Ο ΘΕΡΟΣ ΤΩΝ ΔΗΜΗΤΡΙΑΚΩΝ
Παρατάσσοντο στην
άκρη του χωραφιού σε ευθεία γραμμή, σαν στρατιωτάκια, άντρες και γυναίκες ο ένας
δίπλα στον άλλον και σε απόσταση δύο – τριών μέτρων μεταξύ τους. Αν το χωράφι
ήταν ανηφορικό ξεκινούσαν το θερισμό από την κάτω μεριά του και συνέχιζαν το
θερισμό ανεβαίνοντας, γιατί έτσι τους διευκόλυνε. Έπιαναν με το αριστερό τους
χέρι τις καλαμιές με τα στάχυα - όσα χωρούσε η χούφτα του χεριού τους- τις
«θέριζαν» σχεδόν σύρριζα στο έδαφος με το δρεπάνι που κρατούσαν στο δεξί τους
χέρι και άφηναν καταγής τις «χεριές», με τις θερισμένες καλαμιές. Οι θεριστές
έπρεπε να έχουν καλύψει όλο το σώμα με ρούχα, να φοράνε μακριά μανίκια και τα
πόδια να ήταν καλυμμένα, γιατί τους τρυπούσαν τα άγανα (λεπτές βελόνες σταχιού)
και τα ρούχα να ήταν παλιά, γιατί καταστρέφονταν. Ακόμη πιο δύσκολος γινόταν ο
θερισμός όταν μέσα στο χωράφι είχε φυτρώσει και
«κολλητσίδα», γιατί κολλούσε πάνω στα ρούχα των θεριστών και
κατατρυπούσε το σώμα τους με τις βελόνες της. Θέριζαν σκυμμένοι ολημερίς μέσα στο λιοπύρι, κουτσομπολεύοντας
πότε πότε την επικαιρότητα και
σχολιάζοντας τα νέα από το χωριό. Όταν το σπαρτοχώραφο ήταν επίπεδο ο θερισμός γινόταν και με την «κόσα». Αυτή
ήταν ένα μεγάλο δρεπάνι που το ένα άκρο του
ήταν μυτερό, ενώ στο άλλο ήταν προσαρμοσμένο ένα μακρύ κοντάρι που στη
μέση του είχε μια χειρολαβή για να την συγκρατεί και να την χειρίζεται ο
θεριστής. Με αυτή θέριζαν πάντα σε όρθια στάση. Τα θερισμένα στάχυα έμεναν
στρωμένα στα χωράφια μέχρι να ξεραθούν καλά.
Τα μεσημέρια που ο ήλιος μεσουρανούσε στο στερέωμα και η
ζέστη ήταν ανυπόφορη, σταματούσαν για λίγο το θερισμό και έπιαναν τον ίσκιο
κάποιου δέντρου για να ξανασάνουν και να «τσιμπίσουν*» τα βρισκούμενα που είχε φέρει από το σπίτι η
νοικοκυρά στο ταγάρι της. Το προσφάϊ τους το συνόδευαν με δυο – τρία ποτήρια
κρασί για να πάρουν δυνάμεις να συνεχίσουν την δουλειά. Ο νοικοκύρης δεν
παρέλειπε την ώρα εκείνη να μεταβεί παραπέρα, εκεί που είχε δέσει τα μουλάρια
του, κάτω από τον ίσκιο κάποιου δέντρου, να ρίξει και σε αυτά να φάνε λίγο σανό ή
να τους φορέσει τον ντορβά* με λίγο κριθάρι γιατί και αυτά είχαν αρχίσει
τα «χλιμιντρίσματα*» ειδοποιώντας τον πως πεινάνε. Αν υπήρχε πουθενά δίπλα στο
χωράφι κανένα πηγάδι, τα έπαιρνε και τα πήγαινε να τα ποτίσει με τον κουβά,
βγάζοντας νερό από το πηγάδι με την τριχιά.
Όταν οι εργάτες
του θέρου έμεναν για ξεκούραση ή τέλειωνε το θέρο το σπιτικό, ο νοικοκύρης
πήγαινε στο χωράφι μόνος του και θέριζε
τη σίκαλη που είχε σπείρει σε μια άκρη του και την μετέφερε στο σπίτι. Εκεί έπλεκε τα δεματικά* με τις καλαμιές της
σίκαλης, βρέχοντάς τες πρώτα με νερό για να μην θρυμματίζονται. Τα τοποθετούσε
έπειτα μέσα σε ένα βρεγμένο τσουβάλι, για να είναι έτοιμα να κάνει δεμάτια τα
θερισμένα στάχυα.
Όταν τα θερισμένα στάχυα στα χωράφια είχαν πιά ξεραθεί, ξεκινούσαν
οι νοικοκυραίοι πριν ξημερώσει, φόρτωναν
τα δεματικά στο μουλάρι και ξημερώνανε στο χωράφι, για να έχει λίγη υγρασία
ώστε να μην τρίβονται τα στάχυα. Εκεί έδεναν μαζί πολλές «χεριές» από
θερισμένες καλαμιές σε «χερόβολα» και τα χερόβολα σε δεμάτια, που τα έδεναν με
τα δεματικά. Κατά το μάζεμα και το
δέσιμο των καλαμιών σε δεμάτια πρόσεχαν πάντοτε, γιατί οι απρόσκλητοι
επισκέπτες, οι σκορπιοί και τα φίδια παραμόνευαν κάτω από τις καλαμιές να τους
δαγκώσουν και τότε άρχιζαν γι’ αυτούς άλλες περιπέτειες. Τα δεμάτια παρέμεναν σκορπισμένα μέσα στο
χωράφι, μέχρι να φορτωθούν για τα
θημωνοστάσια, εκτάσεις που στήνονταν οι θημωνιές δίπλα στα αλώνια .
Κατόπιν άρχιζε η
μεταφορά τους με τα μουλάρια εκεί. Όταν η απόσταση του χωραφιού από το αλώνι
ήταν μεγάλη η μεταφορά των δεματιών καταντούσε
μαρτύριο λόγω της πεζοπορίας μέσα στον καύσωνα του καλοκαιριού. Σε κάθε
μουλάρι φόρτωναν έξι έως οκτώ δεμάτια και τα έδεναν με τις τριχιές όρθια μοιράζοντάς τα στις δύο πλευρές του σαμαριού κάθε ζώου. Συνήθως για να
συντομέψουν τη μεταφορά δανείζονταν και
τα μουλάρια της γειτονιάς, οπότε κατά την μεταφορά των δεματιών έδεναν
το καπιστρόσκοινο του ενός στο κλωτσάκι* του πίσω μέρους του σαμαριού του
προηγούμενου και έτσι δημιουργείτο ολόκληρη αλυσίδα από μουλάρια. Συνήθως το
κομβόϊ των μουλαριών συνόδευαν δύο άτομα. Το ένα τραβούσε το πρώτο μουλάρι για
να του δείχνει το δρόμο και το δεύτερο ακολουθούσε και παρακολουθούσε μήπως
έγερναν τα δεμάτια δεξιά ή αριστερά σε κανένα από αυτά. Όταν στο δρόμο έβλεπε πως τα φορτωμένα δεμάτια έγερναν προς την
μια ή την άλλη πλευρά, στο σαμάρι κάποιου μουλαριού, τοποθετούσε πέτρες πάνω
στα δεμάτια για να μην «ξεσαμαρίσει» το μουλάρι, δηλαδή να μην φύγει το σαμάρι
από την ράχη του μαζί με τα δεμάτια. Έπρεπε επίσης να προσέχει τα ζώα ώστε να
μην πλησιάζουν τους θάμνους από τα πουρνάρια που βρίσκονταν εκατέρωθεν του
μονοπατιού ,για να μην τρίβονται τα στάχυα επάνω τους και χάνεται ο καρπός.
Μόλις έφταναν στο θημωνοστάσι ξεφόρτωναν από τα ζώα τα δεμάτια και τα τοποθετούσαν σε χώρο κοντά
στο αλώνι, στοίβαζοντάς τα σε θημωνιά, δηλαδή μεγάλη στοίβα δεματιών, μέχρι τον
αλωνισμό τους. Πολλές φορές για να προστατέψουν την θημωνιά με τα δεμάτια από
τις καλοκαιρινές μπόρες, τα σκέπαζαν παλιότερα με κουρελούδες και μουσαμάδες,
αργότερα δε με μεγάλα κομμάτια από νάϋλον.Πολλοί από τους νοικοκυραίους
τα βράδια κοιμούνταν δίπλα στις θημωνιές τους, για να φυλάνε τα δεμάτια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου