ΜΑΓΑΖΙΑ
ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΟΤΑΝ ΑΚΟΜΗ ΗΤΑΝ ΖΩΝΤΑΝΟ
Το Ελαιοχώρι
δεν είχε τυπικό κέντρο, όπως συνηθίζεται σε πολλά χωριά. Το κέντρο των
εμπορικών και λοιπών δραστηριοτήτων μετατοπίστηκε σιγά –σιγά στις αρχές του
1900 περίπου, από τα Στρατηγέκα χάνια στα Κουρβεταρέκα, μετά στου Κοντογιάννη
και στις μέρες μας στο σημερινό κέντρο του χωριού.
Έτσι δημιουργήθηκαν κατά μήκος του κεντρικού
δρόμου, που εκτεινόταν από την εκκλησία του χωριού μέχρι το σταθμό του τραίνου:
το παντοπωλείο των αδελφών Αντρέα και Γιάννη Κουρβετάρη, λίγο πιο πάνω από την
εκκλησία του Αη-Γιώργη. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 διασπάστηκε η
επιχείρηση και κράτησε το κατάστημα αυτό ο Αντρέας. Λειτούργησε κατά κύριο λόγο
σαν κατάστημα γενικού εμπορίου, αλλά δευτερευόντως και σαν καφενείο με δυό -
τρία τραπέζια. Εκεί σύχναζαν και έπιναν τον καφέ τους κάτοικοι της γειτονιάς Γυμνιάνικα.
Ο αδελφός του ο Γιάννης αγόρασε από τον Διαμαντόπουλο το πέτρινο διώροφο κτίσμα
στο σταθμό του τραίνου και άνοιξε δικό του παντοπωλείο. Αργότερα εξελίχθηκε σε
μεγάλο κατάστημα γενικού εμπορίου, μορφή με την οποία λειτουργεί μέχρι σήμερα.
Παραπάνω στη δεξιά μεριά του κεντρικού
δρόμου και στο ισόγειο του διώροφου σπιτιού του Χρήστου Στρατηγάκου λειτούργησε
για πολλά χρόνια χασαποταβέρνα από τον ίδιο. Μετά το θάνατό του συνέχισε να
λειτουργεί από το γιό του το Σταύρο. Ο μισός χώρος είχε διαμορφωθεί σε
κρεοπωλείο, με τα απολύτως απαραίτητα σύνεργα. Ένα μεγάλο ερμάριο με επάλληλη
πόρτα από ψιλή κρισάρα για να αερίζονται τα κρέατα που τοποθετούντο εκεί και να
προστατεύονται από τις μύγες, ένα μεγάλο κούτσουρο φτιαγμένο από τον χοντρό
κορμό πλατανιού, που χρησίμευε για την κοπή του κρέατος, και πάνω σε αυτό
βρίσκονταν πάντοτε μικρά και μεγάλα μαχαίρια, πλατιές μαχαίρες και τα ακόνια
(μασάκια) για το ακόνισμα των μαχαιριών. Σε ένα οριζόντιο σίδερο στην μέση του
δωματίου κρέμονταν από τα τσιγκέλια τα σφαχτά που ήσαν έτοιμα για τεμαχισμό,
για να διατεθούν στους πελάτες του καταστήματος. Στην άκρη πάνω σε έναν πάγκο
βρισκόταν το χασαπόχαρτο με το οποίο τύλιγαν το κρέας, το ταμείο με τα χρήματα
και η ζυγαριά με δύο μεγάλα τάσια δεξιά και αριστερά. Στο ένα τοποθετούσε ο
μπάρμπα-Χρήστος το κρέας και στο άλλο τα απαραίτητα δράμια, μικρά βαρίδια
φτιαγμένα από σίδερο, από ορείχαλκο ή από μολύβι για να το ζυγίσει.Στον άλλο
μισό χώρο του δωματίου υπήρχαν τέσσερα – πέντε τραπέζια και εκεί κάθονταν οι
θαμώνες της ταβέρνας για να απολαύσουν τους πεντανόστιμους μεζέδες, φτιαγμένους
από τα χέρια της θειας μου Μαριγώς και να πιουν τα ποτηράκια τους από το
φημισμένο κρασί του χωριού μας.
Ακόμη πιο πάνω και στην ίδια κατεύθυνση του
δρόμου λειτούργησε στην διάρκεια του μεσοπολέμου το καφενείο του Πολύβιου
Κοντογιάννη, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1940. Σε αυτό λειτουργούσε
παράλληλα και καφεκοπτείο, «έχυναν» το κερί της εκκλησίας και εμπορεύονταν
τσιγάρα. Στη συνέχεια νοικιάστηκε από το γείτονά του Γεώργη Καγκλή (Κορδίκο)
και τον Λυγδόγιαννη που το έκαναν ταβέρνα. Απέναντι από αυτό λειτουργούσε το
χασάπικο του Γιώργη Καγκλή (Κορδίκου), στον ανήφορο και εκατέρωθεν του
κεντρικού δρόμου του χωριού.
Στα
μεταπολεμικά χρόνια λειτουργούσαν στην περιοχή που είναι η σημερινή πλατεία του
χωριού, το περίπτερο-ψιλικατζίδικο του Γιάννη Στρατηγάκη (Θανουκόγιαννη) και το
καφενείο στο σπίτι, ιδιοκτησίας τότε του Ι. Κοτσιώνη. Αυτό άλλαξε πολλά χέρια.
Πριν το 1940 είχε νοικιαστεί από τον Βαγγέλη Κουρλιμπίνη (Κομματά) και τα
αδέλφια του. Κατόπιν το κράτησαν κατά σειρά, για πολλά χρόνια ο Κώστας Λύγδας
(Μάρκος) που έγινε και ιδιοκτήτης ολόκληρου του κτιριακού συγροτήματος, ο
Παναγιώτης Αντωνάκος (Πάϊκος), ο Κώστας Σκιτζής με τον Δημήτρη Μήλη (Κάβουρα),
ο Γιάννης Ράλλης και ο Πολιτιστικός Σύλλογος του χωριού. Τα τελευταία χρόνια το
κράτησε η Vania Stancova.Τώρα ανήκει στους κληρονόμους του
τελευταίου ιδιοκτήτη Γιώργου Καπράνου, με ενοίκιο στα χέρια του συγχωριανού
μας Παναγιώτη Τσιώρου.
Παλιότερα
μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1960, όταν δεν είχε ακόμα ηλεκτροφωτιστεί το
χωριό, το άνοιγμα του καφενείου Καπράνου και
το άναμμα της βενζινόλαμπας για την φωταγώγησή του λίγο πριν φέξει, (λόγω
γειτονιάς) αποτελούσε για τους γονείς μου το ρολόϊ ή τον «κόκορα» όπως έλεγε ο
αείμνηστος πατέρας μου, για να σηκωθούν από το κρεβάτι να πάνε στα χωράφια τους
για το μεροκάματο.
Χτές 27 Μάη 2025
ημέρα Κυριακή ήρθε η τελευταία
ημέρα λειτουργίας και αυτού του καφενείου. Από σήμερα 28 Μάη 2025 μπήκε λουκέτο
στο καφενείο.Ασύμφορη πλέον είχε γίνει τα τελευταία χρόνια ακόμη και η
στοιχειώδης λειτουργία του.Για κερδοφόρα επιχείρηση ούτε λόγος. Παρά τον
εκσυγχρονισμό που είχαν πραγματοποιήσει οι ενοικιαστές τελευταία και τις φιλότιμες προσπάθειές τους να το κρατήσουν ανοιχτό, δεν ήταν πλέον δυνατή
η λειτουργία του. Με πέντε πελάτες τις πρωινές ώρες και άλλους δέκα τις
απογευματινές ήταν αδύνατο να εξακολουθήσει να πραμένει ανοιχτό. Έτσι έσβησε
από το χάρτη του χωριού μας ένα ακόμη στέκι των Μασκλινιωτών και των φίλων του
χωριού μας. Μπήκε, ίσως για παντοτινά, η ταφόπλακα στη λειτουργία του καφενείου. Ακολούθησε δυστυχώς και αυτό την
μοίρα όλων των καταστημάτων των ορεινών οικισμών της περιοχής μας. Τον επικήδειό
του έγραψαν με λίγα λόγια δυο τρεις συγχωριανοί μας στα μέσα κοινωνικής
δικτύωσης, και με ευχές για την
επαναλειτουργία του, γιατί πάντα η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.
Αλλά όμως η
πληθυσμιακή κατηφόρα του χωριού είναι
συνεχής, αδυσώπητη και χωρίς επιστροφή. Αυτή επιρρεάζει καθοριστικά και τα σημεία συνάντησης στο χωριό του κάθε Μασκλινιώτη. Έμειναν ακόμη σε
λειτουργία στο χωριό το άλλο καφενείο, το μπακάλικο στο κέντρο του χωριού και η
εκκλησία του ΑηΓιώργη. Άραγε πιο από αυτά παίρνει σειρά να σβήσει από τον χάρτη
του χωριού μας; Ας ευχηθούμε να μην ιδούμε καμμιά άλλη μεταβολή τόσο σύντομα.
Επίσης
την δεκαετία του 1950 λίγο πιο πάνω από την αγορά, στο ισόγειο του σπιτιού του
Δημοσθένη Λυγγίτσου λειτούργησε παντοπωλείο και καφενείο από τον ιδιοκτήτη του.
Εκεί τρέχαμε τα πιτσιρίκια της γειτονιάς μου και μας «φίλευε» ο μπάρμπα-Δημοσθένης
καραμέλες «ΝΑΣΚΟ» και αφράτα στραγάλια. Στον τοίχο πάνω από τον πάγκο του
μαγαζιού ήταν κρεμασμένη έγχρωμη φωτογραφία με έναν ευτραφή γελαστό κύριο και
την υποσημείωση «ο πωλών τοις μετρητοίς», ενώ στην ίδια φωτογραφία ακριβώς
δίπλα φαινόταν ένας άλλος κατσούφης, ρακένδυτος κύριος που κρατούσε το κεφάλι
με τα χέρια του και είχε την υποσημείωση «ο πωλών επί πιστώσει». Αργότερα και
για κάμποσα χρόνια, μετά την κατεδάφιση του σπιτιού και το κτίσιμο του
σημερινού, στο ισόγειο λειτούργησε καφενείο από τον Σταύρο Στρατηγάκη, στην
ιδιοκτησία του οποίου περιήλθε το κτίριο.
Λειτούργησε
ακόμη στην περιοχή της αγοράς το μπακάλικο-καφενείο του Γιώργη Καγκλή -
(Χαρικλιά) στο ισόγειο του σπιτιού του που το κρατούσαν ανοιχτό τα παιδιά του ο
Γιάννης και ο Βασίλης καθώς το μπακάλικο - καφενείο του Νίκου Μέγγου
(Ντρίτσαλη). Σε αυτό για πολλά χρόνια στεγαζόταν και το κουρείο του, στην πίσω
γωνιά της σημερινής αποθήκης του, που το είχε χωρίσει από τον υπόλοιπο χώρο με
πρόχειρη ξύλινη κατασκευή ύψους ενός μέτρου περίπου. Στον τοίχο του μαγαζιού
υπήρχε μια πινακίδα που ειδοποιούσε του πελάτες με την λαϊκή ρήση «Εάν μας
αγαπάτε, βερεσέ μη μας ζητάτε». Απέναντι από την πλατεία λειτουργεί από το 1932
και η ονομαστή χασαποταβέρνα του Γιάννη Σκλημπόσιου. Εκεί συναντιόνταν
καθημερινά οι χωριανοί, φίλοι του ποτηριού και του μεζέ, κουτσομπολεύοντας την
καθημερινότητα του χωριού και τραγουδώντας αξέχαστα λαϊκά τραγούδια με την
συνοδεία ενός ξεκουρδισμένου γραμμόφωνου και άλλα τραγούδια της «τάβλας» μέχρι
τα μεσάνυχτα. Οι μπριζόλες και τα παϊδάκια που ψήνονταν στις σχάρες πάνω στο
μεγάλο μαγκάλι στην πίσω αυλή της ταβέρνας «ξεσήκωναν» με τις ευχάριστες και
γαργαλιστικές οσμές τους όλη τη γειτονιά. Κι’ εγώ τις παγερές νύχτες του
χειμώνα χωμένος κάτω από τις κουβέρτες του κρεβατιού, στην καμαρούλα του
σπιτιού μου, που είναι ακριβώς δίπλα στην ταβέρνα, αφουγκραζόμουνα μέσα στης
νύχτας τη σιγαλιά τα τραγούδια τους και τα καληνυχτίσματά τους, καθώς ξέβγαιναν
για τα σπίτια τους και έτσι με έπαιρνε ο ύπνος.
Στην
περιοχή του σιδηροδρομικού σταθμού είχε αναπτυχθεί μεγάλη αγορά, όπως το
κατάστημα γενικού εμπορίου του Γιάννη Κουρβετάρη. Στο κατάστημα αυτό εύρισκες
ό,τι μπορείς να φανταστείς, είχε και «του πουλιού το γάλα». Σε μια γωνιά είχε
αναρτήσει στον τοίχο την λαϊκή ρήση «πώληση τοις μετρητοίς και
φιλία…..διαρκής». Για να γίνει κατανοητή η εμπορική κίνηση του καταστήματος
εκείνη την εποχή σημειώνουμε ότι μερικές ημέρες της εβδομάδος και ιδιαίτερα τις
Κυριακές συγκεντρώνονταν γύρω από το κατάστημα μέχρι και 150 μουλάρια με
χωρικούς της γύρω περιοχής (Ανδρίτσα, Αγια Σοφιά, Άγιος Γεώργιος, κ.λ.π.) που
έρχονταν στο κατάστημα να κάνουν τα ψώνια τους. Δίπλα ακριβώς από το κατάστημα
του Κουρβετάρη στεγαζόταν η χασαποταβέρνα – καφενείο που λειτούργησε αρχικά από
τον Γιώργη Καγκλή (Κορδίκο) και στη συνέχεια από τους Γιώργη Παπαϊωάννου (Γάλη-
Γάλη) και Κώστα Μπαμπά. Τροφοδοτούσε με κρεατικά κυρίως τους κατοίκους του πάνω
χωριού, ενώ εκεί στα λιγοστά τραπεζάκια της περνούσαν τις ώρες τους,
απολαμβάνοντας τον καφέ τους και παίζοντας «πρέφα» και «δηλωτή» οι κάτοικοι της
ίδιας γειτονιάς. Στο βορινό μέρος του κτιρίου του σταθμού λειτουργούσε το
καφενείο του Παναγιώτη Κουρλιμπίνη (Μούντρου) που σε μια γωνιά του λειτουργούσε
για μικρό χρονικό διάστημα και κουρείο, ενώ δίπλα στις γραμμές του τραίνου
λειτουργούσε το περίπτερο του Γιώργη Κουρλιμπίνη (Πρέζα).
Στα
1920 λειτούργησε για λίγα χρόνια, και το παντοπωλείο των αδελφών Κίκιζα, στο
νέο σπίτι τους, δίπλα στις γραμμές του τραίνου. Μετά πάροδο πενταετίας περίπου,
άφησαν το κατάστημα στο χωριό, καθόσον ο μεγαλύτερος αδελφός τους στην αρχή και
μετέπειτα ολόκληρη η οικογένεια, μετανάστευσαν στην Αθήνα, για αναζήτηση
καλύτερης τύχης, ανοίγοντας αρχικά παντοπωλείο στην περιοχή του Μεταξουργείου,
που ανέπτυξε σύντομα μεγάλη πελατεία. Εκεί με την εργατικότητά τους και το
εμπορικό τους δαιμόνιο «έστησαν» τελικά την βιομηχανία ζυμαρικών «Μέλισσα», για
την οποία θα αναφερθούμε εκτενέστερα παρακάτω. Το κατάστημα αυτό μέχρι τις
αρχές του 1931 πέρασε στα χέρια των συγχωριανών μας Γιάννη Σκλημπόσιου και
Χρήστου Σκιντζή, που είχαν συγγένεια μεταξύ τους. Από το 1932 παράτησαν τελικά
το παντοπωλείο και ο πρώτος άνοιξε την ταβέρνα στην αγορά του χωριού, που
λειτουργεί μέχρι σήμερα.
Η Παναγιώτα Χουγιάζου θυμάται και αυτή στα μέσα του 1900,
ανηφορίζοντας για το σταθμό, το κατάστημα γενικού εμπορίου του Αντρέα
Κουρβετάρη, την χασαποταβέρνα του Χρήστου Στρατηγάκου, την χασαποταβέρνα του
Γιώργη Καγκλή (Κορδίκου), το καφενείο του Πολύβιου Κοντογιάννη, το χασάπικο που
στεγαζόταν στο σπίτι του Πάϊκου, το μπακάλικο στο ισόγειο του σπιτιού του
Μπουρδούση, το μπακάλικο – καφενείο του Γιώργη Καγκλή (Χαρικλιά), το καφενείο
στο σπίτι του Κοτσιώνη και την χασαποταβέρνα του Γιάννη Σκλημπόσιου στην αγορά
και το κατάστημα γενικού εμπορίου του Διαμαντόπουλου στο σταθμό του τραίνου.
Η
χαριτωμένη μικρή ιστορία, που διηγείται η
αείμνηστη Αγιασοφίτισσα Τσούμα Παναγιώτα, την οποία καταχωρούμε αμέσως παρακάτω, δείχνει μερικά
από τα μαγαζιά του χωριού μας που
επισκεπτόταν την εποχή εκείνη, τη δεκαετία του 1950, συχνά – πυκνά ο
Αγιασοφίτης Γιάννης Ρόλλας ή
«Γιάνναρος»………..Ένα κυριακάτικο πρωινό ο Γιάνναρος είχε προγραμματισμένη επίσκεψη
στο διπλανό μεγάλο χωριό, τη Μάσκλινα, για δουλειές, ψώνια, δημόσιες σχέσεις
και άλλα. Από πολύ πρωί ετοίμασε το πολύτιμο σύντροφο και βοηθό του, το γαϊδαράκο
του.Τον σαμάρωσε, έδεσε πίσω αριστερά στο σαμάρι μια χερουκλιά σανό και στην
άλλη μεριά κρέμασε τον ντορβά με λίγο κριθάρι για να ξελημερίση* το ζωντανό. Η
συμβία του, η κυρά Κατερίνα, του επέβαλε, παρά τη θέλησή του, να πάρει μαζί του
και την μικρή τους ανηψιά, δέκα χρονών κοριτσάκι, που κείνη την εποχή
παραθέριζε στο χωριό, όπως κάθε καλοκαίρι. Ήθελε να χαρεί λίγο το παιδί,
βλέποντας ξένο τόπο και αλλάζοντας παραστάσεις και περιβάλλον.Τι μαγαζιά που
είχε τότε η Μάσκλινα ! Τι κουρεία, σαμαρτζίδικα, πεταλωτήρια, τι δημόσιες
υπηρεσίες και άλλα πρωτάκουστα για το
παιδί. Ξεκίνησαν για τη Μάσκλινα, πίσω αυτός και μπροστά η μικρή ανηψιούλα του,
καβάλα στο γάϊδαρο. Αφού ανέβηκαν τον αρμακά ξαγνάντησαν στο χωριό. Φτάνοντας
εκεί, πέρασαν έξω από τον ΑηΓιώργη που δεν είχε σχολάσει ακόμη. Ο Γιάνναρος
έστρεψε το βλέμμα του προς την εκκλησία, κάτι μουρμούρισε, άφου δεν τα είχε
τόσο καλά με τους Άγιους και συνέχισε το ταξίδι του για το δικό του
«προσκύνημα». Σε λίγο, χωρίς πολύ συλλογισμό, σταμάτησε έξω από την ταβέρνα του
Χρήστου Στρατηγάκη. Η είσοδος στην ταβέρνα ήταν μεγαλειώδης. Οι θαμώνες με την
παρουσία του πετάχτηκαν όρθιοι, παντού φωνές επευφημίες και χαιρετισμοί από
κάθε γωνιά του μαγαζιού. Δεν θέλει πολλά ο φιλοσοφημένος άνθρωπος, σκέφτηκε ο
Γιάνναρος, για να είναι ευτυχισμένος σε τούτη τη ζωή. Καλή καρδιά, καλούς
φίλους, μιά σαρδέλα, λίγα τρίμματα τυρί
πάνω σε μια λαδόκολα και κρασάκι ευλογημένο που μόλις το έπιασαν από το βαγένι
στο υπόγειο. Μετά μιας ώρας κρασοκατάνυξη και αφού ευφράνθηκε η ψυχή του και στυλώθηκε
η καρδιά του, βγήκε έξω από το ταβερνάκι, με αργό νωχελικό βήμα, χαμογελαστός
και κεφάτος. Ο ήλιος είχε σηκωθεί ψηλά στον ουρανό και ολόκληρο το χωριό της
Μάσκλινας χαιρόταν.Οι άνθρωποι, μετά την εκκλησία, χαμογελαστοί, μοιράζονταν
στις ταβέρνες, τα καφενεία και τα άλλα μαγαζάκια του χωριού. Και είχε πολλές
δουλειές να κάμει. Έπρεπε να πάρει μια μποτίλια πετρέλαιο και οινόπνευμα από
το μπακάλικο του Αντρέα Κουρβετάρη.
Μπακαλιάρο και ξεραμένο χταπόδι από τους άλλους Κουρβεταραίους στο Σταθμό. Ήθελε
να δεί τον Κορδίκο στη χασαποταβέρνα και είχε κανονίσει και μια συκωταριά, για
επισφράγισμα της ημέρας, στην ταβέρνα
του Σκλημπόσιου. Και αν θα προλάβαινε θα πήγαινε στο καφενείο στο σταθμό και
στο διπλανό χασάπικο του Μπαμπά…………..
Τα πιο
πολλά μαγαζιά που υπήρχαν στην «αγορά», γύρω από σημερινή πλατεία του χωριού,
έχουν πάψει να είναι ανοιχτά, για την
εξυπηρέτηση των χωριανών και ανήκουν πια στην «ιστορία». Λειτουργούν εκεί ακόμη
μόνον τα δύο καφενεία, το ένα στο σπίτι του Κοτσιώνη, ιδιοκτησίας τώρα των
κληρονόμων Γ. Καπράνου και το άλλο απέναντι που ανήκει στην ιδιοκτησία του
Γιώργη Στρατηγάκη, καθώς και το παντοπωλείο του Νίκου Μέγγου. Επίσης στην ίδια
περιοχή βρίσκεται και η ταβέρνα του Γιάννη Σκλημπόσιου που, όπως προαναφέραμε, λειτουργεί
συνεχώς από το 1932 και παραμένει ανοιχτή όλες τις ημέρες του χρόνου. Τώρα έχει
περάσει στα χέρια των εγγονών του. Έχει γίνει γνωστή στην ευρύτερη περιοχή της
Αργολίδας και της Αρκαδίας για τους πεντανόστιμους μεζέδες της και τα υπόλοιπα
πλούσια εδέσματα, που φτιάχνει με πολύ μεράκι η «αρχηγός» της επιχείρησης, η
κυρά Ελένη. Στο σταθμό του τραίνου εξακολουθεί να λειτουργεί το παντοπωλείο του
Γιάννη Κουρβετάρη, από το γιό του το Γιώργη, αλλά έχει χάσει πια και αυτό την
παλιά του αίγλη, αφού ο σταθμός του τραίνου έχει πιά ερημώσει, ενώ όλα τα γύρω
χωριά, που οι κάτοικοί τους ήταν πελάτες του, έχουν αποκτήσει οδική επικοινωνία
με τις μεγάλες πόλεις και οι προμήθειες των κατοίκων τους πραγματοποιούνται
πλέον από εκεί. Το έτος 2023 έκλεισε και αυτό το μαγαζί, λόγω συνταξιοδότησης
των ιδιοκτητών του. Πάνε και οι εικόνες που εμφάνιζε τα πρωϊνά των Κυριακών η
περιοχή κάτω από τη σιδηροδρομική γραμμή
μέχρι το σημερινό μνημείο των πεσόντων, εκεί γύρω από το μαγαζί του
Κουρβεταρόγιαννη με τα εκατό και πλέον
μουλάρια, δεμένα με τα καπιστρόσκοινα στις τρύπες που σχημάτιζαν οι γύρω βράχοι
μέσα στο γυμνό και άνυδρο τοπίο. Εκεί
περίμεναν τα ζώα καρτερικά, μέχρι να γυρίσουν από το μαγαζί οι αναβάτες
τους που είχαν καταφτάσει από τα γύρω
χωριά για ψώνια, να τους τα φορτώσουν και να ξαναγυρίσουν με τα αφεντικά τους
μεσημεριάτικα στον προορισμό τους.
Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος -
Μασκλινιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου