Πέμπτη 31 Αυγούστου 2023

 

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ   ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ

     Ο καθορισμός και η σημασία των οικογενειακών ονομάτων πάντοτε προκαλεί ενδιαφέρον. Πολλοί έχουν την περιέργεια να μάθουν την προέλευση και την σημασία του οικογενειακού τους ονόματος. Εδώ θα ασχοληθούμε με την ετυμολογία ορισμένων οικογενειακών ονομάτων συμπατριωτών μας, χωρίς να παραγνωρίζουμε τις δυσκολίες που έχει η ενασχόλησή μας αυτή με το θέμα, καθώς και τον μεγάλο κίνδυνο που ενέχει η παρετυμολόγηση των ονομάτων αυτών. Η ασχολία μας αυτή απευθύνεται στους συμπατριώτες μας Μασκλινιώτες, ιδιαίτερα στους νεότερους και έχει μάλλον τον χαρακτήρα της πληροφόρησης.

Τα ονόματα που σημειώνουμε την ετυμολογία τους είναι σχετικά λίγα, σε σχέση με τα ονόματα όλων των συμπατριωτών μας που είναι πολύ περισσότερα. Όμως ευελπιστούμε ότι η προσπάθειά μας αυτή αποτελεί μόνο την αρχή και ότι θα υπάρξουν στο μέλλον και άλλοι συμπατριώτες μας που θα προβούν σε τυχόν διορθώσεις στις ερμηνείες των οικογενειακών ονομάτων που δίνουμε παρακάτω, αλλά και θα επεκτείνουν την έρευνά τους στην ετυμολογία και των υπολοίπων οικογενειακών ονομάτων των συμπατριωτών μας.

     Οι πρόγονοί μας δημιουργούσαν οικογενειακά ονόματα με τους παρακάτω τρόπους:

α) δίνοντας αρχικά στα παιδιά τους ονόματα βαφτιστικά. Από αυτά με την κατάληξη –ακος, -ακης και -ουλης σχηματιζόταν το υποκοριστικό - χαϊδευτικό όνομα, που στην αρχή σήμαινε ο μικρός τους γιός. Επίσης στα βαφτιστικά ονόματα των παιδιών προσθέτοντας την κατάληξη -αρος ή -αρης σχημάτιζαν το όνομά τους, όταν ήθελαν να τα επαινέσουν ή να τους δείξουν ότι μεγάλωσαν. Στην πορεία αυτά τα ονόματα που τους έδιναν προσθέτοντας τις παραπάνω καταλήξεις, με την χρήση επικρατούσαν και γίνονταν ονόματα οικογενειακά. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα παρακάτω επώνυμα που προήλθαν από βαφτιστικά ονόματα.

 Από το βαφτιστικό όνομα Αντώνης και την κατάληξη -ακος προήλθε το επώνυμο «Αντωνάκος».

 Από το βαφτιστικό όνομα Στρατηγός και την κατάληξη –άκος προήλθε το επώνυμο «Στρατηγάκος».

 Από το βαφτιστικό όνομα Παύλος και την κατάληξη -άκος προήλθε το επώνυμο «Παυλάκος».

 Από το βαφτιστικό όνομα Παναγιώτης ή Πανάγος και την κατάληξη -ακος προήλθε το επώνυμο «Παναγάκος».

 Από το βαφτιστικό όνομα Διαμαντής και την κατάληξη -ακος προήλθε το επώνυμο «Διαμαντάκος».

 Από το βαφτιστικό όνομα Ανδριανός και την κατάληξη –ακος προήλθε το επώνυμο «Ανδριανάκος».

 Από το βαφτιστικό όνομα Γιαννάκος και την κατάληξη –ακος προήλθε το επώνυμο «Γιαννακάκος».

 Από το βαφτιστικό όνομα Παναγιώτης και την κατάληξη -ακος προήλθε το επώνυμο «Παναγιωτάκος».

 Από το βαφτιστικό όνομα Γιάννης και την κατάληξη –ουλης προήλθε το επώνυμο «Γιαννούλης».

 Από το βαφτιστικό όνομα Ματθαίος και την κατάληξη –ούλης προήλθε το επώνυμο «Ματθαιούλης».

 Τέλος από το βαφτιστικό όνομα Γιάννης και την κατάληξη –αρος, που εξελικτικά μετετράπη το «ο» σε «η», προήλθε το επώνυμο «Γιάνναρης».

β) Από αυτό καθαυτό το βαφτιστικό τους όνομα: Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα παρακάτω επώνυμα:

 Από το βαφτιστικό όνομα Γρηγόρης προέκυψε το οικογενειακό όνομα «Γρηγορίου».

 Από το βαφτιστικό όνομα Φραντσέσκα προέκυψε το οικογενειακό όνομα «Φράγκος».

 Από το βαφτιστικό όνομα Κανέλλα προέκυψε το οικογενειακό όνομα «Καννέλης».

Από το βαφτιστικό όνομα Άγγελος και την κατάληξη –ιδης, που προσδιορίζει Ποντιακή καταγωγή, προέκυψε το οικογενειακό όνομα «Αγγελίδης».

Τέλος το οικογενειακό όνομα «Τσιρικολιάς» προέκυψε από την σύνθεση των βαφτιστικών ονομάτων Ηλίας - Λιας και Κυρίκος. Αρχικά το οικογενειακό όνομα «Τσιρίκος» προήλθε κατά πάσα πιθανότητα από το σπάνιο βαφτιστικό όνομα Κηρύκος, που έγινε με «Τσιτακισμό» Τσιρίκος. Ο Λιας ο Τσιρίκος που ήταν ο γιός της οικογένειας του Τσιρίκου ονομαζόταν Τσιρικολιάς. (Στο Καστρί κατά την ίδια έννοια υπήρχε το παρωνύμιο Κοσμόγιαννης, δηλαδή ο Γιάννης, ο γιός της οικογένειας Κοσμά).Έτσι αργότερα με την πολλή χρήση το παρωνύμιο «Τσιρικολιάς» έγινε οικογενειακό όνομα.

γ) Από την ιδιότητα, το επάγγελμα ή την ασχολία που χαρακτήριζε τον αρχηγό της οικογένειας και προηγείτο από το βαφτιστικό όνομά του.

Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα παρακάτω επώνυμα:

Από την ιδιότητα του ιερέα και το βαφτιστικό όνομα Γιάννης προήλθε το επώνυμο «Παπαγιάννης». Το ίδιο από το βαφτιστικό όνομα του Γεωργίου, προήλθε το επώνυμο «Παπαγεωργίου». Το ίδιο επίσης από το βαφτιστικό όνομα του Ιωάννου, προήλθε το επώνυμο «Παπαϊωάννου».

Το οικογενειακό όνομα Κουρβετάρης ξεκίνησε από τη λέξη κουβέρτα, το σκέπασμα. Από το ουσιαστικό κουβέρτα και με την παραγωγική κατάληξη αρης, σχηματίστηκε το επαγγελματικό όνομα κουβερτάρης, που σήμαινε αυτόν που κατασκεύαζε κουβέρτες. Σε κάποιο στάδιο και ύστερα από αναγραμματισμό της λέξης το όνομα έγινε «Κουρβετάρης». Η άποψη αυτή είναι σύμφωνη με αυτή του αείμνηστου Καστρίτη Βασίλη Γιαννάκου Τόγια, όπως την εκθέτει αναλυτικά στο βιβλίο του «Καστρίτικα της Κυνουρίας».

δ) Από τον τόπο της καταγωγής του αρχηγού της οικογένειας. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα παρακάτω επώνυμα:

 Αυτός που κατάγεται από το χωριό του Πάρνωνα Βαρβίτσα έχει το οικογενειακό όνομα «Βαρβιτσιώτης».

 Αυτός που προέρχεται από το αξέχαστο παραλιακό προάστιο «Γκιοζτεπέ» της Σμύρνης έχει το οικογενειακό όνομα «Τεπεγκιόζης». «Goztepe» είναι σύνθετη λέξη τούρκικη και σημαίνει: Gοz=μεγάλα μάτια και tepe= τόπος –περιοχή.

Αυτός που οι μακρυνοί πρόγονοί του κατάγονταν από την Λύγδα, την αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, φέρει το οικογενειακό επώνυμο «Λύγδας». Η πόλη Λύγδα πρωτοεμφανίστηκε την εποχή του σιδήρου. Μετά την μικρασιατική καταστροφή το 1922 και την ανταλλαγή των πληθυσμών την μετονόμασαν Adagide και σήμερα είναι ένα μικρό χωριό και ονομάζεται Ovakent. Η Λύγδα βρίσκεται 12 χιλιόμετρα νότια του Εύδαιμου – Οdemis, στη βόρεια πλευρά της οροσειράς του Τμώλου και γύρω από το νότιο τμήμα της κοιλάδας του ποταμού Καΐστρου.

Από το γιό ή τον απόγονο του Λύγδα και την κατάληξη –οπουλος, που έχει Πελοποννησιακή προέλευση, προέκυψε το οικογενειακό όνομα «Λυγδόπουλος»

ε) Από επιμειξίες ξενογλώσσων λέξεων με βαφτιστικά ονόματα ή άλλες τοπικές ονομασίες. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα επώνυμα:

Από την τούρκικη λέξη kara (μαύρος ) και το βαφτιστικό όνομα Πάνος προήλθε το οικογενειακό όνομα «Καραπάνος»

Από την τούρκικη λέξη kara (μαύρος) και το βαφτιστικό όνομα Γιάννης προήλθε το οικογενειακό όνομα «Καραγιάννης»

Από την τούρκικη λέξη kara (μαύρος) και το βαφτιστικό Πάνος προήλθε, ύστερα από αναγραμματισμό, και το οικογενειακό όνομα «Καπράνος»

Από την ιταλική λέξη Duros που σημαίνει σκληρός, άκαμπτος, αλύγιστος αλλά και δυνατός και το βαφτιστικό όνομα Κώνστας που προτάσσεται, προήλθε το οικογενειακό όνομα «Κωνσταντούρος».

στ) Από το βαφτιστικό όνομα σαν δεύτερο συνθετικό και την σωματική διάπλαση του ανθρώπου. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν το επώνυμα:

Από το μικρό ύψος του ο Γιάννης, πήρε το οικογενειακό όνομα «Κοντογιάννης».

Από την μειονεξία στη βάδιση ο Γιάννης, πήρε το οικογενειακό όνομα «Κουτσογιάννης».

ζ) Από την ονομασία της κατάστασης, της στάσης ή της διάπλασης ανθρώπων ή αντικειμένων. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα επώνυμα:

Από το μεγάλο ύψος του ανθρώπινου σώματος, το μάκρος, προήλθε το οικογενειακό όνομα «Μακρής».

Από την μειονεξία στην στάση του ανθρώπινου σώματος -κλίση του σώματος κατά τη βάδιση- προήλθε το οικογενειακό όνομα «Γερτός».

Από την στάση του ανθρώπινου σώματος σε αναπαυτική θέση, προήλθε το οικογενειακό όνομα «Ξάμπλας».

Τέλος από την τουρκική λέξη baba που σημαίνει ο πατέρας, ο ευεργέτης, προήλθε το οικογενειακό όνομα «Μπαμπάς».

Από την λέξη ξύνισμα που σημαίνει όξινη γεύση, δυσαρέσκεια ή δυσφορία, προήλθε το οικογενειακό όνομα «Ξυνός»

Από την τούρκικη λέξη bakir που σημαίνει ο ανέγγιχτος και σε ελληνική ελεύθερη μετάφραση ο αδέσμευτος, ο ανύπαντρος και τελικά ο εξελληνισμένος όρος μπακούρι, προήλθε το οικογενειακό όνομα «Μπακούρης».

Από την σλαβική λέξη hujati που σημαίνει φωνάζω και μεταφορικά κατσαδιάζω, μαλώνω κάποιον φωναχτά, προήλθε το οικογενειακό όνομα «Χουγιάζος».

Από την λέξη Σκιτζής που σημαίνει ο ασυγχρόνιστος, προήλθε το οικογενειακό όνομα «Σκιτζής».

Από την ρίζα της  ονομασίας του άγριου σαρκοφάγου ζώου,  του Λύγκα, που διακρίνεται για την εξυπνάδα του και την κατάληξη των  υποκοριστικών  επιθέτων

-ιτσος, προήλθε το οικογενειακό όνομα «Λυγκίτσος».  

 Οι Έλληνες ναυτικοί προσέδιδαν στο ισχυρό εξοπλισμένο ιστιοφόρο σκάφος του 17ου αιώνα την ονομασία delini, και κατά την γλωσσική παραφθορά Δελίνι. Κατά πάσα πιθανότητα από την ονομασία αυτή προήλθε το οικογενειακό όνομα «Δελίνης».

                                                                         Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης

Πέμπτη 17 Αυγούστου 2023

 

ΜΕΤΡΑ ΚΑΙ ΣΤΑΘΜΑ ΠΟΥ ΙΣΧΥΣΑΝ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ 1η ΙΟΥΛΙΟΥ 1959

 

Από την δημιουργία του οικισμού της Μάσκλινας, μέχρι την 1η Ιουλίου 1959 οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν την Οθωμανική μονάδα μέτρησης μάζας (στερεών και υγρών) την «οκά» (Τουρκ. Okka). Μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας γενικότερα, συνέχισε να χρησιμοποιείται η οκά στα κράτη που προέκυψαν από την διάλυσή της, μεταξύ των οποίων και η χώρα μας, παράλληλα με τις μονάδες του μετρικού συστήματος που είχαν υιοθετηθεί εδώ από το 1876.Η οκά υποδιαιρούνταν σε 400 δράμια. Η λέξη δράμι (Τουρκ. dram) είναι αντιδάνειο και προέρχεται από το αραβικό ντιράμ, το οποίο με την σειρά του προέρχεται από την αρχαία δραχμή.

 Πολλαπλάσιο της οκάς ήταν ο στατήρας ή καντάρι (Τουρκ. kantar) που ισοδυναμούσε με 44 οκάδες, ενώ το τσεκί (Τουρκ.ςeki) ισοδυναμούσε με τέσσερα καντάρια. Καντάρια είχαν στην ιδιοκτησία τους σχεδόν όλα τα σπίτια του χωριού, γιατί ήταν άκρως απαραίτητα. Με το καντάρι ζύγιζαν  τα κοφίνια με τις παστές ελιές, τις λαδούσες με το λάδι, τα σακιά με το αλεύρι, το σιτάρι  και άλλα βαριά αντικείμενα. Το καντάρι κατά τη χρήση του το κρεμούσαν από το γάντζο του στη μέση ενός οριζόντιου ξύλου από σκληρό δέντρο, συνήθως πουρνάρι. Τις άκρες του ξύλου τις στήριζαν στους ώμους τους, στεκόμενοι όρθιοι και αντικρυστά. Με τις αλυσίδες που κρέμονταν από το καντάρι έδεναν το αντικείμενο που επρόκειτο να ζυγίσουν και το ανασήκωναν ελαφρά από το έδαφος. Με το βαρίδι του κανταριού τέλος, που το έσυραν στο οριζόντιο άξονά του και ήταν αριθμημένος σε οκάδες  εύρισκαν το βάρος του αντικειμένου που ζύγιζαν. Όταν επρόκειτο να ζυγίσουν αντικείμενα μικρού βάρους χρησιμοποιούσαν την παλάντζα, καντάρι σε μικρογραφία, που από τις αλυσίδες του κρεμόταν ένα μεγάλο τάσι  στρογγυλό, διαμέτρου εξήντα εκατοστών περίπου. Την παλάντζα κατά την ζύγιση συνήθως την κρατούσε στο χέρι ένα άτομο.

    Η χρήση της οκάς επέζησε τελικά έως την δεκαετία του 1990 μόνο στις συσκευασίες εμφιάλωσης ούζου και συναφών ποτών, καθώς στα μεταλλικά από αλουμίνιο κύπελλα σερβιρίσματος του κρασιού στις ταβέρνες. Έτσι διατηρήθηκε το «εικοσιπενταράκι» που αντιστοιχούσε σε 80 γραμμάρια, το «πενηνταράκι» σε 160 γραμμάρια, το «εκατοσταράκι» σε 320 γραμμάρια και το «μισοκοκαδιάρικο» σε 640 γραμμάρια.

Η ζύγιση μικρών ποσοτήτων στα παντοπωλεία γινόταν με την επιτραπέζια ζυγαριά που είχε δύο τάσια. Στο ένα τοποθετούντο τα ζύγια (δράμια) και στο άλλο το προϊόν που προορίζονταν για ζύγιση. Στα μανάβικα τα οπωροκηπευτικά ζυγίζονταν με την παλάντζα. Η οκά αντιστοιχούσε σε 1280 γραμμάρια και το δράμι σε 3,2 γραμμάρια. Στην Τουρκία η οκά ονομαζόταν eski okka (παλαιά οκά) που έπαψε να χρησιμοποιείται το 1931 σε αντιδιαστολή με το χιλιόγραμμο, το οποίο ονομάζεται yeni okka (νέα οκά).

Όλα τα καταστήματα του χωριού διέθεταν και την  «πλάστιγγα» για να ζυγίζουν μεγάλες ποσότητες προϊόντων. Την είχαν τοποθετήσει σε σημείο που είχαν εύκολη πρόσβαση, για να μπορούν να εξυπηρετούνται πιο άνετα. Επίσης στα καταστήματα για την μέτρηση κυρίως των υφασμάτων χρησιμοποιήθηκε σαν μονάδα μήκους ο «εμπορικός ή Τουρκικός πήχης». Ο κάθε πήχης που είχε μήκος 0,648 μέτρα και υποδιαιρούνταν σε 8 ρούπια. Ο «τεκτονικός πήχης» αποτέλεσε μονάδα που χρησιμοποιήθηκε από τους κατοίκους για γραμμικές ή τετραγωνικές μετρήσεις οικοπέδων και εδαφικών εκτάσεων γενικότερα. Ισοδυναμούσε με 0,75 μέτρα και υποδιαιρούνταν σε 24 δακτύλους.

   Από την 1η Απρίλη 1959 η οκά αντικαταστάθηκε από την νέα μονάδα μέτρησης, το χιλιόγραμμο ή κιλό που υποδιαιρείται σε 1000 γραμμάρια. Ένα κιλό αντιστοιχεί με 312,5 δράμια της οκάς, ενώ η οκά αντιστοιχούσε με 1282 γραμμάρια. Ο εμπορικός πήχης αντικαταστάθηκε από τον «βασιλικό πήχη» που ισούται με ένα μέτρο, ενώ ο τεκτονικός πήχης αντικαταστάθηκε από το τετραγωνικό μέτρο που υποδιαιρείται σε 100 τετραγωνικές παλάμες. Το μέτρο, το τετραγωνικό μέτρο και το χιλιόγραμμο ή κιλό αποτελούν σήμερα τις νόμιμες μετρικές μονάδες που καθιερώθηκαν στη χώρα μας κατά το δεκαδικό σύστημα και αυτές χρησιμοποιούν πλέον οι κάτοικοι του χωριού στις οικονομικές τους συναλλαγές.

                                                                           Γιώργος   Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

  Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΤΡΑΙΝΟΥ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ   Από τις αρχές της δεκαετίας του 1890, μεγάλη ώθηση στην οικιστική, οικονομ...