Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2023

 

                                                    ΤΟ ΧΤΙΣΙΜΟ ΤΩΝ ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ

                     «Τούτες τις πέτρες τις εσήκωσα όσο βάσταξα

                     τούτες τις πέτρες τις αγάπησα όσο βάσταξα

                     τούτες τις πέτρες, τη μοίρα μου».         Γ.Σεφέρης

      Για να κτίσει το νοικοκυριό την οικοδομή (κατοικία ή στάβλο) κατ’ αρχάς συγκέντρωνε τα απαραίτητα υλικά (άμμο, ασβέστη, ασπρόχωμα, πέτρες κλπ). Τα υλικά αυτά κουβαλούσαν φορτώνοντάς τα στα μουλάρια τους, αφού εκείνη την εποχή το οδικό δίκτυο και τα αυτοκίνητα στο χωριό ήταν ανύπαρκτα. Την απαραίτητη πέτρα για το κτίσιμο του σπιτιού την κουβαλούσαν στο οικόπεδο που θα κτιζόταν η οικοδομή, είτε από τα νταμάρια του χωριού, φορτώνοντάς τη στα μουλάρια, είτε την «έβγαζαν» επί τόπου, εφόσον το σημείο ήταν πετρώδες, σκάβοντας στο σημείο που θα γινόταν το κτίσμα και σπάζοντας τις πέτρες με τα «φουρνέλα*» και τη βαριά, για την δημιουργία του υπογείου του.

      Αρχικά τα σπίτια τα έκτιζαν με ασπρόχωμα, που έκαναν πηλό, και το κουβαλούσαν με τα μουλάρια τους σε σακιά από το πλησιέστερο ορυχείο ασπροχώματος, που βρισκόταν συνήθως κοντά στο χωριό. Αργότερα τα έκτιζαν με άμμο, ασβέστη και τσιμέντο, υλικά πολύ πιο ανθεκτικά από το χώμα. Τον άμμο κουβαλούσαν είτε σε σακιά, με τα μουλάρια τους από τις αποθέσεις στα ποτάμια- χειμάρρους, που όμως απείχαν μεγάλη απόσταση από το χωριό, είτε με φορτηγά ανοιχτά βαγόνια του τραίνου από την Τρίπολη, στο σιδηροδρομικό σταθμό του χωριού. Από εκεί τον μετέφεραν στο χώρο της οικοδομής μέσα σε ειδικούς λαμαρινένιους ή ξύλινους κάδους, τα «καδούλια»,με ειδικό άνοιγμα στον πυθμένα τους, φορτωμένους  στα ζώα τους.  Το χαλίκι αρχικά το έφτιαχναν σπάζοντας μικρές πέτρες, τα «σιόμπολα» με το σφυρί. Εύρισκαν μια σκληρή πέτρα και μπροστά της καθόταν σε μικρό σκαμνί ένας εργάτης ή κάποιο μέλος της οικογένειας. Έπαιρνε από δίπλα του  μια - μια τις μικρές πέτρες και τις κτυπούσε με το σφυρί πάνω στην σκληρή πέτρα που είχε μπροστά του, μέχρι να τις κάνει μικρά - μικρά κομματάκια. Έτσι δημιουργούσε σωρούς από χαλίκια, που ήσαν απαραίτητα με την ανάμειξή τους με τον άμμο και το τσιμέντο, για την δημιουργία του μπετόν. Αυτή όμως η εργασία απαιτούσε μεγάλη υπομονή και ήταν αρκετά κοπιαστική. Πολλοί όμως έφερναν χαλίκι από την Τρίπολη με τα ανοιχτά φορτηγά βαγόνια του τραίνου και το μετέφεραν με τα μουλάρια στο χώρο της οικοδομής, όπως και τον άμμο.

    Το σπάσιμο της πέτρας που έβρισκαν κατά την διαδικασία εκσκαφής των θεμελίων και του υπογείου της οικοδομής γινόταν με δύο τρόπους: α) με μεγάλα βαριά σφυριά βάρους δέκα κιλών περίπου, τις «βαριές» και με δίμετρα χοντρά σίδερα, τις «παραμίνες» που είχαν στις άκρες τους ειδικές υποδοχές, για την αναμόχλευση και το βγάλσιμο της πέτρας. β) Όταν η πέτρα ήταν πολύ σκληρή, άνοιγαν σε αυτή τρύπες, τα «φουρνέλα*», με ειδικά σίδερα τα «μακάπια». Τις τρύπες αυτές τις γέμιζαν με εκρηκτική ύλη (δυναμίτιδα) και αφού πλάκωναν τις πέτρες με βαριά ξύλα και κλαριά, για να μην τιναχτούν πέτρες μακριά, τις ανατίναζαν, βάζοντας φωτιά στην δυναμίτιδα με βραδύκαυστο φυτίλι και πυροκροτητές (τα καψούλια).Την δουλειά αυτή την έκαναν ειδικοί,  οι «φουρνελάδες». Έπειτα τις μεγάλες πέτρες τις τεμάχιζαν με την «βαριά» και τις τοποθετούσαν σε σωρούς μέσα στο οικόπεδο της οικοδομής.

   Κουβαλούσαν επίσης και τα υλικά που ήταν απαραίτητα για την κατασκευή της στέγης της οικοδομής. Τα μεγάλα καδρόνια (πάτερα - ψαλίδια) της ξυλοδεσιάς της στέγης ήταν συνήθως από σκληρά ξύλα που αντέχουν στο χρόνο (καστανιά ή έλατο), μήκους τεσσάρων μέτρων τουλάχιστον. Τα μετέφεραν με τα μουλάρια από τα χωριά της ορεινής ζώνης της Κυνουρίας (Καστρί, Άγιο Πέτρο, Σίταινα, Καστάνιτσα κλπ), που απείχαν από το χωριό τουλάχιστον πέντε ώρες δρόμο, οδοιπορώντας με τα ζώα τους. Μάζευαν επίσης μεγάλες ποσότητες από καλάμια, για να τα στρώσουν πάνω στα «πάτερα*» της στέγης καθώς και ασπρόχωμα, που υπήρχε άφθονο σε ορισμένα σημεία της περιοχής, για να το στρώσουν πάνω στα καλάμια. Τα καλάμια και το ασπρόχωμα αποτελούσαν άριστο μονωτικό υλικό της στέγης της οικοδομής. Τέλος κουβαλούσαν με τα ζώα τους τεράστιες πλάκες από μαυρόπετρα που αφθονούσε στην περιοχή, καθώς και κεραμίδια που προμηθεύονταν από την αγορά της Τρίπολης. Τα τελευταία μετέφεραν σε φορτηγά βαγόνια με το τραίνο μέχρι το σταθμό του χωριού και από εκεί με τα μουλάρια, μέχρι το σημείο κατασκευής της οικοδομής.

     Όταν τελείωνε η συλλογή των υλικών για την οικοδομή, ερχόταν η σειρά των μαστόρων - κτιστάδων. Για το σκοπό αυτό καλούσαν ντόπιους χτιστάδες, που ασκούσαν το επάγγελμα αυτό παράλληλα με τις αγροτικές ασχολίες τους.Πολλές φορές καλούσαν  χτιστάδες είτε από τα γειτονικά χωριά είτε από την περιοχή των Λαγκαδίων της Αρκαδίας, τους «Λαγκαδιανούς».Για την ομάδα αυτή θα αναφερθούμε εκτενώς σε άλλη ενότητα παρακάτω. Σε αγκωνάρια στις γωνίες πολλών σπιτιών του χωριού που χτίστηκαν τον περασμένο αιώνα ή και παλαιότερα, βρήκαμε χαραγμένο το σημείο του σταυρού. Μάλιστα στο καμαρωτό ανώθυρο της πόρτας του σπιτιού του Κώστα Γ. Γρηγορίου, στην ερημωμένη πιά συνοικία Λιατσέκα, στα Μεσοραχίτικα, οι μαστόροι έχουν σκαλίσει σε μαρμάρινη πλάκα  το σημείο του σταυρού και την χρονολογία 1913, τη χρονιά κατασκευής του σπιτιού. Επίσης έχουν σκαλίσει στο ίδιο σημείο με εντολή του ιδιοκτήτη την ακόλουθη «προφητική» επιγραφή: «Σήμερον εμού, αύριο ετέρου και ουδέποτε τινός», που στην νεοελληνική σημαίνει πως το σπίτι «σήμερα είναι δικό μου, αύριο κάποιου άλλου, αλλά ποτέ δεν είναι κανενός. Αυτή η επιγραφή δείχνει την βαθιά θρησκευτικότητα του ιδιοκτήτη του σπιτιού, αλλά και την γενικότερη κοσμοθεωρία του για την περιουσιακή του κατάσταση, που την θεωρούσε πολύ προσωρινή. Τέλος πάνω στην ίδια πλάκα βρίσκεται χαραγμένο και το όνομα του  αρχιμάστορα της οικοδομής (Π.Θ.Κατρής). Κατά την θεμελίωση του σπιτιού ο Μασκλινιώτης νοικοκύρης, ανέκαθεν βαθιά θρησκευόμενος, έφερνε απαραίτητα τον παπά να διαβάσει αγιασμό. Μαζευόταν γύρω όλη η οικογένεια και πολλοί από τους πλησιέστερους συγγενείς να ευχηθούν «τα καλορίζικα». Μετά τον αγιασμό  ο παπάς άγιαζε – ράντιζε με τον αγιασμό με κλαδί βασιλικό - με την αγιαστούρα τα θεμέλια, τον άλλο χώρο του οικοπέδου και τους παρισταμένους.

     Ο νοικοκύρης κατόπιν κατέβαινε στο άνοιγμα και πάνω στην πέτρα του θεμελίου   έσφαζε ένα σφαχτό (γίδι ή πρόβατο) ή έναν πετεινό και ακολουθούσε τρικούβερτο γλέντι με κρασί και τραγούδια. Μόλις τελείωνε η οικοδομή οι μαστόροι έστηναν στην κορυφή (στο κεντρί) της στέγης έναν ξύλινο σταυρό και εύχονταν στον νοικοκύρη «να ζήσει να το χαίρεται» το νεόκτιστο σπίτι. Επίσης πάνω σε σκοινί στην κορυφή του σπιτιού έδεναν μαντήλια. Την συνήθεια αυτή την έλεγαν «μαντηλώματα».

      Μετά το χτίσιμο της οικοδομής, συνήθως τους καλοκαιρινούς μήνες, ανέβαιναν πάνω σε αυτή οι ξυλουργοί-σκεπάδες, για την κατασκευή της στέγης. Στην αρχή με τα μεγάλα καδρόνια σχημάτιζαν σε μεγάλα τρίγωνα πάνω στους αντικρινούς τοίχους της οικοδομής, τους «κορφιάδες» της στέγης και στην συνέχεια άπλωναν τα υπόλοιπα καδρόνια, κάθετα στον κάθε «κορφιά», έτσι ώστε κάθε καδρόνι να ακουμπάει με την μια άκρη του στο οριζόντιο καδρόνι του «κορφιά» και με την άλλη στο πάνω μέρος του τοίχου της οικοδομής.

    Έπειτα άπλωναν τα καλάμια, καρφώνοντάς τα στα καδρόνια παράλληλα με τοίχους της οικοδομής, και πάνω στα καλάμια άπλωναν λάσπη από ασπρόχωμα, που αποτελούσε άριστο μονωτικό υλικό, προστατεύοντας την οικοδομή από τις ακραίες καιρικές συνθήκες (κρύο και ζέστη). Τέλος πάνω στο ασπρόχωμα τοποθετούσαν τα κεραμίδια και τις πλάκες, με αριστοτεχνικό τρόπο, ώστε η οικοδομή να προστατεύεται από τις βροχές και τα χιόνια και τα νερά να χύνονται έξω από τους τοίχους της οικοδομής, με τους «ρέφτες*» που σχημάτιζαν τα κεραμίδια και οι πλάκες.

     Όταν επρόκειτο να στρώσουν την αυλή ή το δάπεδο του σπιτιού ή της αποθήκης με τσιμέντο ή να ρίξουν ταράτσα πάνω στη σκεπή τους, τότε ξεσηκώνονταν  όλοι οι άντρες από το σόϊ του νοικοκυριού καθώς και οι γείτονες, για να προσφέρουν την βοήθειά τους και γινόταν ολόκληρο πανηγύρι. Στο μεταξύ τις προηγούμενες ημέρες η νοικοκυρά είχε μαζέψει μεγάλη ποσότητα νερό, κουβαλώντας το από τη βρύση της γειτονιάς με τους ντενεκέδες, ενώ ο νοικοκύρης του σπιτιού  είχε κουβαλήσει με τα μουλάρια  κοντά στην οικοδομή που επρόκειτο να τσιμεντοστρώσει, το χαλίκι και την άμμο. Επίσης από το μαγαζί του ΚουρβεταρόΓιαννη στο σταθμό, αν ήταν κάτοικος των πάνω γειτονιών (Ζαρελιάνικα,Τσαχρανέκα κλπ) ή από το μαγαζί του ΚουρβεταροAντρέα αν ήταν κάτοικος των κάτω γειτονιών (Γυμνιάνικα,Στρατηγέκα κλπ) είχε κουβαλήσει με τον ίδιο τρόπο τα σακιά με το τσιμέντο. Οι μαστόροι στο μεταξύ είχαν στρώσει όλη την σκεπή με σανίδια, τις τάβλες, την είχαν δηλαδή «καλουπώσει» όπως λέγανε και είχαν στρώσει και δέσει  με σύρματα τα σίδερα πάνω από τα ξύλινα καλούπια. Την ημέρα που είχαν καθορίσει οι μαστόροι πρωϊ - πρωϊ έρχονταν από τα σπίτια τους οι συγγενείς και οι γείτονες με ένα φτυάρι στον ώμο ή με ένα καρότσι οικοδομής. Χωρίζονταν σε ομάδες προσδιορίζοντας τι δουλειά θα κάνει ο καθένας. Άλλοι θα κουβαλούσαν το υλικό με τα καρότσια κάνοντάς το χαρμάνια, άλλοι θα το  ανακάτευαν με τα φτυάρια και άλλοι θα φορτώνονταν το υλικό σε καρότσια ή ντενεκέδες, μεταφέροντάς το στην οικοδομή, για να το δουλέψουν οι μαστόροι.

    Αρχίζοντας τη δουλειά, πρώτα φόρτωναν με τα φτυάρια στα καρότσια άμμο και χαλίκι και τα σώριαζαν σε μικρούς σωρούς, που την ποσότητά τους υποδείκνυαν οι μαστόροι. Έριχναν πάνω  στον κάθε σωρό  από ένα τσουβάλι τσιμέντο και άρχιζαν δυό - δυό να ανακατεύουν με τα φτυάρια το υλικό, γυρίζοντας  έτσι το χαρμάνι. Έπειτα άνοιγαν ένα λάκκο στην κορυφή του κάθε σωρού και έριχναν μέσα νερό, ενώ ταυτόχρονα έβρεχαν και το εξωτερικό μέρος κάθε σωρού από το υλικό. Το ανακάτευαν με τα φτυάρια για μια ακόμη φορά, μέχρι να λασπώσει. Όταν πιά ήταν έτοιμο το χαρμάνι το φτυάριζαν αυτοί που το γύριζαν μέσα στα καρότσια όταν επρόκειτο να τσιμεντοστρώσουν το δάπεδο της οικοδομής ή σε ανοιχτούς ντενεκέδες που είχαν ενσωματώσει ξύλινο χερούλι για τους κρατάνε, όταν επρόκειτο να το ανεβάσουν στη στέγη της οικοδομής, πατώντας σε κεκλιμένα μαδέρια.

   Οι νεότεροι και πιο γεροδεμένοι έπαιρναν τα καρότσια και τα κυλούσαν γεμάτα μπετόν μέχρι το δάπεδο της οικοδομής ή έβαζαν τον ντενεκέ στον ώμο,  το έφερναν στην οροφή της, περπατώντας πάνω στα κεκλιμένα μαδέρια και το άδειαζαν απλώνοντάς το πάνω στα καλούπια. Οι μαστόροι έσπρωχναν το υλικό με το μυστρί και με μια ξύλινη σανίδα μήκους δύο μέτρων περίπου, την «πήχη», ενώ ταυτόχρονα σήκωναν με τα χέρια τα σίδερα για να περάσει το υλικό κάτω από αυτά ώστε να γεμίσουν όλες οι εσοχές και οι γωνίες της ταράτσας. Η νοικοκυρά του σπιτιού πότε - πότε, σε περιόδους μικρής ανάπαυλας για ξεκούραση,  κερνούσε τους εργάτες και τους μαστόρους μεζέδες και άλλες νοστιμιές, καθώς και κρασί από το βαγένι του σπιτιού. Όταν πιά είχε γεμίσει από μπετόν όλη η επιφάνεια της ταράτσας και είχε στρωθεί καλά με την πήχη, η δουλειά είχε πιά τελειώσει.

  Έπλεναν οι εργάτες τα φτυάρια τους και τα καρότσια, οι δε μαστόροι μάζευαν τα εργαλεία τους και κατέβαιναν από την οικοδομή. Την επομένη ο νοικοκύρης του σπιτιού «έβρεχε»  όλη την επιφάνεια της ταράτσας, ποτίζοντας έτσι το τσιμέντο για να μην «σκάσει». Η διαδικασία αυτή ακολουθείτο από όλους τους κατοίκους κατά την ανέγερση των οικοδομών του χωριού. Ήταν ένας από τους τρόπους που οι χωριανοί  έδειχναν την αλληλοβοήθεια  και την αλληλεγγύη μεταξύ τους.

Με το πέρασμα του χρόνου κατασκευάστηκαν και σπίτια χωρίς παραδοσιακή  αρχιτεκτονική, αλλά κατά πως η κατασκευή τους εξυπηρετούσε τις ανάγκες των κατοίκων. Όταν μπήκε στη ζωή μας η  μεταφορά των υλικών με αυτοκίνητα, μέσω του οδικού δικτύου, έγινε πιο εύκολη και σύντομη η  κατασκευή των οικοδομών. Όμως τα σπίτια που κατασκευάστηκαν με σύγχρονα υλικά (τούβλα, τσιμέντα κλπ) , έγιναν πιο στέρεα, αλλά έχασαν πια την ομορφιά τους και τον παραδοσιακό χαρακτήρα τους.

                                                                                   Γ.Σκλημπόσιος- Μακλινιώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

    ΤΑ ΧΑΝΙΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ   Τα χάνια δεν είναι δημιούργημα των νεωτέρων χρόνων αλλά ανάγονται στους αρχαίους χρόνους...