Σήμερα 28 Οκτωβρίου το χωριό μας γιόρτασε την Εθνική μας επέτειο.
Έγινε δοξολογία στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου και εκφωνήθηκαν αποσπάσματα από ημερολόγια στρατιωτών εκείνης της εποχής. Η επιμέλεια έγινε από τον κο Αναστάσιο Κωσταντούρο.
Στην συνέχεια τελέστηκε επιμνημόσυνη δέηση για τους πεσόντες και αγωνιστές του πολέμου του 1940.
Έγινε κατάθεση στεφάνων από τον Πρόεδρο της Τ. Κ. Ελαιοχωρίου κο Ιωάννη Μέγγο, από το εκκλησιαστικό συμβούλιο από τον κο Γκόνο Κωνσταντίνοκαι από τον Φ. Ο. Ε. Από τον κο Γεώργιο Παυλάκο.
Τα μικρά παιδιά του χωριού μας απήγγειλαν ποιήματα και τραγούδησαν τραγούδια της εποχής.
Η εκδήλωση έκλεισε με τους χωριανούς να τραγουδούν, ως ένδειξη τιμής και ευγνωμοσύνης για τους ήρωες, τον εθνικό μας ύμνο.
Καταχωρώ ένα απόσπασμα από τις προσωπικές μου σημειώσεις...... Άλλοι άφησαν κομμάτια από το κορμί τους και την ψυχή τους πάνω στα βουνά της Αλβανίας. Ογδόντα πέντε Μασκλινιώτες σκαρφάλωσαν εκεί πάνω, για να προτάξουν τα στήθη τους στον εχθρό, κατά την εποποιϊα του 1940.Ένας από αυτούς,ο αείμνηστος Γρηγόρης Εμμανουήλ Αντωνάκος έγραψε στα Αλβανικά βουνά χρυσές σελίδες δόξας το Νοέμβρη του 1940. Με το οπλοπολυβόλο στα χέρια, βοηθούμενος και από άλλους δύο στρατιώτες, κατάφερε να εξουδετερώσει πέντε (5) Ιταλικά πολυβολεία και να συλλάβει σαράντα επτά (47) Ιταλούς, μεταξύ των οποίων και τρείς (3) αξιωματικούς. Αργότερα πολεμώντας τραυματίστηκε βαριά, αλλά επέζησε και τιμήθηκε από την Πατρίδα με τον πολεμικό σταυρό Γ΄τάξεως.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈνας άλλος, ο Νικόλας Χρήστου Μακρής πολεμώντας τραυματίστηκε και αυτός βαριά αλλά τελικά επέζησε. Την προσωπική του περιπέτεια μας περιέγραψε σε μια συγκέντρωση στο Δημοτικό Σχολείο, που οργάνωσε τελευταία ο τοπικός Σύλλογος για να τιμήσει τους ήρωες πατριώτες μας. Μας διηγήθηκε πως παλεύοντας εκεί πάνω στις χιονισμένες βουνοκορφές, κάποια μαύρη μέρα της άνοιξης του 1941, μια οβίδα τον χτύπησε στα πλευρά και τούκανε ζημιά στον πνεύμονα. Τον μάζεψαν οι συμπολεμιστές του και τον μετέφεραν φορτωμένοι στο πιο κοντινό ορεινό χειρουργείο. Όμως λόγω της σοβαρότητας της κατάστασής του μεταφέρθηκε τελικά σε νοσοκομείο της Αθήνας. Εν τω μεταξύ το μέτωπο είχε καταρρεύσει, όλα τα νοσοκομεία ήταν γεμάτα από τραυματίες του πολέμου, ενώ τα μέσα νοσηλείας ήσαν ανεπαρκή. Η κατάσταση της υγείας του με το πέρασμα του χρόνου χειροτέρευε. Το τραύμα που του προκάλεσε η οβίδα δεν έκλεινε και ο Νικόλας τελικά έπεσε σε κώμα. Οι γιατροί τον είχαν πιά «ξεγράψει». Κάποιος Μασκλινιώτης που τον αντίκρισε από σύμπτωση στο νοσοκομείο ξαπλωμένον στο κρεβάτι του πόνου, τον αναγνώρισε με δυσκολία, αλλά βλέποντας την κατάστασή του, αφού ήταν σχεδόν αγνώριστος, αποφάσισε να μην αναφέρει τίποτα στους δικούς του στο χωριό, ώστε να τον θεωρήσουν «αγνοούμενο».Πέρασαν δύο μήνες σε αυτή την κατάσταση οπότε μια ημέρα που η νοσοκόμα έφερνε φαγητό στους άλλους αρρώστους του θαλάμου, μισοξυπνάει ο Νικόλας και της λέει: «Εμένα δεν θα μου φέρεις φαγητό;». Η νοσοκόμα σάστισε προς στιγμή, αφού είχε καιρό να του φέρει φαγητό, αλλά συνήλθε και κρατώντας την ψυχραιμία της τον ρώτησε: «πεινάς;». Όταν της απάντησε πως νοιώθει έντονο το αίσθημα της πείνας η νοσοκόμα έτρεξε να του φέρει φαγητό. Από εκείνη την ημέρα άρχισε σιγά - σιγά να ζωντανεύει. Με το πέρασμα του χρόνου η πληγή άρχισε να κλείνει αλλά ο Νικόλας ήταν πολύ αδύναμος. Πριν βγει το καλοκαίρι το νοσοκομείο, αφού δεν μπορούσε πια να του προσφέρει τίποτα άλλο, του έδωσε εξιτήριο και ειδοποιήθηκαν οι δικοί του να τον περιμένουν στο χωριό, που θα ερχόταν με το τραίνο. Πήγε στο σταθμό ο πατέρας του, ο μπάρμπα Χρήστος Μακρής, με το γαϊδουράκι του να τον παραλάβει.
Σαν έφτασε το τραίνο στο χωριό από την Αθήνα κατέβηκαν καμμιά δεκαριά επιβάτες αλλά ο πατέρας του Νικόλα, μη αναγνωρίζοντας το γιό του, άρχισε να τους ρωτάει μήπως τον είδαν στο τραίνο. Πού να φανταστεί πως μεταξύ αυτών ήταν και αυτός, όμως σχεδόν αγνώριστος από την αδυναμία. Μόλις ο φαντάρος αναγνώρισε τον πατέρα του, που τον έψαχνε με βουρκωμένα μάτια μέσα στο πλήθος, έπεσε στην αγκαλιά του. Αυτός, αφού τον σφιχταγκάλιασε για λίγο, τον έβαλε να καβαλήσει στο γαϊδουράκι και γεμάτοι χαρά γύρισαν και οι δύο στο σπίτι τους στην άλλη άκρη του χωριού, δίπλα στο βαγιόρεμα. Τώρα πια ο Νικόλας αναπαύεται στο κοιμητήριο του χωριού μας μαζί με τον πατέρα του. Ας είναι ελαφρό το χώμα που τους σκεπάζει.