του χωριού. Όταν φώναζαν τη μαμή να ξεγεννήσει καμιά γυναίκα, αυτή σηκώνονταν, όποια ώρα και αν ήταν και έτρεχε να βοηθήσει την ετοιμόγεννη, βάζοντας τα δυνατά της και όλη την πείρα και τις γνώσεις που κατείχε. Στην αρχή έκανε διάφορες κινήσεις και αναδιπλώσεις στο σώμα της ετοιμόγεννης, για να δυναμώσουν οι πόνοι, να δυναμώσουν τα «τανίσματα», με τελικό σκοπό να «ξεκοπούν» το παιδί και το «ύστερο» από το σώμα της μητέρας.

Όταν γεννιόταν το παιδί, η μαμή έκοβε τον ομφάλιο λώρο και τον έδενε σφιχτά με μια βαμβακερή γερή κλωστή για να σταματήσει το αίμα και έπειτα έβγαζε το «ύστερο» από τον κόλπο της γυναίκας. Το νεογέννητο αν ήταν στα καλά του, βγαίνοντας από την κοιλιά της μάνας του φαινόταν από τα κλάματα και τις φωνές του. Αν όμως δεν έβγαζε καθόλου μιλιά, τότε το έπιανε η μαμή από τα δύο του πόδια, το αναποδογύρισε με το κεφάλι προς τα κάτω, για να βγούν τα υγρά που τυχόν είχε καταπιεί και το κουνούσε να συνέλθει. Δεν το έπλενε αμέσως αλλά την τρίτη ημέρα. Περιποιόταν το μωρό και το έβαζε δίπλα στη μητέρα του. Τις πρώτες τρείς ημέρες του έδιναν να πιεί χαμομήλι, μέχρι να έρθει το γάλα στη μητέρα του και να θηλάσει. Την τρίτη ημέρα το έπλεναν και του έδεναν σφιχτά το μέτωπό του, για να κάνει όπως πίστευαν όμορφο μέτωπο. Ύστερα του τραβούσαν τα μέλη για να ισιώσουν και το τύλιγαν σε μαλακό ύφασμα αν είχαν ή κατευθείαν στις σπαργάνες. Το έδεναν σφιχτά με τις φασκιές και μετά το δέσιμο το σταύρωναν και το έβαζαν στην κούνια για να κοιμηθεί. Το δέσιμο (φάσκιωμα) αυτό διαρκούσε ένα χρόνο.

Παλαιότερα, όπως αναφέρει ο Καλλίστατος Καλλούτσης στα «Κυνουριακά» του «μόλις γεννιόταν το παιδί, το βράδυ τοποθετούσαν κοντά του ένα καρβέλι ψωμί και μια τσιότρα κρασί. Όμοίως τοποθετούσαν στην κούνια του και ένα καλαμάρι. Λένε ότι τη νύχτα ερχόταν η μοίρα και του έγραφε το ριζικό του. Έπρεπε λοιπόν να βρεί ψωμί και κρασί να φάει και να ευχαριστηθεί για να το μοιράνει καλά και να του γράψει καλή τύχη».

Όταν μεγάλωνε το μωρό, το δένανε από τη μέση και κάτω. Πριν σαραντίσει το «παιδί το ξυράφιζαν μερικές φορές. Την διαδικασία αυτή που ήταν σχετικά επώδυνη, την αναλάμβανε η μαμή. Χάραζαν ελαφρά το κορμάκι του μωρού, στο στήθος, στην πλάτη και στη φτέρνα, γιατί πίστευαν ότι πρέπει να φύγει το αίμα της κοιλιάς και έτσι το παιδί θα προστατευόταν από τις ασθένειες. Η λεχώνα δεν έβγαινε από το σπίτι της για σαράντα ημέρες. Αν ήταν ανάγκη να βγει από σπίτι πριν σαραντίσει, έβαζε επάνω της λιβάνι, σκόρδο και κατράμι, για να μην πάρει μάτι και πάθει κακό.

Όταν το παιδί σαράντιζε, η λεχώνα πήγαινε στην εκκλησία, για να πάρει ευχές. Πριν σαραντίσει το μωρό δεν έπρεπε να το βλέπουν άλλοι, εκτός από τους συγγενείς, γιατί ματιάζονταν εύκολα. Πίστευαν πολύ στο μάτιασμα, γι΄ αυτό έπαιρναν διάφορα μέτρα για να το αποτρέψουν. Του κρεμούσαν φυλαχτό απαραίτητα για να μην ματιάζεται και του έβαζαν κατράμι ή μουτζούρα πίσω από το αυτί. Για να φτιάξουν το φυλαχτό τύλιγαν σε ένα κομματάκι ύφασμα λιβάνι, κάρβουνο, σκόρδο, αλάτι και σταυρολούλουδα.

Παλιότερα το μωρό κοιμόταν μαζί με την λεχώνα, Όμως επειδή κάποιες το πλάκωναν στον ύπνο τους και πέθαινε, το κοίμιζαν σε ξύλινη κούνια, ειδικά φτιαγμένη με σανίδια (μπεσίκι) ή στην ανάγκη μετέτρεπαν σε κούνια το σκαφίδι που ζύμωναν. Αν έπρεπε να πάρουν το παιδί μαζί τους στις δουλειές, το μετέφεραν σε δερμάτινη ή υφαντή «νάκα*», που την κρεμούσαν με λουριά στον ώμο. Τη φτιάχνανε από δύο μακριά ξύλα ίσια, που ένωναν με άλλα δύο ημικυκλικά μικρά για να μην κλείνει. Κρεμούσαν την νάκα με το μωρό στο δέντρο (γκορτσιά*) και αυτοί έσκαβαν, θέριζαν, έσπερναν ή ασχολούντο με άλλες αγροτικές εργασίες. Πολλές φορές τα μωρά κινδύνευαν από τα φίδια, που πλησίαζαν, γιατί μύριζε γάλα το μωρό.

Μόλις τα μωρά μεγάλωναν, τα δόντια που κουνιόνταν και ήταν έτοιμα να πέσουν για να φυτρώσουν τα καινούρια, προφανώς για να μην μείνουν στο στόμα τους και τα καταπιούν, τα έδεναν με μια κλωστή από κουβαρίστρα. Έπειτα, κάνοντας τον οδοντίατρο, τα τραβούσαν απότομα, οπότε έφευγαν από τη γνάθο του παιδιού. Έδιναν τότε το δόντι στο παιδί να το πετάξει πάνω στη στέγη του σπιτιού και έλεγαν την ευχή: «πάρε κουρούνα το δόντι του και δώστου σιδερένιο, για να  μασάει κόκκαλα, να τρώει  παξιμάδια». 

                                                                      Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

    ΤΑ ΧΑΝΙΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ   Τα χάνια δεν είναι δημιούργημα των νεωτέρων χρόνων αλλά ανάγονται στους αρχαίους χρόνους...