Πέμπτη 19 Ιουνίου 2025

 

                   Η ΔΙΑΡΡΥΘΜΙΣΗ  ΤΩΝ   ΠΡΩΤΩΝ   ΣΠΙΤΙΩΝ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ  ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΣΚΕΥΗ ΤΟΥΣ

 

Το μεγάλο μέρος των κτισμάτων στην Μάσκλινα αλλά και σε όλη την περιοχή, μέχρι το 1850 περίπου, ήταν «καλύβια», πρόχειρα ισόγεια, ορθογώνια, στενόμακρα οικήματα με μικρό ύψος, ίσα-ίσα να στέκεται χωρίς δυσκολία άνθρωπος όρθιος. Πολλά από τα κτίσματα αυτά ήταν χτισμένα με «ξερολιθιά», χωρίς λάσπη για συνδετικό υλικό στους τοίχους, και ήταν  σκεπασμένα συνήθως με λίθινες πλάκες και σπάνια με κεραμίδια. Εξωτερικά  είχαν δύο εισόδους από την μια μεγάλη όψη του κτίσματος και μικρά συνήθως παράθυρα.

Στο εσωτερικό τους τα σπίτια ήταν χωρισμένα κάθετα στη μέση, με ξύλινο χώρισμα  (μεσάντρα*) και επικοινωνούσαν μεταξύ τους με εσωτερική ξύλινη πόρτα. Από την μια εξωτερική πόρτα έμπαιναν τα ζώα (γαϊδουρομούλαρα, κατσίκες, κουνέλια, κότες κλπ) στο χώρο του κτίσματος που είχε  χωμάτινο δάπεδο,  στο ίδιο επίπεδο με το έδαφος, και χρησίμευε για στάβλος, ενώ από την άλλη έμπαιναν οι νοικοκυραίοι στον άλλο  χώρο που χρησίμευε για κελάρι (αποθήκη κρασιού, λαδιού κλπ) και για την διαμονή της οικογένειας.

     Το κελάρι του σπιτιού ήταν και αυτό στο ίδιο επίπεδο με το έδαφος  με χωμάτινο δάπεδο. Καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας του χώρου του δωματίου. Βρισκόταν μπροστά στην εξωτερική είσοδο μπαίνοντας μέσα, ενώ ο  χώρος διαμονής των νοικοκυραίων βρισκόταν στο βάθος του δωματίου. Ήταν συνήθως υπερυψωμένος από το έδαφος, καγκελόφρακτος, με ξύλινο δάπεδο και υπερυψωμένος σε πατάρι, ογδόντα εκατοστά περίπου από το έδαφος. Σε αυτόν  ανέβαιναν με  τρία – τέσσερα ξύλινα σκαλιά. Σε εσοχή στη  μέση του εξωτερικού μικρού τοίχου του κτίσματος  βρισκόταν το τζάκι, που χρησίμευε για τη θέρμανση του χώρου και για το μαγείρεμα του φαγητού. Στην μια άκρη βρισκόταν το τραπέζι για το φαγητό και στην άλλη άκρη, ακριβώς απέναντι τα κρεβάτια της οικογένειας. Λιγοστό φως της ημέρας έμπαινε από τα δύο  μικρά παράθυρα, διαστάσεων 80 Χ 40 εκατοστών που βρίσκονταν εκατέρωθεν του τζακιού.

Μετά το 1850 εκτός από καλύβια, άρχισαν να κτίζονται συνεχώς και νέα γερά κτίσματα (ισόγεια και διώροφα) πάνω στον κεντρικό δρόμο, στα Αντωνέκα, στα Στρατηγέκα και στα Ζαρελιάνικα. Τα σπίτια που κτίστηκαν διώροφα είναι και αυτά ορθογώνια κτίσματα, με πελεκητά αγκωνάρια στις γωνίες τους καθώς και στις γωνίες των ανοιγμάτων τους (πόρτες και παράθυρα). Είχαν κτιστεί κατά το πρότυπο των σπιτιών της ευρύτερης περιοχής της ορεινής Κυνουρίας, ορισμένα δε είχαν και αψιδωτές αυλόπορτες Τσακώνικης τεχνοτροπίας. Η μεγάλη κλίση του εδάφους επηρέασε την αρχιτεκτονική των περισσότερων κατοικιών. Προέκυψε ο ανωγοκάτωγος τύπος σπιτιών σε δύο επίπεδα, το ισόγειο (κατώι) και τον όροφο (ανώι), όπου το κατώι έχει είσοδο στο χαμηλότερο σημείο του επικλινούς εδάφους και το ανώι στο ψηλότερο. Τα παράθυρα είναι μικρά, αρχικά  χωρίς τζάμια. Τα τζάμια αρχίζουν να χρησιμοποιούνται την περίοδο του μεσοπολέμου. Όμως τα παράθυρα που έφεραν πλαίσια με τζάμια, τα «τζαμιλίκια», τοποθετούντο στα ανοίγματα προς το εξωτερικό μέρος του παραθύρου και εσωτερικά έμπαιναν τα ξύλινα παραθυρόφυλλα που ήταν δίφυλλα και έκλειναν με τα κοντεμίρια. Η στέγη είναι τετράρριχτη και  καλύπτεται με καλάμια και πηλό από ασπρόχωμα, για να εξασφαλίζει στο σπίτι σχετική μόνωση. Πάνω από τα καλάμια τοποθετούνταν  συνήθως  πλάκες  από σχιστόλιθο ή βυζαντινά κεραμίδια. Ελάχιστα σπίτια έχουν στέγη με κεραμίδια Γαλλικού τύπου.

    Είναι σπίτια μακρόστενα σε σχήμα ορθογώνιου, με την μια στενή πλευρά τους χωμένη σχεδόν στο γερτό έδαφος. Προσκολλάται στην όψη της εισόδου του ορόφου ένα ακόμα κτίσμα στο ίδιο ύψος με το κατώι. Αυτό το κτίσμα συνήθως χρησιμεύει σαν λινός, για το πάτημα των σταφυλιών, ή αποθήκη τροφής των ζώων, ενώ η οροφή του, που είναι σκεπασμένη με πλάκες, αποτελεί την βεράντα (λιακωτό*) του σπιτιού και πολλές φορές είναι σκεπασμένη (χαγιάτι*). Γύρω από το λιακωτό υπήρχε ένα πεζούλι, το «τουράκι». Εκεί επάνω λιαζότανε ο τραχανάς, τα σύκα, οι σταφίδες και ό,τι άλλο ήθελε στέγνωμα.   

      Το ισόγειο (κατώι) του σπιτιού είχε ξεχωριστή μεγάλη είσοδο με δίφυλλη ξύλινη πόρτα, για να είναι δυνατή η είσοδος των μουλαριών με φορεμένα τα σαμάρια τους. Στο  μισό χώρο του ισογείου  σχηματιζόταν καμάρα  ενώ ολόκληρος αεριζόταν  από μικρά παράθυρα, τα «τεπέγκια» όπως τα έλεγαν, που συνήθως ήταν αντικρυστά μεταξύ τους και με την πόρτα της εισόδου, για να σχηματίζεται ρεύμα αέρα και να αερίζεται καλύτερα.Στο χώρο της  καμάρας, που η θερμοκρασία διατηρείτο σταθερή χειμώνα καλοκαίρι, υπήρχε το σεντούκι με τα σιτηρά - το κασόνι-,το βαγένι με το κρασί και τα πιθάρια με το λάδι. Σε μια γωνιά υπήρχαν τα απαραίτητα εργαλεία για τις αγροτικές δουλειές, αλέτρια, λαιμαριές, τραβηχτά, αξίνες, δικριάνια, δρεπάνια, δριμόνι*, ντουένι*. Στον υπόλοιπο χώρο, που η οροφή του ήταν από ξύλινα σανίδια,   ήσαν τα παχνιά που τοποθετούσαν την τροφή για τα μουλάρια και τα γαϊδούρια, ενώ σε μια γωνιά έδεναν τα ζωντανά τους (κατσίκες,πρόβατα κλπ). Σε μια άλλη άκρη υπήρχε ένα σανίδι για να κουρνιάζουν οι κότες,αν δεν υπήρχε κοτέτσι στην αυλή και η φωλιά τους για τα αυγά.

      Μέσα στο χώρο του λινού, μετά τον Σεπτέμβρη, όταν πιά δεν χρησιμοποιείτο για το πάτημα των σταφυλιών, αποθήκευαν, όπως προαναφέρθηκε, το άχυρο και το σανό που χρησίμευε για τροφή των μεγάλων ζώων. Αργότερα  πολλοί  κατασκεύασαν  μέσα στο ίδιο οικόπεδο έξω από το σπίτι και άλλο στεγασμένο κτίσμα, που το χρησιμοποιούσαν σαν  αχυρώνα (μπλέχτη), για την αποθήκευση των τροφών των ζώων. Αυτοί που δεν διέθεταν τέτοιους χώρους, για την αποθήκευση των ζωοτροφών, αναγκάζονταν να  αποθηκεύουν τις ζωοτροφές τους στους αχυρώνες και τα καλύβια γειτόνων τους, πληρώνοντας πολλές φορές σε αυτούς ένα μικρό ενοίκιο σε χρήματα  σε είδος ή  με εργασία στα χωράφια τους (όργωμα κλπ).

    Το κατώι με το ανώι επικοινωνούσε με μια καταπακτή, τον καταρράχτη* και μια αυτοσχέδια πρόχειρη ξύλινη σκάλα για να ανεβοκατεβαίνουν οι νοικοκυραίοι, ιδιαίτερα τις κρύες χειμωνιάτικες νύχτες. Στον ένα χώρο, στο «χειμωνιάτικο», βρισκόταν το τζάκι, που χρησίμευε για την θέρμανση της οικογένειας, αλλά για το μαγείρεμα του φαγητού. Κοντά στο τζάκι έβρισκε τη θέση και η γάτα για να ζεσταίνεται. Όλα τα σπίτια είχαν γάτες για να πιάνουν τα ποντίκια που αφθονούσαν. Όταν ανέβαιναν στο Καστρί τους καλοκαιρινούς μήνες, κουβαλούσαν και τη γάτα μέσα σε σακί, φορτωμένη στο μουλάρι μαζί με την υπόλοιπη οικοσκευή τους. Στην ποδιά του ενός παράθυρου, από τα δύο που βρίσκονταν αντικριστά στο χειμωνιάτικο υπήρχε υποτυπώδης νεροχύτης – γούρνα με ντενεκεδένιο νιπτήρα που τον γέμιζαν νερό και εκεί έπλεναν τα χέρια τους αλλά και τα πιατικά του σπιτιού.  Ο όροφος (ανώι) του σπιτιού είχε πάτωμα. Σε ξύλινα χοντρά κάθετα δοκάρια στήριζαν οριζόντια ψαλίδια και κάρφωναν επάνω τα σανίδια. Πολλά από τα σπίτια είχαν το μισό δάπεδο του ανωγείου ξύλινο και το άλλο μισό χωμάτινο ή πλακόστρωτο, γιατί, στην περίπτωση αυτή, κάτω υπήρχε καμάρα πέτρινη. Στις πρώτες κατοικίες οι πόρτες και τα παράθυρα έκλειναν με σιδερένιο μοχλό, το «κοντεμίρι». Ο όροφος του σπιτιού αρχικά ήταν δίχωρος.

Στον τοίχο του χειμωνιάτικου, σε μια σανίδα πλατιά ήταν τοποθετημένα όλα τα «αναχρικά»* όπως τα έλεγαν, δηλαδή τα τετζερέδια* από χαλκό που στο εσωτερικό τους γανώνονταν και απέξω ήταν κατάμαυρα από τον καπνό, τα ταψιά και τα σαχάνια. Υπήρχαν και πήλινα πιάτα μικρά και μεγάλα που τα έλεγαν τσανάκιες καθώς και πήλινα σκεύη που λέγονταν τσουκάλια. Αργότερα μετά το 1960 αντικαταστάθηκαν κάποια από αλουμινένια. Τα μαχαιροπήρουνα και τα κουτάλια ήταν σιδερένια και περιοδικά τα έδιναν στους καλαντζήδες για γάνωμα.

    Άλλα «αναχρικά» που χρησιμοποιούσαν ήταν: 1)το γουδί- μεταλικό μεγάλο ποτήρι με βάση,όπου κοπανίζανε το αλάτι, το πιπέρι, την κανέλλα και άλλα ανάλογα. Το ξύλινο γουδί χρησιμοποιούσαν για τη σκορδαλιά 2)Ο κεψές – τρυπητή μεγάλη κουτάλα για το άδειασμα – το κένωμα  - των φαγητών από την κατσαρόλα και το ταψί.3)το λαδικό –μικρό δοχείο λαδιού για την κουζίνα, τενεκεδένιο, πυραμοειδές με ρύγχος μακρύ. 4)ο μπαλτάς – για να κόβουν το κρέας σε μικρά κομμάτια.5) το μπρίκι –χάλκινο ή τενεκεδένιο που έψηναν τον καφέ και έβραζαν όλα τα αφεψήματα (τσάι, τίλιο, φασκόμηλο κλπ).6)το καβουρντιστήρι – σε αυτό καβούρντιζαν τον καφέ πριν τον κοπανίσουν στο γουδί. Ήταν σκεύος κυλινδρικό. Έβαζαν μέσα από ένα πλάγιο άνοιγμα που ανοιγόκλεινε τον καφέ και κατόπιν περιέστρεφαν πάνω από τη φωτιά τον κύλιδρο γύρω από έναν άξονα που τον διαπερνούσε. Στην άλλη άκρη ο άξονας είχε μια χειρολαβή, από όπου το κρατούσαν και το εγύριζαν.7) η σχάρα –μικρού  μεγέθους σιδερένια σχάρα για τις μπριζόλες στα κάρβουνα και το ψήσιμο των ψαριών. 8)το τηγάνι –σιδερένιο σκεύος γανωμένο με μακρύ χερούλι που χρησιμοποιείτο για το τηγάνισμα 9)το τρυπητό – σουρωτήρι για τα μακαρόνια και άλλα παρασκευάσματα 10) το χωνί – που ήταν τενεκεδένιο και χρησιμοποιείτο για να χύνουν υγρά στα μπουκάλια. Χωνιά υπήρχαν διαφόρων μεγεθών, άλλο για το λάδι, άλλο για το πετρέλαιο κλπ.11) το ακόνι – Έτσι έλεγαν ένα κομμάτι από σκληρή λεία πέτρα  μήκους είκοσι πόντων περίπου που χρησιμοποιούσαν για να ακονίζουν τα μαχαίρια και άλλα κοφτερά αντικείμενα.

    Κάτω από τη σανίδα που τοποθετούσαν τα παραπάνω, ακουμπούσαν το σκαφίδι για το ζύμωμα του ψωμιού και τις πινακωτές. Στο χειμωνιάτικο υπήρχε και εντοιχισμένο ντουλάπι, η «πιατοθήκη», που τοποθετούσαν τα πήλινα πιάτα, τα ποτήρια, τα μαχαιροπήρουνα καθώς και το ψωμί. Σε μέρος ευάερο, συνήθως κοντά σε παράθυρο κρεμούσαν το φανάρι, μικρό τετράγωνο αποθηκευτικό χώρο με ράφια και σίτα, όπου εκεί τοποθετούσαν ευπαθή τρόφιμα, για να διατηρούνται περισσότερο, ελλείψει ψυγείου.

     Στο παραγώνι του τζακιού, μπροστά στο άλλο παράθυρο του χειμωνιάτικου, υπήρχε ένα μεγάλο κρεβάτι με ξύλινη επιφάνεια. Σε αυτό ξάπλωναν οι γεροντότεροι της οικογένειας. Το χειμώνα ήταν στρωμένο με σαγίσματα και χιράμια. Το σάγισμα ήταν μάλλινο στρώμα από μαλλί γίδας πυκνοϋφασμένο και μαλακό, ένα είδος φλοκάτης. Το χιράμι ήταν ριγωτό άσπρο σεντόνι υφασμένο και αυτό στον αργαλειό. Άλλα έπιπλα μέσα στο δωμάτιο ήταν το μπεσίκι*, μια ξύλινη κούνια επάνω σε μια βάση και μια λαβή που την έπιαναν και κουνούσαν το μωρό. Στη μέση του δωματίου υπήρχε ένα στρογγυλό χαμηλό τραπέζι, ο σοφράς, που γύρω καθόταν όλη η οικογένεια σε μικρά σκαμνάκια για φαγητό. Όταν τέλειωναν το φαγητό το τραπέζι το έστηναν όρθιο στον τοίχο του χειμωνιάτικου. Ο άλλος χώρος, η σάλα, που χωρίζονταν από το χεμωνιάτικο με «μεσάντρα», ήταν το πιο κρύο δωμάτιο τον χειμώνα, γιατί δεν είχε θέρμανση. Ανάμεσα στα δύο παράθυρα της στενής πλευράς του δωματίου αυτού βρισκόταν ο καθρέφτης και γύρω από αυτόν οι μαυρόασπρες φωτογραφίες της οικογένειας. Κάτω από τον καθρέφτη υπήρχε το τραπέζι με το ανθοδοχείο και δίπλα η λάμπα του πετρελαίου, που φώτιζε το δωμάτιο. Σε μια γωνιά του δωματίου υπήρχε ένα μπαούλο και πάνω σε αυτό ήταν στημένος ο γιούκος*. Αυτός σχηματιζόταν από κουβέρτες και άλλα κλινοσκεπάσματα διπλωμένα με τάξη το ένα επάνω στο άλλο και σκεπασμένα με σεντόνι υφαντό στον αργαλειό (χιράμι).

     Για το φύλαγμα των ρούχων χρησιμοποιούσαν τις ντουλάπες, τα φορτσέρια και τα σεντούκια. Η ντουλάπα ήταν αρκετά μεγάλη και είχε συνήθως ένα μακρύ καθρέφτη στο μεσαίο εξώφυλο που ανοιγόκλεινε. Υπήρχαν σε πολλά σπίτια και ντουλάπες χωνευτές στον τοίχο. Το φορτσέρι ήταν ένα μπαούλο αρκετά μεγάλο παλαϊκής κατασκευής, κληρονομιά από απώτερους προγόνους από ξύλο γερό  και με άφθονα καλλιτεχνικά σκαλίσματα από πάνω και στις τρείς πλευρές του. Υπήρχαν και φορτσέρια με δερμάτινη επένδυση και κίτρινα μπρούτζινα καρφιά, που ήtαν καρφωμένα και σχημάτιζαν διακοσμητικά σχέδια. Το σεντούκι ήταν και αυτό μπαούλο από καλό ξύλο χωρίς όμως σκαλίσματα. Τα μπαούλα αργότερα εξελίχθηκαν σε ξύλινα με απλό ξύλο, με λαμαρινένια επένδυση εξωτερικά και στις γωνίες του, ενώ εσωτερικά ήταν επενδυμένο με απλό πολύχρωμο χαρτί.

Σε άλλη γωνιά της σάλας, αριστερά ή δεξιά της κύριας εισόδου του σπιτιού, βρισκόταν απαραίτητα το εικονοστάσι με τις εικόνες του Χριστού και της Παναγίας καθώς και άλλες με Αγίους, τα ονόματα των οποίων έφεραν τα μέλη της οικογένειας. Μάλιστα η αείμνηστη κυρά Κανέλλα του Κίκιζα είχε παραγγείλει για το προσκυνητάρι του σπιτιού τους εικόνα με την μορφή του Χριστού, της Παναγίας και του Προδρόμου στο πάνω μέρος και του Αγίου Νικολάου (πρωτότοκος γιός) του Αγίου Γεωργίου (ο σύζυγος) και του Αγίου Τρύφωνα (αδελφός) στο κάτω μέρος της εικόνας. Στο εικονοστάσι του σπιτιού μας υπάρχει μέχρι τα σήμερα η εικόνα με τις μορφές της Παναγίας και του Προδρόμου στο μισό πάνω μέρος και άλλων Αγίων με τα ονόματα μελών της οικογένειας μας στο κάτω μέρος της.  Εκεί σε μικρό ραφάκι ήταν τοποθετημένο και το καντήλι που το άναβε και σταυροκοπιόταν η νοικοκυρά του σπιτιού. Το άναβε με το αποξηραμένο χόρτο των αγρών, το λουμπινόχορτο. Το τοποθετούσε πάνω σε ένα κομμάτι καλάμι, την καντηλίθρα, για να επιπλέει πάνω στο λάδι. Για το νερό και το λάδι του καντηλιού χρησιμοποιούσε ειδικές κούπες κάπως χονδρότερες και χαμηλότερες από τις συνηθισμένες κούπες του νερού, τις καντηλόκουπες. Στο εικονοστάσι επίσης φυλάγαν σταυρολούλουδα, λουλούδια του επιταφίου και σε ένα μπουκαλάκι αγιασμό των Θεοφανείων,τον Μεγάλο Αγιασμό όπως τον έλεγαν. Δίπλα στο εικονοστάσι και το καντήλι ήταν κρεμασμένη και η στεφανοθήκη με τα στέφανα των νοικοκυραίων. Το καντήλι έκαιγε από την παραμονή της κάθε γιορτής και τα σαββατοκύριακα.

Η νοικοκυρά θυμίαζε επίσης τα εικονίσματα και κατόπιν  τα άλλα μέρη του σπιτιού με την κίνηση σε σχήμα σταυρού κάθε ημέρα την ώρα που κτυπούσε η καμπάνα του εσπερινού, απαραίτητα τα Σαββατόβραδα και τις παραμονές των μεγάλων εορτών καθώς και τα πρωινά που κτυπούσε η καμπάνα σημαίνοντας την έναρξη της Θείας λειτουργίας.

Στη μακριά πλευρά της σάλας βρισκόταν το συζυγικό κρεβάτι, που στην αρχή ήταν ξύλινο με τάβλες και τρίποδα και κατόπιν την δεκαετία του 1950 αντικαταστάθηκε από σιδερένιο με σουμιέ* με μπρούτζινα μπράτσα και στρώμα. Το στρώμα αρχικά το γέμιζαν με άχυρα ή πούσια*.Αργότερα  το γέμιζαν με βαμβάκι.  Ίδια ήταν και η γέμιση των μαξιλαριών. Τα παιδιά κοιμούνταν είτε σε ξύλινο κρεβάτι, απέναντι από το κρεβάτι του ζευγαριού, είτε κάτω στρωματσάδα, πάνω σε σαγίσματα. Το χειμώνα σκεπάζονταν με πολύ βαριά υφαντά σκεπάσματα, τις μπαντανίες όπως τις έλεγαν, και με τα παπλώματα, θήκες από πανί γεμισμένες με βαμβάκι, που με πολύ κόπο μπορούσαν να τα ανασηκώσουν. Εκτός από το μπαούλο του γιούκου, υπήρχαν και άλλα μπαούλα στο χώρο αυτό. Αν στο σπίτι υπήρχε γιαγιά είχε το δικό της φορτσέρι, μέσα στο οποίο, εκτός του άλλου ρουχισμού της, τοποθετούσε και τα «τα ταφιακά» της ρούχα με τα οποία θα την έντυναν για το τελευταίο της ταξίδι. Οι τοίχοι του σπιτιού ήταν χοντροί και έτσι τα παράθυρα στο μέσα μέρος είχαν ένα πρεβάζι μισό μέτρο φάρδος. Αυτό χρησίμευε πολλές φορές για να γράφουν τα παιδιά τα μαθήματά τους.Οι χώροι υγιεινής  (τουαλέτες κλπ) μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 ήταν εκτός  του σπιτιού, σε μια άκρη της αυλής του.

Αργότερα τα περισσότερα σπίτια του χωριού έγιναν τετράχωρου τύπου (χειμωνιάτικο, χολ, καμαρούλα, σάλα). Ο χώρος του χειμωνιάτικου παρέμενε όπως προαναφέραμε, αλλά ο χώρος της σάλας του σπιτιού διαιρείτο σε επί μέρους μικρά δωμάτια. Έτσι εμπρός από την κύρια είσοδο του σπιτιού σχημάτιζαν μικρό δωμάτιο, το χολ, και ακριβώς απέναντι από την κύρια είσοδο, εφαπτόμενο σε αυτό, άλλο μικρό δωμάτιο, την «καμαρούλα», που χρησιμοποιείτο είτε σαν κρεβατοκάμαρη των παιδιών είτε σαν μικρή αποθήκη. Εκεί κρεμούσαν και τις πάνινες σακούλες με τον τραχανά και τις χιλοπίτες. Στην καμαρούλα υπήρχε επίσης και η καταπακτή με τον καταρράχτη, που επικοινωνούσε ο χώρος διαμονής των νοικοκυραίων με το κατώι.

Τα περισσότερα σπίτια του χωριού χτίστηκαν από πελεκητή πέτρα και τα ανοίγματά τους (πόρτες, παράθυρα, υπέρθυρα) με «αγκωνάρια», μεγάλες πελεκητές ορθογώνιες πέτρες. Κατασκευάστηκαν επίσης και «αρχοντικά» σπίτια διώροφα, με μεγάλες σάλες και κρεβατοκάμαρες καθώς και άλλους βοηθητικούς χώρους, με «χαγιάτια» και βεράντες, στέρνες και αποθήκες, που ανήκαν προφανώς σε εύπορες οικογένειες. Τέτοια ήταν το σπίτι του «Κοτσιώνη», με την, Τσακώνικης τεχνοτροπίας, λιθόκτιστη και θολωτή αυλόπορτά του, που σήμερα έχει κατεδαφιστεί, εκεί που είναι σήμερα το καφενείο των κληρονόμων Καπράνου, και το σπίτι του Στυλιανού Σιάμπου ή «Μπουρδούση», που και αυτό έχει κατεδαφιστεί, εκεί που είναι σήμερα το σπίτι του Χρήστου του Διαμαντάκου, στο κέντρο του χωριού.Ο Γιώργης Βλάχος από την Ανδρίτσα που έζησε στο χωριό για μια πενταετία  στις σημειώσεις του γράφει γι’ αυτά τα δύο αρχοντικά. ”Το σπίτι του Κοτσιώνη αποτελούσε ολόκληρο κτηριακό συγκρότημα. Στο πιο πάνω μέρος ήταν ο σταύλος και οι αποθήκες. Πιο κάτω από αυτά τα κτίσματα ήταν το μαγαζί. Το επάνω μέρος ήταν κατοικία, το μεσαίο μαγαζί και το υπόγειο κρασαποθήκη. Το σπίτι του Σιάμπου ήταν για εκείνη την εποχή πολυκατοικία. Είχε ισόγεια και ανώγεια.Τα υψηλά διαμερίσματα προς την αυλή των Καγλέων ενοικιάζοντο σε δασκάλους και γιατρούς.Η κατοικία και το ανώγειο ήταν τετράγωνα 10 Χ 10. Στο δυτικό μέρος ήταν το μαγαζί από το οποίο εχωρίζετο με τοίχο. Ανάμεσα στο μαγαζί και την κατοικία υπήρχε ένα μικρό τετράγωνο με δύο πόρτες το ποίο μπορούσε να χρησιμεύσει για διάδρομος και για υπνωτήριο. Το διαμέρισμα αυτό το εκάλυπτε από τρία μέρη ένα Π μήκους και πλάτους επτά περίπου μέτρων. Το τετράγωνο αυτό το έλεγαν χειμωνιάτικο και τούτο διότι όσο κρύο και να έκανε έξω από το σπίτι στο εσωτερικό του διαμερίσματος αυτού δεν το αισθανόσουν. Εξ’ άλλου εκεί μέσα είχαν και τζάκι.Ο υπόλοιπος χώρος της κατοικίας εχρησιμοποιείτο ως αποθήκη ή εργαστήριο. Το σπίτι είχε και υπόγεια δεξαμενή νερού.Το σπίτι του Κοτσιώνη ήταν πραγματικός αντίπαλος σε μέγεθος του σπιτιού του Σιάμπου”.  Επίσης είχαν κτιστεί και άλλα μεγάλα, κυρίως δίπατα, σπίτια σε άλλα σημεία του χωριού, που ανήκαν και αυτά σε εύπορες οικογένειες.

 

                                                     Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης

 

Κυριακή 8 Ιουνίου 2025

 

                           ΜΑΓΑΖΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ  ΟΤΑΝ  ΑΚΟΜΗ  ΗΤΑΝ    ΖΩΝΤΑΝΟ

 

Το Ελαιοχώρι δεν είχε τυπικό κέντρο, όπως συνηθίζεται σε πολλά χωριά. Το κέντρο των εμπορικών και λοιπών δραστηριοτήτων μετατοπίστηκε σιγά –σιγά στις αρχές του 1900 περίπου, από τα Στρατηγέκα χάνια στα Κουρβεταρέκα, μετά στου Κοντογιάννη και στις μέρες μας στο σημερινό κέντρο του χωριού.

 Έτσι δημιουργήθηκαν κατά μήκος του κεντρικού δρόμου, που εκτεινόταν από την εκκλησία του χωριού μέχρι το σταθμό του τραίνου: το παντοπωλείο των αδελφών Αντρέα και Γιάννη Κουρβετάρη, λίγο πιο πάνω από την εκκλησία του Αη-Γιώργη. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 διασπάστηκε η επιχείρηση και κράτησε το κατάστημα αυτό ο Αντρέας. Λειτούργησε κατά κύριο λόγο σαν κατάστημα γενικού εμπορίου, αλλά δευτερευόντως και σαν καφενείο με δυό - τρία τραπέζια. Εκεί σύχναζαν και έπιναν τον καφέ τους κάτοικοι της γειτονιάς Γυμνιάνικα. Ο αδελφός του ο Γιάννης αγόρασε από τον Διαμαντόπουλο το πέτρινο διώροφο κτίσμα στο σταθμό του τραίνου και άνοιξε δικό του παντοπωλείο. Αργότερα εξελίχθηκε σε μεγάλο κατάστημα γενικού εμπορίου, μορφή με την οποία λειτουργεί μέχρι σήμερα.

    Παραπάνω στη δεξιά μεριά του κεντρικού δρόμου και στο ισόγειο του διώροφου σπιτιού του Χρήστου Στρατηγάκου λειτούργησε για πολλά χρόνια χασαποταβέρνα από τον ίδιο. Μετά το θάνατό του συνέχισε να λειτουργεί από το γιό του το Σταύρο. Ο μισός χώρος είχε διαμορφωθεί σε κρεοπωλείο, με τα απολύτως απαραίτητα σύνεργα. Ένα μεγάλο ερμάριο με επάλληλη πόρτα από ψιλή κρισάρα για να αερίζονται τα κρέατα που τοποθετούντο εκεί και να προστατεύονται από τις μύγες, ένα μεγάλο κούτσουρο φτιαγμένο από τον χοντρό κορμό πλατανιού, που χρησίμευε για την κοπή του κρέατος, και πάνω σε αυτό βρίσκονταν πάντοτε μικρά και μεγάλα μαχαίρια, πλατιές μαχαίρες και τα ακόνια (μασάκια) για το ακόνισμα των μαχαιριών. Σε ένα οριζόντιο σίδερο στην μέση του δωματίου κρέμονταν από τα τσιγκέλια τα σφαχτά που ήσαν έτοιμα για τεμαχισμό, για να διατεθούν στους πελάτες του καταστήματος. Στην άκρη πάνω σε έναν πάγκο βρισκόταν το χασαπόχαρτο με το οποίο τύλιγαν το κρέας, το ταμείο με τα χρήματα και η ζυγαριά με δύο μεγάλα τάσια δεξιά και αριστερά. Στο ένα τοποθετούσε ο μπάρμπα-Χρήστος το κρέας και στο άλλο τα απαραίτητα δράμια, μικρά βαρίδια φτιαγμένα από σίδερο, από ορείχαλκο ή από μολύβι για να το ζυγίσει.Στον άλλο μισό χώρο του δωματίου υπήρχαν τέσσερα – πέντε τραπέζια και εκεί κάθονταν οι θαμώνες της ταβέρνας για να απολαύσουν τους πεντανόστιμους μεζέδες, φτιαγμένους από τα χέρια της θειας μου Μαριγώς και να πιουν τα ποτηράκια τους από το φημισμένο κρασί του χωριού μας.

   Ακόμη πιο πάνω και στην ίδια κατεύθυνση του δρόμου λειτούργησε στην διάρκεια του μεσοπολέμου το καφενείο του Πολύβιου Κοντογιάννη, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1940. Σε αυτό λειτουργούσε παράλληλα και καφεκοπτείο, «έχυναν» το κερί της εκκλησίας και εμπορεύονταν τσιγάρα. Στη συνέχεια νοικιάστηκε από το γείτονά του Γεώργη Καγκλή (Κορδίκο) και τον Λυγδόγιαννη που το έκαναν ταβέρνα. Απέναντι από αυτό λειτουργούσε το χασάπικο του Γιώργη Καγκλή (Κορδίκου), στον ανήφορο και εκατέρωθεν του κεντρικού δρόμου του χωριού.

Στα μεταπολεμικά χρόνια λειτουργούσαν στην περιοχή που είναι η σημερινή πλατεία του χωριού, το περίπτερο-ψιλικατζίδικο του Γιάννη Στρατηγάκη (Θανουκόγιαννη) και το καφενείο στο σπίτι, ιδιοκτησίας τότε του Ι. Κοτσιώνη. Αυτό άλλαξε πολλά χέρια. Πριν το 1940 είχε νοικιαστεί από τον Βαγγέλη Κουρλιμπίνη (Κομματά) και τα αδέλφια του. Κατόπιν το κράτησαν κατά σειρά, για πολλά χρόνια ο Κώστας Λύγδας (Μάρκος) που έγινε και ιδιοκτήτης ολόκληρου του κτιριακού συγροτήματος, ο Παναγιώτης Αντωνάκος (Πάϊκος), ο Κώστας Σκιτζής με τον Δημήτρη Μήλη (Κάβουρα), ο Γιάννης Ράλλης και ο Πολιτιστικός Σύλλογος του χωριού. Τα τελευταία χρόνια το κράτησε η Vania Stancova.Τώρα ανήκει στους κληρονόμους του τελευταίου ιδιοκτήτη Γιώργου Καπράνου, με ενοίκιο στα χέρια του συγχωριανού μας Παναγιώτη Τσιώρου.

 

 

 

Παλιότερα μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1960, όταν δεν είχε ακόμα ηλεκτροφωτιστεί το χωριό, το άνοιγμα του καφενείου Καπράνου και το άναμμα της βενζινόλαμπας για την φωταγώγησή του λίγο πριν φέξει, (λόγω γειτονιάς) αποτελούσε για τους γονείς μου το ρολόϊ ή τον «κόκορα» όπως έλεγε ο αείμνηστος πατέρας μου, για να σηκωθούν από το κρεβάτι να πάνε στα χωράφια τους για το μεροκάματο.

Απέναντι ακριβώς, χτίστηκε καφενείο από το Γιώργο Στρατηγάκη (Γύφτο), σε ιδιόκτητο οικόπεδό του. Αυτός αφού το κράτησε αρκετά χρόνια, στη συνέχεια το ενοικίασε στον Γιώργη Μέγγο (Ντρίτσαλη). Τα τευταία χρόνια το κρατούσε ανοιχτό η Ελένη Σκλημπόσιου. Εκεί βρίσκαμε αποκούμπι και εμείς  ρουφώντας τον πρωινό  καφέ μας.

Χτές 27 Μάη 2025  ημέρα Κυριακή ήρθε  η τελευταία ημέρα λειτουργίας και αυτού του καφενείου. Από σήμερα 28 Μάη 2025 μπήκε λουκέτο στο καφενείο.Ασύμφορη πλέον είχε γίνει τα τελευταία χρόνια ακόμη και η στοιχειώδης λειτουργία του.Για κερδοφόρα επιχείρηση ούτε λόγος. Παρά τον εκσυγχρονισμό που είχαν πραγματοποιήσει οι ενοικιαστές τελευταία  και τις φιλότιμες προσπάθειές τους  να το κρατήσουν ανοιχτό, δεν ήταν πλέον δυνατή η λειτουργία του. Με πέντε πελάτες τις πρωινές ώρες και άλλους δέκα τις απογευματινές ήταν αδύνατο να εξακολουθήσει να πραμένει ανοιχτό. Έτσι έσβησε από το χάρτη του χωριού μας ένα ακόμη στέκι των Μασκλινιωτών και των φίλων του χωριού μας. Μπήκε, ίσως για παντοτινά, η ταφόπλακα στη λειτουργία του  καφενείου. Ακολούθησε δυστυχώς και αυτό την μοίρα όλων των καταστημάτων των ορεινών οικισμών της περιοχής μας. Τον επικήδειό του έγραψαν με λίγα λόγια δυο τρεις συγχωριανοί μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης,  και με ευχές για την επαναλειτουργία του, γιατί πάντα η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.

   Αλλά όμως η πληθυσμιακή κατηφόρα του χωριού  είναι συνεχής, αδυσώπητη και χωρίς επιστροφή. Αυτή επιρρεάζει καθοριστικά  και τα σημεία συνάντησης στο χωριό  του κάθε Μασκλινιώτη. Έμειναν ακόμη σε λειτουργία στο χωριό το άλλο καφενείο, το μπακάλικο στο κέντρο του χωριού και η εκκλησία του ΑηΓιώργη. Άραγε πιο από αυτά παίρνει σειρά να σβήσει από τον χάρτη του χωριού μας; Ας ευχηθούμε να μην ιδούμε καμμιά άλλη μεταβολή τόσο σύντομα.

 

 

 

Επίσης την δεκαετία του 1950 λίγο πιο πάνω από την αγορά, στο ισόγειο του σπιτιού του Δημοσθένη Λυγγίτσου λειτούργησε παντοπωλείο και καφενείο από τον ιδιοκτήτη του. Εκεί τρέχαμε τα πιτσιρίκια της γειτονιάς μου και μας «φίλευε» ο μπάρμπα-Δημοσθένης καραμέλες «ΝΑΣΚΟ» και αφράτα στραγάλια. Στον τοίχο πάνω από τον πάγκο του μαγαζιού ήταν κρεμασμένη έγχρωμη φωτογραφία με έναν ευτραφή γελαστό κύριο και την υποσημείωση «ο πωλών τοις μετρητοίς», ενώ στην ίδια φωτογραφία ακριβώς δίπλα φαινόταν ένας άλλος κατσούφης, ρακένδυτος κύριος που κρατούσε το κεφάλι με τα χέρια του και είχε την υποσημείωση «ο πωλών επί πιστώσει». Αργότερα και για κάμποσα χρόνια, μετά την κατεδάφιση του σπιτιού και το κτίσιμο του σημερινού, στο ισόγειο λειτούργησε καφενείο από τον Σταύρο Στρατηγάκη, στην ιδιοκτησία του οποίου περιήλθε το κτίριο.

Λειτούργησε ακόμη στην περιοχή της αγοράς το μπακάλικο-καφενείο του Γιώργη Καγκλή - (Χαρικλιά) στο ισόγειο του σπιτιού του που το κρατούσαν ανοιχτό τα παιδιά του ο Γιάννης και ο Βασίλης καθώς το μπακάλικο - καφενείο του Νίκου Μέγγου (Ντρίτσαλη). Σε αυτό για πολλά χρόνια στεγαζόταν και το κουρείο του, στην πίσω γωνιά της σημερινής αποθήκης του, που το είχε χωρίσει από τον υπόλοιπο χώρο με πρόχειρη ξύλινη κατασκευή ύψους ενός μέτρου περίπου. Στον τοίχο του μαγαζιού υπήρχε μια πινακίδα που ειδοποιούσε του πελάτες με την λαϊκή ρήση «Εάν μας αγαπάτε, βερεσέ μη μας ζητάτε». Απέναντι από την πλατεία λειτουργεί από το 1932 και η ονομαστή χασαποταβέρνα του Γιάννη Σκλημπόσιου. Εκεί συναντιόνταν καθημερινά οι χωριανοί, φίλοι του ποτηριού και του μεζέ, κουτσομπολεύοντας την καθημερινότητα του χωριού και τραγουδώντας αξέχαστα λαϊκά τραγούδια με την συνοδεία ενός ξεκουρδισμένου γραμμόφωνου και άλλα τραγούδια της «τάβλας» μέχρι τα μεσάνυχτα. Οι μπριζόλες και τα παϊδάκια που ψήνονταν στις σχάρες πάνω στο μεγάλο μαγκάλι στην πίσω αυλή της ταβέρνας «ξεσήκωναν» με τις ευχάριστες και γαργαλιστικές οσμές τους όλη τη γειτονιά. Κι’ εγώ τις παγερές νύχτες του χειμώνα χωμένος κάτω από τις κουβέρτες του κρεβατιού, στην καμαρούλα του σπιτιού μου, που είναι ακριβώς δίπλα στην ταβέρνα, αφουγκραζόμουνα μέσα στης νύχτας τη σιγαλιά τα τραγούδια τους και τα καληνυχτίσματά τους, καθώς ξέβγαιναν για τα σπίτια τους και έτσι με έπαιρνε ο ύπνος.

Στην περιοχή του σιδηροδρομικού σταθμού είχε αναπτυχθεί μεγάλη αγορά, όπως το κατάστημα γενικού εμπορίου του Γιάννη Κουρβετάρη. Στο κατάστημα αυτό εύρισκες ό,τι μπορείς να φανταστείς, είχε και «του πουλιού το γάλα». Σε μια γωνιά είχε αναρτήσει στον τοίχο την λαϊκή ρήση «πώληση τοις μετρητοίς και φιλία…..διαρκής». Για να γίνει κατανοητή η εμπορική κίνηση του καταστήματος εκείνη την εποχή σημειώνουμε ότι μερικές ημέρες της εβδομάδος και ιδιαίτερα τις Κυριακές συγκεντρώνονταν γύρω από το κατάστημα μέχρι και 150 μουλάρια με χωρικούς της γύρω περιοχής (Ανδρίτσα, Αγια Σοφιά, Άγιος Γεώργιος, κ.λ.π.) που έρχονταν στο κατάστημα να κάνουν τα ψώνια τους. Δίπλα ακριβώς από το κατάστημα του Κουρβετάρη στεγαζόταν η χασαποταβέρνα – καφενείο που λειτούργησε αρχικά από τον Γιώργη Καγκλή (Κορδίκο) και στη συνέχεια από τους Γιώργη Παπαϊωάννου (Γάλη- Γάλη) και Κώστα Μπαμπά. Τροφοδοτούσε με κρεατικά κυρίως τους κατοίκους του πάνω χωριού, ενώ εκεί στα λιγοστά τραπεζάκια της περνούσαν τις ώρες τους, απολαμβάνοντας τον καφέ τους και παίζοντας «πρέφα» και «δηλωτή» οι κάτοικοι της ίδιας γειτονιάς. Στο βορινό μέρος του κτιρίου του σταθμού λειτουργούσε το καφενείο του Παναγιώτη Κουρλιμπίνη (Μούντρου) που σε μια γωνιά του λειτουργούσε για μικρό χρονικό διάστημα και κουρείο, ενώ δίπλα στις γραμμές του τραίνου λειτουργούσε το περίπτερο του Γιώργη Κουρλιμπίνη (Πρέζα).

Στα 1920 λειτούργησε για λίγα χρόνια, και το παντοπωλείο των αδελφών Κίκιζα, στο νέο σπίτι τους, δίπλα στις γραμμές του τραίνου. Μετά πάροδο πενταετίας περίπου, άφησαν το κατάστημα στο χωριό, καθόσον ο μεγαλύτερος αδελφός τους στην αρχή και μετέπειτα ολόκληρη η οικογένεια, μετανάστευσαν στην Αθήνα, για αναζήτηση καλύτερης τύχης, ανοίγοντας αρχικά παντοπωλείο στην περιοχή του Μεταξουργείου, που ανέπτυξε σύντομα μεγάλη πελατεία. Εκεί με την εργατικότητά τους και το εμπορικό τους δαιμόνιο «έστησαν» τελικά την βιομηχανία ζυμαρικών «Μέλισσα», για την οποία θα αναφερθούμε εκτενέστερα παρακάτω. Το κατάστημα αυτό μέχρι τις αρχές του 1931 πέρασε στα χέρια των συγχωριανών μας Γιάννη Σκλημπόσιου και Χρήστου Σκιντζή, που είχαν συγγένεια μεταξύ τους. Από το 1932 παράτησαν τελικά το παντοπωλείο και ο πρώτος άνοιξε την ταβέρνα στην αγορά του χωριού, που λειτουργεί μέχρι σήμερα.

Η Παναγιώτα  Χουγιάζου θυμάται και αυτή στα μέσα του 1900, ανηφορίζοντας για το σταθμό, το κατάστημα γενικού εμπορίου του Αντρέα Κουρβετάρη, την χασαποταβέρνα του Χρήστου Στρατηγάκου, την χασαποταβέρνα του Γιώργη Καγκλή (Κορδίκου), το καφενείο του Πολύβιου Κοντογιάννη, το χασάπικο που στεγαζόταν στο σπίτι του Πάϊκου, το μπακάλικο στο ισόγειο του σπιτιού του Μπουρδούση, το μπακάλικο – καφενείο του Γιώργη Καγκλή (Χαρικλιά), το καφενείο στο σπίτι του Κοτσιώνη και την χασαποταβέρνα του Γιάννη Σκλημπόσιου στην αγορά και το κατάστημα γενικού εμπορίου του Διαμαντόπουλου στο σταθμό του τραίνου.

Η χαριτωμένη μικρή ιστορία, που διηγείται η  αείμνηστη Αγιασοφίτισσα Τσούμα Παναγιώτα, την οποία  καταχωρούμε αμέσως παρακάτω, δείχνει μερικά από τα μαγαζιά του χωριού μας  που επισκεπτόταν την εποχή εκείνη, τη δεκαετία του 1950, συχνά – πυκνά ο Αγιασοφίτης  Γιάννης Ρόλλας ή «Γιάνναρος»………..Ένα κυριακάτικο πρωινό ο Γιάνναρος είχε προγραμματισμένη επίσκεψη στο διπλανό μεγάλο χωριό, τη Μάσκλινα, για δουλειές, ψώνια, δημόσιες σχέσεις και άλλα. Από πολύ πρωί ετοίμασε το πολύτιμο σύντροφο και βοηθό του, το γαϊδαράκο του.Τον σαμάρωσε, έδεσε πίσω αριστερά στο σαμάρι μια χερουκλιά σανό και στην άλλη μεριά κρέμασε τον ντορβά με λίγο κριθάρι για να ξελημερίση* το ζωντανό. Η συμβία του, η κυρά Κατερίνα, του επέβαλε, παρά τη θέλησή του, να πάρει μαζί του και την μικρή τους ανηψιά, δέκα χρονών κοριτσάκι, που κείνη την εποχή παραθέριζε στο χωριό, όπως κάθε καλοκαίρι. Ήθελε να χαρεί λίγο το παιδί, βλέποντας ξένο τόπο και αλλάζοντας παραστάσεις και περιβάλλον.Τι μαγαζιά που είχε τότε η Μάσκλινα ! Τι κουρεία, σαμαρτζίδικα, πεταλωτήρια, τι δημόσιες υπηρεσίες  και άλλα πρωτάκουστα για το παιδί. Ξεκίνησαν για τη Μάσκλινα, πίσω αυτός και μπροστά η μικρή ανηψιούλα του, καβάλα στο γάϊδαρο. Αφού ανέβηκαν τον αρμακά ξαγνάντησαν στο χωριό. Φτάνοντας εκεί, πέρασαν έξω από τον ΑηΓιώργη που δεν είχε σχολάσει ακόμη. Ο Γιάνναρος έστρεψε το βλέμμα του προς την εκκλησία, κάτι μουρμούρισε, άφου δεν τα είχε τόσο καλά με τους Άγιους και συνέχισε το ταξίδι του για το δικό του «προσκύνημα». Σε λίγο, χωρίς πολύ συλλογισμό, σταμάτησε έξω από την ταβέρνα του Χρήστου Στρατηγάκη. Η είσοδος στην ταβέρνα ήταν μεγαλειώδης. Οι θαμώνες με την παρουσία του πετάχτηκαν όρθιοι, παντού φωνές επευφημίες και χαιρετισμοί από κάθε γωνιά του μαγαζιού. Δεν θέλει πολλά ο φιλοσοφημένος άνθρωπος, σκέφτηκε ο Γιάνναρος, για να είναι ευτυχισμένος σε τούτη τη ζωή. Καλή καρδιά, καλούς φίλους, μιά σαρδέλα,  λίγα τρίμματα τυρί πάνω σε μια λαδόκολα και κρασάκι ευλογημένο που μόλις το έπιασαν από το βαγένι στο υπόγειο. Μετά μιας ώρας κρασοκατάνυξη και αφού ευφράνθηκε η ψυχή του και στυλώθηκε η καρδιά του, βγήκε έξω από το ταβερνάκι, με αργό νωχελικό βήμα, χαμογελαστός και κεφάτος. Ο ήλιος είχε σηκωθεί ψηλά στον ουρανό και ολόκληρο το χωριό της Μάσκλινας χαιρόταν.Οι άνθρωποι, μετά την εκκλησία, χαμογελαστοί, μοιράζονταν στις ταβέρνες, τα καφενεία και τα άλλα μαγαζάκια του χωριού. Και είχε πολλές δουλειές να κάμει. Έπρεπε να πάρει μια μποτίλια πετρέλαιο και οινόπνευμα από το  μπακάλικο του Αντρέα Κουρβετάρη. Μπακαλιάρο και ξεραμένο χταπόδι από τους άλλους Κουρβεταραίους στο Σταθμό. Ήθελε να δεί τον Κορδίκο στη χασαποταβέρνα και είχε κανονίσει και μια συκωταριά, για επισφράγισμα της ημέρας,  στην ταβέρνα του Σκλημπόσιου. Και αν θα προλάβαινε θα πήγαινε στο καφενείο στο σταθμό και στο διπλανό χασάπικο του Μπαμπά…………..

Τα πιο πολλά μαγαζιά που υπήρχαν στην «αγορά», γύρω από σημερινή πλατεία του χωριού, έχουν πάψει  να είναι ανοιχτά, για την εξυπηρέτηση των χωριανών και ανήκουν πια στην «ιστορία». Λειτουργούν εκεί ακόμη μόνον τα δύο καφενεία, το ένα στο σπίτι του Κοτσιώνη, ιδιοκτησίας τώρα των κληρονόμων Γ. Καπράνου και το άλλο απέναντι που ανήκει στην ιδιοκτησία του Γιώργη Στρατηγάκη, καθώς και το παντοπωλείο του Νίκου Μέγγου. Επίσης στην ίδια περιοχή βρίσκεται και η ταβέρνα του Γιάννη Σκλημπόσιου που, όπως προαναφέραμε, λειτουργεί συνεχώς από το 1932 και παραμένει ανοιχτή όλες τις ημέρες του χρόνου. Τώρα έχει περάσει στα χέρια των εγγονών του. Έχει γίνει γνωστή στην ευρύτερη περιοχή της Αργολίδας και της Αρκαδίας για τους πεντανόστιμους μεζέδες της και τα υπόλοιπα πλούσια εδέσματα, που φτιάχνει με πολύ μεράκι η «αρχηγός» της επιχείρησης, η κυρά Ελένη. Στο σταθμό του τραίνου εξακολουθεί να λειτουργεί το παντοπωλείο του Γιάννη Κουρβετάρη, από το γιό του το Γιώργη, αλλά έχει χάσει πια και αυτό την παλιά του αίγλη, αφού ο σταθμός του τραίνου έχει πιά ερημώσει, ενώ όλα τα γύρω χωριά, που οι κάτοικοί τους ήταν πελάτες του, έχουν αποκτήσει οδική επικοινωνία με τις μεγάλες πόλεις και οι προμήθειες των κατοίκων τους πραγματοποιούνται πλέον από εκεί. Το έτος 2023 έκλεισε και αυτό το μαγαζί, λόγω συνταξιοδότησης των ιδιοκτητών του. Πάνε και οι εικόνες που εμφάνιζε τα πρωϊνά των Κυριακών η περιοχή  κάτω από τη σιδηροδρομική γραμμή μέχρι το σημερινό μνημείο των πεσόντων, εκεί γύρω από το μαγαζί του Κουρβεταρόγιαννη  με τα εκατό και πλέον μουλάρια, δεμένα με τα καπιστρόσκοινα στις τρύπες που σχημάτιζαν οι γύρω βράχοι μέσα στο γυμνό και άνυδρο τοπίο. Εκεί  περίμεναν τα ζώα καρτερικά, μέχρι να γυρίσουν από το μαγαζί οι αναβάτες τους  που είχαν καταφτάσει από τα γύρω χωριά για ψώνια, να τους τα φορτώσουν και να ξαναγυρίσουν με τα αφεντικά τους μεσημεριάτικα στον προορισμό τους.

                                                               Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος  - Μασκλινιώτης

 

Παρασκευή 23 Μαΐου 2025

 

        ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΔΑΦΟΥΣ – ΚΛΙΜΑ – ΧΛΩΡΙΔΑ  ΠΑΝΙΔΑ  ΤΗΣ ΜΑΣΚΛΙΝΑΣ

   

     Η περιοχή του χωριού δεν είναι πεδινή. Ολόκληρη έχει ορεινή διαμόρφωση. Το έδαφος είναι σκληρό, σε πλείστα σημεία πετρώδες, και ελάχιστα γόνιμο.Η επιφάνεια του καλλιεργήσιμου εδάφους σε ελάχιστα σημεία είναι επίπεδη σχηματίζοντας ισιώματα (λάκες). Η μεγαλύτερη έκταση είναι επικλινής, σχηματίζοντας αναβαθμούς (πεζούλες, όχθια). Τα εδάφη των περιοχών που παλαιότερα καλλιεργούντο αμπελώνες αποτελούνται από ασπροχώματα, με πολύ μικρή γονιμότητα, ενώ ελάχιστες είναι οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις, κυρίως στις πλαγιές και τις υπώρειες του όρους Παρθενίου  που αποτελούνται από κοκκινόχωμα και είναι πιο γόνιμες. Αυτές  καλλιεργούντο από τους κατοίκους για την παραγωγή  δημητριακών,  τα λεγόμενα «σπαρτοχώραφα». Αλλά και οι εκτάσεις αυτές είναι γεμάτες από μικρές πέτρες, γι’ αυτό και οι αγρότες πριν τις σπείρουν, μάζευαν από την επιφάνειά τους τις πέτρες, δηλαδή τις «ξελιθάριζαν».Τις πέτρες τις μάζευαν στην άκρη κάθε χωραφιού σε μεγάλους σωρούς. Τα πετρώματα στις υπώρειες του όρους Παρθενίου από την περιοχή Βαγιορέματος και του Αρμακά μέχρι τα σύνορα με τον Αχλαδόκαμπο είναι στην συντριπτική τους πλειοψηφία σχιστολιθικά και ασβεστολιθικά. Αλλά και στις ανατολικές λοφοσειρές του χωριού (Κάρβια, Αγιολιάς, κλπ) τα πετρώματα είναι της ίδιας υφής.  Τούτο έχει αποτέλεσμα οι ποσότητες του νερού της βροχής και των χιονιών, να μην  έχουν δυνατότητα συγκέντρωσής τους σε υπόγειες λεκάνες, αλλά να καταποντίζονται μέσω των πετρωμάτων αυτών και να καταλήγουν τελικά, μέσω βαραθρώσεων ή σπηλαίων, στη θάλασσα.

Οι υδατοπηγές που υπάρχουν και τροφοδοτούν τα πηγάδια είναι ελάχιστες, διάσπαρτες, σε μεγάλες αποστάσεις η μια από την άλλη και το βασικότερο, σχεδόν επιφανειακές, με πολύ μικρή παροχή νερού. Στην περιοχή μόνο της Κάρβιας, στην ρεματιά που εκτείνεται ψηλά και βόρεια από τον οικισμό Πίσω Μεσορραχίτικα, υπήρχε ανέκαθεν  μια πηγή που το νεράκι της, μικρής βέβαια ποσότητας, κυλούσε ολοχρονίς στην κοίτη της ρεματιάς. Αναζητώντας οι κάτοικοι του χωριού με αγωνία  λύση στο πρόβλημα της ύδρευσης του οικισμού  την δεκαετία του 1930 την πηγή αυτή ανέσκαψαν και καθάρισαν. Το  νερό της μεταφέρθηκε με σιδερένιες σωλήνες μέχρι το χωριό σε δεξαμενή που κατασκευάστηκε στις υπώρειες του Καυκαλά. Από το νερό αυτό υδρευόταν το χωριό με κοινοτικές βρύσες, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960,όταν πιά συνδέθηκε ο οικισμός  με το δίκτυο ύδρευσης της πηγής «Μεθυδρίου» Μαντινείας, όπως αναφέρουμε αναλυτικά και σε άλλο κεφάλαιο του παρόντος. Η ευρύτερη  περιοχή όμως των υπωρειών του όρους Παρθενίου, αλλά και του οικιστικού πυρήνα του χωριού, είναι γεμάτη από βάραθρα (πρόπαντες*) και υπόγειες σπηλαιώσεις. Τούτο αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι  σε πολλά οικόπεδα των σπιτιών του χωριού, κατά την εκσκαφή των θεμελίων και των υπογείων τους, έχουν ανακαλυφθεί τυχαία κατά καιρούς από τους κατοίκους  μεγάλες ρηγματώσεις των πετρωμάτων που οδηγούν σε υπόγεια βάραθρα ή και σε σπήλαια. Επίσης κατά την διαδικασία μιας αποτυχημένης γεώτρησης παλαιότερα, για την ανεύρεση πόσιμου νερού στην περιοχή Στρατηγέκα Χάνια, το γεωτρητικό κοπίδι του γεωτρύπανου χάθηκε μέσα σε κενό σπηλαιοβάραθρου που συνάντησε κατά την γεώτρηση.  Σε μια άλλη αποτυχημένη γεώτρηση στην ίδια περιοχή ο ήχος του κοπιδιού του γεωτρύπανου αντηχούσε σε υπόγειο στην περιοχή Παναγέκα, που βρίσκεται, ως γνωστό, σε μεγάλη απόσταση από το σημείο της γεώτρησης.  Μεταξύ των άλλων, στην περιοχή Βαγιόρεμα και σε λίγα μέτρα μακριά από την άσφαλτο υπάρχει ένα μεγάλο σπηλαιοβάραθρο. Το επιφανειακό του άνοιγμα έχει μήκος έξι μέτρα και πλάτος δύο μέτρα. Ένα άλλο σπηλαιοβάραθρο υπάρχει πάνω από τον συνοικία Καραπανέκα και λίγο πιο κάτω από της σιδηροδρομική γραμμή, ενώ στην κορυφή του Αρμακά υπάρχει ακόμη ένα σπηλαιοβάραθρο. Αριστερά από το βαγιόρεμα μέσα σε μια συστάδα από λείους κόκκινους βράχους βρίσκεται ένα μεγάλο επιφανειακό σπήλαιο μικρού σχετικά βάθους, η «Μαύρη Τρύπα» όπως την ξέρουν οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής. Με αυτό και την ιστορία της περιοχής θα ασχοληθούμε αμέσως παρακάτω.

Κάτω από το όρος Παρθένιο ρέει μέσα από σπηλαιώσεις, ο χείμαρρος ποταμός Γαρεάτης.   Ο ποταμός αυτός ξεκινάει από τα ορεινά υψίπεδα των Δολιανών και του Δραγουνιού. Διαρρέει τα οροπέδια της Τεγέας  και αφού ενώνεται με τον χείμαρρο Σαρανταπόταμο, φθάνει στις δυτικές υπώρειες του όρους Παρθενίου και εκεί εισέρχεται σε τρείς μεγάλες καταβόθρες που απέχουν η μια από την άλλη σαράντα με πενήντα μέτρα περίπου. Η είσοδος στις καταβόθρες είναι φραγμένη με σίδερα προσαρμοσμένα σε ανθεκτικούς τοίχους, για να παρεμποδίζονται οι αποφράξεις τους από τους κορμούς των δέντρων και τα άλλα ογκώδη αντικείμενα που κατεβάζουν τα ορμητικά νερά του χειμάρρου, όταν φουσκώνει το χειμώνα. Όταν όμως τα νερά του ποταμού είναι πολλά, δεν μπορούν να τα απορροφήσουν οι καταβόθρες και τότε πλημμυρίζει το οροπέδιο στην περιοχή του Παρθενίου. Πολλές φορές το νερό έφτανε μέχρι τα πρώτα κάτω σπίτια του χωριού, τον κάμπο του οποίου διαρρέει ο Γαρεάτης και κάποια χρονιά, την δεκαετία του 1950, τα νερά της λίμνης που σχηματίστηκε στον κάμπο ήταν τόσα πολλά, που διέφυγαν αναγκαστικά από την μοναδική δίοδο διαφυγής τους, την σήραγγα από την οποία διέρχεται ο σιδηρόδρομος. Στη συνέχεια ο ποταμός διαρρέει τα έγκατα του όρους Παρθενίου και εκβάλει τελικά χαμηλά και ανατολικά στον Αχλαδοκαμπίτικο κάμπο, στη θέση «Πηνίκοβη», μέσα από ένα κατά το πλείστον ανεξερεύνητο σπήλαιο, για το οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω. Από εκεί συνεχίζει να ρέει μέσα στο φαράγγι του Ξοβριού, προς την περιοχή της Ανδρίτσας, περνάει την Ποταμιά στη Βελανιδιά και χύνεται τελικά στην παραλία του Κυβερίου.

Τα ασβεστολιθικά και σχιστολιθικά πετρώματα της ευρύτερης περιοχής της Μάσκλινας, οι υπόγειες σπηλαιώσεις του υπεδάφους της και ο μεγάλος αριθμός των σπηλαιοβαράθρων (πρόπαντες), όπως αναφέρθηκαν παραπάνω, δικαιολογούν πλήρως τη σοβαρή έλλειψη υδάτινων πόρων στην ευρύτερη περιοχή του οικισμού.

Κύριο στοιχείο στην περιοχή του χωριού είναι η ελιά, το περισσότερο τυπικά μεσογειακό καρποφόρο δέντρο. Η περιοχή του χωριού από τα σύνορα με τον Αχλαδόκαμπο, στο Σαμόνι, μέχρι την περιοχή Μεσοραχίτικα και Πλατάνι, καλύπτεται κυρίως από ελαιόδεντρα. Καλλιεργούνται δύο ποικιλίες: η «λαδοελιά» και το «μανάκι». Παλαιότερα στις περιοχές Αράπης, Γιαννηλάκι, Κεντρώματα, Καυκαλάς κλπ, που μέχρι σήμερα έχουν την γενικότερη ονομασία «στα αμπέλια», καλλιεργούντο μεγάλες εκτάσεις αμπελώνων, που απέδιδαν μεγάλες ποσότητες και εξαιρετικής ποιότητας κρασιών. Η περιοχή «Ροϊνά», στους πρόποδες του όρους Παρθενίου, σημαδεύεται από μια ποικιλία από μικρά και μεγάλα «δασικά» δέντρα, όπως οι βελανιδιές, τα πουρνάρια, τα σφεντάμια, οι γκορτσιές, οι γλαντινιές και οι κουμαριές.

Υπάρχουν ενδιάμεσα και κενά που καλύπτονται από μια μεγάλη ποικιλία από θάμνους και άλλα φυτά, όπως τα σπάρτα, τα ρείκια, οι ασφάκες, το θυμάρι, οι αφάνες και οι πικροδάφνες. Στα χωράφια που βρίσκονται μέσα στον οικιστικό πυρήνα του χωριού συναντάμε ήμερα καρποφόρα δέντρα, όπως: συκιές, λίγες αχλαδιές, αρκετές μουριές, αμυγδαλιές, πικραμυγδαλιές, ενώ στις ρεματιές φυτρώνουν μυρτιές, βάγιες, κυπαρίσσια, λεύκες, λυγιές (καναπίτσες). Συναντάμε τέλος λίγες καρυδιές και πλατάνια στην περιοχή Πλατάνι και στις ρεματιές του Σαμονιού.

Στην ευρύτερη περιοχή του χωριού μας, στο δάσος «ροϊνά» στις υπώρειες του Παρθενίου, στην Κάρβια, στην περιοχή Καυκαλάς αλλά και μέσα στις καλλιεργούμενες εκτάσεις, ζουν άγρια ζώα, όπως αλεπούδες, τσακάλια, κουνάβια, ασβοί και τελευταία πληθώρα από αγριογούρουνα. Ορισμένα από αυτά προξενούν ζημιές στο ζωικό κεφάλαιο των νοικοκυριών. Επανειλημμένα κατά το παρελθόν είχαν δεχθεί επιθέσεις τα κοτόπουλα στα κοτέτσια του χωριού από τις αλεπούδες ενώ τα τσακάλια «κτυπούσαν» σε στάνες από γιδοπρόβατα, με αποτέλεσμα σοβαρές απώλειες στο ζωικό κεφάλαιο των τσοπάνηδων. Σύμφωνα με μαρτυρίες συγχωριανών μας, παλαιότερα στην περιοχή του χωριού κυκλοφορούσαν και λύκοι που έκαναν επιθέσεις και ζημιές στα κοπάδια του χωριού. Μάλιστα λέγεται πως ένας συγχωριανός μας, ο Μπαρκούζος, βρήκε ένα νεογέννητο λυκάκι και το πήρε στο σπίτι του να το μεγαλώσει, νομίζοντας πως ήταν σκυλί (κουτάβι).Όταν διαπίστωσε ότι μεγάλωνε λύκο ήταν πια αργά, αφού του είχε εξαφανίσει ολόκληρο το ζωικό κεφάλαιο (κότες, κουνέλια, αρνιά κλπ.) του σπιτιού του. Από τότε έμεινε η χαρακτηριστική στο χωριό η φράση « μπα που να σε φάει ο λύκος του Μπαρκούζου». Την έλεγαν οι τσοπάνηδες του χωριού όταν αγανακτούσαν με την συμπεριφορά κάποιου ζώου του κοπαδιού τους.

Μάλιστα οι αλεπούδες και τα τσακάλια εκείνη την εποχή είχαν «επικηρυχθεί» από την Πολιτεία. Είχε καθιερωθεί χρηματική αμοιβή στους κατοίκους που εξόντωναν αυτά τα άγρια ζώα, με την προϋπόθεση να προσκομίσουν στις αρμόδιες Κρατικές υπηρεσίες τα πειστήρια εξόντωσής τους (μέρη από τα άκρα του σκοτωμένου ζώου). Επίσης ζουν λαγοί και αγριοκούνελα που οι κυνηγοί τα εξοντώνουν για το νόστιμο κρέας τους. Τους χειμερινούς μήνες κατεβαίνουν στην περιοχή μας και ορισμένα είδη πουλιών όπως κοτσύφια, πέρδικες και ορτύκια που και αυτά αποτελούν άριστους μεζέδες για τους κυνηγούς, ενώ ζουν ολοχρονίς σπουργίτια, σπίνοι και άλλα είδη πουλιών. Επίσης ζουν στην περιοχή μας ερπετά, όπως σκορπιοί, οχιές και αστρίτες που είναι άκρως επικίνδυνα, επειδή είναι ιοβόλα, καθώς και δεντρογαλιές που είναι ακίνδυνες.

Καλλιέργεια κηπευτικών γινόταν σε πολύ μικρή κλίμακα, κυρίως στις αρδευόμενες από πηγάδια εκτάσεις (περιβόλια), στις περιοχές Σαμόνι, Πλατάνι και Αράπης. Υπάρχουν και ξέφωτες πετρώδεις άδενδρες εκτάσεις στη μέση των ανατολικών πλαγιών του όρους Παρθενίου που σε αυτές γινόταν καλλιέργεια δημητριακών (σιτάρι, κριθάρι, βρώμη κλπ) καθώς και καλλιέργεια αμπελώνων, κυρίως στις πλαγιές της περιοχής Καυκαλάς,  με ικανοποιητικά αποτελέσματα.

Στην περιοχή του χωριού το κλίμα είναι ήπιο και ξηρό, η χειμερινή περίοδος μικρής διάρκειας, παράγοντες που ευνοούν τη χειμερινή κυρίως διαβίωση. Σε παλιότερη μάλιστα εποχή, τους καλοκαιρινούς μήνες στην περιοχή του χωριού η ζέστη ήταν ανυπόφορη, ιδιαίτερα τις μεσημεριανές ώρες. Εκείνη την εποχή η έλλειψη πρασίνου, λόγω της υπερβολικής βόσκησης, στο δάσος του γειτονικού όρους Παρθενίου (Ροϊνά), αλλά και εντός του οικιστικού πυρήνα του χωριού, δημιουργούσε συνθήκες καύσωνα, που διαρκούσε πολλές ημέρες. Οι κλιματολογικές συνθήκες και ειδικότερα οι συχνοί καύσωνες τους καλοκαιρινούς μήνες ανάγκαζαν ανέκαθεν τους κατοίκους του χωριού να εγκαταλείπουν  ομαδικά το χωριό και να μεταβαίνουν στο ορεινό χωριό τους, το Καστρί. Εκεί οι καλοκαιρινές θερμοκρασίες ήταν τελείως διαφορετικές και έκαναν άνετη την διαμονή τους.

Όσοι από τους κατοίκους από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 παρέμειναν μόνιμα στη Μάσκλινα όλο το χρόνο, τους καλοκαιρινούς μήνες, μη υποφέροντας τη ζέστη, κατά τις μεσημεριανές ώρες κατέβαιναν στα δροσερά υπόγεια των κατοικιών τους, που η θερμοκρασία εκεί ήταν υποφερτή. Όσοι έβγαιναν να πάνε στα χωράφια τους και στα περιβόλια τους τους καλοκαιρινούς μήνες,  μετέβαιναν εκεί πριν ακόμη χαράξει και ανατείλει  ο αυγερινός. Περίμεναν στο χωράφι μέχρι να ξημερώσει, βόσκωντας τα ζωντανά τους και με το πρώτο φως της ημέρας άρχιζαν τη δουλειά. Μόλις όμως   έφτανε δέκα η ώρα και πριν αρχίσει η ανυπόφορη ζέστη φόρτωναν  στα ζώα τους ό,τι είχαν συγκεντρώσει για το νοικοκυριό τους (ξύλα, οπωροκηπευτικά από το μποστάνι* τους κλπ ), καβαλούσαν τα ζώα και γύριζαν γρήγορα στα σπίτια τους. Τα ξεφόρτωναν και τα  έδεναν στην αυλή του σπιτιού στους ίσκιους κάτω από τις μουριές και τις μυγδαλιές, γιατί τα καλύβια  που τα στέγαζαν ήταν στο εσωτερικό τους ζεστά σαν «καμίνια». Μόλις βράδιαζε έβγαζαν στις ταράτσες και στα μπαλκόνια των σπιτιών τους κλινοσκεπάσματα για να κοιμηθούν εκεί πάνω  στο ύπαιθρο, έξω από το σπίτι. Θυμάμαι νοσταλγικά την εποχή που ανεβαίναμε με το νύχτωμα όλη η οικογένεια να κοιμηθούμε στην ταράτσα του καλυβιού μας, γιατί το σπίτι ήταν πολύ ζεστό. Όταν ξαπλώναμε και πριν να κοιμηθούμε οι γονείς μας μας δίδασκαν κοσμογραφία δείχνοντάς μας στο ουράνιο στερέωμα τον «γαλαξία» μια τεράστια φωτεινή λουρίδα που απλώνεται στον ουρανό από βορά προς νότο, που μας τον έλεγαν «Ιορδάνη ποταμό», τον αστερισμό της «πούλιας» που μας την έλεγαν επταπάρθενο χορό, τους αστερισμούς της «μικρής και της μεγάλης άρκτου»  που μας τα έλεγαν αλετροπόδια κλπ. Μας έπαιρνε ο ύπνος με τα νανουρίσματα των γρύλων, του γκιώνη και των τζιτζικιών. Το πρωϊνό, πολύ πριν βγει ο ήλιος από την περιοχή του Καυκαλά, μας ξυπνούσαν για να μαζέψουν τα κλινοσκεπάσματα να μην τα βρει ο ήλιος στην ταράτσα.

Τελευταία όμως το μικροκλίμα της περιοχής έχει αλλάξει ριζικά, με θερμοκρασίες υποφερτές και τους καλοκαιρινούς μήνες, όλη την διάρκεια του εικοσιτετράωρου. Τούτο οφείλεται στην αλματώδη ανάπτυξη της δασοκάλυψης, στους πρόποδες του όρους Παρθενίου (Ροϊνά) και στην δεντροφύτεψη με μουριές και άλλα σκιόφυλλα δέντρα, όλων των ασκεπών οικοπέδων που γειτνιάζουν με τον οικισμό ή αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του, καθώς και στη μείωση της βόσκησης του δάσους, στους πρόποδες του όρους Παρθενίου από τα ποίμνια. Η σύσταση του εδάφους και η ανεπάρκεια των πηγών δεν ευνοούν αγροτικές καλλιέργειες πολύ παραγωγικές με εξαίρεση, όπως προαναφέρθηκε, την καλλιέργεια της ελιάς.

Οι κλιματολογικές συνθήκες και η χλωρίδα σε αυτή την περιοχή είναι ευνοϊκοί παράγοντες για τη δημιουργία σε μεγάλες εκτάσεις βοσκοτόπων, κυρίως κατά τους χειμερινούς μήνες. Η ύπαρξη βοσκοτόπων, σε συνδυασμό βέβαια και με άλλους παράγοντες, ήταν βασικό κριτήριο για προώθηση ανθρώπινης παρουσίας από τα γειτονικά παράλια (Αργολίδα, Θυρέα ) προς αυτή την ορεινή ενδοχώρα με το ήπιο κλίμα και την δημιουργία εκεί πρόχειρων εγκαταστάσεων ή οικιστικών πυρήνων ακόμη και μικρών οικισμών από γεωργοκτηνοτρόφους ή κτηνοτρόφους.

Το χωριό, όπως γράφουμε παραπάνω, δεν έχει τρεχούμενα νερά. Μόνο ρέματα και χείμαρροι υπάρχουν στην ευρύτερη περιφέρειά του, στα οποία τρέχουν μικρές ποσότητες νερού μέχρι το τέλος της άνοιξης το πολύ, σπανίως δε, μετά από δυνατή βροχόπτωση, γίνονται ορμητικοί.

α) Ένα ρέμα ξεκινάει από τις πλαγιές του Αγίου Πέτρου, κατεβαίνοντας διαρρέει κάθετα το χωριό, από βορειοανατολικά προς νότο. Μέσα στην κοίτη του ρέματος και γύρω από αυτή, από το ύψος του Αγίου Πέτρου, μέχρι το Καγκλέκο σπίτι συναντάμε μερικά πηγάδια μικρού σχετικά βάθους, το σημαντικότερο των οποίων είναι το Ζαρελιανέκο πηγάδι. Περνάει μπροστά από τα Καγκλέκα, παρακάτω μπροστά από τα Γιανναρέκα, μπροστά από τα Μουρμουρέκα, περνάει μέσα από την Ξαμπλέκη γειτονιά και στη συνέχεια πίσω από το αλώνι και μπροστά από το πηγάδι της εκκλησίας του Αϊ Γιώργη. Συνεχίζοντας περνάει από τα Μακρέκα περιβόλια, τα Στρατηγέκα Χάνια και αφού περάσει δίπλα από το κοτέτσι του Τσιώρου, συνεχίζει και καταλήγει στην περιοχή της Μαύρης Τρύπας (Βαγιόρεμα) οπότε συμβάλει στο ποτάμι της ΑγιαΣοφιάς.

β) Ένα άλλο ξεκινάει από τις πλαγιές του Καυκαλά, κατεβαίνει μέσα από την περιοχή της Φιλιππούς, που βρίσκεται και το ομώνυμο πηγάδι, και κατεβαίνει στο δίρεμα. Εκεί παλιά την άνοιξη που κυλούσε νερό, στο σημείο που τέμνεται κάθετα από το δρόμο πού έρχεται από την αγορά προς τα Κορολέκα, οι νοικοκυρές του χωριού «κοπάνιζαν» τα στρωσίδια τους. Συνεχίζοντας περνάει μπροστά από τα Κορολέκα σπίτια, μπροστά από το Κικιζέκο σπίτι  και πίσω από στο σπίτι του Τζούμα δημιουργεί μια άπλα, που και εκεί παλιότερα «κοπάνιζαν» τα στρωσίδια. Συνεχίζοντας πίσω από του Αθανασιάδη, συμβάλει τελικά στο ρέμα που περιγράψαμε παραπάνω.

γ) Άλλο ρέμα ξεκινάει από τις υπώρειες του όρους Παρθένιο, διασχίζει κάθετα την γραμμή του τραίνου και συνεχίζοντας κατεβαίνει στο παλιοκρόπι, εκεί που βρίσκεται το ομώνυμο πηγάδι και καταλήγει στου Παυλάκου το ρουμάνι, όποτε συμβάλει στα Μακρέκα περιβόλια με το ρέμα που έρχεται από το χωριό.

δ) Ένα άλλο ρέμα ξεκινάει από τις ανατολικές πλαγιές του Καυκαλά, κατεβαίνει από τα βουλιάσματα, εκεί που ήταν παλιά του Πάϊκου η στέρνα και φτάνει στην ευρύτερη περιοχή του Αράπη, στην τοποθεσία «του Μπαριάμη το ρέμα». Κατά μήκος της κοίτης του ρέματος στην περιοχή του Αράπη και στην γύρω περιοχή συναντάμε πολλά πηγάδια, μικρού σχετικά βάθους. Εκεί το ρέμα τέμνει κάθετα τον μουλαρόδρομο που πηγαίνει για την Αγία Παρασκευή. Συνεχίζοντας παρακάτω, τέμνει κάθετα και τον χωμάτινο αυτοκινητόδρομο που οδηγεί στην Αγία Παρασκευή και στο Πλατάνι. Περνώντας από την περιοχή Παλιόμυλος, καταλήγει στα Στρατηγέκα Χάνια, οπότε συμβάλλει στο ρέμα που έρχεται από την περιοχή του οικισμού.

ε) Άλλο ρέμα ξεκινάει από τις βορειοανατολικές υπώρειες του όρους Παρθενίου και κατεβαίνοντας περνάει κάτω από την σιδερένια γέφυρα του Αρκουδιά, διασχίζει την περιοχή Αρκουδιάδες, περνάει μέσα από την δυτική περιοχή των ελαιώνων του Σαμονιού, τέμνει κάθετα τον αγροτικό δρόμο που οδηγεί στα Κατσιρέκα μαντριά και τελικά καταλήγει στην περιοχή της Πηνίκοβης.

στ) Τέλος ένα ακόμη ρέμα στην περιοχή του Σαμονιού, ξεκινάει από την περιοχή Σαμονάκι, περνάει στην κάτω μεριά της Αντωνέκης πλεύρας σε όλο της το μήκος και φτάνει στην περιοχή της Αρτοτίνας. Εκεί η ρεματιά έχει βαθύσκια πλατάνια και τρεχούμενα νερά όλο το καλοκαίρι. Παλιότερα στο σημείο εκείνο και κατά μήκος της ρεματιάς, στην παρόχθια περιοχή καλλιεργούσαν τα περιβόλια τους πολλοί συγχωριανοί μας.

Υπάρχουν και άλλα μικρά ρέματα που δημιουργούνται στις πλαγιές των λοφοσειρών του χωριού, αλλά νομίζουμε πως δεν αξίζει να τα αναφέρουμε.

                                              Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

Δευτέρα 19 Μαΐου 2025

 

                    ΠΩΣ   ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΑΝ   ΟΙ  ΕΛΑΙΩΝΕΣ     ΤΗΣ   ΜΑΣΚΛΙΝΑΣ

     Ελαιόδεντρα στην περιοχή Σαμόνι υπήρχαν από παλαιά, απροσδιόριστα χρόνια. Οι Σλάβοι που  κατέβηκαν στην περιοχή μας το 600-800 μ.Χ., ονόμασαν την περιοχή μας «Μάσκλινα», που σημαίνει τόπος με ελαιόδεντρα, επειδή προφανώς βρήκαν εδώ μεγάλο αριθμό από αυτά. Επομένως η ύπαρξη ελαιοδέντρων στην περιοχή τοποθετείται προ της καθόδου των Σλάβων στην περιοχή μας, ίσως δε και παλαιότερα. Η δημιουργία όμως των σύγχρονων ελαιώνων άρχισε να γίνεται από τους οικιστές του Καστριού και προχώρησε προοδευτικά με την εξημέρωση άγριων ελαιόδεντρων που υπήρχαν στην περιοχή και με το «κέντρωμα» νέων. Κατά την γεωργική απογραφή του 1911, απογράφηκαν στην ευρύτερη περιοχή του οικισμού μας (940) στρέμματα με ελαιόδεντρα. Οι αείμνηστοι πρόγονοί μας με πολλούς κόπους και θυσίες και με τα πρωτόγονα μέσα (αξίνες, κασμάδες, πριόνια,  βατοκόπες κλπ) που διέθεταν εκείνη την εποχή, είχαν εκχερσώσει, στην περιοχή Σαμόνι μεγάλες δασικές εκτάσεις. Εκεί είχαν φυτέψει ελαιόδεντρα, αυξάνοντας έτσι τον γεωργικό τους κλήρο. Αλλά και σε άλλες περιοχές, στα ακραία σύνορα του χωριού (στην Κάρβια, στα Μοναχά, στον Καυκαλά, στις Κόντρες, στις Παλιοκαλύβες, στον Αρμακά, στις Κατσιρέκιες λάκες του όρους Παρθενίου κλπ) όπου δηλαδή υπήρχε επίπεδο μέρος, εκχέρσωναν την δασική έκταση για να σπείρουν δημητριακά ή σανό για την εκτροφή του ζωικού τους κεφαλαίου. Κατά την εκχέρσωση των δασικών εκτάσεων στο Σαμόνι για την δημιουργία ελαιώνων,  έρχονταν σε αντιδικίες και προστριβές με τους κατοίκους του γειτονικού Αχλαδόκαμπου, που πολλές φορές τις έλυναν με την δικαστική οδό.

     Στο προσωπικό μας αρχείο υπάρχουν σωρεία δημοσίων εγγράφων, από τα οποία προκύπτει η αυθαίρετη κατάληψη  βοσκοτόπων εκ μέρους των συγχωριανών μας που ανήκαν στην γειτονική κοινότητα του Αχλαδόκαμπου και συνορεύουν με την δική μας, στη θέση «Γραίκι». Ο Πρόεδρος της κοινότητας αυτής, ενεργώντας σαν εκπρόσωπος των κατοίκων της, είχε στραφεί κατεπανάληψη δικαστικά με αγωγές (προσωρινά μέτρα) κατά συγκεκριμένων κατοίκων της Μάσκλινας, που είχαν εκχερσώσει ολόκληρα στρέμματα άγριας έκτασης βοσκοτόπων, προσπαθώντας να τους μετατρέψουν σε ελαιώνες. Συγκεκριμένα ο ανωτέρω είχε στραφεί επανειλημμένα κατά των αείμνηστων συγχωριανών μας, προπάππου μου Δημητρίου Γ. Σκλημπόσιου, του γιού του Γεωργίου Δημ. Σκλημπόσιου και της Γλυκερίας χήρας Γ. Σκλημπόσιου καθώς και άλλων συγχωριανών μας.

      Το Ειρηνοδικείο ΄Αργους, καθύλη και κατά τόπο αρμόδιο για να εκδικάσει τις αγωγές αυτές, συνεδρίασε την 4-2-1916 «δημόσια και εν υπαίθρω εν τη θέσει «Γραίκι» της περιφέρειας του Αχλαδόκαμπου. Ο Ειρηνοδίκης αφού άκουσε τον ενάγοντα Πρόεδρο που εκπροσωπούσε  την κοινότητα Αχλαδοκάμπου και τους εναγομένους κατοίκους της Μάσκλινας καθώς και τους συνηγόρους των διαδίκων εξέδωσε τις αριθμ 15 και 16/4-2-1916 αποφάσεις του. Το σκεπτικό των αποφάσεων αυτών αναφέρει χαρακτηριστικά ότι  «εν τη θέσει «Γραίκι» περιφέρεια της κοινότητος Αχλαδοκάμπου κείται ακαλλιέργητος και δασώδης έκτασις εκ χιλίων και πλέον στρεμμάτων, ανήκουσα αναμφισβητήτως εις την κοινότητα ταύτην (Αχλαδοκάμπου), προς εξυπηρέτησιν της κοινής χρήσεως των μελών αυτής, ήτοι προς βοσκήν των θρεμμάτων της και ξύλευσιν των κατοίκων αυτής, καθά αρκούντως εβεβαιώθη υπό των μαρτύρων. Ότι από μακρών ετών ένιοι των κατοίκων της κοινότητος Μασκλένης, εν οίς και οι εναγόμενοι, κατέχοντες πλησίον τής θέσεως ταύτης ελαιώνα και ειδικώς εν τη θέσει  «Αρτοτίνα» εισέβαλαν κρύφα εν τη επιδίκω θέσει «Γραίκι» και εξεχέρσωσαν διαφόρους εκτάσεις, καταστήσαντες ταύτας αγρούς καλλιεργησίμους, ους έκτοτε κατέχουν ησύχως, σεβασθέντες εν τη κατοχή των ταύτην και υπό των μελών της κοινότητος Αχλαδοκάμπου. Αλλά μη αρκεσθέντες εις την τοιαύτην αρπακτικήν κατοχήν των γαιών τούτων, εβουλήθησαν να επεκτείνωσι αυτήν δια της καταλήψεως και ετέρας κοινοτικής γης και δη μεταξύ άλλων οι εναγόμενοι εξεχέρχωσαν εντός της επιδίκου θέσεως και άνωθεν του ως είρηται αγρού των χερσώδη και ακαλλιέργητον έκτασιν περί τα πέντε στρέμματα καταστήσαντες αυτήν καλλιεργήσιμον και σπείραντες ταύτην, προτιθέμενοι να επεκτείνωσι την εκχέρσωσιν, ως μαρτυρούσιν η εκκοπή παλαιών αγρίων δένδρων , η εξαγωγή ογκολίθων και η καλλιέργεια αγρίων ελαιοδέντρων προς εξημέρωσιν αυτών, αυτοφυών όντων».  Μάλιστα, γενομένων δεκτών των αγωγών αυτών, το δικαστήριο απαγόρευσε  στους ως άνω  εναγομένους  «πάσαν εν τω μέλλοντι άμεσον ή έμμεσον διακατοχικήν πράξιν, τείνουσαν εις την διατάραξιν της επιδικασθείσης εν τη κοινότητι του Αχλαδοκάμπου νομής, επί απειλή κατ’ αυτών επιβολής χρηματικής ποινής δια πάσαν παράβασιν των αποφάσεων τούτων».

Την δεκαετία του 1980 η έλλειψη εργατικών χεριών στο χωριό μας αποτέλεσε τον κύριο λόγο της εκρίζωσης των υφισταμένων αμπελώνων από τις ανατολικές παρυφές του χωριού μέχρι την περιοχή Πλατάνι  και την διακοπή της παραγωγής κρασιών από τους κατοίκους του. Μετά την εκρίζωση των αμπελιών, φυτεύτηκαν μέσα σε αυτά τα χωράφια χιλιάδες ακόμη ελαιόδεντρα, που μαζί με τα υπάρχοντα από παλιά, αύξησαν τον κλήρο των ελαιοπερίβολων των νοικοκυριών  του και αυτά   αποτελούν  τον ελαιώνα που βλέπουμε σήμερα.Στις περιοχές στα ακραία σύνορα του χωριού, που είχαν εκχερσωθεί από τους αειμνήστους προγόνους μας,για να γίνουν σπαρτοχώραφα, εγκαταλείφθηκαν από τους κατοίκους του χωριού και ξαναφύτρωσαν  πάλι πουρνάρια και άλλη άγρια βλάστηση,με αποτέλεσμα οι εκτάσεις αυτές να γίνουν και πάλι προέκταση της υφιστάμενης γύρω τους δασικής έκτασης.

                                                           Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

Παρασκευή 16 Μαΐου 2025

 

 ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ

 

 «Δεν υπάρχει πόνος και οδύνη πιο μεγάλη

 από τη στέρηση της γης των πατέρων».

             Ευριπίδης, «Μήδεια»

 

Η πληθυσμιακή αύξηση των κατοίκων του χωριού έφτασε στο απόγειό της στις αρχές του 1920, φθάνοντας στα 1000 άτομα περίπου. Η αλματώδης αύξηση του αριθμού των κατοίκων οφειλόταν στην παραμονή των κατοίκων του Καστριού, όλο και μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στο χωριό, λόγω των ευνοϊκών κλιματολογικών συνθηκών αλλά και της μεγάλης αύξησης του αριθμού των γεννήσεων. Η αύξηση του πληθυσμού πραγματοποιήθηκε, παρά την αναχώρηση για το εξωτερικό ορισμένων κατοίκων του κατά την πρώτη μετανάστευση στο εξωτερικό (Αμερική), που πήρε τις μεγαλύτερες διαστάσεις της κατά την δεκαετία 1900-1910.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1920, συνεχίστηκε η αναζήτηση ελληνικών εργατικών χεριών, από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (Η.Π. Α.) και τον Καναδά. Έτσι συνεχίστηκε η μεταναστευτική κίνηση εργατικού δυναμικού προς τις χώρες αυτές, λόγω της έλλειψης επαρκών εισοδημάτων των κατοίκων των ορεινών κυρίως περιοχών και του αργού ρυθμού αύξησης του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού τους.

Μετά και την δεύτερη μεταναστευτική κίνηση των κατοίκων (1945- 1960) προς τους ανωτέρω προορισμούς και την Αυστραλία ο πληθυσμός του χωριού μειώθηκε δραματικά. Ο μισός σχεδόν πληθυσμός του ξενιτεύτηκε, αναζητώντας καλύτερες συνθήκες επαγγελματικής αποκατάστασης, για την βελτίωση των οικονομικών τους.

Οι περισσότερες οικογένειες είχαν και κάποιο δικό τους μετανάστη στις χώρες αυτές. Ορισμένες μάλιστα, με πόνο ψυχής, έστειλαν όλα τα παιδιά τους στην ξενιτειά και μάλιστα από νεαρή ηλικία. Παρέμειναν εδώ μόνο οι γονείς, περιμένοντας την οικονομική ενίσχυση των ξενιτεμένων παιδιών τους, ενώ πολλοί από αυτούς τα ακολούθησαν στην ξενιτειά, για να κλείσουν τελικά εκεί τα μάτια τους οριστικά.

Οι ξενιτεμένοι μετανάστες χωριανοί, αρχικά, αντιμετώπισαν πολλές και μεγάλες δυσκολίες, κατά την εγκατάστασή τους και την εξεύρεση αξιοπρεπούς εργασίας, στις χώρες υποδοχής. Προσαρμόστηκαν όμως σύντομα στις νέες συνθήκες της ζωής και της εργασίας τους, ξεπερνώντας τα εμπόδια. Ορισμένοι μάλιστα, με την πάροδο του χρόνου, με την εξυπνάδα τους και την εργατικότητά τους άρχισαν να δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά σε διάφορους τομείς, κυρίως στο χώρο της εστίασης, αλλά και σε άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες

Από τις οικονομίες τους, που προήρχοντο από την αμοιβή τους, για την προσφορά της εργασίας τους, και από τα κέρδη των επιχειρήσεών τους, άρχισαν να στέλνουν εμβάσματα στους δικούς τους, που άφησαν στην Ελλάδα, ενισχύοντάς τους οικονομικά, για να μπορούν οι τελευταίοι να βελτιώσουν το οικογενειακό τους εισόδημα και να ζήσουν με αξιοπρέπεια. Όλοι όμως ανεξαίρετα οι μετανάστες του χωριού μας δεν ξέχασαν ποτέ και τον τόπο που είδαν το πρώτο φως της ζωής. Τον βοηθούσαν πάντοτε οικονομικά, συμβάλλοντας και στην πολιτιστική ανάπτυξή του. Έτσι πρωτοστάτησαν οικονομικά στην ανέγερση εκκλησιών, στην διάνοιξη αυτοκινητοδρόμων στην ευρύτερη περιοχή του χωριού, στις προσπάθειες ανεύρεσης υπογείων υδάτων κλπ.

Η συμβολή της μετανάστευσης των κατοίκων του χωριού σε Αμερική, Καναδά και Αυστραλία είχε θετικές αλλά και αρνητικές συνέπειες στην ανάπτυξη του χωριού μας. Η εισροή δολαρίων είχε σαν αποτέλεσμα την μεγάλη τόνωση της αγοραστικής δύναμης, την βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και γενικά την άνοδο του βιοτικού επιπέδου πάρα πολλών οικογενειών του χωριού μας.

Πολλοί όμως από τους κατοίκους του χωριού, όπως προαναφέρθηκε, μετανάστευσαν οικογενειακώς, με αποτέλεσμα την εγκατάλειψη του γεωργικού κλήρου και των ελαιώνων καθώς και την σταδιακή μείωση του πληθυσμού του χωριού, αφού ξενιτεύτηκε ο ενεργός πληθυσμός του χωριού και έμειναν πίσω μόνο ηλικιωμένοι. Η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο με την «εσωτερική» μετανάστευση των κατοίκων του χωριού, νεαρής κυρίως ηλικίας, που πραγματοποιήθηκε μαζικά τις δεκαετίες μετά το 1945 έως και το 1960 και συνεχίζεται σποραδικά μέχρι τις μέρες μας, προς τις μεγάλες πόλεις- (αστυφιλία)- κυρίως προς την πόλη της Αθήνας αλλά και σε άλλες γειτονικές πόλεις, την Τρίπολη και το Άργος.

Οι περισσότεροι νέοι του χωριού, αντιλήφθηκαν έγκαιρα την δεινή οικονομική κατάσταση των γονέων τους, την ανυπαρξία δυνατότητας βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσής τους στο χωριό, καθώς και τις περιορισμένες δυνατότητες και προοπτικές απόκτησης ικανοποιητικού ατομικού εισοδήματος, από την υφιστάμενη γεωργοκτηνοτροφική παραγωγή. Πολλοί έφυγαν από το χωριό, για να τελειώσουν τις εγκύκλιες σπουδές, γυμνασιακού επιπέδου, στις γειτονικές πόλεις, και ορισμένοι από αυτούς εισήχθησαν για να φοιτήσουν σε Πανεπιστημιακές σχολές, από τις οποίες αποφοίτησαν με επιτυχία. Έτσι, μετά την αποφοίτησή τους, έγιναν δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι, επιστήμονες, καθώς και διαπρεπείς ελεύθεροι επαγγελματίες και εγκατέλειψαν έτσι το χωριό.

Αλλά και αυτοί που δεν είχαν την δυνατότητα ή την ικανότητα των σπουδών, αλλά και άτομα ηλικιωμένα, έφυγαν από το χωριό και εγκαταστάθηκαν σε γειτονικές πόλεις και στην Αθήνα. Εκεί αναζήτησαν εργασία στον δευτερογενή και τριτογενή τομέα της οικονομίας (εμπόριο-υπηρεσίες) ή δραστηριοποιήθηκαν επιχειρηματικά σε διάφορους τομείς της.

Όλοι αυτοί εγκατέλειψαν οριστικά τις οικογενειακές τους εστίες και το χωριό. Μόνο περιοδικά επισκέπτονται τους γέροντες πια και ανήμπορους γονείς τους ενώ τους καλοκαιρινούς μήνες, κατά την διάρκεια των διακοπών τους, παραμένουν λίγες ημέρες με τις οικογένειές τους στο χωριό, για ξεκούραση. Τον υπόλοιπο καιρό το χωριό «ζει» και «κινείται» σε ρυθμούς μοναξιάς και εγκατάλειψης, με τους λιγοστούς εναπομείναντες κατοίκους του. 

                                                                                           Γιώργος Στυλ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

                

                      Η ΔΙΑΡΡΥΘΜΙΣΗ   ΤΩΝ     ΠΡΩΤΩΝ    ΣΠΙΤΙΩΝ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ   ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΣΚΕΥΗ ΤΟΥΣ   Το μεγάλο μέρος των κτισμάτων στην Μ...