ΤΟ
ΑΛΩΝΙΣΜΑ ΤΩΝ ΣΙΤΑΡΟΚΡΙΘΑΡΙΩΝ
Μετά
την μεταφορά των δεματιών και το στοίβαγμά τους σε θημωνιές, οι νοικοκυραίοι περίμεναν
πιά την σειρά τους για το αλώνισμα. Ο χρόνος αναμονής έφτανε μέχρι και ένα
δεκαπενθήμερο, εάν είχαν μεταφέρει κάποιοι στο συγκεκριμένο αλώνι μεγάλο αριθμό
δεματιών ή είχαν μεταφέρει δεμάτια εκεί πολλοί νοικοκυραίοι. Προηγούντο πάντοτε
και ήταν εκτός σειράς οι ιδιοκτήτες του αλωνιού ή αυτοί που είχαν μερίδιο από
το αλώνι, όταν υπήρχαν πολλοί ιδιοκτήτες του.
Όταν
ερχόταν η σειρά τους να αλωνίσουν, έφερναν από την προηγούμενη ημέρα τα δεμάτια
από τις θημωνιές μέσα στο αλώνι και αφού τα έλυναν, άπλωναν τις καλαμιές με τα
στάχυα σε όλη την επιφάνεια του αλωνιού. Τα δεματικά τα έβγαζαν και τα
κρατούσαν έξω από το αλώνι. Την άλλη ημέρα πρωί – πρωί έμπαινε στο αλώνι το
ζευγάρι τα μουλάρια με το ντουένι για τον αλωνισμό. Τις περισσότερες φορές το
αλώνισμα γινόταν με ένα ζευγάρι μουλάρια. Φρόντιζαν τα ζώα να ταιριάζουν μεταξύ
τους κατά το δυνατόν στο ύψος, την δύναμη και την προθυμία. Έβαζαν τα ζώα μέσα
στο αλώνι χωρίς το σαμάρι το ένα δίπλα στο άλλο και τους περνούσαν στο λαιμό
τις λαιμαργιές και στη ράχη τους τις «σαμαρίτσες». Στο αριστερό και στο δεξί
μέρος κάθε λαιμαργιάς υπήρχε ένας κρίκος. Στο κάθε κρίκο έδεναν μια αλυσίδα που
έφτανε μέχρι πίσω παράλληλα και σε όλο το μήκος του σώματος του μουλαριού. Έτσι
σε κάθε μουλάρι έδεναν δύο τέτοιες παράλληλες αλυσίδες. Αυτές τις περνούσαν από
τις άκρες της «σαμαρίτσας» που είχαν ήδη τοποθετήσει στην ράχη του κάθε μουλαριού.
Οι
δύο αυτές αλυσίδες πίσω από το κάθε μουλάρι, ενώνονταν με ένα οριζόντιο γερό
ξύλο στρογγυλό ή μεταλλικό σωλήνα. Αυτό το εξάρτημα το ονόμαζαν τραβηχτό. Σε
κάθε μουλάρι αντιστοιχούσε ένα τραβηχτό. Και τα δύο τραβηχτά στο μέσον τους
είχαν από ένα κρίκο σιδερένιο. Σε αυτούς τους δύο κρίκους αγκίστρωνε ένα άλλο
σιδερένιο εξάρτημα, το «παλάντζο» που ένωνε τα δύο τραβηχτά. Επίσης στο κέντρο
του «παλάντζου» υπήρχε ένας κρίκος που σε αυτόν αγκιστρωνόταν το «ντουένι».
Τέλος περνούσε τα σχοινιά των καπιστριών των μουλαριών ώστε οι άκρες τους να
φτάνουν μέχρι το «ντουένι» για να μπορεί ο αλωνιστής στη συνέχεια να κατευθύνει
με αυτά τα ζώα μέσα στο αλώνι.
Το «ντουένι» ήταν μια επίπεδη επιφάνεια μήκους
1,20 μ. περίπου, φτιαγμένο από χοντρό σκληρό σανίδι και είχε ειδικά μαχαίρια
και εγκοπές στην κάτω επιφάνειά του, που έβλεπαν το έδαφος. Πάνω στο ντουένι
ανέβαινε συνήθως ο ιδιοκτήτης των μουλαριών που στεκόταν όρθιος. Με τις φωνές
του και κρατώντας τα σχοινιά από τα καπίστρια των μουλαριών κατηύθυνε τα
μουλάρια ή τα άλογα σαν αρματοδρόμος γύρω - γύρω μέσα στο αλώνι πάνω στις
σκόρπιες καλαμιές.
Κατά
την διάρκεια του αλωνίσματος το ζευγάρι τα μουλάρια με το ντουένι έκανε συνήθως
δεξιόστροφους κύκλους μέσα στο αλώνι. Για να ξεκουράζεται το ζευγάρι με τα
μουλάρια και για να μην προκαλείται ίλιγγος στα ζώα, κάθε τόσο αυτός που τα
οδηγούσε πάνω από το ντουένι, τα γυρνούσε μέσα στο αλώνι και άρχιζε να κάνει
αριστερόστροφους κύκλους μέσα σε αυτό. Η διαδικασία αυτή επαναλαμβανόταν
συνεχώς κατά την διαδικασία του αλωνίσμα
Πολλές φορές ανέβαιναν στο ντουένι μαζί με τον
αναβάτη και τα μικρά παιδιά του νοικοκύρη που αλώνιζε, απολαμβάνοντας έτσι την
διαδικασία του αλωνίσματος. Ήταν γι’ αυτά η μεγαλύτερη χαρά. Ενώ το ντουένι
περνούσε, πατώντας πάνω στις καλαμιές και τα στάχυα, τα μαχαίρια θρυμμάτιζαν τα
στάχυα για να βγει ο σπόρος και να κόβεται πιο ψιλό το άχυρο. Στο θρυμματισμό
των καλαμιών και των σταχιών βοηθούσαν και οι οπλές των μουλαριών που τα
πατούσαν σέρνοντας το ντουένι κυκλικά μέσα στο αλώνι.
Τα ξύλινα «ντουένια» τελευταία
αντικαταστάθηκαν με σιδερένια επιφάνεια από λαμαρίνα. Στα Μακρέκα αλώνια, κοντά
στην εκκλησία του ΑηΓιώργη, αλώνιζαν τα γεννήματα έναντι αμοιβής, χρησιμοποιώντας
τα ζώα τους (άλογα ή μουλάρια) οι: Μπαμπάς Θανάσης,Τσιώρος Παναγιώτης, Μακρής
Χαράλαμπος ή Χυλοπιτάς και ο Παναγιώτης
Παπαγεωργίου ή Καλόγερος. Μάλιστα ο τελευταίος είχε ένα «ντουένι» που αντί για
παράλληλα κοφτερά μαχαίρια είχε στερεωμένους στην κάτω επιφάνειά του κοφτερούς
οδοντωτούς κυλίνδρους, παρόμοιους με τα σκαλιστικά εργαλεία που δένουν πίσω από
τα τρακτέρ οι σημερινοί γεωργοί, σε μικρογραφία. Οι κύλινδροι αυτοί
κυλώντας διευκόλυναν το πέρασμα του
ντουενιού επάνω στις σταχοκαλαμιές και
έτριβαν με πολύ μεγάλη ευκολία και αποτελεσματικότητα τα στάχυα.
Τις μεσημεριανές ώρες που η ζέστη ήταν
ανυπόφορη, σταματούσε το αλώνισμα. Ο ιδιοκτήτης των ζώων που αλώνιζαν από το
πρωί, αφαιρούσε το ντουένι, «ξέζευε» τα ζώα του και αφού τα πότιζε τα έδενε
κάτω από ένα βαθύσκιο δέντρο και τους έβαζε το «ντορβά» με το κριθάρι για να
φάνε και να ξεκουραστούν. Ακολούθως πήγαινε και αυτός και έτρωγε μαζί με τα
αφεντικά του το μεσημεριανό φαγητό, συνήθως κρέας με χυλοπίτες ή μακαρόνια, που
είχε ετοιμάσει η κυρά του ιδιοκτήτη και είχε φέρει από το σπίτι στο αλώνι με
την κατσαρόλα.
Αφού έτρωγαν και έπιναν τα κρασάκια τους,
ευχόμενοι στο αφεντικό «καλούς καρπούς», αποσύροντο όλοι κάτω από γειτονικά
βαθύσκια δέντρα ή πήγαιναν στο σπίτι τους για να ξεκουραστούν και να πάρουν
κανένα υπνάκο, ενώ η νοικοκυρά μάζευε το «τραπέζι» που είχε στρώσει καταγής
κάτω από το βαθύσκιο δέντρο, βάζοντας τα πιάτα και ό,τι άλλο είχε απομείνει
μέσα στα ταγάρια. Το απόγευμα, μόλις έγερνε λίγο ο ήλιος και δρόσιζε, ο
ιδιοκτήτης των ζώων τα «έζευε» πάλι μέσα στο αλώνι, έδενε και το ντουένι πίσω
από αυτά και άρχιζε το αλώνισμα που συνέχιζε και μετά την δύση του ήλιου, μέχρι
το νύχτωμα. Κάθε τόσο οι εργάτες γύριζαν το «λιώμα», για να τριφτούν καλά οι
καλαμιές και τα στάχυα, ώστε να γίνουν άχυρο και να χωρίσει ο καρπός. Εχθρός
του αλωνίσματος ήταν η βροχή, γιατί αργούσαν πολύ να ξεραθούν οι καλαμιές και
τα στάχυα και έπρεπε να γυρίζονται συνέχεια, πράγμα πολύ κουραστικό.
Όταν το ντουένι με τα δόντια του και τις
εγκοπές του και με το βάρος του αλωνιστή-ιδιοκτήτη των μουλαριών και τα πέλματά
των μουλαριών είχαν κάνει μικρά κομμάτια τις καλαμιές και τα καρπερά στάχυα
είχαν εντελώς θρυμματιστεί και διαλυθεί σταμάταγε το αλώνισμα. Έλυναν το
ντουένι από το παλάντζο και ξέζευαν τα μουλάρια βγάζοντάς τα έξω από το αλώνι. Μάζευαν
στη μέση το αλώνι σε στενόμακρο σωρό τα μικρά κομμάτια τις καλαμιές, το άχυρο,
με τα ξύλινα και τα σιδερένια δικράνια, τις
«πηρούνες» όπως τις έλεγαν, ενώ σκούπιζαν καλά με τις αυτοσχέδιες σκούπες, φτιαγμένες
από σπάρτα και φαλαρίδες, τον καρπό που ήταν σκορπισμένος σε όλη την επιφάνεια
του αλωνιού, το «λιώμα», για να αρχίσει το «λίχνισμα».
Κατά
την διαδικασία του λιχνίσματος συγκεντρώνονταν στο αλώνι οι «σέμπροι» και οι
συγγενείς των νοικοκυραίων για να τους βοηθήσουν στο λίχνισμα. Άλλωστε η
αλληλοβοήθεια των κατοίκων, ιδιαίτερα την περίοδο του αλωνισμού, ήταν
χαρακτηριστική. Η διαδικασία αυτή έπρεπε να τελειώνει το συντομότερο δυνατόν,
γιατί πολλές φορές τα νοικοκυριά αντιμετώπιζαν αντίξοες καιρικές συνθήκες (καλοκαιρινά βροχερά μπουρίνια κλπ) που
μπορούσαν να προκαλέσουν ζημιές στο σοδειά.
Όταν φυσούσε αέρας οι εργάτες πετούσαν το «λιώμα» ψηλά με τα δικριάνια,
που ήταν ξύλινα και είχαν στην άκρη τρία μεγάλα δόντια σαν την τρίαινα του Ποσειδώνα.
Επειδή το άχυρο είναι ελαφρύτερο, το έπαιρνε ο αέρας μακριά από το σιτάρι, που
έπεφτε κάθετα στο αλώνι και έτσι γινόταν ο διαχωρισμός. Έπειτα έπαιρναν με ένα
ξύλινο φτυάρι λίγο - λίγο τον καρπό που είχε σωριαστεί στη μέση του αλωνιού και
τον πετούσαν ψηλά. Τότε ο καρπός σαν βαρύτερος έπεφτε ίσια κάτω, ενώ με το
φύσημα του αέρα τα λίγα άχυρα και τα ντύματα (οι φλούδες) του καρπού που είχαν
απομείνει, απομακρύνοντο και αυτά παρασυρμένα από τον άνεμο, παραπέρα σε άλλο
σωρό. Αυτή ήταν η διαδικασία του «λιχνίσματος».
Οι εργάτες περίμεναν, λόγω
νηνεμίας, ακόμη και μια ολόκληρη ημέρα κάτω από την παχιά σκιά γειτονικών
δέντρων να φυσήξει, για να «λιχνίσουν» το λιώμα. Πότε - πότε έφευγε κανένας
εργάτης από την σκιά του δέντρου και πήγαινε στο αλώνι να «πετάξει» με το
δικριάνι ψηλά λίγο από το «λιώμα» για να διαπιστώσει αν «ανασαίνει» έστω και
λίγο ο αέρας, ώστε, αν φυσούσε, να τρέξουν στο αλώνι και οι άλλοι εργάτες να
αρχίσουν το «λίχνισμα». Έτσι προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν και το παραμικρό
φύσημα του ανέμου. Λόγω της νημεμίας η διαδικασία του λιχνίσματος μπορούσε να
κρατήσει αρκετές ημέρες. Τις νύχτες, για όσο διάστημα διαρκούσε το αλώνισμα,
φύλακας της παραγωγής ήταν συνήθως ο νοικοκύρης, που κοιμόταν δίπλα στο αλώνι, αδιαφορώντας
για τους κινδύνους που διέτρεχε από τα δήγματα των φιδιών και των σκορπιών που
αφθονούσαν γύρω του.
Όταν τέλειωναν το λίχνισμα, κοσκίνιζαν το
σιτάρι με το δριμόνι*. Το δριμόνι ήταν ένα μεγάλο κόσκινο κατάλληλο για να
περνάει το σιτάρι και να συγκρατεί τα άλλα άχρηστα υλικά (ρίζες, πέτρες, κλπ).
Έριχναν το σιτάρι μέσα στο δριμόνι και το δριμόνιζαν. Τότε ήταν πια όλα έτοιμα
για την μεταφορά του καρπού στην αποθήκη του σπιτιού.
Το άχυρο μεταφερόταν με τα μουλάρια στον
αχυρώνα του σπιτιού σε μεγάλα σεντόνια, τα «χιράμια», και με τον εξής τρόπο: Άπλωναν
το σεντόνι δίπλα στο σωρό με το άχυρο και σώριαζαν με τα δικράνια άχυρο πάνω σε
αυτό. Μετά το σώριασμα έπιαναν τις δύο διαγώνιες άκρες του σεντονιού και τις
έδεναν κόμπο μεταξύ τους. Ακολούθως έδεναν τις άλλες δύο διαγώνιες άκρες του
σεντονιού με την ίδια διαδικασία. Έτσι δημιουργείτο μια μεγάλη μπάλα από άχυρο
μέσα στο σεντόνι. Τις μπάλες αυτές τις φόρτωναν έπειτα δύο - δύο στα μουλάρια, μία
στο κάθε πλευρό του ζώου, με τους κόμπους προς τα σαμάρια τους. Γέμιζαν επίσης
και μεγάλα σακιά, τα «χαράρια*», με άχυρο, τα φόρτωναν και αυτά στα μουλάρια
και τα μετέφεραν στον αχυρώνα ή «μπλέχτι» του σπιτιού. Το αποθηκευμένο άχυρο
χρησίμευε για τροφή των μουλαριών, ιδιαίτερα τον χειμώνα που οι καιρικές
συνθήκες δεν επέτρεπαν να βόσκουν στα λιβάδια του χωριού.
Ο καρπός έμπαινε σε μικρότερα σακιά και έτσι
μεταφερόταν με τα μουλάρια προσωρινά στην αποθήκη του σπιτιού. Ένα μέρος του
σιταριού το πήγαιναν σε μια χειροκίνητη μηχανή, τη «μάκινα*». Τέτοια μηχανή στο
χωριό είχε ο Βασίλης Βαρβιτσιώτης ή Σηκοβάρης. Η μηχανή αυτή ξεχώριζε το
χοντρόσπυρο σιτάρι και απομάκρυνε τα
ζιζάνια (ρόβη, βίκο κλπ), τα χώματα του αλωνιού και το ψιλόσπυρο σιτάρι.
Αυτή την ποσότητα του χοντρόσπυρου σιταριού την έβαζαν σε ξεχωριστά σακιά, για
να την χρησιμοποιήσουν για σπόρο την επόμενη χρονιά.
Η νοικοκυρά τις επόμενες ημέρες άρχιζε το
τμηματικό πλύσιμο όλης της ποσότητας του παραχθέντος σιταριού σε μεγάλο καζάνι,
για να απομακρυνθούν τα χώματα του αλωνιού καθώς και τα άλλα ζιζάνια. Έπειτα
άπλωνε το πλυμένο στάρι πάνω σε καθαρά σεντόνια, στις ταράτσες του σπιτιού για
να στεγνώσει. Μετά το στέγνωμα το σιτάρι πλυμένο και καθαρό τοποθετιόταν πια
οριστικά στο «κατώι» του σπιτιού, στο «κασόνι», μια ξύλινη μεγάλη αποθήκη. Από
εκεί το φόρτωνε λίγο - λίγο ο νοικοκύρης του σπιτιού και το πήγαινε στο μύλο. Εκεί
με τη διαδικασία της άλεσης γινόταν αλεύρι και πίτουρα. Το αλεύρι
χρησιμοποιείτο για την παρασκευή του ψωμιού, του τραχανά και της χυλοπίτας, ενώ
τα πίτουρα χρησίμευαν για τροφή των οικόσιτων ζώων του νοικοκυριού (κότες, κουνέλια,
γίδες κλπ).
Για πρώτη φορά το 2016 οι πολιτιστικοί φορείς
του χωριού μας σε χώρο δίπλα στο αλώνι
της εκκλησίας του ΑηΓιώργη αναπαρέστησαν παραδοσιακά και με μεγάλη επιτυχία,
τον θερισμό του σταριού, την μεταφορά με τα γαϊδουράκια των δεματιών στο αλώνι
που κατασκεύασαν πρόσφατα εκεί, τον αλωνισμό με τα μουλάρια και το ντουένι
καθώς και το λίχνισμα με τα δικράνια του «λιώματος» που είχε σωριαστεί στο
κέντρο του αλωνιού. Στη διαδικασία συμμετείχαν μέλη του χορευτικού τμήματος της
ακάματης συγχωριανής μας Μαρίας Καραπάνου αλλά και κάτοικοι του χωριού,
προχωρημένης ηλικίας με παραδοσιακές φορεσιές. Κατά την διαδικασία του
αλωνίσματος χόρεψαν και παραδοσιακούς χορούς, αφήνοντας τις καλύτερες εντυπώσεις
στους παριστάμενους νεότερους κατοίκους του χωριού αλλά και στους πολυπληθείς
επισκέπτες-θεατές που είχαν συρρεύσει από την ευρύτερη περιοχή. Η διαδικασία
θερισμού και αλωνισμού των δημητριακών επανελήφθη και την επόμενη χρονιά, το
2017. Μάλιστα την χρονιά αυτή έγινε και αναπαράσταση του ζυμώματος και του
φουρνίσματος του ψωμιού από έμπειρες και ακάματες Μασκλινιώτισες. Στους μεγαλύτερους σε ηλικία κατοίκους
ξαναζωντάνεψαν μνήμες και γεγονότα που έζησαν έντονα στη νιότη τους, ενώ η
διαδικασία του θερισμού και του αλωνίσματος αποτέλεσε «μνημόσυνο» γι’ αυτούς
που ήδη έχουν φύγει από τη ζωή και αναπαύονται στο γειτονικό με το χώρο
νεκροταφείο του χωριού.
Γ.Σκλημπόσιος -
Μασκλινιώτης