Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΕΠΟΧΗΣ του Τάσου Κωνσταντούρου

 



ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

                                                                          Τάσου Κωνσταντούρου

   Τώρα, που πλησιάζουν οι Άγιες Ημέρες και ο «πανδαμάτωρ χρόνος» αφήνει προκλητικά τα σημάδια του, βρίσκουμε τρόπο διαφυγής, αναπολώντας τα παιδικά μας χρόνια, τότε που η φτώχια ήταν βασανιστική, αλλά η αγάπη και η καλοσύνη των ανθρώπων περίσσευε.

Ήταν χειμώνας και το κρύο διαπερνούσε το κορμί μας. Καθισμένοι γύρω από το τζάκι, που τριζοβολούσε το πουρνάρι και το λιόξυλο. Οι σπίθες ξεπετάγονταν σ’ έναν αέρινο χορό φτιάχνοντας έναν παραμυθένιο διάκοσμο, που καμιά σχέση δεν είχε με το σύγχρονο φανταχτερό.

Ο μακαρίτης ο πατέρας μου,  με μια παλιά κιτρινισμένη εφημερίδα στο χέρι, άρχισε να μας διαβάζει ένα επίκαιρο διήγημα του Αγησίλαου Τσελάλη «ο αγιοβασιλιάτης», και μεις συνεπαρμένοι από την τόσο παραστατική φωνή του, ξεκινούσαμε το δικό μας ταξίδι. Θυμάμαι τα πρώτα λόγια του διηγήματος, που άρχιζε κάπως έτσι…

-         Μωρ’ Περικλίνα, μωρήηηη…Αχ, άτιμοι γειτόνοι με φάγατε…. Μωρ’ Περικλίναααα…

-         Τι ορίζεις κυρ Γιάννη;

-         Τι ορίζω, μωρή; Τι ορίζω μου λες;

-         Τι ορίζετε καλέ; Τι θέλεις; Ξανά απλογήθηκε η Περικλίνα από το παρεθύρι. Και πριν προφτάσει  να καταλάβει, ένα μπαμ, ένα δυνατό φρούουου, κάκακα… ετάραξε την ηρεμία της γειτονιάς.

-         Να για να σου δείξω εγώ τι ορίζω.

-         Γιατί μου μαραίνεις τα παιδιά μου, ρε αθεόφοβε! Φώναξε η Περικλίνα, που είδε πια το κακό. Γιατί σκοτώνεις, ρε, τα πουλιά; Τι σου, φάγαν, ρε, ανάποδε γείτονα;

-         Σας το είπα, μωρή, μαζώχτε τα ζωντανά σας. Δεν υποφερνώστε πια…

Για να μη μακρυγορούμε, ο κυρ Γιάννης έβρισκε συνέχεια αφορμή για να τσακώνεται με τους γειτόνους και να τρέχει στα δικαστήρια, για την παραμικρή ζημιά που του προκαλούσαν τα ζώα των γειτόνων.

Όταν γύρισε ο κυρ Περικλής του διηγήθηκε τα καθέκαστα η γυναίκα του και κείνος αναψοκοκκίνισε από το θυμό του, επειδή τον κόκορα αυτό τον προόριζε να φάει την Πρωτοχρονιά η οικογένειά του. Έτσι του ‘ρχόταν να πάρει το στειλιάρι και να του ρίξει ένα μπερντάχι, που όλου του κόσμου οι γιατροί να μην μπορούν να τον κάνουν καλά…. Όμως χρονιάρες μέρες που ήταν είπε να κάνει τόπο στην οργή.

  -Δε βαριέσαι, ρε γυναίκα, της είπε παίρνοντας το μπουζούκι του. Τον σκότωσε, τον σκότωσε. Φτιάξ’ τον να τον φάμε και θα βρούμε άλλον για του Αγιοβασιλιού. Άει πιάσε κρασί, μωρ’ Ελένη, λέει στην κόρη του, να πάνε τα φαρμάκια κάτω…Κι άρχισε να παίζει και η Ελένη και η Μαριώ, οι θυγατέρες του, καθιστές σταυροπόδι σιγοτραγουδούσαν ντροπαλά…

- Με πήρε το παράπονο και το μεγάλο ντέρτι

  Και για  την κόρη εκίνησα και για τα μαύρα μάτια..

  Ο κυρ Γιάννης άκουγε τις πενιές του μπουζουκιού και τόσο φουρκιζόταν, μέχρι που δεν άντεξε και μανιασμένος μπαίνει στην αυλή δίνει μια σπρωξιά στην πόρτα και μπαίνει στο χειμωνιάτικο. Τα κορίτσια αλαφιάστηκαν και σηκώθηκαν τρομαγμένα. Ο κυρ Περικλής έκπληκτος, μα γελαστός, ανασηκώθηκε από το παραγώνι και τον καλωσόρισε:

-         Βρε καλώς το Γιάννη!..Έμπα μέσα και κάτσε να φάμε… Πώς ήταν και τούτο βρε;

Χίλιες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό του κυρ Γιάννη. Εγώ του σκότωσα τον αγιοβασιλιάτη και αυτός τον καλωσορίζει; Δεν το χωράει ο νους του κι όταν ο κυρ Περικλής κάρφωσε ένα μεζέ με το πιρούνι του και του τον πρόσφερε, ένιωσε ένα κόμπο στο λαιμό να τον πνίγει μη μπορώντας να κρατήσει τα δάκρυά του….

-         Και μεζέ, ρε Περικλή, και μεζέ; Φτύσε με, ρε Περικλή, Φτύσε με… Σου ‘φταιξα, ρε Περικλή, σου ‘φταιξα.

Κι ο κυρ Περικλής σηκώθηκε, τον αγκάλιασε και είπε στη γυναίκα του να φωνάξει την κυρά Γιαννού και τα παιδιά να συμφάνε και οι δυο φαμίλιες….

 

  Πέρασε ένας χρόνος κι ο γιος του κυρ Γιάννη, ο Γιωργής, από την ημέρα που τά ‘φτιαξαν οι οικογένειές τους, στιγμή δεν μπορεί να βγάλει από το μυαλό του την Ελένη και να πάλι το ίδιο σκηνικό….

-         Μωρ’ Περικλίνα, μωρήηηη….

-         Τι ορίζεις κυρ Γιάννη;

-         Τι ορίζω; Τι ορίζω μου λες;

-         Τι ορίζεις , καλέ, τι θέλεις; Μα πριν προφτάσει να καταλάβει, ένα μπαμ κι ένα κακακα ακούστηκε.

-         Να τι ορίζω. Έλα να πάρεις τον αγοβασιλιάτη μας, να τον ετοιμάσεις γι απόψε τι θα ‘ρθούμε να συφάμε απόψε συφάμελα. Έχω και λόγο να σας πω….

-         Τι λόγο να ‘χει, καλέ μάνα, να μας πει ο μπαρμπα-Γιάννης; Ρώτησε δειλά κατακόκκινη η Ελένη……..

 

Λοιπόν,  εύχομαι μέσα από την καρδιά μου, το Άστρο της Βηθλεέμ να μας φωτίζει  κι όσες πίκρες μας φόρτωσε ο περασμένος χρόνος, τόσες χαρές να μας χαρίσει ο καινούργιος. Και μην ξεχνάμε στο γιορτινό τραπέζι μας, να είναι ορθάνοιχτες οι πόρτες της καρδιάς μας……

   

                           

                           ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

    ΤΑ ΧΑΝΙΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ   Τα χάνια δεν είναι δημιούργημα των νεωτέρων χρόνων αλλά ανάγονται στους αρχαίους χρόνους...