Η αυλή
του κάθε σπιτιού ήταν οριοθετημένη με μαντρότοιχους από ξερολιθιά, ύψους ενός
μέτρου περίπου για να ξεχωρίζει το οικόπεδό του από τις γειτονικές ιδιοκτησίες. Σε ελάχιστες
κατοικίες οι ιδιοκτήτες είχαν οριοθετήσει το οικόπεδο με συρματόπλεγμα,
τοποθετημένο πάνω σε σιδερένιους πασσάλους. Επάνω στον μαντρότοιχο τοποθετούσαν
αγκαθωτά ξερόκλαδα (αφάνες, πουρνάρια κλπ) για να δυσκολεύονται τα πουλερικά
και τα κατσίκια του σπιτιού να πηδήσουν
στις γειτονικές ιδιοκτησίες. Σε μια άκρη της αυλής υπήρχε απαραίτητα ο φούρνος. Μοσχοβολούσε όλη
η γειτονιά όταν η νοικοκυρά τον «έκαιγε»
και έψηνε το ψωμί, τις γεμιστές ντομάτες, τις μελιτζάνες και τις
πιπεριές το καλοκαίρι και τα κρεατικά με
τις πατάτες τους χειμερινούς μήνες. Ελάχιστα σπίτια σε μια γωνιά της αυλής είχαν
σε ξεχωριστό κτίσμα για το κοτέτσι. Στην
πλειοψηφία τους τα πουλερικά στεγάζονταν
στον ίδιο κτίσμα μαζί με τα υπόλοιπα ζωντανά (μουλάρια, κατσίκες, πρόβατα κλπ).
Δεν υπήρχαν πουθενά χώροι υγιεινής μέσα στα
σπίτια. Σε ένα απόμερο σημείο της αυλής έσκαβαν ένα λάκκο, στα χείλη του οποίου
τοποθετούσαν δύο - τρεις αυτοσχέδιες σανίδες, έφτιαχναν γύρω και μια κρυψώνα με
κλαδιά, συνήθως με δεμάτια από κληματόβεργες και αυτό το χώρο χρησιμοποιούσαν
για την «ανάγκη» τους ενώ χρησιμοποιούσαν κομμάτια εφημερίδας που είχαν κρεμάσει σε
κάποιο σημείο για σκούπισμα. Ορισμένοι κάτοικοι βολεύονταν υπαίθρια στους
κήπους και στα ρέματα. Ο αείμνηστος γιατρός Γιαννάκος Παναγάκος έλεγε
χαριτολογώντας πως «είναι ευτυχία να ανακουφίζεσαι κρυμμένος πίσω από ένα
πουρνάρι και έπειτα να σκουπίζεσαι με ένα λιθαράκι». Για την ύπαρξη μπανιέρας ή
ντουζιέρας ούτε λόγος. Από την δεκαετία του 1960 και μετά άρχισαν να
κατασκευάζουν χώρους υγιεινής μέσα στα σπίτια με τους τοίχους ντυμένους με πλακάκια και είδη υγιεινής από πορσελάνη.
Σε μια
άλλη άκρη της αυλής στοίβαζαν τα καυσόξυλα για το τζάκι και τα δεμάτια από
πουρνάρια ή ελιόκλαρες για το φούρνο, που κουβαλούσαν συνεχώς με τα μουλάρια από
τα χωράφια τους. Με τα πουρνάρια και τις ελιόκλαρες τάϊζαν τις κατσίκες και τις
προβατίνες που είχαν στο σπίτι. Τα ζώα μαδούσαν τα φύλλα από τις κλάρες και άφηναν
μόνο τον ξυλώδη κορμό τους. Τις μαδημένες κλάρες τις έδεναν σε δεμάτια και αφού
τις άφηναν να ξεραθούν, τις χρησιμοποιούσαν για να «καίνε» το φούρνο, για
προσάναμμα στο τζάκι και για το άναμμα φωτιάς στο καζάνι του πλυσταριού. Τα
χοντρά ξύλα για το τζάκι ή για τη στόφα φρόντιζαν να τα αποθηκεύουν σε υπόστεγο
από τους καλοκαιρινούς μήνες, αφού τα έκοβαν με ειδικές μηχανές, τις «κορδέλες»,
για να είναι ξερά το χειμώνα. Τέτοιες μηχανές, που ήταν βενζινοκίνητες, είχαν ο
Σοφιανός Σκιτζής, ο Μίμης Μακρής
(Χυλοπιτάς) και ο Γιάννης Μακρής (Κατζιορόγιαννης).
Αυτοί έκοβαν τα ξύλα των χωριανών, μεταφέροντας τις μηχανές στις αυλές των
σπιτιών και αμοίβονταν με την ώρα. Συνήθως
μέσα στην αυλή του σπιτιού υπήρχε και ένα τουλάχιστον μεγάλο βαθύσκιο δέντρο, η
μουριά, που στον ίσκιο της κάθονταν όλη η οικογένεια το καλοκαίρι με τις πολλές
ζέστες.
Στην
αυλή υπήρχε και το υπαίθριο πλυσταριό. Ένα καζάνι μεγάλο χαλκοματένιο βρισκόταν
επάνω σε δύο λιθάρια, την (κακαβολιθαριά), που ανάμεσά τους άναβαν φωτιά
για να ζεστάνουν το νερό. Αργότερα οι πέτρες της κακαβολιθαριάς
αντικαταστάθηκαν από την σιδεροστιά*, ένα σιδερένιο τρίγωνο που είχε στις τρείς
γωνίες του κάθετα ποδαράκια. Το πλύσιμο των ρούχων γίνονταν από την νοικοκυρά
του σπιτιού μέσα στην σκάφη που στην αρχή ήταν ξύλινη και αργότερα αντικαταστάθηκε
από ντενεκεδένια.
Στην
αυλή επίσης φόρτωναν και ξεφόρτωναν τα μουλάρια για τις αγροτικές δουλειές. Στα
χαγιάτια και στη βάση των παραθύρων των σπιτιών οι νοικοκυρές φύτευαν σε
γλάστρες διάφορα λουλούδια, μολόχες, μαντζουράνες, βασιλικό κλπ. Δεν υπήρχαν
γλάστρες στην αυλή του σπιτιού, γιατί εκεί κυκλοφορούσαν τα ζώα που τις
κατέστρεφαν τρώγοντας τα λουλούδια.
Σε μια
γωνιά του οικοπέδου ήταν και ο κήπος του σπιτιού, καλά περιφραγμένος για να προστατεύεται
από τα οικόσιτα ζώα (κατσίκες, κότες κλπ.). Εκεί η νοικοκυρά φύτευε στην αρχή
της άνοιξης τα κρεμμυδάκια, το δυόσμο, τα μαρούλια και άλλα κηπευτικά. Όμως η
παρουσία του κήπου στην αυλή είχε μικρή διάρκεια, αφού στα μέσα Ιουνίου
ξεραίνονταν όλα, από την έλλειψη νερού. Ο κήπος πολλές φορές ήταν φυτεμένος και
με οπωροφόρα δέντρα. Να πως περιγράφει η χωριανή μας Κ. Κίκιζα τον κήπο στο
πατρικό της σπίτι στο ρέμα της Φιλιππούς, κοντά στην Κορολέκη γειτονιά. «Το
περιβόλι μας ήτανε καλά περιτοιχισμένο. Αχ, το περιβόλι μας τι όμορφο που ήτανε!
Είχε δύο μεγάλες συκιές. Η μια η μελισσή, ήτανε μεγάλη αλλά αρκετά χαμηλή ώστε
να μπορείς να ανεβαίνεις στα κλαδιά της και να κάθεσαι. Τα σύκα της τα έφτανες
από έδαφος και στάζανε μέλι. Η άλλη η άσπρη ή τσαπελοσυκιά ήτανε ψηλή και τα
κλαδιά της φτάνανε μέχρι το παράθυρο της σάλας. Είχε ακόμη το περιβόλι μας δύο
θεόρατα κυπαρίσσια, μια κυδωνιά και μια μικρούλα ροδακινιά που όταν ωρίμαζαν τα
ροδάκινα ήτανε τόσο φορτωμένη που ο πατέρας αναγκαζότανε να στυλώνει τα κλαδιά
της για να μη σπάσουν. Στο περιβόλι ο λαχανόκηπος είχε μαρούλια, κρεμμυδάκια,
κολοκυθάκια, μελιτζάνες, φασολάκια, ακόμα βασιλικό και μαντζουράνες».
Γ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου