Δευτέρα 28 Απριλίου 2025

 

               ΕΣΒΗΣΕ     ΑΚΟΜΗ  ΕΝΑ     ΣΤΕΚΙ   ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ   ΜΑΣ

Στην περιοχή της αγοράς είχε χτιστεί την δεκαετία του 1960 από τον αείμνηστο Γιώργη Στρατηγάκη (Γύφτο) καφενείο, σε ιδιόκτητο οικόπεδό του. Αυτό είχε γίνει το στέκι πολλών Μασκλινιωτών  για πολλά χρόνια, κρατώντας το σε λειτουργία από συγχωριανούς μας. Τα τελευταία χρόνια το κρατούσε ανοιχτό η Ελένη Δ. Σκλημπόσιου. Εκεί βρίσκαμε αποκούμπι   ρουφώντας τον  καφέ μας  και απολαμβάνοντας τον ίσκιο τα καλοκαίρια κάτω από τις μουριές της αυλής του. 

Χτες όμως 27 Απρίλη 2025,  ημέρα Κυριακή, ήρθε  η τελευταία ημέρα λειτουργίας και αυτού του καφενείου. Από σήμερα 28 Απρίλη 2025 μπήκε λουκέτο στο καφενείο. Ασύμφορη πλέον είχε γίνει τα τελευταία χρόνια ακόμη και η στοιχειώδης λειτουργία του. Για κερδοφόρα επιχείρηση ούτε λόγος. Παρά τον εκσυγχρονισμό, που είχε πραγματοποιήσει η ενοικιάστρια τελευταία  και τις φιλότιμες προσπάθειές της  να το κρατήσει ανοιχτό, δεν ήταν πλέον δυνατή η λειτουργία του. Με πέντε πελάτες τις πρωινές ώρες και άλλους δέκα τις απογευματινές ήταν αδύνατο να εξακολουθήσει να παραμένει ανοιχτό. Έτσι έσβησε από το χάρτη του χωριού μας ένας ακόμη χώρος κοινωνικής ζωής των Μασκλινιωτών και των φίλων του χωριού μας. Μπήκε, ίσως για παντοτινά, η ταφόπλακα στη λειτουργία του  καφενείου. Ακολούθησε δυστυχώς και αυτό την μοίρα όλων των καταστημάτων των ορεινών οικισμών της περιοχής μας. Τον επικήδειό του με λίγα λόγια έγραψαν δυο-τρεις συγχωριανοί μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης  παράλληλα με ευχές για την επαναλειτουργία του, γιατί πάντα η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.

   Αλλά όμως η πληθυσμιακή κατηφόρα του χωριού  είναι συνεχής, αδυσώπητη και χωρίς επιστροφή. Αυτή επηρεάζει καθοριστικά  και τα σημεία συνάντησης στο χωριό  του κάθε Μασκλινιώτη. Έμειναν ακόμη σε λειτουργία στο χωριό το άλλο καφενείο, το μπακάλικο στο κέντρο του χωριού και η εκκλησία του Αη-Γιώργη. Άραγε πιο από αυτά παίρνει σειρά να σβήσει από την κοινωνική οργάνωση του χωριού μας; Ας ευχηθούμε να μην ιδούμε καμμιά άλλη μεταβολή  τουλάχιστον το αμέσως προσεχές διάστημα.

                                                               Γιώργος Στυλ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

 

 

                                         ΟΙ ΜΑΣΚΛΙΝΙΩΤΕΣ ΑΓΩΓΙΑΤΕΣ

 

Μέχρι την δεκαετία του 1930 το μοναδικό μέσο μεταφοράς ανθρώπων και εμπορευμάτων ήταν το τραίνο που περνούσε από το χωριό μας. Δεν είχαν ανοιχτεί αυτοκινητόδρομοι στην ευρύτερη περιοχή της Κυνουρίας. Η διακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων στην περιοχή αυτή γινόταν: α) με πεζοπορία, «με τα πόδια» όπως έλεγαν, β) με ιδιόκτητο μεγάλο ζώο, μουλάρι ή γαϊδούρι και πολύ σπάνια με άλογο, αφού στην περιοχή εκείνη την εποχή υπήρχαν ελάχιστα και γ) με μισθωμένο από τον ταξιδιώτη γαϊδουρομούλαρο. Τα ζώα ή ανήκαν στον ιδιοκτήτη των μεταφερομένων εμπορευμάτων ή ήταν μισθωμένα μαζί με τον οδηγό τους που κατά κανόνα ήταν και ιδιοκτήτης τους. Έτσι προέκυψε το επάγγελμα του «αγωγιάτη» και πολλοί από τους κατοίκους του χωριού, εκτός από τις γεωργικές ασχολίες τους, ασκούσαν δευτερευόντως και αυτό το επάγγελμα. Μετέφεραν με τα μουλάρια τους ανθρώπους και εμπορεύματα «με πληρωμή» από την Μάσκλινα που ως εκεί έφταναν με το τραίνο, μέχρι το Καστρί, τον Άγιο Πέτρο και σε ολόκληρη την ορεινή Κυνουρία.

Ξεκινούσαν καθημερινά από τη Μάσκλινα και κατηφορίζοντας στον Αρμακά έφταναν στην ξεροποταμιά και από εκεί, περνώντας από την Αγια Σοφιά, άρχιζαν την ανηφορική πορεία, μέχρι να φτάσουν στο Δραγούνι. Ο δρόμος αυτός ήταν από τους πιο σκληρούς κακοτράχαλους δρόμους που ήταν υποχρεωμένοι να διανύσουν. Ήταν δρόμος δύσκολος, δύσβατος, στενός, με ανηφόρες και κατηφόρες, με πολλές στροφές και με ανώμαλο οδόστρωμα. Σε πολλά σημεία ήταν γεμάτος με μετακινούμενα χαλίκια και πέτρες, ή με κοφτερά ριζιμιά λιθάρια, ενώ αλλού σήκωνε σκόνη το καλοκαίρι και γέμιζε με νερά και λάσπες το χειμώνα. Οι αγωγιάτες, άνθρωποι και τετράποδα, σε πολύ λίγα σημεία του δρόμου πάταγαν με ευκολία σε χώμα. Όλος ο άλλος δρόμος ήταν στρωμένος με πέτρες που «έφευγαν» στο πάτημα του αγωγιάτη ή ήταν «καλνερίμι» φτιαγμένο με όρθια κοφτερά λιθάρια. Η γύρω περιοχή ήταν έρημη και άνυδρη. Την ύπαρξη ζωής υποδήλωνε καμιά φορά η παρουσία κάποιου τσοπάνη με το κοπάδι του με γίδια ή το συναπάντημα κάποιου άλλου αγωγιάτη που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση του δρόμου. Οι αγωγιάτες πριν φτάσουν στο Δραγούνι έπρεπε υποχρεωτικά να περάσουν την ανηφορική «Λαγκάδα», το σκληρότερο κομμάτι της διαδρομής.

H πολύωρη πεζοπορία αλλά και η πορεία επάνω στα ζώα ημέρα και νύχτα σε τέτοιο σκληρό και απάνθρωπο δρόμο πολλές φορές με κακές καιρικές συνθήκες καταπονούσαν τους αγωγιάτες και τα ζώα. Ήταν λοιπόν επιτακτική ανάγκη να υπάρχει σε κατάλληλο σημείο της διαδρομής κάποιο στεγασμένο οίκημα ή κάποιο μαγαζί, όπου να μπορούν να κάνουν «στάση» και να πάρουν μια ανάσα οι ταλαιπωρημένοι συγχωριανοί μας και τα κουρασμένα ζώα από την πορεία και από το βάρος του φορτίου τους. Αυτή η βασική ανάγκη δημιούργησε σε αυτή τη μεγάλη οδική αρτηρία τα «χάνια», για τα οποία αναφερθήκαμε παραπάνω.

Οι αγωγιάτες και οι στρατοκόποι τις ανάστερες και παγωμένες νύχτες του χειμώνα, που δεν έβλεπαν να περπατήσουν πάνω στις κακοτράχαλες πέτρες, διπλώνονταν με τη χλαίνη τους και καβαλούσαν πάνω στα μουλάρια τους, εμπιστευόμενοι τον εαυτό τους σε αυτά, που είχαν το προνόμιο να «βλέπουν» την νύχτα το δρόμο, για να τους οδηγήσουν με ασφάλεια στον προορισμό τους. Όταν περνούσαν πιά και την «κορφή της Λαγκάδας» έφταναν σε ένα άνυδρο, κακοτράχαλο οροπέδιο, το Δραγούνι, οπότε αντίκρυζαν δεξιά, κοντά στο δρόμο τους, το χάνι του «Τριανταεφτά» και έσπαγε λίγο ο πάγος της μοναξιάς που πλάκωνε την ψυχή τους, ελπίζοντας πως υπάρχει εκεί κοντά κάποια ανθρώπινη ψυχή να προστρέξει για βοήθεια, αν χρειαζόταν. Όταν περνούσαν και από το Χάνι του «Κοσκινά» που ήταν παραπάνω, συναντούσαν εκεί και άλλους στρατοκόπους που έφταναν προερχόμενοι από άλλες κατευθύνσεις, αντάλλασαν πέντε κουβέντες μεταξύ τους, ξεκουράζονταν για λίγο και ανανεωμένοι συνέχιζαν το δρόμο τους, παίρνοντας τον κατήφορο για το Καστρί και τον Άγιο Πέτρο.

Άλλοι Μασκλινιώτες αγωγιάτες πάλι φόρτωναν στα μουλάρια τους εμπορεύματα που είχαν φτάσει μέχρι το χωριό με το τραίνο και, ιδιαίτερα την περίοδο του τρύγου των αμπελιών, τα ασκιά με το μούστο και τα μετέφεραν στο Άστρος, στο Κορακοβούνι στον Άγιο Ανδρέα και στα άλλα χωριά της βορειοανατολικής Κυνουρίας. Στο δρόμο τους σταματούσαν να πάρουν μια ανάσα αυτοί και τα ζώα τους στα χάνια του «Τσιμούρη», που ήταν χτισμένα στην περιοχή της Πλατάνας, ακριβώς πάνω στον οδικό κόμβο Μάσκλινας –περιοχής Θυρέας και είχαν ασταμάτητη κίνηση μέρα νύχτα, γι’ αυτό και λειτουργούσαν σε εικοσιτετράωρη βάση. Από εκεί συνέχιζαν τον σχετικά βατό χωματόδρομο για τον προορισμό τους.

O χωριανός μας Γ.Μίλης σημειώνει πως: «όλα τα εμπορεύματα και οι άνθρωποι με προορισμό την ΑγιαΣοφιά, το Καστρί, τον Άγιο Πέτρο και όλα τα γύρω μικρότερα χωριά κατέβαιναν στο Ελαιοχώρι και με τα ζώα πήγαιναν στα χωριά. Αποστάσεις από μια έως πέντε ώρες. Την μεταφορά των ανθρώπων με τα ζώα την έλεγαν «καβάλες».

Έτσι ημέρα και νύχτα οι Μασκλινιώτες αγωγιάτες με 150-200 μουλάρια μετέφεραν άλευρα και παντός είδους εμπορεύματα σε όλα τα χωριά, αλλά κυρίως στα δύο κεφαλοχώρια Καστρί και Άγιο Πέτρο, που είχαν μεγάλη ζωή και κίνηση. Από εκεί κατά την επιστροφή μετέφεραν πατάτες, κεράσια, βύσσινα και άλλα προϊόντα που προορίζονταν για να μεταφερθούν σιδηροδρομικώς στις αγορές του Άργους και των Αθηνών.

Το αγώγι μέχρι Καστρί, Άγιο Πέτρο είχε 35 με 40 δραχμές. Πολύ μικρό αν το συγκρίνει κανείς με τα έξοδα του πεταλώματος του μουλαριού, την αξία των παπουτσιών, τις τιμές των τροφίμων, αφού 10 δραχμές είχε η οκά το αλεύρι. Η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στα αγροτικά, βιομηχανικά και βιοτεχνικά προϊόντα, η φτώχεια και η μεγάλη προσφορά εργασίας, δημιουργούσαν την ανισότητα αυτή, που επακόλουθο είχε και την ανθρώπινη εκμετάλλευση.

Με τα αγώγια και την συγκοινωνία το Ελαιοχώρι είχε πολλά μαγαζιά, μπακάλικα, εμπορικά, ταβέρνες, χασάπικα και μεγάλη κίνηση και ζωή. Όλα όμως πήραν την κατιούσα, όταν τέλειωσε ο αυτοκινητόδρομος Τριπόλεως-Καστρίου-Αγ. Πέτρου- Άστρους και οι μεταφορές ανθρώπων και εμπορευμάτων εγίνοντο με τα αυτοκίνητα».

Σημειώνουμε χαρακτηριστικά ότι την δεκαετία του 1920 ο πρόεδρος της Βουλής εκείνης της εποχής Χαράλαμπος Βοζίκης είχε αντιδράσει και είχε ματαιώσει την κατασκευή του δρόμου από το χάνι του Κούβλη προς Δραγούνι, Καστρί και Άγιο Πέτρο. Η ενέργειά του αυτή είχε σκοπό να μην χάσουν το ψωμί τους οι δεκάδες Μασκλινιώτες αγωγιάτες, που ήταν ψηφοφόροι του και εκτελούσαν δρομολόγια από τη Μάσκλινα, μέσω Λαγκάδας, μέχρι την περιοχή του Καστριού, έφταναν δε μέχρι τη Λακωνία, παίρνοντας τεράστια ποσά για τα αγώγια.  Ο δρόμος αυτός τελικά χαράχτηκε το έτος 1929 και διανοίχτηκε αργότερα, επί οικουμενικής κυβέρνησης Μεταξά

Ο συμπατριώτης μας ακαδημαϊκός και συγγραφέας Θανάσης Βαλτινός σε ένα από τα  βιβλία του, την «Ορθοκωστά» αναφέρει χαρακτηριστικά πως ένας ξενητεμένος από του Καράτουλα, γυρνώντας από την ξενητειά, κουβάλησε και εννιά!!!!!! μπαούλα με παπούτσια, παλτά, φανέλες, πέντε δίκαννα και άλλη οικοσκευή. Δεν ήταν όλα δικά του αλλά και άλλων συγχωριανών του Καρατουλιάνων, για να τα μεταφέρει στους δικούς τους. Έφτασε στην Μάσκλινα με το τραίνο, με δυο - τρεις άλλους Καστρίτες και τον περίμεναν Μασκλινέοι αγωγιάτες που τους είχε τηλεγραφήσει εν τω μεταξύ. Τότε δεν υπήρχε αυτοκινητόδρομος προς το Καστρί, αλλά έφτανε μέχρι τα χάνια του Κούλβη. Φόρτωσαν οι αγωγιάτες τα μπαούλα σε δέκα τρία !!!!! μουλάρια, καβάλησε και ο γέρος σε ένα άλλο και ξεκίνησαν για του Καράτουλα, μέσω Λαγκάδας και Δραγουνιού.

     Τελευταία (το έτος 2016) ξεκινήσαμε από το χωριό να επισκεφτούμε τις καινούργιες ανεμογεννήτριες που έχουν στηθεί στην κορυφή της Λαγκάδας κοντά στο Δραγούνι. Διασχίσαμε την οδική αρτηρία Τεγέας - Αγίου Πέτρου - Άστρους και φτάνοντας στο Χάνι του «Σίμνου», βγήκαμε από το δρόμο στο σημείο εκείνο και στρίψαμε αριστερά. Διασχίσαμε δύο χιλιόμετρα περίπου βατού χωματόδρομου και φτάσαμε στην περιοχή που είναι στημένες οι ανεμογεννήτριες. Από εκεί η θέα ήταν φανταστική. Απλώθηκαν μπροστά μας οι οικισμοί της Αγίας Σοφιάς και της Μάσκλινας σε μικρογραφία, η περιοχή της Μαύρης Τρύπας, κομμάτι του επαρχιακού δρόμου Τρίπολης - ΄Αστρους, τα γεφύρια με την σιδηροδρομική γραμμή που οδηγεί στο Παρθένι, το όρος Παρθένιο σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια και στο βάθος φαινόταν ο Χτενιάς και η Ζάβιτσα.

Ύστερα, χορτασμένοι από την υπέροχη θέα, πήραμε τον καινούργιο βατό χωματόδρομο που κατηφορίζοντας συναντάει το επαρχιακό δρόμο Τρίπολης - Άστρους στη θέση Μακρυπλάι. Σε όλη την διαδρομή σταματήσαμε κατ’ επανάληψη και αγναντέψαμε τον κακοτράχαλο μουλαρόδρομο που μόλις διακρίνεται, διασχίζοντας την απέναντι λαγκαδιά, παράλληλα και λίγο πιο πάνω από τη ρεματιά της Λαγκάδας που οδηγεί στο Δραγούνι. Νοιώσαμε συγκίνηση ανακατεμένη και με ένα σωρό άλλα γλυκόπικρα συναισθήματα, αναλογιζόμενοι πως από εκεί περνούσαν καθημερινά και για πολλές δεκαετίες οι Μασκλινιώτες και όχι μόνο, πεζοπορώντας ή καβάλα στα ζώα τους, είτε σαν αγωγιάτες είτε μεταβαίνοντας στον τόπο της καταγωγής τους, το Καστρί, και αντίστροφα. Αυτό το δρόμο ήταν υποχρεωμένοι να περάσουν τις θεοσκότεινες χειμωνιάτικες νύχτες, δαρμένοι από το ανεμοβρόχι και το χιονόνερο, καθώς και τα καλοκαιρινά καυτά απομεσήμερα, με τον ήλιο να έχει μετατρέψει σε καμίνι τις πέτρες αυτού του ξερού και άνυδρου τοπίου.

                                                                Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης

 

Πέμπτη 17 Απριλίου 2025

 

                      Ο   ΦΩΤΙΣΜΟΣ   ΣΤΗ   ΜΑΣΚΛΙΝΑ   ΤΑ «ΠΕΤΡΙΝΑ»   ΧΡΟΝΙΑ

       Πριν από το 1968 δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα στο χωριό και όλοι οι δρόμοι τις νύχτες  ήταν θεοσκότεινοι. Τα σπίτια του χωριού μέχρι τότε φωτίζονταν με πρωτόγονα μέσα. Εκεί αχνόφεγγε το φως που έβγαινε από τα λυχνάρια και την λάμπα πετρελαίου, αλλά ήταν αμυδρό. Όσοι βρίσκονταν μακριά από το φωτιστικό σώμα δεν φαίνονταν ούτε  τα πρόσωπά τους, αλλά έδειχναν κινούμενες σκιές μέσα στο δωμάτιο. Το φωτιστικό σώμα μεταφερόταν από το ράφι του τζακιού στο τραπέζι του φαγητού και από εκεί όπου αλλού χρειαζόταν, για να εστιάσει το φως του σε συγκεκριμένα σημεία. Αρχικά ο φωτισμός των χώρων του σπιτιού γινόταν με τα λυχνάρια και τα φανάρια. Τα λυχνάρια, που κρέμονταν στους λυχνοστάτες πάνω στο τζάκι καθώς και τα φανάρια  λειτουργούσαν με φιτίλι, χρησιμοποιούσαν δε σαν καύσιμο ελαιόλαδο.         Το κάθε λυχνάρι αποτελείτο από ένα στρογγυλό χαμηλό μεταλλικό δοχείο ανοιχτό στην πάνω του επιφάνεια, μέσα στο οποίο αποθήκευαν το λάδι και το φιτίλι. Το τελευταίο αποτελείτο από στριμμένα λεπτά βαμβάκινα σχοινιά που στηρίζονταν σε μια υποδοχή της βάσης του δοχείου. Επίσης ένα μεταλλικό όρθιο κομμάτι πού αποτελούσε προέκταση της βάσης του λυχναριού. Η μια άκρη του ήταν καρφωμένη στο πλάι του μεταλλικού δοχείου, ενώ στην άλλη άκρη του είχε προσαρμοστεί ένα κομμάτι σύρμα από την μια άκρη του οποίου κρεμούσαν το λυχνάρι στο λυχνοστάτη. Αυτά ήταν αρχικά το κύριο μέσο φωτισμού των σπιτιών. Υπήρχαν και τα φανάρια που ήταν ντόπιας κατασκευής. Το κάθε φανάρι αποτελείτο από ένα ορθογώνιο δοχείο με μεταλλική βάση και γυάλινες τις πλαϊνές πλευρές του, για να προστατεύεται η   φλόγα από τον αέρα και να φωτίζεται ο γύρω χώρος. Η πάνω επιφάνειά του ήταν  κωνική και μεταλλική με τρύπες, για να αερίζεται ο εσωτερικός χώρος του φαναριού. Σε αυτή ήταν προσαρμοσμένο ένα στρογγυλό χερούλι, για να κρατάνε το φανάρι κατά την μεταφορά του. Τέλος πάνω στη μεταλλική βάση του τοποθετείτο ένα στρογγυλό κλειστό δοχείο, στην πάνω επιφάνεια του οποίου στηρίζονταν το φυτίλι, που η μια άκρη του ήταν βουτηγμένη μέσα στο λάδι, ενώ την άλλη την  άναβαν  για να φωτίζει. Με αυτά τα φανάρια φώτιζαν όλες τις γωνιές  στους στάβλους, τον αχυρώνα, τις σκάλες  και τις αυλές.

    Αργότερα, παράλληλα με τα λυχνάρια και τα φανάρια χρησιμοποιήθηκαν οι λάμπες πετρελαίου, που λειτουργούσαν με το φιτίλι και με φωτιστικό πετρέλαιο. Οι λάμπες αποτελούνταν από ένα γυάλινο στρογγυλό δοχείο που μέσα σε αυτό αποθηκευόταν το πετρέλαιο, το μηχανισμό για το άναμμα, το σβήσιμο του φυτιλιού και  την ρύθμιση του φωτισμού και ένα γυάλινο περίβλημα της φλόγας φωτισμού, το λαμπόγυαλο. Στο πίσω μέρος της υπήρχε ένας συρμάτινος μηχανισμός από τον οποίο κρεμούσαν την λάμπα στον τοίχο. Οι λάμπες αυτές παρείχαν περισσότερο φωτισμό από τα λυχνάρια και τα φανάρια. Ήταν για πολλές δεκαετίες το κύριο φωτιστικό μέσο των σπιτιών, αφού κάλυπταν όλες τις ανάγκες των κατοίκων σε φωτισμό. Τις μετακινούσαν ανάλογα με το χώρο που ήθελαν να φωτίσουν. Τοποθετούσαν την λάμπα πάνω στο τραπέζι, κατά την ώρα του φαγητού και όταν ήθελαν τα παιδιά τους να διαβάσουν τα μαθήματά τους και να γράψουν την γραφή τους, για να προετοιμαστούν για το σχολείο της επόμενης ημέρας.

     Άλλοτε την τοποθετούσαν πάνω στο γείσο του τζακιού κατά την ώρα του μαγειρέματος του φαγητού και πάνω από τη σκάφη, για να φωτίζει της νοικοκυράς στο κοσκίνισμα του αλευριού, στο ζύμωμα του ψωμιού και κατά την τοποθέτηση του ζυμαριού μέσα στις πινακωτές, αφού το ζύμωμα και το φούρνισμα του ψωμιού γινόταν συνήθως τις νυχτερινές ώρες. Αυτές τους φώτιζαν μέσα στο στάβλο και στον αχυρώνα, όταν μετέβαιναν για να ταΐσουν τα γαϊδουρομούλαρα, τις κότες και τις κατσίκες τους. Με το φως τους τις βραδινές ώρες διάλεγαν και κοσκίνιζαν με το δριμόνι τις ελιές για να τις «παστώσουν», αυτές που είχαν μεταφέρει από τα χωράφια με τα ζώα τους λίγο πριν νυχτώσει. Και κάθε τόσο έτρεχαν στα μαγαζιά του χωριού να προμηθευτούν λαμπόγυαλα, αφού αυτά ήταν πολύ εύθραυστα αλλά αποτελούσαν τα απαραίτητα εξαρτήματά τους.

       Τα καταστήματα κάλυπταν τις ανάγκες φωτισμού τους με λάμπες LUX (βενζινόλαμπες), που λειτουργούσαν και αυτές με φωτιστικό πετρέλαιο. Αυτές είχαν στη βάση τους μια κλειστή δεξαμενή χωρητικότητας ενός περίπου λίτρου πετρέλαιου με μια αντλία- τρόμπα πίεσης. Με ένα μεταλλικό σωλήνα το πετρέλαιο πήγαινε πάνω σε μια έξοδο ,το «μπεκ» και εκεί υπήρχε ένα πλέγμα άκαυτου αμιάντου, αφού περνούσε από την αναμμένη φλόγα. Αποτέλεσμα ήταν το πετρέλαιο υπό πίεση να εξαερώνεται, να περνάει δηλαδή μέσα από τον αμίαντο σαν λεπτό νέφος που καιγόταν και απέδιδε μια λαμπρή φλόγα με έντονη φωτεινότητα. Αυτές οι λάμπες απέδιδαν πολλαπλάσιο φωτισμό από τις συνηθισμένες, που χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι στα σπίτια τους. Τελευταία χρησιμοποιήθηκαν από τα καταστήματα και λάμπες που λειτουργούσαν με υγραέριο. Και σε αυτές η φλόγα  του υγραερίου περνούσε μέσα από το πλέγμα άκαυτου αμιάντου και είχε  έντονη φωτεινότητα. Απέδιδαν οι λάμπες αυτές  ικανοποιητικό φωτισμό στο χώρο των καταστημάτων.

       Στην εκκλησία του ΑηΓιώργη, τα βράδια που τελούνταν οι ακολουθίες των «Χαιρετισμών» και  της Μεγάλης Εβδομάδας, στην αρχή ο φωτισμός γινόταν με τα κεριά. Η παρακολούθηση των ιερών ακολουθιών εκείνη την εποχή τις νυχτερινές ώρες αποτελούσε Θεία μυσταγωγία. Μόνο το τέμπλο της εκκλησίας φωτιζόταν αχνά από τα κεριά των μανουαλιών, ο παπάς και οι ψαλτάδες διάβαζαν τα ιερά βιβλία κρατώντας στο χέρι τους μικρές λαμπάδες, ενώ οι πιστοί ήσαν κινούμενες σκιές μέσα στην εκκλησία και μόνο τα πρόσωπά τους φωτίζονταν από την μικρή φλόγα των κεριών, όταν τα κρατούσαν στο χέρι τους                   

.   Με την πάροδο όμως του χρόνου, από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, η εκκλησία άρχισε να ηλεκτροφωτίζεται αρχικά από την ηλεκτρογεννήτρια του παρακείμενου ελαιοτριβείου του Ευάγγελου Διαμαντάκου (Μακρέκο), με δύο - τρείς ηλεκτρικούς λαμπτήρες που ήταν τοποθετημένοι πάνω στους πολυελέους της εκκλησίας. Μερικοί ακόμα λαμπτήρες στηριγμένοι πάνω σε κολώνες φώτιζαν το δρόμο από αυτό το λιοτρίβι μέχρι την πόρτα της εκκλησίας, μια απόσταση διακοσίων μέτρων περίπου.

Αργότερα κατασκευάστηκαν ηλεκτρικές εγκαταστάσεις στο εσωτερικό της εκκλησίας και στον αύλειο χώρο της, τοποθετήθηκαν δεκάδες ηλεκτρικοί λαμπτήρες σε όλους τους χώρους της εκκλησίας και η ηλεκτροδότηση γινόταν από χειροκίνητη (με μανιβέλα) πετρελαιοκίνητη μηχανή με ηλεκτρογεννήτρια που στο μεταξύ προμηθεύτηκε η επιτροπή της εκκλησίας. Αυτή αρχικά στεγάζονταν σε παράπηγμα, δίπλα στο πηγάδι του ΑηΓιώργη και χρησιμοποιήθηκε παράλληλα για την άντληση νερού από αυτό, ενώ στη συνέχεια στεγάστηκε σε πλινθόκτιστο δωμάτιο που δεν υπάρχει πιά, εφαπτόμενο στο παλιό χωνευτήρι, το σημερινό παρεκκλήσι του Αγίου Λαζάρου.

     Όλοι οι δρόμοι που οδηγούσαν στην «αγορά», αυτοί που συνέδεαν τις γειτονιές  και τα σπίτια των κατοίκων του χωριού, μόλις έπεφτε το σκοτάδι, ήταν θεοσκότεινοι. Οι χωριανοί «μαζεύονταν» στα σπίτια τους ή στα καφενεία πριν έρθει το βράδυ. Κι’ όταν έφευγαν από τα καφενεία και τις ταβέρνες για τα σπίτια τους πολύ πριν από τα μεσάνυχτα  και  αναγκάζονταν να βρίσκονται  στους δρόμους, κυκλοφορούσαν σαν μαύρες σκιές μέσα στο σκοτάδι. Όταν  συναντιόνταν στο δρόμο ή στο σταθμό του τραίνου οι ταξιδιώτες την νύχτα, χαιρετούσε ο ένας τον άλλο και έτσι αναγνωρίζονταν,   μόνο από τη φωνή. Για να «βλέπουν» πού πατάνε στο δρόμο, δεδομένου ότι όλοι οι δρόμοι ήταν κακοτράχαλοι, γεμάτοι πέτρες και λακκούβες, χρησιμοποιούσαν μικρά ηλεκτρικά φανάρια (φακούς), που λειτουργούσαν με μπαταρίες ξηρής φόρτισης, αλλά απέδιδαν ελάχιστο φωτισμό και αυτά. Ιδιαίτερα προβλήματα αντιμετώπιζαν οι κάτοικοι του χωριού που έμεναν σε απομακρυσμένες από την αγορά συνοικίες και έπρεπε σχεδόν κάθε βράδυ να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις μέχρι να φτάσουν στα σπίτια τους. Μόνο τα τέσσερα λιοτρίβια (Το Μακρέκο, το Λυγδέκο, το Καγκλέκο και το  «Συνεταιρικό») την περίοδο της λειτουργίας τους, δύο – τρεις μήνες το χρόνο, έχυναν άπλετο φως στη γύρω περιοχή, επειδή διέθεταν αυτόνομες ηλεκτρογεννήτριες. Αλλά μετά την απομάκρυνση λίγων μέτρων  από αυτά έπεφτε πηχτό το σκοτάδι. Τους χωριανούς τις ξάστερες νύχτες, όταν τα μαύρα σύννεφα είχαν φύγει από το στερέωμα, τους κρατούσε συντροφιά και  φώτιζε το δρόμο τους το φως των αστεριών, η αστροφεγγιά, και η φεγγαράδα.

     Το ηλεκτρικό ρεύμα για τον οικισμό αποτέλεσε «είδος πολυτελείας» μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Πολλές φορές, πριν τον ηλεκτροφωτισμό του χωριού, πηγαίνοντας πριν καλά - καλά φέξει, για λιομάζωμα στο Σαμόνι αλλά και τα καλοκαίρια που ανεβαίναμε, μόλις είχε καλά νυχτώσει, μέχρι το γεφύρι της «Μπαμπακίτισας» στο επάνω μέρος του χωριού, αντικρύζαμε απέναντι, νοσταλγικά, τον ηλεκτροφωτισμένο οικισμό του Αχλαδόκαμπου. Βουτηγμένοι όπως ήμασταν στο πηχτό σκοτάδι και βλέποντας τον Αχλαδόκαμπο ηλεκτροφωτισμένο, θεωρούσαμε τους εαυτούς μας «παιδιά ενός κατώτερου Θεού».

Στις αρχές του 1968 άρχισε η κατασκευή του ηλεκτρικού δικτύου, για την τροφοδοσία του οικισμού με ηλεκτρικό ρεύμα. Στα συνεργεία χαρτογράφησης του ηλεκτρικού δικτύου, της τοποθέτησης των ηλεκτρικών στύλων και των ηλεκτρικών καλωδίων υψηλής τάσης εργάζοντο πολλοί κάτοικοι του χωριού έναντι αμοιβής .Μετέβαιναν στο χώρο εργασίας, διασχίζοντας με τα πόδια τις δασωμένες πλαγιές του Αρμακά. Εργάζονταν εκεί χρησιμοποιώντας πρωτόγονα μέσα (κασμάδες, φτυάρια, παραμίνες κλπ).για να ανοίξουν τις τρύπες στο έδαφος και να τοποθετήσουν τις κολώνες που τις είχαν μεταφέρει από μεγάλες αποστάσεις τραβώντας τες με τα σκοινιά. Παράλληλα συνεργεία ηλεκτρολόγων από τα γύρω χωριά και την Τρίπολη εργάζονταν πυρετωδώς  σε όλα σχεδόν τα σπίτια του χωριού και κατασκεύαζαν ηλεκτρικά δίκτυα και εγκαταστάσεις παροχής ηλεκτρικού ρεύματος Στις 3 Ιανουαρίου 1969 έφτασε τελικά το ηλεκτρικό ρεύμα στο χωριό και ηλεκτροφωτίστηκαν σιγά - σιγά όλα τα καταστήματα, τα σπίτια, τα καλύβια και οι δρόμοι στις γειτονιές του χωριού.

                                                                           Γιώργος Στυλ.  Σκλημπόσιος-  Μασκλινιώτης

 

Κυριακή 13 Απριλίου 2025

 

                    ΤΑ  ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΛΕΙΨΥΔΡΙΑΣ ΣΤΗ ΜΑΣΚΛΙΝΑ       

 

    Κατά τους πρώτους χρόνους που εγκαταστάθηκαν οι κάτοικοι στο χωριό, (1835), για την ύδρευσή τους και για το πότισμα των ζώων τους,αναζήτησαν νερό στο άνυδρο τοπίο της περιοχής, σκάβοντας πηγάδια για να καλύψουν τις ανάγκες τους.  Σε όλη την περιφέρεια του χωριού υπάρχει μεγάλος αριθμός πηγαδιών, τα περισσότερα βαθιά, που το βάθος τους κυμαίνεται από 5-10 μέτρα αλλά και ορισμένα ρηχά, για τα οποία θα αναφερθούμε λεπτομερώς αμέσως παρακάτω. Η ποσότητα του νερού που προσφέρουν είναι μικρή. Πολλά από αυτά, κυρίως εκείνα που βρίσκονται σε κοντινή απόσταση από το χωριό ή στις παρυφές των οικισμών του, το νερό τους χρησίμευε τότε για την ύδρευση των κατοίκων και του ζωικού τους κεφαλαίου.

   Το νερό αντλούσαν οι κάτοικοι από τα πηγάδια με «κουβάδες» που έδεναν σε «τριχιές», και τους τραβούσαν γεμάτους  νερό, μέχρι την επιφάνεια του πηγαδιού. Ακόμη και σήμερα οι πέτρες που βρίσκονται στα χείλια των πηγαδιών είναι χαραγμένες από τις «τριχιές» που σύρονταν πάνω σε αυτές, φέρνοντας το νερό στην επιφάνεια. Όλα τα πηγάδια δεν ήσαν μέσα στον οικιστικό πυρήνα της κάθε γειτονιάς, αλλά σε μικρή απόσταση από αυτή. Έτσι η συνοικία Γυμιάνικα υδρευόταν από το πηγάδι του Αη Γιώργη και το πηγάδι  στο Παλιοκρόπι, η συνοικία Ζαρελιάνικα υδρευόταν από το Ζαρελιανέκο πηγάδι ενώ οι άλλες συνοικίες του χωριού υδρεύονταν από το πηγάδι της Φιλιππούς.

    Το πηγάδι του ΑηΓιώργη υπάρχουν μαρτυρίες πως αρχικά ήταν αβαθές σαν πολίμι ληνού με μικρή παροχή νερού και αναγκάζονταν πολλές φορές οι κάτοικοι, άτομα νεαρής κυρίως ηλικίας, να κατεβαίνουν με την τριχιά στον πάτο του πηγαδιού. Μάζευαν το νερό με μικρά δοχεία, το στράγγιζαν με τα τσεμπέρια που φορούσαν οι γυναίκες στο κεφάλι, για να το απαλλάξουν κατά το δυνατόν από την λάσπη και το αποθήκευαν στους κουβάδες. Στη συνέχεια, τραβούσε επάνω τους κουβάδες και τον άνθρωπο με το σχοινί, αυτός που βρισκόταν στην επιφάνεια του πηγαδιού.

    Το πηγάδι της κάθε γειτονιάς, αποτελούσε σημείο αναφοράς και συγκέντρωσής της. Τα ζώα τους τα πότιζαν επιτόπου, ρίχνοντας το νερό στην πέτρινη λεκάνη (κορύτα) που υπήρχε δίπλα ακριβώς στο πηγάδι. Για τις ανάγκες όμως του σπιτιού (μαγείρεμα, πλύσιμο κλπ) το νερό μετέφεραν, οι γυναίκες συνήθως, στο σπίτι με ξύλινα δοχεία τα «βαρέλια». Όταν πήγαιναν στο πηγάδι για νερό φόρτωναν το άδειο βαρέλι στην πλάτη τους όρθιο, δεμένο στο σώμα τους με σκοινί. Μερικές φορές οι νοικοκυρές όταν ήσαν νέες στην ηλικία και κυρίως τα κορίτσια, πηγαίνοντας στο πηγάδι για νερό τοποθετούσαν το βαρέλι στον ώμο τους οριζόντιο και το κρατούσαν με το χέρι τους. Μόλις γέμιζαν τα βαρέλια με νερό του πηγαδιού έκλειναν σφιχτά με τα «βουλώματα» τις δύο τρύπες του, που η μια βρισκόταν στον «παζό*» του βαρελιού και η άλλη στο κάτω μέρος μιας από τις δόγες του. Έπειτα το σήκωναν με τα χέρια τους και με μια πρώτη κίνηση το στήριζαν στους μηρούς τους και στη συνέχεια με μια δεύτερη κίνηση το τοποθετούσαν οριζόντιο στο «τουράκι», μια ειδική θέση δίπλα στο πηγάδι που είχε διαμορφωθεί για να διευκολύνει την φόρτωσή του. Εκεί το έδεναν με σκοινί και το φόρτωναν στην πλάτη τους οριζόντιο, περνώντας το σκοινί από τους ώμους και τις μασχάλες τους.

    Στην περίπτωση που η απόσταση από το πηγάδι στο σπίτι ήταν μικρή, οι νέες γυναίκες τοποθετούσαν οριζόντιο στον ώμο τους το βαρέλι με το νερό κρατώντας με το χέρι τους την ισορροπία του σε αυτή τη θέση. Η μεταφορά του νερού γινόταν και με τα ζώα, γαϊδούρια ή μουλάρια. Στην περίπτωση αυτή φόρτωναν στο ζώο συνήθως δύο βαρέλια σε όρθια θέση. Η μεταφορά του νερού από το πηγάδι με τα ζώα γινόταν σε λίγες περιπτώσεις, γιατί δεν είχαν όλες οι οικογένειες γαϊδουρομούλαρα και τις περισσότερες φορές αυτά δεν ήσαν διαθέσιμα, όταν παρουσιαζόταν τέτοια ανάγκη.Στην περίπτωση όμως αυτή φόρτωναν στο ζώο σύνήθως δύο βαρέλια.Την μεταφορά με αυτό το μέσο μπορούσε να την κάνει και ο άντρας. Πολλές φορές η νοικοκυρά ήταν υποχρεωμένη να πάει στο πηγάδι δύο και τρείς φορές και να μεταφέρει φορτωμενη στην πλάτη της σε κάθε διαδρομή το βαρέλι γεμάτο νερό. Η διαδικασία αυτή όμως της μεταφοράς ήταν κουραστική. Για να μεταφέρει λ.χ. το βαρέλι η νοικοκυρά από το πηγάδι του ΑηΓιώργη μέχρι την Μακρέκη γειτονιά έπρεπε να διασχίσει την περιοχή της «λάκας», από το πηγάδι στο Παλιοκρόπι, έπρεπε να διανύσει ολόκληρη την Αντωνέκη γειτονιά, ενώ από Ζαρελιάνικο πηγάδι μέχρι την Ζαρελιάνικη γειτονιά η απόσταση ήταν αρκετά μεγάλη. Οι Ζαρελιανέοι για τον λόγο αυτό και για την καλύτερη εξυπηρέτησή τους κατασκεύασαν στο κέντρο της γειτονιάς τους, δίπλα στο σπίτι του Παναγιώτη Κουρλιμπίνη μεγάλη υπόγεια δεξαμενή, «στέρνα», από την οποία υδρεύονταν αυτοί και τα ζώα τους.

   Στην δεκαετία του μεσοπολέμου, όταν πρόεδρος του χωριού ήταν ο αείμνηστος ο Γρηγόρης Κίκιζας, με ενέργειές του οι κάτοικοι του χωριού έφεραν νερό με σιδηροσωλήνες από την πηγή της «Κάρβιας», που απέχει σχεδόν μια ώρα με τα πόδια από το χωριό. Αργότερα έφτιαξαν και μια δεξαμενή πάνω από την συνοικία Τσαχρανέκα, στις υπώριες του Καυκαλά, που μάζευε το λιγοστό νερό της πηγής, ενώ σε κάθε συνοικία τοποθέτησαν μια ή δύο κοινοτικές βρύσες. Η κάθε βρύση έπαιρνε το όνομα κάποιου Μασκλινιώτη που το σπίτι του γειτνίαζε με την βρύση. Στην γειτονιά μου είχαμε την βρύση της «Καλημόρφως» που ήταν γυναίκα του αείμνηστου Δημοσθένη Λυγγίτσου.

    Καθημερινά τα πρωινά, από τις κοινοτικές βρύσες οι νοικοκυρές γέμιζαν με νερό τους ντενεκέδες, τις τέσες, τις πήλινες στάμνες και τις γιάλινες μπουκάλες, τις πεντοχιλιάρες όπως τις έλεγαν, βάζοντάς τα  στην «ουρά» και τα κουβαλούσαν στο σπίτι.Το νερό που κουβαλούσαν με τους ντενεκέδες το αποθήκευαν  σε βαρέλια, για να καλύψουν τις ανάγκες καθαριότητας του σπιτιού και για να ποτίζουν τα ζωντανά τους, ενώ το νερό που γέμιζαν τις στάμνες και τις μπουκάλες το χρησιμοποιούσαν για πόσιμο.   

     Ο ντενεκές ήταν μεταλλικό δοχείο από λευκοσίδηρο, χωρητικότητας δέκα πέντε λίτρων νερού περίπου, ο γνωστό μας «ντενεκές του πετρελαίου». Για την μετασκευή του αφαιρούσαν ολόκληρη την επάνω τετράγωνη μικρή πλευρά του ντενεκέ, τοποθετούσαν και κάρφωναν εσωτερικά και διαμετρικά αντίθετα στην επάνω άκρη του μια στρογγυλή ξύλινη χειρολαβή, και αφού τον έπλεναν με καυτό νερό για να φύγει η μυρουδιά του πετρελαίου, ήταν έτοιμος για την μεταφορά του νερού από την κοινοτική βρύση στο σπίτι. Η μεταφορά του ντενεκέ ήταν δύσκολη και κουραστική. Απαιτούσε χέρι γερό και δυνατό και ακόμη πιο γερή ωμοπλάτη. Ωστόσο δεν ήσαν σπάνιες οι περιπτώσεις που μετέφεραν χειροδύναμες Μσκλινιώτισσες δύο ντενεκέδες μισογεμάτους νερό, ένα με το ένα χέρι και ένα με το άλλο ταυτόχρονα.

     Η μεταφορά του νερού από τη βρύση στο σπίτι γινόταν και με την τέσα. Η τέσα ήταν ένα δοχείο όχι πολύ μεγάλο. Το επικρατέστερο σχήμα της ήταν το σχήμα ανεστραμένου «κόλουρου» κώνου με πολύ ανοιχτό το επάνω μέρος. Στην επάνω άκρη της είχε στρογγυλή μεταλλική χειρολαβή όχι χοντρή. Η χειρολαβή λεγόταν «αρβάλι» και δεν ήταν ακίνητη. Όταν σήκωνε ή μετέφερε κανείς την τέσα, η χειρολαβή σχημάτιζε τόξο κάθετο προς το απάνω ανοιχτό μέρος της. Η τέσα επίσης χρησιμοποιείτο για το πότισμα του ζωϊκού κεφαλαίου του νοικοκυριού (γίδες, μουλάρια, πρόβατα κλπ). Επίσης κουβαλούσαν πόσιμο νερό από τις κοινοτικές βρύσες στα σπίτια και με «πεντοχιλιάρες» γυάλινες ντραμιζάνες, που ήσαν επενδυμένες με ειδικό χόρτο για να μην σπάνε και το χρησιμοποιούσαν για πόσιμ

      Όση ώρα περίμεναν οι νοικοκυρές στη βρύση για να γεμίσουν τους ντενεκέδες τους με νερό, τους δινόταν η ευκαιρία για κοινωνική επικοινωνία, για καλύτερη γνωριμία και για στενότερες σχέσεις με άλλες γυναίκες. Η κοινωνική επικοινωνία έπαιρνε μεγαλύτερες διαστάσεις και ιδιαίτερο χρώμα όταν οι γυναίκες άρχιζαν τις συζητήσεις. Έστηναν την συζήτηση με θέματα πολλά και ποικίλα, επίκαιρα και ανεπίκαιρα. Άρχιζαν τη συζήτηση με τυπικά οικογενειακά ή άλλα θέματα για να την επεκτείνουν προοδευτικά σε γενικότερα θέματα της γειτονιάς και της ευρύτερης περιοχής της και να καταλήξουν στα «νέα» του χωριού και πολλές φορές στα «νέα» που ξεπερνούσαν τα όριά του. Έτσι σιγά - σιγά γινόταν η σύνθεση της προφορικής καθημερινής εφημερίδας. Μάθαιναν εν το μεταξύ και όλα τα νέα του χωριού από τις άλλες γειτόνισσες που είχαν έρθει και αυτές για να πάρουν νερό. Έτσι η βρύση της γειτονιάς είχε γίνει για μεγάλο χρονικό διάστημα το κέντρο αναφοράς των νοικοκυρών της γειτονιάς.

     Όμως η κοινοτική βρύση κυρίως με την «σύναξη» των γυναικών είχε και αρνητικές κοινωνικές διαστάσεις. Μερικές φορές δεν διευκόλυνε την κοινωνική επικοινωνία ούτε προωθούσε πάντοτε τις ανθρώπινες σχέσεις. Αντίθετα άλλες φορές δεν έφερνε τους ανθρώπους πιο κοντά στους άλλους, άλλα τους χώριζε. Στην περισσότερο συνηθισμένη περίπτωση, αιτία ήταν η παραβίαση της «σειράς». Πολλές φορές για να προλάβουν να πάρουν περισσότερο νερό, πριν τελειώσει το νερό του υδραγωγείου, ορισμένοι δεν έβαζαν τους ντενεκέδες στη σειρά, τον ένα πίσω από τον άλλο, αλλά δημιουργούσαν δεύτερη σειρά από τα πλάγια, με αποτέλεσμα να προκαλούνται αμφισβητήσεις για την σειρά του κάθε ντενεκέ.

     Επί πλέον μερικές γυναίκες άφηναν τον ντενεκέ ή τα άλλα δοχεία συλλογής νερού και έφευγαν, γιατί δεν είχαν υπομονή να περιμένουν είτε γιατί είχαν άλλη δουλειά. Γυρίζοντας όμως στη βρύση ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα, έβρισκαν τον ντενεκέ τους ή το δοχείο τους απωθημένο στην άκρη και αντιμετώπιζαν αντιρρήσεις ή αρνήσεις για την παραδοχή της «σειράς» τους. Έτσι άναβαν καυγάδες και την λογομαχία ακολουθούσε πολλές φορές υβρεολόγιο. Τότε έβγαιναν στη δημοσιότητα τα «άπλυτα» και της μιας και της άλλης οικογένειας. Επίσης πολλές φορές οι συζητήσεις που έκαναν οι γυναίκες για τα «νέα» του χωριού έφταναν κάποτε σε σημείο να εκτραπούν σε κουτσομπολιό, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται παρεξηγήσεις και εχθρότητες μεταξύ οικογενειών του χωριού.

     Λόγω της λειψυδρίας που υπήρχε ανέκαθεν στο χωριό, και το νερό από την πηγή της Κάρβιας ήταν λιγοστό, κάθε νοικοκύρης φρόντισε να κατασκευάσει στο σπίτι του και αποθηκευτικό χώρο για νερό, τη «στέρνα». Τη γέμιζαν συνήθως με το νερό της βροχής, που μάζευαν  τις βροχερές ημέρες του χειμώνα από τους ρέφτες των κεραμιδιών του σπιτιού τους. Οι στέρνες αυτές κατασκευάζονταν στα υπόγεια συνήθως των κατοικιών και ήσαν μεγάλης χωρητικότητας. Ωρισμένες από αυτές χωρούσαν ακόμη και εκατό τόνους νερό. Από αυτό το νερό που αντλούσαν από την στέρνα είτε με τέσα, που ήταν δεμένη σε σιδερένια ανοξείδωτη αλυσίδα, είτε με την «τρόμπα», είδος χειροκίνητης σιδερένιας αντλίας που τοποθετείτο στο στόμιο της στέρνας, υδρεύονταν οι άνθρωποι και το ζωικό κεφάλαιο κάθε νοικοκυριού, το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου, αλλά ιδιαίτερα τους θερινούς μήνες, που η λειψυδρία στο χωριό ήταν πιο έντονη.

    Όσοι δεν είχαν στέρνες να αποθηκεύσουν νερό για τις ανάγκες τους, τον χειμώνα που έβρεχε «έπιαναν» σε σκαφίδια, σε βαρέλια πετρελαίου ή σε καζάνια το νερό της βροχής που έπεφτε από τους ρέφτες της κεραμοσκεπής του σπιτιού. Αυτό το νερό το έπιναν μόνο σε έσχατη ανάγκη και συνήθως το χρησιμοποιούσαν για τις άλλες ανάγκες τους. Σε περίπτωση αρκετής χιονόπτωσης το χιόνι αποτελούσε ένα τρόπο ύδρευσης του νοικοκυριού. Στην περίπτωση αυτή της ακραίας ανάγκης γέμιζαν με χιόνι την κατσαρόλα και την τοποθετούσαν στη φωτιά του τζακιού πάνω στην σιδεροστιά. Το χιόνι έλιωνε και γινόταν νερό. Αυτή όμως την διαδικασία έπρεπε να την επαναλάβουν πολλές φορές, γιατί από το χιόνι βγαίνει μικρή ποσότητα νερού, δυσανάλογη με τον όγκο του.

     Τους καλοκαιρινούς μήνες που η ζέστη στο χωριό ήταν ανυπόφορη, κάθε σπίτι διατηρούσε δροσερό νερό σε πήλινες στάμνες. Η στάμνα ήταν ένα πήλινο δοχείο με στενό λαιμό στην κορυφή και δύο μεγάλα πήλινα χερούλια ενσωματωμένα στο λαιμό,(ο μπότης*).Τις έλεγαν και «Αιγηνίτικα κανάτια», επειδή τέτοιες στάμνες κατασκεύαζαν στην Αίγινα από ντόπιο ειδικό και κατάλληλο χώμα. Οι Αιγηνίτικες στάμνες έλεγαν ότι ήσαν οι καλύτερες. Τις πούλαγαν στο μαγαζί του Γιάννη Κουρβετάρη στο σταθμό και στα μαγαζιά της Τρίπολης.

    Αφού στα σπίτια του χωριού εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν ψυγεία ούτε του πάγου, ούτε ηλεκτρικά, αντί για ψυγείο στην περίπτωση του δροσερού νερού είχαν τη στάμνα. Η στάμνα κράταγε το νερό δροσερό ή κρύο. Την τοποθετούσαν συνήθως σε κάποιο βορινό παράθυρο του σπιτιού ή σε άλλο δροσερό μέρος. Επίσης προμηθευόταν δροσερό νερό από τις «στέρνες» που είχαν κατασκευάσει κάτοικοι της γειτονιάς.Θυμάμαι τα καυτά μεσημέρια του καλοκαιριού που με έστελνε η αείμνηστη μητέρα μου στις γειτονικές στέρνες του Κώστα του Λύγδα, του Αλέξη του Λυγγίτσου, του Μήτσου του Μήλη και του Σταύρου του Γιαννούλη να γεμίσω τη στάμνα με δροσερό νερό και να το φέρω στο σπίτι, για να δροσίσουμε το στόμα μας  όλη η οικογένεια.

     Μόνον τα καφενεία και οι ταβέρνες του χωριού διέθεταν ψυγεία του πάγου και σέρβιραν δροσερό νερό μαζί με τον καφέ και τα γλυκά στους πελάτες τους. Τις κολώνες του πάγου για την τροφοδοσία των ψυγείων τις προμηθεύονταν καθημερινά από τα παγοποιεία της Τρίπολης και τις μετέφεραν στο χωριό με το τραίνο, τυλιγμένες με πρωτόγονα μονωτικά υλικά (άχυρα, λινάτσες κλπ.) για να διατηρούνται κατά την μεταφορά, μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους. Στα ψυγεία επίσης τοποθετούσαν και τα αναψυκτικά (λεμονάδες, πορτοκαλάδες κλπ.) τα οποία σέρβιραν δροσερά στους πελάτες τους τα καυτά μεσημέρια του καλοκαιριού.

Κάθε μέρα άνοιγε ο υδρονομέας, ο αείμνηστος Πέτρος Ράλλης, το νερό της δεξαμενής και τροφοδοτούσε εκ περιτροπής  για λίγες ώρες τα πρωινά τις γειτονιές του χωριού, μέχρι που άδειαζε η δεξαμενή.Η διαθέσιμη ημερήσια ποσότητα του νερού της δεξαμενής,  ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες, ήταν μικρή και συνήθως δεν επαρκούσε να καλύψει τις ανάγκες των νοικοκυριών όλόκληρου του χωριού σε μια μέρα.Γι’ αυτό το λόγο την μία μέρα υδροδοτείτο το κάτω χωριό,η περιοχή της Γούβας (από το σπίτι του Σταύρου του Βαρβιτσιώτη και κάτω) και την άλλη μέρα το υπόλοιπο πάνω χωριό (οι περιοχές Ζαρελιάνικα, Σταθμός, Τσαχρανέκα κλπ).Επειδή το νερό τέλειωνε ξαφνικά και στέγνωνε η βρύση, πολλές φορές έμεναν άδειοι οι περισσότεροι ντενεκέδες και τα δοχεία που περίμεναν να γεμίσουν καρτερικά στην ουρά. Τότε τα μάζευαν με φανερή απαγοήτευση οι ιδιοκτήτες τους, που περίμεναν παραπέρα στον ίσκιο της μουριάς, και γύριζαν στο σπίτι τους,για να επανέλθουν την μεθεπόμενη να τα γεμίσουν με νερό.Και τότε αν είχαν ξεμείνει τα νοικοκυριά από νερό για να καλύψουν τις ανάγκες υδροδότητης του σπιτιού και να ποτίσουν τα ζώα τους κατέφευγαν στα πηγάδια που υδροδοτούσαν πιο παλιά το χωριό ή στις στέρνες των συγγενών τους ή των γειτόνων τους.

   Στα μέσα του «αλωνάρη*» έπρεπε όλα τα νοικοκυριά να πλύνουν και να στεγνώσουν όλη την ποσότητα  του σιταριού  τους που είχαν φέρει από το αλώνι, πριν το αποθηκεύσουν στο ξύλινο κασόνι,για να το πάνε στον αλευρόμυλο.Έτσι οι ανάγκες των νοικοκυριών σε νερό γίνονταν ακόμη πιο επιτακτικές εκείνη την περίοδο. Άρχιζαν λοιπόν να κουβαλούν από τις κοινοτικές βρύσες νερό με τους ντενεκέδες και να το αποθήκευουν σε σιδερένια βαρέλια, σε καζάνια και σε άλλους αποθηκευτικούς χώρους πριν αρχίσουν το πλύσιμο του σιταριού. Για να γίνει πιο κατανοητό το πρόβλημα αναφέρουμε πως για να πλυθεί ένα καζάνι σιτάρι απαιτούντο δύο καζάνια νερό.Οι αυξημένες ανάγκες των νοικοκυριών σε νερό σε συνδυασμό με την σοβαρή έλλειψή του τους καλοκαιρινούς μήνες πολλές φορές οδηγούσε  τα νοικοκυριά σε αδιέξοδο.

    Το πρόβλημα με το πέρασμα του χρόνου γινόταν σοβαρότερο, γιατί  η διατομή των σιδηροσωλήνων που μετέφεραν το νερό από την πηγή της Κάρβιας μέχρι τη δεξαμενή και από την δεξαμενή στις κοινοτικές βρύσες με την πάροδο του χρόνου γινόταν συνεχώς και μικρότερη, λόγω της περιεκτικότητας αλάτων στο νερό. Αποτέλεσμα κατά την δεκαετία του 1960  η μεταφερόμενη από την πηγή της Κάρβιας ποσότητα νερού να είναι πολύ μικρή και το πρόβλημα υδροδότησης του χωριού να καθίσταται εντονώτερο.

    Ευτυχώς τα πέτρινα χρόνια πέρασαν και από το τέλος της δεκαετίας του 1960, το χωριό υδροδοτήθηκε με νέο δίκτυο ύδρευσης, από την πηγή του χωριού Μεθύδριο, από την ίδια πηγή που υδροδότηθηκε η πόλη της Τρίπολης καθώς και πολλά χωριά της επαρχίας Μαντινείας. Παράλληλα κατασκευάστηκε δεξαμενή μεγάλης χωρητικότητας, στην περιοχή του Αγίου Πέτρου, στα υψίπεδα του χωριού για την αποθήκευση του νερού. Από τότε το κάθε σπίτι απέκτησε δική του παροχή ύδρευσης, για ολόκληρο το εικοσιτετράωρο. Επειδή μεγάλο μέρος των υδροσωλήνων του δικτύου μεταφοράς του νερού στο χωριό ήταν κατασκευασμένοι από αμίαντο, υλικό πολύ βλαβερό για την υγεία των κατοίκων, τελευταία ολόκληρο το δίκτυο ύδρευσης του χωριού (εξωτερικό και εσωτερικό) αντικαταστάθηκε με σωλήνες που πληρούν τους κανόνες υγιεινής του ανθρώπου, και έτσι επιλύθηκε οριστικά το σοβαρό πρόβλημα ύδρευσης του χωριού. Έκτοτε τα πηγάδια και οι κοινοτικές βρύσες αποτέλεσαν για τους κατοίκους παρελθόν πιά.

     Όμως παράλληλα, από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, μέχρι και πρότινος, έγιναν επανειλημμένα προσπάθειες, με εισφορές κυρίως των κατοίκων, για την ανεύρεση υπόγειων πηγών, με την δημιουργία γεωτρήσεων. Αυτό έγινε με σύγχρονα μέσα (γεωτρύπανα), σε διάφορα σημεία της ευρύτερης περιοχής του οικισμού, ώστε να διασφαλισθεί η επάρκεια και η αυτάρκεια του οικισμού σε νερό, για την ύδρευση των κατοίκων του και ενδεχομένως για το πότισμα των μικρών περιβολιών τους.

Παρά το γεγονός ότι το βάθος των γεωτρήσεων σε πολλά σημεία ήταν αρκετά μεγάλο, πάνω από τετρακόσια μέτρα, οι προσπάθειες για την ανεύρεση πηγαίου νερού, δυστυχώς, μέχρι σήμερα, απέβησαν άκαρπες. Διαπιστώθηκε όμως για μια ακόμη φορά, με την διάνοιξη αυτών των γεωτρήσεων, ότι το υπέδαφος της περιοχής αποτελείται από σχιστολιθικά και ασβεστολιθικά πετρώματα, που δημιουργούν σε πλείστα σημεία, υπόγεια σπήλαια ή καταβόθρες (πρόπαντες), οπότε ακόμη και η ύπαρξη ή η διέλευση πηγαίου νερού κάτω από την επιφάνεια της γης στην περιοχή, είναι σχεδόν απίθανη.

   Ο Καστριτοχωρίτης Ακαδημαϊκός Θανάσης Βαλτινός, αναφερόμενος στο πρόβλημα της σοβαρής έλλειψης νερού στην ευρύτερη περιοχή του χωριού μας, σε ένα από τα βιβλία του (Ορθοκωστά) αναφέρει χαρακτηριστικά: «Στα τριάντα πέντε μέτρα είναι το νερό. Είκοσι πέντε κυβικά το εικοσιτετράωρο. Στα εκατόν εξήντα μέτρα, διακόσια πενήντα κυβικά. Αλλά μου την έχουν φουσκώσει την κοιλιά οι Μασκλινέοι και δεν τους το μαρτυράω. Μονάχα αν με πληρώσουν. Αλλιώς εκεί θα κοιμάται το νερό».

                                                          Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

 

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2025

 

                                                                                            Ανάπλι 22 Φλεβάρη 2025

           

 

                    Αγαπητοί Μασκλινιώτες και φίλοι του χωριού μας

     

    Τούτες τις ημέρες οι επισκέψεις σας στην ιστοσελίδα που αναφέρεται στην ιστορία του χωριού μας ξεπέρασαν  τις (25.000) εικοσιπέντε χιλιάδες! Νοιώθω απέραντη χαρά και ικανοποίηση που με την  ταπεινή γραφίδα μου κατάφερα  να μεταδώσω  στους σημερινούς Μασκλινιώτες  και  στους απανταχού της γης ευρισκόμενους  πατριώτες μου την ιστορία του χωριού μας  καθώς και εικόνες από την κοινωνική και πολιτισμική ζωή του τόπου μας. Η  επισκεψιμότητα της ιστοσελίδας και η ανάγνωση των κειμένων  ήταν  για μένα  εκπληκτική και απρόσμενη.

     Ξεκίνησα να ξύνει   η γραφίδα μου πάνω στις δημοσιευμένες σελίδες   επειδή πίστεψα πως έπρεπε να μάθει η σημερινή γενιά μου και τα νεαρά βλαστάρια της την ιστορία του χωριού μας.  Την ζωή και τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι ηρωικοί πρόγονοί μας, σκάβοντας με νύχια και με δόντια την πέτρα και το λιγοστό χώμα για να σταθούν πάνω του, στα  χρόνια της παρουσίας του χωριού μας  στον ευρύτερο χώρο της Κυνουρίας.

      Είμαστε δυστυχώς  μια από τις τελευταίες γενιές  των μόνιμων κατοίκων του.  Οι  κυβερνώντες ,εδώ και πενήντα  χρόνια, πασχίζουν και έχουν αποφασίσει οριστικά και αμετάκλητα με τις ενέργειές τους να σβήσουν την ζωντάνια του χωριού μας, όπως κάνουν για  όλα τα χωριά της  Κυνουριακής γης,  ώστε να μείνουν  τα σπίτια μας κλειστά και αραχνιασμένα. Να σταματήσει να χτυπάει η καμπάνα του «ΑηΓιώργη» μας χαρμόσυνα.

     Όμως  εσείς  και οι λιλιπούτειοι φίλοι μας  να έχετε χαραγμένη στην μνήμη σας πάντοτε  την ιστορία του χωριού μας , τη ζωή, τα ήθη και τα έθιμα των κατοίκων του.  Έτσι θα νοιώθετε υπερήφανοι για την καταγωγή σας. Πρέπει επίσης να συνεχίσετε να αντιστεκόσαστε με όλες σας τις δυνάμεις στις προκλήσεις των κυβερνώντων  και της παγκοσμιοποίησης γενικότερα.                                    

                                                                                                Σας ευχαριστώ

                                                                     Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2025

 

      ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΠΟΚΡΙΕΣ  ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ ΤΗΝ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1950

 

Στο χωριό από την παραμονή της αποκριάς άρχιζαν από κατοίκους του οι προετοιμασίες για να μεταμφιεστούν την επόμενη. Έψαχναν να βρουν τα ρούχα, τα καπέλα και τα μαντήλια που θα φορούσαν την άλλη ημέρα. Την ημέρα της αποκριάς, μετά την εκκλησία και κυρίως τις βραδινές ώρες, οι μεταμφιεσμένοι γυρνούσαν στα συγγενικά και τα σπίτια της γειτονιάς, ευχόμενοι τα «χρόνια πολλά» και την «καλή σαρακοστή» Από το μεσημέρι οι άντρες μάζευαν από τις γειτονικές αυλές των σπιτιών στο αλώνι κάθε γειτονιάς ελιόκλαρα και πουρνάρια για να τα κάψουν το βράδυ. Μόλις βράδιαζε μαζεύονταν όλοι στο αλώνι της γειτονιάς, άναβαν φωτιές στο κέντρο του, και χόρευαν γύρω από τη φωτιά, τραγουδώντας δημοτικά τραγούδια. Τη φωτιά «τάϊζαν» οι νέοι της γειτονιάς  συνεχώς με τα ελιόκλαρα, τα πουρνάρια και τις αφάνες που είχαν μαζέψει  από την ημέρα, για να ζεσταίνονται οι χορευτές και όλοι οι παρευρισκόμενοι και να φωτίζεται ο χώρος του αλωνιού, αφού το ηλεκτρικό φως ήταν ανύπαρκτο τότε.   Στους χορούς συμμετείχαν και οι μεταμφιεσμένοι που επισκέπτονταν όλα τα αλώνια στις γειτονιές του χωριού και σκορπούσαν κέφι με τις παντομίμες τους. Και οι γεροντότεροι του χωριού, που ήσαν ανήμποροι να χορέψουν, κάθονταν γύρω από το αλώνι και συμμετείχαν με τον τρόπο τους στις εκδηλώσεις, σιγοτραγουδώντας μαζί με τους χορευτές.

                                                     Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

 

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2025

 

      Η  ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ  ΤΟΥ   ΧΑΡΤΑΕΤΟΥ  ΤΗΝ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1950 ΑΠΟ  ΤΑ ΣΧΟΛΙΑΡΟΠΑΙΔΑ  ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ

      Τις ημέρες της αποκριάς τα σχολιαρόπαιδα ετοίμαζαν και πετούσαν τους χαρταετούς τους. Εύρισκαν ένα χοντρό καλάμι που θα αποτελούσε τον σκελετό του. Το έκοβαν σε μήκος ενός τουλάχιστον μέτρου περίπου και αφού το έσχιζαν στα τέσσερα σε όλο του το μήκος, έκαναν εγκοπές με κοφτερό μαχαίρι, στις άκρες των καλαμιών που προήλθαν από το σχίσιμο. Έπαιρναν τα τρία από τα σχισμένα καλάμια και τα έδεναν στη μέση χιαστί, φροντίζοντας να διατηρούνται ίσες αποστάσεις ανάμεσά τους, ώστε στο τέλος να έχουν ένα κανονικό εξάγωνο, με ίσα όλα του τα τμήματα. Περνούσαν ένα γερό σκοινί περιφερειακά του εξαγώνου, δένοντάς το σφιχτά στις εγκοπές που είχαν δημιουργήσει στις άκρες των καλαμιών, για να εξασφαλίζουν μόνιμα την ισότητα των τμημάτων του εξαγώνου.

Έβαζαν το σκελετό του χαρταετού πάνω σε ένα μεγάλο χαρτί που είχαν βγάλει από σακούλα λιπασμάτων - που να βρεθούν άλλωστε χρήματα για την αγορά χαρτιού από στην τοπική αγορά- και το έκοβαν γύρω -γύρω στην περίμετρο του εξαγώνου, αφήνοντας περιθώριο ως πέντε εκατοστά. Σε ένα δοχείο ανακάτευαν αλεύρι και έφτιαχναν προζύμι, που το χρησιμοποιούσαν αντί για κόλλα, που ήταν και αυτή εκείνη την εποχή δυσεύρετη. Αφού άλειφαν με προζύμι περιφερειακά το κομμένο χαρτί, το δίπλωναν στις άκρες του και έτσι δημιουργείτο με το χαρτί ένα κανονικό εξάγωνο, πάνω στο σκελετό του χαρταετού.

Έπειτα άρχιζαν την κατασκευή των ζυγιών του χαρταετού: α) τα ζύγια της ουράς και β) τα ζύγια που ρύθμιζαν το πέταγμα του αετού. Για να φτιάξουν τα ζύγια της ουράς έδεναν στη μια άκρη του καλαμιού μια γερή κλωστή από την μια άκρη της, ενώ την άλλη άκρη την έδεναν στην άκρη του γειτονικού καλαμιού, ώστε η κλωστή να σχηματίζει ένα τρίγωνο, με κορυφή του τριγώνου το κέντρο του χαρταετού.

Έφτιαχναν την ουρά του χαρταετού, δένοντας σε μια κλωστή μήκους δύο τουλάχιστον μέτρων και σε αραιά διαστήματα κατά μήκος της κλωστής κομμάτια από εφημερίδες ή άλλα ψαλιδισμένα χαρτιά. Έδεναν την άκρη της ουράς στην κλωστή που σχημάτιζε ανάποδο τρίγωνο και στο σημείο ακριβώς της κορυφής του τρίγωνου που σχημάτιζε η κλωστή.

       Τέλος έφτιαχναν τα ζύγια, που ρύθμιζαν το πέταγμα του χαρταετού. Έδεναν την μια άκρη κλωστής στην μια άκρη του καλαμιού και την άλλη άκρη της στην διπλανή άκρη του άλλου καλαμιού, στην απέναντι ακριβώς μεριά του τριγώνου που είχαν φτιάξει προηγούμενα για τα ζύγια της ουράς, ώστε να σχηματιστεί με την κλωστή ένα ακόμη ισοσκελές τρίγωνο. Τέλος έδεναν γερά την άκρη του κουβαριού (καλούμπα) της κλωστής που προορίζονταν για το πέταγμα του αετού ακριβώς στην μέση του χαρταετού, εκεί που τέμνονταν τα καλάμια μεταξύ τους. Από το κέντρο του χαρταετού και σε απόσταση ίση με τις πλευρές του τριγώνου που σχημάτισαν προηγούμενα, συνέδεαν σφιχτά την κλωστή του κουβαριού με την κλωστή που σχημάτιζε τρίγωνο και στο σημείο ακριβώς της κορυφής του τριγώνου, έτσι ώστε να σχηματίζεται με τις συνδεδεμένες κλωστές μια νοητή πυραμίδα. Ο χαρταετός ήταν πια έτοιμος να πετάξει.

Συνήθως πήγαιναν για το πέταγμα του χαρταετού σε σημεία που φυσούσε αέρας, και κυρίως στα αλώνια της γειτονιάς, αφού εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν πουθενά καλώδια ηλεκτρικού ρεύματος, για τον κίνδυνο ηλεκτροπληξίας. Τα παιδιά της γειτονιάς μου πετούσαμε τον χαρταετό στο Γιανναρέκο αλώνι που δεν υπάρχει πιά, πάνω ακριβώς από το σπίτι μας στην αγορά. Τώρα βγαίνουν έξω από το χωριό για το πέταγμα του χαρταετού, εκεί που δεν υπάρχουν ηλεκτροφόρα σύρματα.

Ένας κρατούσε με τα δύο του χέρια τον χαρταετό ψηλά, κόντρα στον αέρα, ενώ ένας άλλος, που στεκόταν μερικά μέτρα πιο μακριά, τραβώντας την κλωστή του κουβαριού, ανύψωνε τον χαρταετό στον ουρανό. Αν ο αέρας φυσούσε δυνατά και ο χαρταετός κατά την ανύψωσή του στροβιλίζονταν, διαπίστωναν ότι χρειαζόταν μεγαλύτερο αντίβαρο για να σταθεροποιηθεί, γι’ αυτό τον κατέβαζαν και του πρόσθεταν ακόμη ένα κομμάτι με ουρά που είχαν έτοιμη.

Μόλις απλωνόταν όλο το κουβάρι της κλωστής και ο χαρταετός έφτανε ψηλά, έδεναν την άκρη της σε ένα μικρό ξύλο, για να μην ξεφύγει από τα χέρια τους και την χάσουν μαζί με τον χαρταετό. Ένας κρατούσε το ξύλο με την κλωστή του χαρταετού και οι άλλοι τριγύρω χάζευαν το ύψος του. Πολλές φορές από το ίδιο σημείο πετούσαν δύο και τρείς χαρταετοί, οπότε γινόταν ένας μικρός άτυπος διαγωνισμός μεταξύ των παιδικών ομάδων, τίνος ο χαρταετός θα φτάσει ψηλότερα.

                                        Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος   - Μασκλινιώτης

                  ΕΣΒΗΣΕ        ΑΚΟΜΗ   ΕΝΑ       ΣΤΕΚΙ    ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ    ΜΑΣ Στην περιοχή της αγοράς είχε χτιστεί την δεκαετία του 1960 απ...