Το ξεκαλοκαίριασμα των κατοίκων στη Μάσκλινα
Παλιότερα τους καλοκαιρινούς μήνες στην
περιοχή του χωριού η ζέστη ήταν ανυπόφορη, ιδιαίτερα τις μεσημεριανές ώρες.
Εκείνη την εποχή η έλλειψη πρασίνου, λόγω της υπερβολικής βόσκησης, στο δάσος
του γειτονικού όρους Παρθενίου (Ροϊνά), αλλά και εντός του οικιστικού πυρήνα
του χωριού, δημιουργούσε συνθήκες καύσωνα, που διαρκούσε πολλές ημέρες. Οι
κλιματολογικές συνθήκες και ειδικότερα οι συχνοί καύσωνες τους καλοκαιρινούς
μήνες ανάγκαζαν ανέκαθεν τους κατοίκους του χωριού να εγκαταλείπουν ομαδικά το χωριό και να μεταβαίνουν στο
ορεινό χωριό τους, το Καστρί. Εκεί οι καλοκαιρινές θερμοκρασίες ήταν τελείως
διαφορετικές και έκαναν άνετη την διαμονή τους.
Από
τις αρχές της δεκαετίας του 1950 πολλοί από τους κατοίκους του χωριού δεν
ανέβαιναν πιά στο Καστρί, αλλά παρέμεναν μόνιμα στη Μάσκλινα όλο το χρόνο. Τους
καλοκαιρινούς μήνες, μη υποφέροντας τη ζέστη, κατά τις μεσημεριανές ώρες
κατέβαιναν στα δροσερά υπόγεια των κατοικιών τους, που η θερμοκρασία εκεί ήταν
υποφερτή. Όσοι έβγαιναν να πάνε στα χωράφια τους και στα περιβόλια τους τους
καλοκαιρινούς μήνες, μετέβαιναν εκεί
πριν ακόμη χαράξει και ανατείλει ο
αυγερινός. Περίμεναν στο χωράφι μέχρι να ξημερώσει, βόσκοντας τα ζωντανά τους
και με το πρώτο φως της ημέρας άρχιζαν τη δουλειά. Μόλις όμως έφτανε δέκα η ώρα και πριν αρχίσει η
ανυπόφορη ζέστη φόρτωναν στα ζώα τους ό,
τι είχαν συγκεντρώσει για το νοικοκυριό τους (ξύλα, οπωροκηπευτικά από το
μποστάνι* τους κλπ ), καβαλούσαν τα ζώα και γύριζαν γρήγορα στα σπίτια τους. Τα
ξεφόρτωναν και τα έδεναν στην αυλή του
σπιτιού στους ίσκιους κάτω από τις μουριές και τις μυγδαλιές, γιατί τα
καλύβια που τα στέγαζαν ήταν στο
εσωτερικό τους ζεστά σαν «καμίνια». Μόλις βράδιαζε έβγαζαν στις ταράτσες και
στα μπαλκόνια των σπιτιών τους κλινοσκεπάσματα για να κοιμηθούν εκεί πάνω στο ύπαιθρο, έξω από το σπίτι. Θυμάμαι
νοσταλγικά την εποχή που ανεβαίναμε με το νύχτωμα όλη η οικογένεια να
κοιμηθούμε στην ταράτσα του καλυβιού μας, γιατί το σπίτι ήταν πολύ ζεστό. Όταν
ξαπλώναμε και πριν να κοιμηθούμε οι γονείς μας μας δίδασκαν κοσμογραφία δείχνοντάς
μας στο ουράνιο στερέωμα τον «γαλαξία» μιά τεράστια φωτεινή λουρίδα που
απλώνεται στον ουρανό από βορά προς νότο, που μας τον έλεγαν «Ιορδάνη ποταμό», τον
αστερισμό της «πούλιας» που μας την έλεγαν επταπάρθενο χορό, τους αστερισμούς
της «μικρής και της μεγάλης άρκτου» που
μας τα έλεγαν αλετροπόδια κλπ. Μας έπαιρνε ο ύπνος με τα νανουρίσματα των
γρύλων, του γκιώνη και των τζιτζικιών. Το πρωϊνό, πολύ πριν βγει ο ήλιος από
την περιοχή του Καυκαλά, μας ξυπνούσαν για να μαζέψουν τα κλινοσκεπάσματα να μην
τα βρει ο ήλιος στην ταράτσα.
Τελευταία όμως το μικροκλίμα της περιοχής
έχει αλλάξει ριζικά, με θερμοκρασίες υποφερτές και τους καλοκαιρινούς μήνες,
όλη την διάρκεια του εικοσιτετράωρου. Τούτο οφείλεται στην αλματώδη ανάπτυξη
της δασοκάλυψης, στους πρόποδες του όρους Παρθενίου (Ροϊνά) και στην
δεντροφύτεψη με μουριές και άλλα σκιόφυλλα δέντρα, όλων των ασκεπών οικοπέδων
που γειτνιάζουν με τον οικισμό ή αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του, καθώς και στη
μείωση της βόσκησης του δάσους, στους πρόποδες του όρους Παρθενίου από τα
ποίμνια. Έτσι απολαμβάνουμε εμείς σήμερα τη δροσιά στο χωριό μας, ιδιαίτερα τις πρωινές και τις βραδινές ώρες,
αλλά και τα μεσημέρια που η θερμοκρασία στον ίσκιο είναι υποφερτή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου