Η
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΙΑΤΙΚΗ «ΘΥΣΙΑ» ΤΩΝ ΜΟΣΧΑΡΙΩΝ
ΣΤΑ ΧΑΣΑΠΙΚΑ
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 και ίσως
παλαιότερα, η εκτροφή στο χωριό μας
μοσχαριών και αγελάδων είχε σταματήσει. Τα βόδια είχαν πιά αντικατασταθεί στις
γεωργικές εργασίες και τις μεταφορές από τα άλογα και τα γαϊδουρομούλαρα. Οι
χασάπηδες του χωριού λοιπόν από τα μέσα
κάθε Δεκέμβρη μετέβαιναν στα γειτονικά χωριά
που έτρεφαν βοοειδή και αγόραζαν από τους ντόπιους ζωντανά μοσχάρια ή αγελάδες
για να τα οδηγήσουν στο σφαγείο τους τις
παραμονές των επερχόμενων μεγάλων εορτών της Χριστιανοσύνης. Τα μετέφεραν στο
χωριό συνήθως με το τραίνο, πάνω σε φορτηγά βαγόνια, αλλά και οδικώς, μέσα από
τα κακοτράχαλα μονοπάτια, οδοιπορώντας ατέλειωτες ώρες, μέχρι να φτάσουν στο
χωριό. Θα τα έσφαζαν και το κρέας τους θα το πουλούσαν τις ημέρες αυτές στα
νοικοκυριά του χωριού, για να το
μαγειρέψουν «στιφάδο» και να το σερβίρουν στο γιορτινό τους τραπέζι.
Τις παραμονές λοιπόν
των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς τα τρία χασάπικα του χωριού, του Χρήστου Στρατηγάκου, του Γιάννη Σκλημπόσιου και του Γιώργη Καγκλή, ήταν στις δόξες τους. Εκτός από τα μικρά ζώα (αρνιά, κατσίκια, βεργάδια κλπ.) κάθε χασάπικο του χωριού έσφαζε και από
ένα μοσχάρι ή αγελάδα. Στο χασάπικο του μπαρμπαΓιάννη στη γειτονιά μας την
ημέρα εκείνη στηνόταν ολόκληρο πανηγύρι. Γύρω από τη μεγάλη μουριά στην αυλή του χασάπικου, εκεί
που είχαν δεμένο το υποψήφιο θύμα της Χριστουγεννιάτικης «θυσίας», μαζεύονταν
όλοι οι θαμώνες των γύρω καφενείων, για να παρακολουθήσουν την διαδικασία
σφαγής και εκδοράς του μοσχαριού. Μαζί με αυτούς πλησιάζαμε και εμείς τα
πιτσιρίκια της γειτονιάς να παρακολουθήσουμε το θέαμα. Ο μπαρμπαΓιάννης που ήταν μεγάλος μάστορας σε αυτή τη δουλειά,
φορώντας την ποδιά που έφτανε μέχρι τα νύχια των ποδιών του, πλησίαζε το
σφάγιο. Κρατώντας το μαχαίρι μισοκρυμένο στο παντελόνι του, έδενε πρώτα το μοσχάρι από τα κέρατα με την
τριχιά όσο πιο κοντά γινόταν στον κορμό της μουριάς, για να ακινητοποιηθεί
εντελώς το κεφάλι του. Ύστερα άρπαζε με το δεξί χέρι από την τσέπη του το
μαχαίρι που ήταν το πιο κοφτερό του χασάπικου,
ακουμπούσε τη μύτη του στο σβέρκο του μοσχαριού και το βύθιζε απότομα
στη σάρκα του ζώου. Αμέσως το μοσχάρι έπεφτε τρικλίζοντας στο έδαφος, γιατί το
μαχαίρι είχε μπει με τέχνη στο σβέρκο
του ζώου και είχε καταστρέψει τον
κεντρικό νευρώνα του, την «κοτσίδα» όπως την έλεγαν. Ψύχραιμα και χωρίς να
χάσει χρόνο ο μπαρμπαΓιάννης έκοβε το λαιμό
του ζώου, αποχωρίζοντας σχεδόν το
κεφάλι από το υπόλοιπο σώμα του.
Κάποια χρονιά
όμως που το μοσχάρι δεν είχε προσδεθεί σφιχτά με την τριχιά στον κορμό
της μουριάς, έκοψε το σκοινί και με το
μαχαίρι μπηγμένο στο σβέρκο του άρχισε να τρέχει στους δρόμους του χωριού,
μέχρι που στο τέλος, μετά από καταδίωξη, οδηγήθηκε και πάλι στο χασάπικο. Μετά
τη σφαγή, γυρνούσε ανάσκελα το ζώο με τη
βοήθεια των παρισταμένων
συγχωριανών και άρχιζε με τους
βοηθούς του από τα πόδια την εκδορά του, δηλαδή το «γδάρσιμο». Το δέρμα καθώς
αποχωριζόταν από το κρέας με τα μαχαίρια, το έστρωναν κατά γης με την τριχωτή
όψη του προς το χώμα, για να μην λερωθεί το κρέας. Άνοιγαν την κοιλιά του ζώου
βγάζοντας από μέσα τα εντόσθιά του.(συκωταριά, έντερα, πατσιές κλπ).
Έπειτα κρεμούσαν το σφαγμένο
μοσχάρι από τα πισινά πόδια με μεγάλο
τσιγκέλι, δένοντάς το σε κομμάτι από
τριχιά. Την περνούσαν σε μια γερή κλάρα της μουριάς που έπαιζε το ρόλο του
βαρούλκου και τραβώντας την τριχιά, το
σφάγιο σηκωνόταν προς τα πάνω. Αφού
αφαιρούσαν εντελώς το δέρμα από το κρέας, έκοβαν το κεφάλι του ζώου και άρχιζαν
με τις μεγάλες μαχαίρες του χασάπικου να το τεμαχίζουν σε μεγάλα κομμάτια. Το
φόρτωναν στους ώμους τους και το μετέφεραν μέσα στο χασάπικο. Κρεμούσαν τα
κομμάτια το κρέας στα τσιγκέλια και το άφηναν να στραγγίσουν από τα αίματα.
Μετά από δυo – τρεις ώρες άρχιζε η διάθεσή του στους πελάτες του μαγαζιού. Τη μοσχαροκεφαλή την αγόραζε συνήθως ο Γιαννάκος, ο γιατρός του χωριού, που την θεωρούσε σαν τον καλύτερο μεζέ. Αφού πρώτα την ξεκκοκάλιζε, μαγείρευε «στιφάδο» ένα μέρος του κρέατος, ενώ το υπόλοιπο το έφτιαχνε «πιχτή» με μπόλικα σκόρδα και τα καταβόχθριζε όλα. Όση ώρα διαρκούσε η εκδορά του ζώου, έκοβαν οι βοηθοί του χασάπη από τα εντόσθια του σφάγιου μεζεδάκια, τα «γλυκάδια», που τα έψηναν σε αναμμένα κάρβουνα στο διπλανό μαγκάλι και μαζί με τα ποτήρια το κρασί τα «κερνούσαν» στον περίγυρο, αλληλοευχόμενοι να είναι «καλοξόδευτο» και «καλοφάγωτο» το κρέας του μοσχαριού.
Γ.Σ.Μασκλινιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου