Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2021

 

                                       ΤΑ     ΕΛΑΙΟΤΡΙΒΕΙΑ   ΤΗΣ ΜΑΣΚΛΙΝΑΣ

 

 Η μικρή βιομηχανία στο χωριό μας  ξεκίνησε με την  ύπαρξη και λειτουργία των ελαιοτριβείων, λιοτριβιών ή λιτριβιών όπως τα έλεγαν, αφού τα βασικά προϊόντα που παράγονται ανέκαθεν στην περιοχή μας είναι  η ελιά και το λάδι.  Τα ελαιοτριβεία ήταν  ιδιοκτησίες συγχωριανών μας, ενός ή περισσοτέρων νοικοκυριών, και για την έκθλιψη του ελαιοκάρπου έπαιρναν σαν αμοιβή μικρή ποσότητα από το παραγόμενο ελαιόλαδο, το ονομαζόμενο «δικαίωμα». Αυτά λειτουργούσαν από τις αρχές του Δεκέμβρη κάθε χρόνου, μέχρι τα τέλη του Φλεβάρη  του επόμενου, περίπου.

      Τα πρώτα ελαιοτριβεία του χωριού φωτίζονταν με τα λυχνάρια και ήταν ζωοκίνητα και χειροκίνητα. Συνήθως με την δύναμη των μουλαριών κυλούσαν τις πέτρες, με τις οποίες πολτοποιούσαν τον ελαιόκαρπο, ενώ χειρωνακτικά λειτουργούσαν τα πιεστήρια  των ελαιοτριβείων, με τα οποία γινόταν η έκθλιψη του λαδιού. Οι φούρνοι των ελαιοτριβείων στους οποίους ζέσταιναν το νερό που ήταν απαραίτητο για να υποβοηθείται η έκθλιψη, τροφοδοτούντο με καυσόξυλα και με το στερεό κατάλοιπο από την έκθλιψη του ελαιολάδου, το «λιοκκόκι».Τα καυσόξυλα έφερνε στο ελαιοτριβείο φορτωμένα στο μουλάρι του ο νοικοκύρης, λίγο πριν αρχίσει η έκθλιψη του ελαιοκάρπου του.

      Στα ελαιοτριβεία αυτά  μετέφεραν οι νοικοκυραίοι τον ελαιόκαρπο μέσα σε σακιά με τα μουλάρια τους και τα στοίβαζαν σε σωρούς σε μια γωνιά του, περιμένοντας τη σειρά τους  «να βγάλουν το λάδι». Όταν ξεκινούσε η διαδικασία της έκθλιψης τα σακιά με τις ελιές  αδειάζονταν ένα - ένα μέσα σε ένα μεγάλο ξύλινο ανεστραμμένο χωνί. Από το στενό στόμιό του έπεφταν αργά –αργά και σε μικρές ποσότητες οι ελιές πάνω σε ένα τσιμεντένιο αλώνι διαμέτρου τριών μέτρων περίπου με μεγάλα χείλια περιφερειακά του αλωνιού. Μέσα σε αυτό κυλούσαν περιστροφικά δύο όρθιες τεράστιες πέτρινες ρόδες, πάχους σαράντα  εκατοστών και διαμέτρου ενός μέτρου περίπου  η κάθε μια, στηριγμένες πάνω σε ένα σιδερένιο άξονα. Αυτές κινούντο με ξύλινο μηχανισμό και με την δύναμη των ανθρώπινων χεριών η από κάποιο μουλάρι. Οι εργάτες ή το μουλάρι   έφερναν γύρους, έξω από το πέτρινο αλώνι με τα υπερυψωμένα τσιμεντένια χείλη, κυλώντας τις πέτρες με ειδικό μηχανισμό. Οι πέτρες αυτές καθώς κυλούσαν, πολτοποιούσαν τον ελαιόκαρπο κάνοντάς τον πολτό (χαμούρι*).Για να διευκολύνουν την πολτοποίηση του ελαιόκαρπου οι εργάτες έριχναν πότε – πότε  πάνω στις πέτρες ζεστό νερό που έπαιρναν από το φούρνο του ελαιοτριβείου. Μόλις ο ελαιόκαρπος γινόταν πολτός, άνοιγαν το μικρό πορτάκι στα τσιμεντένια χείλη, στο ύψος της επιφάνειας του αλωνιού και ο πολτός χυνόταν μέσα στη διπλανή λίμπα που βρισκόταν χαμηλότερα από την επιφάνειά του. Τον έσπρωχναν προς τα έξω να πέσει στη «λίμπα*» οι πέτρες καθώς και ένας εργάτης με το φτυάρι.

      Έπειτα άρχιζε το στίψιμο του πολτού στο πιεστήριο. Η διαδικασία αυτή ονομαζόταν «τσόλιασμα». Ο πολτός που είχε πέσει μέσα στη λίμπα τον έπαιρνε ένας εργάτης με ένα δοχείο  και τον άδειαζε  μοιράζοντάς τον  μέσα σε ειδικούς τετράγωνους φακέλους που ήταν πλεγμένοι με σκοινιά, τα «τσόλια*». Άνοιγε το φάκελο σε κάθε τσόλι και  άπλωνε τον πολτό με το χέρι του στην εσωτερική κάτω επιφάνειά του. Έπειτα  σήκωνε το τσόλι και  το στοίβαζε  με τέχνη  σε στοίβα πάνω στη σταθερή σιδερένια βάση του πιεστηρίου. Αυτό λειτουργούσε χειρωνακτικά, δηλαδή με την βοήθεια ανθρώπινων χεριών. Η διαδικασία αυτή δεν ήταν εύκολη, αλλά επίπονη και χρονοβόρα. Μόλις στοίβαζαν καμμιά εικοσαριά τσόλια πάνω στη σταθερή σιδερένια βάση, βίδωναν σε κοχλία τον «παπά», μια σιδερένια τετράγωνη επιφάνεια που κατέβαινε από την πάνω επιφάνεια του πιεστηρίου, που βιδώνοντάς την άρχιζε να πιέζει από πάνω τα τσόλια. Στην αρχή το βίδωμα ήταν εύκολο αλλά όσο προχωρούσε η διαδικασία του στιψίματος τα πράγματα δυσκόλευαν. Ο «παπάς» άρχιζε να σφίγγει από περισσότερους εργάτες με την βοήθεια ενός τρίμετρου πουρναρόξυλου. Άφηναν λίγο να στραγγίσουν τα τσόλια και έπειτα συνέχιζαν το στίψιμο ρίχνοντας πάνω στα τσόλια με τις κανάτες ζεστό νερό για να διευκολύνουν το διαχωρισμό του λαδιού από το στέρεο υπόλειμμα στο τσόλι, το «λιοκκόκι». Έπειτα σήκωναν τον παπά ξεβιδώνοντάς τον και κατέβαζαν όλα τα τσόλια από την σιδερένια βάση του πιεστηρίου. Τότε άρχιζε και πάλι το κυρίως θέρμισμα. Ο ένας εργάτης έβαζε το τσόλι πάνω στην σιδερένια βάση του πιεστηρίου, ενώ ο άλλος άνοιγε το φάκελλο με τον πολτό και έχυνε μέσα μια κανάτα καυτό νερό που είχε ετοιμαστεί στο καζάνι του φούρνου του ελαιοτριβείου. Έτσι ξαναστοίβαζαν τα τσόλια πάνω στη βάση του πιεστηρίου και επαναλάμβαναν την διαδικασία του στιψίματος που περιγράψαμε παραπάνω. Με την διαδικασία του στιψίματος το λάδι μαζί με τα νερά (λιοζούμια*) έτρεχαν με αργούς ρυθμούς μέσα στη λίμπα. Στη συνέχεια άρχιζαν το «ξετσόλιασμα», άδειαζαν δηλαδή το περιεχόμενο από τα τσόλια, το λιοκκόκι, που ήταν σε στερεή μορφή και το σώριαζαν σε μια γωνιά για να παραδοθεί στη συνέχεια στον παραγωγό.  Σήμερα ένα τέτοιο διπλό χειροκίνητο πιεστήριο βρίσκεται σαν μουσειακό είδος πάνω στην μικρή πλατεία στα Ζαρελιάνικα, δίπλα στο γεφύρι της Μπαμπακίτισας.

     Ένας ειδικευμένος εργάτης, ο «κουμανταδόρος», έπρεπε να διαχωρίσει το νερό από το λάδι που είχαν μαζευτεί μέσα στη λίμπα, αφού ο «διαχωριστήρας» ήταν ανύπαρκτος την εποχή εκείνη. Άφηνε πρώτα να ηρεμήσει για λίγο χρονικό διάστημα το νερό που ήταν ανακατεμένο με το λάδι και είχε πέσει μέσα στην λίμπα,  οπότε το νερό  σαν βαρύτερο καθόταν κάτω από το λάδι. Ακολούθως έπαιρνε μια κανάτα ή μια κολοκύθα και με αυτή αφαιρούσε το λάδι που στεκόταν πάνω από την επιφάνεια του νερού και είχε «κορφιάσει», χωρίς όμως να μπορεί να κάνει γρήγορα την διαδικασία αυτή για να μην μαζεύει και νερό. Με τον τρόπο αυτό διαχώριζε το λάδι από το νερό που είχαν φύγει από το στίψιμο των τσολιών και είχαν  χυθεί μέσα στη λίμπα.  Αυτή η διαδικασία απαιτούσε εμπειρία και υπομονή, καθώς δεν υπήρχε δυνατότητα να δεί ακριβώς το σημείο που βρισκόταν η επιφάνεια του νερού, ούτε πόσο λάδι είχε απομείνει. Και φυσικά η φθορά ήταν μεγάλη, αφού δεν υπήρχε τρόπος να διαχωριστεί το λάδι από το νερό, ιδιαίτερα όταν οι δύο επιφάνειες έτειναν να ταυτιστούν. Το λάδι που μάζευε μέσα από την λίμπα το έριχνε με την βοήθεια άλλων εργατών σε ειδικά δερμάτινα δοχεία, τα «τουλούμια* ή ασκιά» ή σε  τσίγκινα δοχεία τις « λαδούσες».Αφού παρακρατούσαν οι υπεύθυνοι του ελαιοτριβείου μια ποσότητα του παραχθέντος ελαιολάδου, το «δικαίωμα» όπως το έλεγαν  και ήταν εκατοστιαία ποσότητα του παραχθέντος ελαιολάδου, σαν αμοιβή για την έκθλιψή του, η υπόλοιπη ποσότητα  φορτωνόταν από τον νοικοκύρη στα μουλάρια του, για την μεταφορά του, στα αποθηκευτικά δοχεία τα (ντεπόζιτα), στο κατώι του σπιτιού του. Τέτοια ελαιοτριβεία υπήρχαν τρία: το ένα λειτουργούσε δίπλα στο σπίτι του Τζούμα στην Κορολέκη γειτονιά, το άλλο στην τοποθεσία που είναι κτισμένο τώρα το σπίτι του Μπαρκούζου, στη συνοικία Τσαχρανέκα και το τρίτο πιο κάτω από το αλώνι του Γιαννακάκου, κοντά στο κέντρο του χωριού.

     Την δεκαετία του 1920 λειτούργησε το πρώτο πετρελαιοκίνητο ελαιοτριβείο. Τα  ελαιοτριβεία της κατηγορίας αυτής λειτουργούσαν με μηχανήματα, περιορίζοντας έτσι τις χειρωνακτικές εργασίες στη διαδικασία έκθλιψης του ελαιοκάρπου και ο φωτισμός τους γινόταν από ηλεκτρογεννήτρια. Όλα διέθεταν μια μεγάλη πετρελαιομηχανή που έμπαινε σε λειτουργία και μετέδιδε την κίνηση σε όλα τα μηχανήματα  του εργοστασίου με τεράστιους ιμάντες (λουριά). Αργότερα, μετά το 1968, όταν έγινε η ηλεκτροδότηση του χωριού, η πετρελαιομηχανή αποτέλεσε μουσειακό είδος και κάθε μηχάνημα εκινείτο με ηλεκτρικό μοτέρ, ενώ προστέθηκαν και άλλα βοηθητικά μηχανήματα (αντλίες,πλυντήρια, αναβατώρια κλπ) που υποβοηθούσαν την έκθλιψη του ελαιοκάρπου.  Η διαδικασία έκθλιψης του ελαιολάδου σε αυτά τα ελαιοτριβεία γινόταν με τον ίδιο τρόπο περίπου περίπου που περιγράψαμε παραπάνω

      Στο χωριό μας λειτούργησαν για πολλά χρόνια τα μηχανοκίνητα ελαιοτριβεία: των αδελφών Γιάννη και Βασίλη Καγκλή, δίπλα στην πλατεία του χωριού, των αδελφών Παναγιώτη Λύγδα στην κατηφόρα του κεντρικού δρόμου, απέναντι από το σημερινό σπίτι του Νίκου του Αντωνάκου, και του Βαγγέλη Διαμαντάκου (Μακρέκο), στη συμβολή του δρόμου προς τη Μακρέκη γειτονιά και προς το κέντρο του χωριού, λίγο πιο πάνω από την εκκλησία του Αη Γιώργη. Λειτούργησαν αργότερα και άλλα συμβατικά ελαιοτριβεία, όπως το «Συνεταιρικό» ελαιοτριβείο, που λειτούργησε σε συνεταιρική βάση και βρισκόταν στον ίδιο χώρο που βρίσκεται σήμερα το ελαιοτριβείο του Χρήστου Καγκλή και τέλος το ελαιοτριβείο του Χρήστου Μακρή, στα Στρατηγέκα χάνια.

                                                                                        Γ.Σ.Μασκλινιώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΤΡΑΙΝΟΥ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ   Από τις αρχές της δεκαετίας του 1890, μεγάλη ώθηση στην οικιστική, οικονομ...