Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2025

 

             ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ  ΤΗΣ ΜΑΣΚΛΙΝΑΣ

 

 «Δεν υπάρχει πόνος και οδύνη πιο μεγάλη

 από τη στέρηση της γης των πατέρων».

             Ευριπίδης, «Μήδεια»

 

Η πληθυσμιακή αύξηση των κατοίκων του χωριού έφτασε στο απόγειό της στις αρχές του 1920, φθάνοντας στα 1000 άτομα περίπου. Η αλματώδης αύξηση του αριθμού των κατοίκων οφειλόταν στην παραμονή των κατοίκων του Καστριού, όλο και μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στο χωριό, λόγω των ευνοϊκών κλιματολογικών συνθηκών αλλά και της μεγάλης αύξησης του αριθμού των γεννήσεων. Η αύξηση του πληθυσμού πραγματοποιήθηκε, παρά την αναχώρηση για το εξωτερικό ορισμένων κατοίκων του κατά την πρώτη μετανάστευση στο εξωτερικό (Αμερική), που πήρε τις μεγαλύτερες διαστάσεις της κατά την δεκαετία 1900-1910.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1920, συνεχίστηκε η αναζήτηση ελληνικών εργατικών χεριών, από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (Η.Π. Α.) και τον Καναδά. Έτσι συνεχίστηκε η μεταναστευτική κίνηση εργατικού δυναμικού προς τις χώρες αυτές, λόγω της έλλειψης επαρκών εισοδημάτων των κατοίκων των ορεινών κυρίως περιοχών και του αργού ρυθμού αύξησης του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού τους.

Μετά και την δεύτερη μεταναστευτική κίνηση των κατοίκων (1945- 1960) προς τους ανωτέρω προορισμούς και την Αυστραλία ο πληθυσμός του χωριού μειώθηκε δραματικά. Ο μισός σχεδόν πληθυσμός του ξενιτεύτηκε, αναζητώντας καλύτερες συνθήκες επαγγελματικής αποκατάστασης, για την βελτίωση των οικονομικών τους.

Οι περισσότερες οικογένειες είχαν και κάποιο δικό τους μετανάστη στις χώρες αυτές. Ορισμένες μάλιστα, με πόνο ψυχής, έστειλαν όλα τα παιδιά τους στην ξενιτειά και μάλιστα από νεαρή ηλικία. Παρέμειναν εδώ μόνο οι γονείς, περιμένοντας την οικονομική ενίσχυση των ξενιτεμένων παιδιών τους, ενώ πολλοί από αυτούς τα ακολούθησαν στην ξενιτειά, για να κλείσουν τελικά εκεί τα μάτια τους οριστικά.

Οι ξενιτεμένοι μετανάστες χωριανοί, αρχικά αντιμετώπισαν πολλές και μεγάλες δυσκολίες, κατά την εγκατάστασή τους και την εξεύρεση αξιοπρεπούς εργασίας, στις χώρες υποδοχής. Προσαρμόστηκαν όμως σύντομα στις νέες συνθήκες της ζωής και της εργασίας τους, ξεπερνώντας τα εμπόδια. Ορισμένοι μάλιστα, με την πάροδο του χρόνου, με την εξυπνάδα τους και την εργατικότητά τους άρχισαν να δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά σε διάφορους τομείς, κυρίως στο χώρο της εστίασης, αλλά και σε άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες

Από τις οικονομίες τους, που προήρχοντο από την αμοιβή τους, για την προσφορά της εργασίας τους, και από τα κέρδη των επιχειρήσεών τους, άρχισαν να στέλνουν εμβάσματα στους δικούς τους, που άφησαν στην Ελλάδα, ενισχύοντάς τους οικονομικά, για να μπορούν οι τελευταίοι να βελτιώσουν το οικογενειακό τους εισόδημα και να ζήσουν με αξιοπρέπεια. Όλοι όμως ανεξαίρετα οι μετανάστες του χωριού μας δεν ξέχασαν ποτέ και τον τόπο που είδαν το πρώτο φως της ζωής. Τον βοηθούσαν πάντοτε οικονομικά, συμβάλλοντας και στην πολιτιστική ανάπτυξή του. Έτσι πρωτοστάτησαν οικονομικά στην ανέγερση εκκλησιών, στην διάνοιξη αυτοκινητοδρόμων στην ευρύτερη περιοχή του χωριού, στις προσπάθειες ανεύρεσης υπογείων υδάτων κλπ.

Η συμβολή της μετανάστευσης των κατοίκων του χωριού σε Αμερική, Καναδά και Αυστραλία είχε θετικές αλλά και αρνητικές συνέπειες στην ανάπτυξη του χωριού μας. Η εισροή δολαρίων είχε σαν αποτέλεσμα την μεγάλη τόνωση της αγοραστικής δύναμης, την βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και γενικά την άνοδο του βιοτικού επιπέδου πάρα πολλών οικογενειών του χωριού μας.

Πολλοί όμως από τους κατοίκους του χωριού, όπως προαναφέρθηκε, μετανάστευσαν οικογενειακώς, με αποτέλεσμα την εγκατάλειψη του γεωργικού κλήρου και των ελαιώνων καθώς και την σταδιακή μείωση του πληθυσμού του χωριού, αφού ξενιτεύτηκε ο ενεργός πληθυσμός του χωριού και έμειναν πίσω μόνο ηλικιωμένοι. Η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο με την «εσωτερική» μετανάστευση των κατοίκων του χωριού, νεαρής κυρίως ηλικίας, που πραγματοποιήθηκε μαζικά τις δεκαετίες μετά το 1945 έως και το 1960 και συνεχίζεται σποραδικά μέχρι τις μέρες μας, προς τις μεγάλες πόλεις- (αστυφιλία)- κυρίως προς την πόλη της Αθήνας αλλά και σε άλλες γειτονικές πόλεις, την Τρίπολη και το Άργος.

Οι περισσότεροι νέοι του χωριού, αντιλήφθηκαν έγκαιρα την δεινή οικονομική κατάσταση των γονέων τους, την ανυπαρξία δυνατότητας βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσής τους στο χωριό, καθώς και τις περιορισμένες δυνατότητες και προοπτικές απόκτησης ικανοποιητικού ατομικού εισοδήματος, από την υφιστάμενη γεωργοκτηνοτροφική παραγωγή. Πολλοί έφυγαν από το χωριό, για να τελειώσουν τις εγκύκλιες σπουδές, γυμνασιακού επιπέδου, στις γειτονικές πόλεις, και ορισμένοι από αυτούς εισήχθησαν για να φοιτήσουν σε Πανεπιστημιακές σχολές, από τις οποίες αποφοίτησαν με επιτυχία. Έτσι, μετά την αποφοίτησή τους, έγιναν δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι, επιστήμονες, καθώς και διαπρεπείς ελεύθεροι επαγγελματίες και εγκατέλειψαν έτσι το χωριό.

Αλλά και αυτοί που δεν είχαν την δυνατότητα ή την ικανότητα των σπουδών, αλλά και άτομα ηλικιωμένα, έφυγαν από το χωριό και εγκαταστάθηκαν σε γειτονικές πόλεις και στην Αθήνα. Εκεί αναζήτησαν εργασία στον δευτερογενή και τριτογενή τομέα της οικονομίας (εμπόριο-υπηρεσίες) ή δραστηριοποιήθηκαν επιχειρηματικά σε διάφορους τομείς της.

Όλοι αυτοί εγκατέλειψαν οριστικά τις οικογενειακές τους εστίες και το χωριό. Μόνο περιοδικά επισκέπτονται τους γέροντες πια και ανήμπορους γονείς τους ενώ τους καλοκαιρινούς μήνες, κατά την διάρκεια των διακοπών τους, παραμένουν λίγες ημέρες με τις οικογένειές τους στο χωριό, για ξεκούραση. Τον υπόλοιπο καιρό το χωριό «ζει» και «κινείται» σε ρυθμούς μοναξιάς και εγκατάλειψης, με τους λιγοστούς εναπομείναντες κατοίκους του.

 

                                                                  Γιώργος Στυλ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

                

 

 

Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2025

 

                   Αγαπητοί  Συμπατριώτες

    Με χαρά και ικανοποίηση σας γνωρίζω  πως ο πολιούχος και προστάτης του χωριού μας, ο Αη-Γιώργης,  δεν έχει αφήσει μέχρι σήμερα  το σπίτι του ορφανεμένο και έρημο. Φρόντισε και τώρα να παραμείνει ανοιχτό και να λειτουργιέται κάθε Κυριακή και όλες τις μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης. Μετά την διακονία στο ναό του χωριού μας για μια περίπου εικοσαετία   του ακάματου ιερέα  παπα-Κώστα  Παπαθεοδώρου και την μετάθεσή  του  σε ιερό ναό της Τρίπολης, η Ιερά Μητρόπολη Μαντινείας και Κυνουρίας  μερίμνησε  και τοποθέτησε τον ιερέα παπα-Δημήτρη Πολύδωρο   στη θέση  του ιερέα, που αποχώρησε.

     Έτσι οι κάτοικοι του χωριού  και όλοι οι Μασκλινιώτες οι απανταχού της γης ευρισκόμενοι, που επισκέπτονται συχνά- πυκνά το χωριό μας θα εξακολουθήσουν να προσέρχονται στο ναό του Αη-Γιώργη, να τον βρίσκουν ανοιχτό,  να κάνουν το σταυρό τους  και να ευχαριστούν τον Ύψιστο και τον προστάτη του χωριού μας για όσα αγαθά τους έχουν προσφέρει  απλόχερα στη ζωή. Να αναπέμπουν παρακλήσεις ώστε τα τέλη της ζωής τους να είναι ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά. Θα βρίσκουν ιερέα για να στέλνει ευχές και  δεήσεις προς τον Κύριο, υπέρ της υγείας  αυτών  και των οικογένειών τους  και να μνημονεύει τα ονόματα  των προσφιλών τους προσώπων που έχουν φύγει από τη ζωή και αναπαύονται στον κοιμητήριο του χωριού.

    Την 1η Νοέμβρη 2025 οι καμπάνες του ναού μας χτύπησαν πανηγυρικά για να σημάνουν όχι μόνο την έναρξη της Κυριακάτικης Θείας Λειτουργίας, αλλά και να υποδεχτούν τον νέο ιερέα του χωριού μας. Εμείς οι λιγοστοί Μασκλινιώτες, που απομείναμε στο χωριό, πήγαμε να εκκλησιαστούμε στον Αη-Γιώργη  και απολαύσαμε την πρώτη λειτουργία από τον  νέο ιερέα στο ναό μας.

     Η ταπεινότητά μου απευθύνει «θερμό  καλωσόρισμα»  στον νέο ιερέα, τον παπα-Δημήτρη μας,  με την ευχή ο Κύριος και ο Αη-Γιώργης να του χαρίζει υγεία και μακροημέρευση. Να τον αξιώνει στην τέλεση της  Θείας Ευχαριστίας  και των άλλων Ιερών ακολουθιών  στους ναούς του χωριού μας, ευλογώντας το ποίμνιό του. Στον απερχόμενο ιερέα, τον παπα-Κώστα, για όσα προσέφερε απλόχερα στους Μασκλινιώτες, διακονώντας τον Αη-Γιώργη στον ναό του, εκφράζω τις θερμές ευχαριστίες μου και τις ευχές μου για παντοτινή υγεία και κάθε επιτυχία στη διακονία του από την νέα του θέση.  

                                                          Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2025

 

                ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ  ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ  ΜΑΣ

 

Την δεκαετία του 1950 έγινε και στην κοινωνία του χωριού μας μια μεγάλη στροφή προς την ιδεολογία της οικονομικής ανάπτυξης. Άρχισε να επικρατεί η χρησιμοθηρική αντίληψη για τη ζωή, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί η κοινωνία της αφθονίας και της κατανάλωσης υλικών αγαθών. Όραμά της έγινε ο υλικός ευδαιμονισμός. Άνοιξαν για μια ακόμα φορά οι πύλες των μεγάλων αστικών κέντρων και του εξωτερικού για να υποδεχθούν τους χωριανούς μας που έφυγαν από το χωριό και αναζητούσαν εναγώνια καλύτερο μέλλον, προσπαθώντας να ξεχάσουν  το παρελθόν τους. Έτσι όμως άνοιξε ο δρόμος που οδηγεί στην τυποποίηση της ζωής και στην αλλοτρίωσή τους. Στόχος τους έγιναν τα καυτά προβλήματά τους, οι ανησυχίες τους και οι προβληματισμοί τους για το μέλλον. Αυτά όμως οδήγησαν πολλούς από τους συγχωριανούς μας στην άρνηση του ιστορικού και του παραδοσιακού τους παρελθόντος. Στην άρνηση και στην αμφισβήτηση της αξίας της πολιτισμικής μας παράδοσης.

Όμως η ιδέα της οικονομικής ανάπτυξης και στροφή προς το «παρόν» και μόνο σε αυτό δεν είναι σε θέση να λύσουν τα μεγάλα προβλήματα του ανθρώπου σε όλο το πλάτος και το βάθος τους. Η ηθική ακεραιότητα του ανθρώπου και η πίστη του στον άνθρωπο σαν υπέρτατη αξία έχει επικίνδυνα διαβρωθεί από τις παρενέργειες του τεχνολογικού πολιτισμού. Έχει ήδη ανοίξει ο δρόμος που οδηγεί στην τυποποίηση της ζωής και στην αλλοτρίωση του ανθρώπου. Η ύπαρξη του παρόντος και του μέλλοντος προϋποθέτει απαραίτητα την στροφή στο παρελθόν. Γιατί ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν λειτουργεί μια διαλεκτική σχέση. Η ύπαρξη του παρόντος αλλά και του μέλλοντος έχουν τις ρίζες τους στο παρελθόν, στην ιστορική μνήμη και στο παράδοση. Η ακτινοβολία του νέου πολιτισμικού οικοδομήματος δεν περιορίζεται μόνο στο παρόν και στο μέλλον αλλά στρέφεται και προς το παρελθόν. Το αίτημα όμως δεν είναι να επιστρέψουμε «στις ρίζες» μας αλλά στόχος μας είναι να γνωρίσουμε το παρελθόν μας, την ιστορική και πολιτισμική μας παράδοση. Όχι αναβίωση περασμένων τρόπων και μορφών ζωής, αλλά γόνιμη και δημιουργική βίωση των σταθερών αξιών που προσφέρει το παρελθόν.

Γιατί η  «αναβίωση» προϋποθέτει τη νέκρωση και προσδιορίζεται από το θάνατο. Για να αναβιώσει κάτι πρέπει πρώτα να πάψει να ζει, να έχει χάσει την ψυχή και το πνεύμα του, που τον κρατούσαν ζωντανό. Όταν κάτι πάψει να ζει, «δεν αναβιώνει» δεν ανασταίνεται, αν δεν βρει τη χαμένη ψυχή και το πνεύμα του. Αναβίωση με ξένο πνεύμα και με ξένη ψυχή δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ψυχρή,  άψυχη και χωρίς δικό της πνεύμα «αναπαράσταση». Σε κάθε σημαντική  στιγμή της ζωής μας πρέπει να στρέφουμε τη ματιά μας στο παρελθόν αλλά και στο μέλλον. Να κάνουμε καθημερινά  μια κριτική ιστορική αναδρομή στο παρελθόν, αλλά και καθημερινό αγνάντεμα στους ανοιχτούς ορίζοντες του παρόντος και του μέλλοντος. Να συνδυάζουμε αρμονικά τον παραδοσιακό πλούτο του παρελθόντος με τις ανανεωτικές δυνάμεις του παρόντος και του μέλλοντος. Και η έκφραση του παρελθόντος  πρέπει να είναι η ιστορική και πολιτισμική μας παράδοση.

Η ζωή χωρίς παρελθόν, δηλαδή χωρίς να θυμάσαι και χωρίς με την θύμησή σου να χαίρεις για τις ομορφιές της ζωής ή να λυπάσαι για τις ασχήμιες της, χωρίς να θερμαίνεται ο πόθος σου και να αναπτερώνεται η ελπίδα σου για ένα καλύτερο παρόν και για ένα ακόμη καλύτερο μέλλον δεν έχει νόημα ούτε δικαίωση. Αλλά η επιφανειακή και τυπική γνωριμία τους πολιτισμικής παράδοσης δεν είναι αρκετή. Πρέπει να καλλιεργεί τον κριτικό στοχασμό και να ενδυναμώνει τη γόνιμη και δημιουργική σκέψη. Να ξεχωρίζει από την πολιτισμική μας παράδοση τα συνεκτικά της στοιχεία, τις εσωτερικές δυνάμεις που προσδιορίζουν τη συνοχή της και να οδηγεί στη βίωση των ζωντανών και υπερχρονικών στοιχείων που εμπεριέχει. Η πολιτισμική παράδοση ταυτίζεται με το παρελθόν. Κανένας δεν μπορεί να διαγράψει το μόχθο, τα επιτεύγματα, τους αγώνες και τις αγωνίες των προηγούμενων γενεών, τους γονείς του και τους προγόνους του ή το ατομικό του παρελθόν. Εχθροί της πολιτισμικής μας παράδοσης πρέπει να θεωρούνται η αυθάδεια του μεταπολεμικού νεόπλουτου και η απαιδευσία του σύγχρονου μικροαστού. Οι οδύνες του παρελθόντος πρέπει να γίνονται από τους νεότερους ζωντανές και σταθερές ανθρώπινες αξίες και μαθήματα ταπεινοφροσύνης.

Δεν πρέπει ποτέ να υποτιμάμε ή να περιφρονούμε τα δημιουργήματα του μόχθου και τις παραδοσιακές μορφές ζωής των περασμένων γενεών. Μαθαίνοντας με ποιές οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες πάλευαν για να επιβιώσουν οι πατέρες μας και οι πρόγονοί τους, γινόμαστε λιγότερο αυστηροί  οι λίγοι ευτυχώς αμφισβητίες ή αρνητές του παλιού και του ξεπερασμένου, στεκόμενοι με περίσκεψη μπροστά στα θετικά αλλά και στα αρνητικά στοιχεία της προόδου, αλλά και με σεβασμό στο μόχθο  των προγόνων τους. Πρέπει να έχουμε πάντοτε στο νου μας  εμείς οι τωρινοί πως με τις σκέψεις μας, με τις πράξεις μας και τα συναισθήματά μας δημιουργούμε και εμείς παράδοση για τα επόμενα χρόνια και για τις επόμενες γενιές. Η πολιτισμική παράδοση, που και εμείς δημιουργούμε μπορεί κάθε μέρα που περνάει να γίνεται παλαιότερη, συγχρόνως όμως ανανεώνεται. Πρέπει να έχουμε πάντα στο μυαλό μας πως η προσφορά μας με οποιαδήποτε μορφή στη γενέθλια γη, τη δική μας και των γονέων μας, η πίστη μας στις παραδοσιακές αξίες, αλλά προπάντων τα έργα μας θα προσδιορίζουν στο μέλλον την έκταση και την ποιότητα αυτής της παράδοσης που θα έχουμε εμείς δημιουργήσει.

                                                      Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης

 

 

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2025

 

             ΙΕΡΕΙΣ  ΚΑΙ ΙΕΡΟΨΑΛΤΕΣ ,ΔΙΑΚΟΝΟΙ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΟΥ ΑΗ-ΓΙΩΡΓΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ

 

Από τους ιερείς που δεν είναι πια στη ζωή και διακόνησαν την εκκλησία, για πολλά χρόνια ο καθένας, τιμώντας την μνήμη του ΑηΓιώργη, αξίζει να αναφερθούν οι: παπα-Νικόλας Παυλάκος, παπα-Γιάννης Αγγελόπουλος, παπα - Θανάσης  Παπακωνσταντίνου και παπα-Γιάννης Χάλιας, από του Ρούβαλη. Ο τελευταίος είχε τελειώσει το Σχολαρχείο και χειροτονήθηκε διάκονος την 23 Σεπτέμβρη 1929.Την επομένη 24 Σεπτέμβρη 1929 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Αρχικά τοποθετήθηκε στην ενορία του  τόπου της καταγωγής του και από 13 Απρίλη 1950 διακόνησε την εκκλησία μας, μέχρι το τέλος της ζωής του. Απεβίωσε σε ηλικία 79 ετών, την 26-5-1980 στο Σικάγο, όπου είχε πάει να επισκεφτεί τα παιδιά του. Ενταφιάστηκε λίγες ημέρες αργότερα, στο χωριό μας, μπροστά στο ιερό της εκκλησίας του Αη-Γιώργη που είναι μέχρι σήμερα και ο τάφος του. Ενδιάμεσα και για μικρά χρονικά διαστήματα ιερούργησαν στον Αη-Γιώργη ο παπα-Χρύσανθος, ο ιερομόναχος Ιερόθεος Κούτσελας και ο Γερμανός Κρίκας. Μετά τον παπαΧάλια και για κάμποσα χρόνια ιερουργούσε στην εκκλησία ο παπαΓεράσιμος Λιβαδάρος. Από την ημερομηνία μετάθεσής του από τον ΑηΓιώργη, ύστερα από αίτησή του, ιερουργεί με αφοσίωση και θρησκευτική ευλάβεια στην εκκλησία ο ακάματος παπα-Κώστας Παπαθεοδώρου, από την Τρίπολη.

Ιεροψάλτες που διακόνησαν το αναλόγιο της εκκλησίας, αείμνηστοι τώρα, ήταν ο Γιώργης Μέγγος, πατέρας του Νικόλα Μέγγου (Ντρίτσαλη), ο Κώστας Παπαγεωργίου (Καλόγερος) και ο γιός του Παναγιώτης. Επίσης ο Στράτης Βαρβιτσιώτης, ο Νικόλας Παυλάκος, ο Ηλίας Κωνσταντούρος και ο Χαράλαμπος Λύγδας. Ο τελευταίος διακονούσε το αναλόγιο της εκκλησίας μέχρι πρότινος, που έφυγε από την ζωή.Τούτο τον καιρό, που το χωριό φθίνει πληθυσμιακά, διακονούν το αναλόγιο με θρησκευτική ευλάβεια, καταβάλλοντας αξιέπαινες προσπάθειες και δύο Μασκλινιώτες συνταξιούχοι δάσκαλοι, ο Τάσος Κωνσταντούρος  και ο Γιάννης Μέγγος, μαζί με τον πρωτοψάλτη της εκκλησίας Χρήστο Διαμαντίκο από το Στενό.

                                                                                                                                          

                                                                                           Γιώργος Στυλ.Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης

 

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2025

 

ΣΚΕΨΕΙΣ  ΓΙΑ  ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ  ΜΑΣ

     Η κατάργηση του σιδηροδρομικού δικτύου και η  αριθμητική μείωση και  γήρανση του πληθυσμού του χωριού μας αποτελούν σήμερα τους σημαντικότερους  παράγοντες ανάσχεσης της ανάπτυξής του. Όμως οι λιγοστοί μόνιμοι κάτοικοι του χωριού και οι Μασκλινιώτες που έχουν εγκατασταθεί μόνιμα στις μεγάλες επαρχιακές πόλεις  και είναι ακόμα «δεμένοι» με το χωριό, καταβάλλουν ομολογουμένως  σημαντικές προσπάθειες για την οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξή  του.

   Έτσι τους καλοκαιρινούς μήνες και τις μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης, τα σπίτια του χωριού ανοίγουν σχεδόν όλα. Υποδέχονται τους χωριανούς μας, που ζουν στις γειτονικές μεγάλες πόλεις, στην Αθήνα και το εξωτερικό και επιστρέφουν, έστω και για λίγο, στις πατρικές εστίες τους. Τότε πυκνώνουν οι παρουσίες τους στα καφενεία, που παραμένουν ανοιχτά μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Στην πλατεία του χωριού γίνονται διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις και γλέντια. Καθ’ όλη την διάρκεια των ημερών του Πάσχα, ιδιαίτερα την νύχτα της περιφοράς του επιταφίου, την νύχτα της Ανάστασης, την παραμονή στον εσπερινό και ανήμερα της εορτής του ΑηΓιώργη, πολιούχου και προστάτη του χωριού, η εκκλησία και οι δρόμοι του χωριού γεμίζουν από κόσμο. Η παραδοσιακή ταβέρνα και τα δύο καφενεία που βρίσκονται στην πλατεία του χωριού γεμίζουν τα τραπέζια τους με κόσμο.

Τα Σαββατοκύριακα επίσης, όλο το χρόνο, το χωριό κρατάει τη ζωντάνια του. Πολλοί Μασκλινιώτες, που μένουν στις κοντινές πόλεις εκτός των ορίων του οικισμού και έρχονται στο χωριό να ξεκουραστούν και να «φορτώσουν τις μπαταρίες» τους. Τα Σαββατοκύριακα και αργίες συντροφιές από κατοίκους των γειτονικών πόλεων (Τρίπολη, Ναύπλιο και Άργος) επισκέπτονται το χωριό για να δοκιμάσουν, δίπλα στο αναμμένο τζάκι ή στον δροσερό κήπο της παραδοσιακής ταβέρνας του Δημήτρη Σκλημπόσιου, τις ξεχωριστές λιχουδιές, τους πεντανόστιμους μεζέδες, τα γαργαλιστικά αιδέσματα και τα καλοψημένα κρέατα που φτιάχνουν με ξεχωριστή μαστοριά οι γιοι του Γιάννης και Γιώργος και σερβίρει η  Ελένη η συμβία του. Στο τέλος φεύγοντας από την ταβέρνα, χορτάτοι και ευχαριστημένοι από την άψογη συμπεριφορά των ιδιοκτητών της, με την ξεχωριστή γεύση της γιαούρτης και τη γλύκα του σύκου και του σταφυλιού ακόμη στο στόμα, κανονίζουν την επόμενη συνάντησή τους στο ίδιο μέρος.

      Όμως το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου στο χωριό παραμένουν μόνιμα ελάχιστες οικογένειες, που κρατάνε τα σπίτια ανοιχτά, αλλά και αυτές, όταν τα παιδιά τους αρχίσουν να φοιτούν στο Γυμνάσιο και ιδιαίτερα όταν τελειώσουν το Λύκειο, φεύγουν από το χωριό και μεταβαίνουν στα αστικά κέντρα, για να συνεχίσουν τις σπουδές τους τα παιδιά τους εκεί ή για αναζήτηση εργασίας και καλύτερης τύχης γενικότερα. Όσοι από τους κατοίκους μένουν στο χωριό, οι πιο πολλοί, έχοντας φτάσει πια στην τρίτη ηλικία, υποαπασχολούνται στα αγροκτήματά τους και προσπαθούν να «φυλάξουν τις Θερμοπύλες» του χωριού, αγωνιώντας για την τύχη τους, ευχόμενοι «καλά στερνά» ο ένας για τον άλλον.

Έτσι τον περισσότερο καιρό και ιδιαίτερα τις καθημερινές τους χειμερινούς μήνες, το χωριό ζει και κινείται με τους λιγοστούς κατοίκους του. Τα πρωινά και τις βραδινές ώρες, μαζεύονται καμιά πενηνταριά ψυχές προχωρημένης κυρίως ηλικίας στα δύο καφενεία της πλατείας του χωριού. Το ένα με τις σκιερές μουριές, ιδιοκτησίας Γιάννη Στρατηγάκη, που το νοίκιαζε ως την άνοιξη του 2025 ο Γιάννης Δημ. Σκλημπόσιος  και το άλλο με την δροσερή κληματαριά, των κληρονόμων Γεωργίου Καπράνου, που  το νοικιάζει τώρα ο Τάκης Τσιώρος. Εκεί ρουφώντας το καφεδάκι τους, παίζουν κανένα χαρτάκι και σχολιάζουν την επικαιρότητα. Όμως πριν καλά - καλά νυχτώσει αρχίζουν οι πρώτοι θαμώνες των καφενείων να μαζεύονται στα σπίτια τους, ενώ πολύ πριν από τα μεσάνυχτα, φεύγουν από εκεί και οι τελευταίοι. Οι λιγοστοί μεσόκοποι, που κυκλοφορούν ακόμα στο χωριό, αφού βγάλουν το καθημερινό μεροκάματο, συνήθως εκτός των ορίων του οικισμού, επιστρέφουν το βράδυ, δίνοντας έτσι με την παρουσία τους λίγη ζωντάνια στα καφενεία.

Ευτυχώς λειτουργεί ακόμα το παραδοσιακό μπακάλικο του Νίκου Μέγγου στο κέντρο του χωριού, απομεινάρι όμως και αυτό άλλων «ηρωϊκών» εποχών. Από εκεί οι κάτοικοι του χωριού μπορούν να προμηθεύονται τα είδη πρώτης ανάγκης, που είναι απαραίτητα για την διατροφή τους (ψωμί, τυρί, τρόφιμα κλπ) και για την συντήρησή τους γενικότερα. Το μπακάλικο του Γιώργη Κουρβετάρη  στην περιοχή του σταθμού του τραίνου έκλεισε πρόσφατα οριστικά, λόγω συνταξιοδότησης του ιδιοκτήτη του.

Η εκκλησία του Αη-Γιώργη, τις χειμωνιάτικες κυρίως Κυριακές, ανοίγει από τον ακάματο παπα-Κώστα Παπαθεοδώρου και υποδέχεται τους κατοίκους του χωριού, που διατηρούν ακόμη τις λιγοστές δυνάμεις τους και σέρνουν τα βήματά τους μέχρι εκεί. Πάνε για να ευχαριστήσουν τον πολιούχο του χωριού για ο, τι απλόχερα τους χάρισε η ζωή και να του ζητήσουν να είναι «τα τέλη τους ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά».

Ολόκληρες γειτονιές, που άλλοτε έσφυζαν από ζωή ερημώνουν εντελώς. Για παράδειγμα στη συνοικία  «Γυμνιάνικα» στα πενήντα και πλέον σπίτια της, είναι ζήτημα αν από αυτά τρία ή τέσσερα είναι ακόμη «ζωντανά», με ενοίκους. Και σε αυτά μένουν ένα με δύο άτομα στο καθένα. Τα υπόλοιπα παραμένουν κλειστά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου. Ίδια κατάσταση επικρατεί περίπου και στις άλλες συνοικίες του χωριού.

Αυτοί οι λιγοστοί κάτοικοι που απέμειναν στο χωριό, όταν φτάσουν πια σε «βαθύ γήρας» ή πέσουν στο κρεβάτι του πόνου, ανήμποροι πλέον να αυτοεξυπηρετηθούν, με την πενιχρή σύνταξή τους και την οικονομική βοήθεια των παιδιών τους, προσλαμβάνουν, συνήθως, αλλοδαπές οικιακές βοηθούς, που τους φροντίζουν, μέχρι να τους κλείσουν τα μάτια. Συχνά - πυκνά ακούγεται ο πένθιμος ήχος της καμπάνας της εκκλησίας του ΑηΓιώργη, που ειδοποιεί τους εναπομείναντες, πως κάποιος συντοπίτης μας έφυγε από κοντά τους. Και την άλλη μέρα, όλα τα γερόντια του χωριού που στέκονται ακόμα στα πόδια τους και τα λιγοστά άτομα που είναι κάπως νεότερα ηλικιακά, φτάνουν μέχρι την εκκλησία και συνοδεύουν τον συμπατριώτη μας, στην τελευταία του κατοικία, στέλνοντας τα «χαιρετίσματα» με αυτόν που έφυγε, στα συγγενικά τους πρόσωπα, που έχουν αφήσει ήδη τη ζωή.

Μολονότι το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων έχει ανεβεί και οι συνθήκες ζωής έχουν πολύ βελτιωθεί (δρόμοι, επικοινωνίες, ύδρευση, ηλεκτρισμός, κατοικία, υγεία κλπ) ο πληθυσμός του οικισμού, δυστυχώς, ελαττώνεται συνεχώς. Γάμοι, δημιουργία νέων οικογενειών, γεννήσεις νέων ανθρώπων δεν γίνονται, γιατί δεν υπάρχουν πια νέοι. Και οι λίγοι, που τυχαίνει να υπάρχουν, όταν παντρεύονται, δεν παραμένουν στα χωριό.

Η τωρινή κατάσταση, από την άποψη της αρνητικής πληθυσμιακής εξέλιξης του χωριού οφείλεται βασικά, όπως προαναφέρθηκε, στην «εσωτερική» και «εξωτερική» μετανάστευση, που έπληξε το χωριό τις δεκαετίες του 1950 και 1960 και δυστυχώς συνεχίζεται αλλά και στην υπογεννητικότητα, κοινωνικό φαινόμενο των νεότερων χρόνων, που οδήγησαν στην ερήμωσή του. Το δημοτικό σχολείο, που αποτελεί στολίδι αρχιτεκτονικής και κτίστηκε στα χρόνια του μεσοπολέμου με προσωπική εργασία των κατοίκων, έπαψε πια να λειτουργεί, γιατί δεν υπάρχουν παιδιά να φοιτήσουν σε αυτό. Ο πληθυσμός του χωριού συνεχώς μειώνεται, λόγω της γήρανσής του. Λίγοι από αυτούς μεταβαίνουν στους ελαιώνες τους για προετοιμάσουν τα χωράφια τους για την επόμενη ελαιοσυλλογή, φέρνοντας νοσταλγικά στο μυαλό τους εικόνες από το απώτερο παρελθόν, τότε που μετέβαιναν εκεί με τους γονείς τους, κάτω όμως από άλλες, πιο δύσκολες συνθήκες.

 Μεγάλες εκτάσεις γης άρχισαν να παραμένουν ακαλλιέργητες. Εγκαταλείφθηκε εντελώς η καλλιέργεια των αμπελιών και οι εκτάσεις των αμπελώνων φυτεύτηκαν με ελαιόδεντρα. Οι ελαιώνες που υπήρχαν και καλλιεργούντο στις παρυφές του όρους Παρθενίου, στα σύνορα με τον Αχλαδόκαμπο (Πηνίκοβη, Τσιρικάκι, Καταλύματα κλπ.) έχουν ήδη εγκαταλειφθεί. Αλλά και από τους υφιστάμενους ελαιώνες, μεγάλες εκτάσεις τους έπαψαν πια να καλλιεργούνται συστηματικά, όπως τα χρόνια των προγόνων μας, και γίνεται μόνο η συλλογή του ελαιόκαρπου από τους ιδιοκτήτες τους, τα άτομα της δικής μου της γενιάς, για λίγες ημέρες το χρόνο.Άρχισαν να επαληθεύονται δυστυχώς τα προφητικά λόγια του αείμνηστου πατέρα μου, του κυρΣτέλιου, που μας έλεγε πριν από πολλές δεκαετίες πως «όλα θα μείνουν….. του Κολοκοτρώνη», υπονοώντας πως  τα χωράφια του χωριού μας θα εγκαταλειφθούν κάποια μέρα στην τύχη τους.

Η δημιουργία από συγχωριανούς μας δύο μεγάλων φωτοβολταϊκών μονάδων παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος στην ευρύτερη περιοχή του χωριού μας δεν συνέβαλε σχεδόν καθόλου στην οικονομική ανάπτυξή του, ούτε στην δημιουργία θέσεων απασχόλησης. Αντίθετα και αυτές οι μονάδες αντιμετωπίζουν σήμερα  οικονομικά προβλήματα, εξ αιτίας της ανυπαρξίας του κατάλληλου θεσμικού πλαισίου εκ μέρους της Πολιτείας.

Οι «συμφωνίες» των υπεύθυνων φορέων, για την εγκατάσταση πλησίον του οικιστικού πυρήνα του χωριού κεραιών κινητής τηλεφωνίας μεγάλης ισχύος, παρά τις χλιαρές αντιδράσεις των κατοίκων του, δημιούργησαν τεράστια «ομπρέλα» ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων επάνω από το χωριό. Αυτό κατά την γνώμη μας θα έχει μακροπρόθεσμα δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία των κατοίκων του γενικότερα.

Τέλος το αίτημα εταιριών μεγάλων «οικονομικών συμφερόντων» για την εγκατάσταση ανεμογεννητριών μεγάλης ισχύος, σε όλο το μήκος της κορυφογραμμής του όρους Παρθενίου, κατοίκου του Θεού Πάνα, σύμφωνα με την μυθολογία, ικανοποιήθηκε πρόσφατα και ήδη λειτουργούν οκτώ (8)  χωρίς ευτυχώς να ρυπαίνουν (ηχορύπανση – φωτορύπανση) ιδιαίτερα  το περιβάλλον της ευρύτερης περιοχής του χωριού μας. Αντιδικίες σοβαρές προέκυψαν κατά τον καθορισμό της γεωγραφικής θέσης των ανεμογεννητριών επί της κορυφογραμμής του όρους Παρθενίου και της συνεπεία τούτου κατανομής των εσόδων από την λειτουργία τους,  μεταξύ του χωριού μας και του γειτονικού χωριού Παρθένιου.Το τελευταίο διεκδικούσε το σύνολο των εσόδων από την λειτουργία τους, υποστηρίζοντας ότι όλες είναι εγκατεστημένες εντός των γεωγραφικών ορίων του.Τελικά, ύστερα από σκληρούς δικαστικούς αγώνες με τους αντιδίκους γείτονές μας καθορίσθηκε  η γεωγραφική οριοθέτηση των ανεμογεννητριών, τεσσάρων (4) εντός των γεωγραφικών ορίων του Παρθενίου και τεσσάρων (4) εντός των γεωγραφικών ορίων του χωριού μας, με την αντίστοιχη κατανομή των εσόδων  από την λειτουργία τους σε κάθε χωριό.   Η δικαστική εξέλιξη της υπόθεσης  και η διεκδίκηση των δίκαιων αιτημάτων του χωριού μας  ξεκίνησε ύστερα από ενέργειες  της διοίκησης του Φιλοπρόοδου Όμιλου Ελαιοχωρίου, με την νομική βοήθεια του  συγχωριανού μας διακεκριμένου δικηγόρου Φώτη Καγκλή και την αμέριστη συμπαράσταση  του άλλου συγχωριανού μας  καθηγητή Λάμπρου Αντωνάκου. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε  πως σε αυτούς τους αγώνες, τις δίκαιες διεκδικήσεις και τις συνεχείς προσπάθειες δυστυχώς η συμμετοχή των Κοινοτικών παραγόντων του χωριού  ήταν απούσα. Όμως τελικά τα οικονομικά οφέλη των κατοίκων του χωριού  από αυτή την επένδυση είναι πολύ μικρά και κανένας από αυτούς δεν απασχολείται στη μονάδα αυτή της παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος.

    Όμως η κατάσταση που περιγράφεται πιο πάνω, δεν είναι τόσο ζοφερή, όσο φαίνεται, και κατά την γνώμη μας είναι ακόμη αναστρέψιμη, όσο όμως υπάρχει καιρός, ύστερα από προϋποθέσεις και οπωσδήποτε σκληρή δουλειά. Το λάδι που παράγεται από τις ελιές της περιοχής μας, είναι άριστης ποιότητας, «βιολογικής καλλιέργειας», αφού η λίπανση και το ράντισμα των ελαιοδέντρων είναι σχεδόν ανύπαρκτα. Παρά το γεγονός αυτό, η μεγαλύτερη ποσότητα του λαδιού, μέχρι σήμερα, εξακολουθεί να διατίθεται στους εμπόρους, σε εξευτελιστικές τιμές, χύμα, χωρίς να έχει υποστεί ούτε την στοιχειώδη τυποποίηση.

Είναι πολύ σημαντικό ότι ο ελαιόκαρπος, εφόσον υποστεί την διαδικασία της ψυχρής έκθλιψης, σε συνδυασμό με τα παραπάνω πλεονεκτήματά του, αποδίδει ελαιόλαδο, που εκτός από την χρήση του, στην μαγειρική, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ευρέως  για φαρμακευτικούς σκοπούς και για την παρασκευή  σειράς βιολογικών καλλυντικών σκευασμάτων,  εκτοξεύοντας έτσι στα ύψη την τιμή του ανά λίτρο. Από τον ελαιόκαρπο επίσης, που είναι άριστης ποιότητας, όταν γίνει κατάλληλη επεξεργασία συντήρησής του, με τρόπους και μεθόδους που κληρονομήσαμε από τους προγόνους μας, και την παραγωγή βρωσίμων ελιών (παστές, θρουμπάτες, ξυδάτες, τουλουμίσιες) με την συσκευασία τους σε γυάλινα ή μεταλλικά δοχεία, δημιουργούνται τεράστιες δυνατότητες διάθεσής τους στην εγχώρια αγορά σε πολύ συμφέρουσες τιμές.

Όμως προϋπόθεση για την μεγιστοποίηση της οικονομικής απόδοσής τους, και την επέκταση της διάθεσής τους, στις αγορές των μεγαλουπόλεων ακόμη και σε αγορές του εξωτερικού είναι απαραίτητο να αποκτήσουν τα παραπάνω προϊόντα α) «επωνυμία» και β) να υποστούν την διαδικασία εμφιάλωσης και συσκευασίας γενικότερα. Αλλά και η Πολιτεία θα πρέπει, πρώτα εκείνη, να σταθεί αρωγός στην προσπάθεια αυτή, δημιουργώντας το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο, καθώς και όλες τις άλλες προϋποθέσεις, για την διάθεση του «Ελαιοχωρίτικου» ελαιόλαδου, και των βρωσίμων ελιών στις μεγάλες αγορές της Αθήνας και του εξωτερικού.

Η δημιουργία σύγχρονου φυγοκεντρικού ελαιοτριβείου και συσκευαστηρίου ελαιολάδου από τον χωριανό μας Χρήστο Καγκλή αποτελεί οπωσδήποτε μια θετική εξέλιξη. Όμως κατά την απόψή μας αυτό δεν είναι αρκετό. Απαιτείται η δημιουργία μεγάλης μονάδας τυποποίησης ελαιολάδου και βρωσίμων ελιών, ώστε να απορροφάται ολόκληρη η παραγωγή των ελαιώνων του χωριού και να διατίθεται στην αγορά «επώνυμα», ώστε να διασφαλίζονται υψηλές τιμές διάθεσής του.

Το εξαιρετικά ξηρό και υγιεινό κλίμα της περιοχής, σε συνδυασμό με την τελευταία σημαντική βελτίωση του οδικού δικτύου, προς τις πεντακάθαρες «παρθένες» ακτές της ανατολικής Κυνουρίας, με την μείωση του χρόνου μετάβασης εκεί, σε ένα τέταρτο της ώρας περίπου, μπορεί να αποτελέσει το χωριό μας, προσφιλή προορισμό γιατην διαμονή Ελλήνων αλλά και κατοίκων του εξωτερικού, κατά την περίοδο των διακοπών τους.

Όμως και εδώ απαιτούνται σημαντικές παρεμβάσεις, με την προβολή των κλιματικών πλεονεκτημάτων της περιοχής και την δημιουργία οργανωμένων καταλυμάτων (πανσιόν ή ξενοδοχείων), καθώς και εστιατορίων (ταβερνών), που θα προσφέρουν άνετη διαμονή στους επισκέπτες. Και εδώ η Πολιτεία πρέπει να σταθεί αρωγός, στην προσπάθεια των ενδιαφερομένων να δημιουργήσουν οργανωμένα καταλύματα και εστιατόρια, εντάσσοντας τις προσπάθειές τους αυτές, σε υφιστάμενα Ευρωπαϊκά προγράμματα.(Leader κλπ).

Τέλος η άμεση τουριστική αξιοποίηση από την Πολιτεία και της σιδηροδρομικής διαδρομής Άργους-Τρίπολης, με την επαναλειτουργία του σιδηροδρόμου, στα πρότυπα του «τραίνου του Πηλίου», και την δημιουργία στο σταθμό του χωριού κατάλληλης υποδομής (αναψυκτήριο- καφενείο- εστιατόριο), θα δώσει σίγουρα νέα ώθηση στην τουριστική ανάπτυξη του χωριού, με απρόβλεπτες θετικές εξελίξεις. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι στο εξωτερικό αναβαθμίζουν και εκσυγχρονίζουν παρόμοιες εγκαταστάσεις σε πολύ πιο δύστροπα γεωγραφικά ανάγλυφα, χωρίς να ξανακάνουν φαραωνικά έργα, που γεμίζουν τον τόπο τσιμέντο και καταστρέφουν το τοπίο καθώς και την ομορφιά του παλαιού δικτύου.

Υπάρχουν τέτοιες γραμμές που συνδυάζουν επιβατική, τουριστική και εμπορική λειτουργία (π.χ.Bernina Express Ελβετίας, Mariazell Bahnhof Αυστρίας κλπ.) ή λειτουργούν αμιγώς για τουριστική χρήση, με την οικονομική συμβολή ή απλά εθελοντική παροχή βοήθεια από τοπικούς φορείς ή φυσικά πρόσωπα (π.χ. Durango & Silverton Train USA, Train a vapeur des Cevennes Γαλλία κλπ.) προσπορίζοντας τέτοια κέρδη στις κοινότητες που διασχίζει το τραίνο, που σε κάποιες περιπτώσεις ολόκληρα χωριά ζουν από τα έσοδα αυτού του τουρισμού.

Αν όμως δεν υπάρξει καμιά εξέλιξη, από αυτές που προαναφέραμε ή ακόμη και άλλες, που ίσως σκεφτούν και υλοποιήσουν άλλοι συγχωριανοί μας, η  κατάσταση στο χωριό, από άποψη ανάπτυξης, αν παραμείνει όπως είναι σήμερα, τότε είναι μαθηματικά βέβαιο πως σε λίγα χρόνια, για την επόμενη γενιά των συμπατριωτών μας, το χωριό θα παραμένει απλή ανάμνηση και τα σπίτια του θα ρημάζουν ακατοίκητα, αφού θα έχουν φύγει από τη ζωή και οι τελευταίοι εναπομείναντες, που φύλαξαν, ως το τέλος, τις «Θερμοπύλες» του χωριού μας.

                                                  Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης

Τρίτη 1 Ιουλίου 2025

 

                Η  ΔΙΑΝΟΙΞΗ ΤΩΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡΟΜΩΝ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ - ΤΑ ΠΡΩΤΑ      ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΑ

 

Πριν το έτος 1959 δεν υπήρχε οδική επικοινωνία του χωριού με την Τρίπολη, ούτε  πρωινό λεωφορείο ή άλλο μεταφορικό μέσο να μεταφέρει τους συγχωριανούς μας οδικώς εκεί, για να τακτοποιήσουν πρωί - πρωί τις δουλειές τους. Έτσι για να είναι έγκαιρα στην Τρίπολη αναγκάζονταν να ταξιδεύουν νύχτα μέχρι εκεί με το τραίνο. Έπρεπε να πάρουν το νυχτερινό «ωτομοτρίς», που το μοναδικό νυχτερινό του δρομολόγιο για την Τρίπολη ήταν γύρω στις 2.30 μετά τα μεσάνυχτα. Δεν υπήρχε άλλο δρομολόγιο έως την επομένη το μεσημέρι προς αυτή την κατεύθυνση. Έτσι αναγκάζονταν, πολλές φορές βρέχοντας ή περπατώντας μέσα στο χιόνι, να διασχίζουν με το φακό στο χέρι τους θεοσκότεινους δρόμους του χωριού, μέχρι να φτάσουν, ανηφορίζοντας, στο σταθμό του τραίνου. Εκεί περίμεναν μέσα στο κρύο «απαγγιάζοντας*» συνήθως στην παγωμένη αίθουσα αναμονής του σταθμού, μέχρι να έρθει το τραίνο. Και όταν έφταναν στην Τρίπολη τους περίμενε άλλη ταλαιπωρία. Έπρεπε να περπατήσουν μέσα στη νύχτα, από το σιδηροδρομικό σταθμό μέχρι την κεντρική πλατεία της πόλης, απόσταση ενός χιλιομέτρου περίπου, και να περιμένουν στο μοναδικό διανυκτερεύον καφενείο, στην πλατεία του Αγίου Βασίλειου, μέχρι το ξημέρωμα, για να πάνε στις δουλειές τους.

     Οι χωριανοί επειδή, όπως προαναφέρθηκε, είχαν άσχημες εμπειρίες από τις ταλαιπωρίες που υφίσταντο καθημερινά  κατά την διαδικασία μετάβασής τους στην Τρίπολη, θεώρησαν την διάνοιξη του δρόμου μέχρι το Παρθένι σαν έργο πρώτης προτεραιότητας. Σημειωτέον ότι το Παρθένι εκείνη την εποχή είχε ήδη οδική επικοινωνία με την Τρίπολη. Έτσι από το έτος 1957 ξεκίνησε η χάραξη του δρόμου, παράλληλα και λίγο πιο κάτω από την σιδηροδρομική γραμμή σε όλο της σχεδόν το μήκος, από το ύψος του σιδηροδρομικού σταθμού του χωριού, μέχρι την σιδηροδρομική σήραγγα του Παρθενίου. Στη συνέχεια έγινε αποψίλωση από τα πουρνάρια στα σημεία που θα γινόταν η διάνοιξη. Οι χωριανοί αρχικά ξεκίνησαν την αποψίλωση οικειοθελώς και χωρίς αποζημίωση για την εργασία που προσέφεραν. Εφοδιάστηκαν με πριόνια και κλαδευτήρια που χρησιμοποιούσαν στα χωράφια τους και  έφτιαξαν συνεργεία, δηλαδή ομάδες των πέντε με δέκα ατόμων. Χώθηκαν μέσα στα πουρνάρια και τις γλαντινιές και άρχισαν να τα κόβουν, να τα ξεριζώνουν και να τα καίνε. Έτσι δημιούργησαν μέσα στο δάσος της ροϊνάς μια μακρόστενη λωρίδα έκτασης γης, γυμνής από θάμνους και δέντρα. Στη συνέχεια άρχισε η διάνοιξη του δρόμου. Η διάνοιξη πραγματοποιήθηκε κυρίως με «προσωπική εργασία» των κατοίκων του χωριού και με πρωτόγονα σκαπτικά εργαλεία (κασμάδες, φτυάρια, λοστάρια, φορητά βενζινοκίνητα μικρά κομπρεσέρ, για την διάνοιξη φουρνέλων κλπ) και την βοήθεια της Νομαρχίας Αρκαδίας. Στη χάραξη, τη διάνοιξη και τη σκυρόστρωση του δρόμου οι χωριανοί δούλευαν εκεί ολημερίς χωρίς να υπολογίζουν ωράρια  και μόνο το μεσημέρι έκαναν μια μικρή διακοπή για να φάνε τα βρισκούμενα που είχαν πάρει  από το σπίτι τους. Η τροφοδοσία τους  γινόταν με δικά τους έξοδα. Τα πρωϊνά φεύγοντας για τη δουλειά έπαιρναν μαζί τους  το μικρό ταγάρι ή τον ντορβά* με το ξεροφάϊ  και την μικρή μποτίλια με το κρασί που τους είχε βάλει κοντά η νοικοκυρά του σπιτιού, το κρεμούσαν στον ώμο και πήγαιναν με τα πόδια μέχρι το χώρο της εργασίας τους. Το βράδυ, κατάκοποι πιά από τον κάματο της ημέρας, ξαναγύριζαν στο χωριό με τα πόδια.  H «προσωπική εργασία» συνίστατο στην υποχρεωτική, χωρίς αμοιβή, προσφορά εργασίας για ένα δεκαήμερο ή δεκαπενθήμερο κάθε χρόνο, εκ μέρους κάθε ενήλικα άρρενα κατοίκου του χωριού, σε κοινωφελή έργα, σύμφωνα με τις αποφάσεις και τις υποδείξεις του Προέδρου της Κοινότητας. Οι υπόχρεοι κάτοικοι με την προσωπική εργασία συμμετείχαν εκτός από την διάνοιξη του δρόμου, και σε δεντροφυτεύσεις, σε εκσκαφή υδραγωγείων κλπ.

   Για την διάνοιξη απαιτήθηκε μεγάλο χρονικό διάστημα και έντονες προσπάθειες των κατοίκων, ιδιαίτερα σε ωρισμένα πετρώδη σημεία του δρόμου, στο Παλιοκρόπι, στα Καραπανέκα και στην περιοχή του Αρμακά.Στα σημεία αυτά όλη την ημέρα οι  χωριανοί κυλούσαν τις πέτρες με τα χέρια, χτυπούσαν με τα βαριά σφυριά, τις βαριές, τις αιχμηρές πέτρες,  ενώ  άλλα συνεργεία άνοιγαν με τα χειροκίνητα κομπρεσέρ φουρνέλα και τα γέμιζαν με εκρηκτική ύλη (Τ.Ν.Τ.) με τα φιτίλια να προεξέχουν πάνω από τις τρύπες των φουρνέλων.Το βράδυ, όταν  αποχωρούσαν από το σημείο εργασίας τα συνεργεία, έβαζαν φωτιά στα φιτίλια. Τότε η εκρηκτική ύλη προκαλούσε το θρυμματισμό των βράχων  με συνεχείς ομοβροντίες, που αντηχούσαν μέσα στις ρεματιές και σε μεγάλη απόσταση, ενώ σύννεφα σκόνης  ανέβαιναν στον ουρανό στο σημείο εκείνο. Αλλά και στα υπόλοιπα κομμάτια του δρόμου που ήταν το έδαφος πιο μαλακό, η διάνοιξη γινόταν με τους κασμάδες, τα φτυάρια και τα καρότσια, απαιτούσε δε μεγάλη μυϊκή δύναμη και ψυχικό σθένος από τους χωριανούς. Ακολούθησε η σκυρόστρωση του δρόμου με υλικά  που προήρχοντο από τον επιτόπιο  θρυμματισμό  των λίθων που  είχαν βγεί κατά την διάνοιξη, με το τριβείο που είχε διαθέσει η Νομαρχία. Έρχονται στο μυαλό μας οι σκηνές, όταν οι αείμνηστοι δάσκαλοι μας επανειλημμένα μας οδηγούσαν, τους μεγαλύτερους μαθητές και μαθήτριες του σχολείου, κατά μήκος του καινούριου δρόμου για να απομακρύνουμε από το οδόστρωμα τις πέτρες που ήταν σκορπισμένες πάνω σε αυτό, βοηθώντας με τον τρόπο αυτό στην αποπεράτωσή του. Έτσι πραγματοποιήθηκε η οδική σύνδεση του χωριού, μέσω Παρθενίου, με την Τρίπολη. Ο δρόμος αυτός παρέμεινε σκυρόστρωτος μέχρι τελευταία. Τα αυτοκίνητα και τα λεωφορεία κυλούσαν πάνω στο σκυρόστρωτο οδόστρωμα, αφήνοντας πίσω τους συννέφα σκόνης ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες.  Τελευταία άρχισε να ασφαλτοστρώνεται και υπάρχει προοπτική να συνεχίσει η ασφαλτόστρωσή του σε όλο το μήκος του, για να θυμίζει στη γενιά μας  τη σθεναρή θέληση και τις πρώτες προσπάθειες των γονιών μας, για τον εκσυγχρονισμό και τη βελτίωση της οδικής επικοινωνίας του χωριού  με τα αστικά κέντρα.

     Ένα φθινοπωριάτικο απογευματινό του 1959 φάνηκε στις στροφές του Αρμακά το πρώτο αυτοκίνητο να έρχεται στο χωριό. Ήταν ένα επιβατηγό-ταξί του Κώστα Μπουτσικάκη που είχε έδρα την Τρίπολη. Το νέο μαθεύτηκε αμέσως και οι κάτοικοι του χωριού, οι πιο ενθουσιώδεις έτρεξαν προς τον Αρμακά για να διευκολύνουν το πέρασμά του, απομακρύνοντας τις πιο μεγάλες πέτρες από το οδόστρωμα, ενώ άλλοι το περίμεναν λίγο πιο πάνω από το Δημοτικό σχολείο. Όταν το αυτοκίνητο έφτασε στα καφενεία της «αγοράς» του χωριού, το υποδέχτηκαν ο Πρόεδρος της κοινότητας, οι άλλες Αρχές καθώς και όλοι οι χωριανοί, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, που είχαν μαζευτεί εκεί στο μεταξύ, με αγκαλιές λουλούδια, κεράσματα και γλέντια. Ένα μικρό πανό που κρέμασαν κάποιοι μπροστά στη μηχανή του αυτοκινήτου έγραφε και αυτό τα καλωσορίσματα. Ορισμένοι κάτοικοι «ασήμωναν» το αυτοκίνητο, ρίχνοντας πάνω στα καθίσματά του κέρματα και χαρτονομίσματα. Μάλιστα ο γιατρός του χωριού ο Γιαννάκος Παναγάκος έβαλε στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου για «ασήμωμα» ένα χαρτονόμισμα των πεντακοσίων δραχμών, σημαντικό χρηματικό ποσό για την εποχή εκείνη. Η άφιξη αυτοκινήτου στο χωριό ήταν για όλους τους χωριανούς ένα άπιαστο όνειρο, που εκείνη την ημέρα γινόταν πραγματικότητα.

Τα πρώτο φορτηγό αυτοκίνητο που κυκλοφόρησε στο χωριό ήταν των αδελφών Κόκκωνα από το Καστρί, που την εποχή του τρύγου εκείνης της χρονιάς φόρτωνε μούστο για να τον μεταφέρει και να τον διαθέσει στην αγορά της Τρίπολης. Ακολούθησε το φορτηγό του Ηλία Καραγιάννη επίσης από το Καστρί. Ήταν παλιό ανατρεπόμενο στρατιωτικό φορτηγό μάρκας «τζέϊμς», που είχε αποσυρθεί εν τω μεταξύ από το στρατό και είχε περιέλθει στην ιδιοκτησία του Καστρίτη. Αυτό εξυπηρετούσε αρχικά τις μεταφορικές ανάγκες των κατοίκων του χωριού, κυρίως σε αδρανή υλικά και υλικά οικοδομών γενικότερα.

Τα σχολιαρόπαιδα του χωριού έτρεχαν πίσω από το αυτοκίνητο, ανέβαιναν στην καρότσα του και γύριζαν εποχούμενα τις γειτονιές του, απολαμβάνοντας με αυτό τον τρόπο τη θέα του χωριού, κάτι που γι’ αυτά ήταν πρωτόγνωρο. Με την πάροδο του χρόνου προμηθεύτηκαν και Μασκλινιώτες φορτηγά αυτοκίνητα Δημόσιας χρήσης. Κυκλοφόρησαν στο χωριό τα φορτηγά αυτοκίνητα του Κώστα Μπαμπά, μάρκας «Hanomac» και του Γιάννη Τόγια μάρκας «Mercedes». Με αυτά πραγματοποιούντο για μεγάλο χρονικό διάστημα οι εμπορευματικές μεταφορές μεταξύ του χωριού και της ευρύτερης περιοχής μας. Μετά τις συνεχείς βελτιώσεις του οδοστρώματος του αυτοκινητόδρομου, και του εσωτερικού οδικού δικτύου του χωριού οι κάτοικοι προμηθεύτηκαν για τις μεταφορικές ανάγκες τους, σχεδόν όλοι, μικρά «αγροτικά» φορτηγά αυτοκίνητα αλλά και επιβατηγά, για την μετάβαση αυτών και των οικογενειών τους στις γειτονικές πόλεις αλλά και εκτός του Νομού.

Τα λεωφορεία, που στην αρχή χρησιμοποιήθηκαν και σαν φορτηγά, άρχισαν να εκτελούν καθημερινά, τις πρωινές ώρες, δρομολόγια, μέσω Παρθενίου, Αγιοργήτικων και Στενού προς την Τρίπολη, και το μεσημέρι ακολουθούσαν την αντίστροφη διαδρομή, επιστρέφοντας στο χωριό. Έτσι ξεπεράστηκε το πρόβλημα της μετάβασης των κατοίκων του χωριού στην Τρίπολη με το νυχτερινό τραίνο, που, όπως αναφέρουμε και σε άλλο σημείο του παρόντος, καταντούσε ένα απέραντο ξενύχτι. Τα πρωινά λεωφορεία μετέφεραν πιά το επιβατικό κοινό του χωριού, που μετέβαινε εκεί, για τις αγορές του και την τακτοποίηση διαφόρων υποθέσεών του.Επίσης φόρτωναν πάνω στη οροφή τους τα ταγάρια και τα καλάθια με τα τρόφιμα, που προορίζοντο για τους Μασκλινιώτες μαθητές που φοιτούσαν στα Γυμνάσια της Τρίπολης. Τα μετέφεραν ασυνόδευτα μέχρι το τέλος της διαδρομής και τα ξεφόρτωναν στο μικρό καφενείο του Β. Κρεμαστιώτη κοντά στην πλατεία Κολοκοτρώνη, στην  περιοχή της Μεταμόρφωσης, από όπου τα παραλάμβαναν με το σχόλασμα οι μαθητές του χωριού. Επιστρέφοντας το μεσημέρι στο χωριό τα λεωφορεία επανέφεραν τους Ελαιοχωρίτες και τα διάφορα μικροαντικείμενά τους, που είχαν προμηθευτεί από την αγορά της Τρίπολης, όσοι φυσικά δεν είχαν επιστρέψει εν τω μεταξύ στο χωριό με το τραίνο.

Αργότερα, την δεκαετία του 1980, έγινε με σύγχρονα πλέον μηχανήματα (μπουλντόζες, μεγάλα κομπρεσέρ κλπ) και η διάνοιξη του δρόμου από το χωριό μέχρι την Ανδρίτσα. Έτσι πραγματοποιήθηκε και η οδική σύνδεση του χωριού με την γειτονική πόλη του Άργους αλλά και την περιοχή της Αργολίδας γενικότερα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990  και αυτός ο δρόμος ασφαλτοστρώθηκε.Η ασφαλτόστρωσή του αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες,επειδή ένα μεγάλο τμήμα του ανήκει στην αρμοδιότητα της Νομαρχίας Αργολίδας  και το υπόλοιπο στην Αρκαδία. Ταυτόχρονα έγινε και η διάνοιξη και η ασφαλτόστρωση ενός άλλου δρόμου, μήκους τριών χιλιομέτρων περίπου, παράλληλα με το βαγιόρεμα, που συνέδεσε το χωριό με την κεντρική οδική αρτηρία Τρίπολης - Άστρους. Έκτοτε η οδική επικοινωνία με την Τρίπολη και τα χωριά της Τεγέας διεξάγεται μέσω αυτής της οδικής σύνδεσης, οπότε ο δρόμος που κατασκευάστηκε αρχικά και οδηγεί προς το Παρθένι, σχεδόν εγκαταλήφθηκε, ενώ το χωριό απέκτησε εύκολη πρόσβαση προς το Άστρος και γενικότερα προς την παραλιακή Κυνουρία. Σήμερα η οδική επικοινωνία του χωριού με την γύρω περιοχή είναι πλέον ευχερέστατη και πραγματοποιείται καθημερινά σχεδόν είτε με τα λεωφορεία του ΚΤΕΛ της Τρίπολης, είτε με τα ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητα των κατοίκων του. Παράλληλα το 2010 διακόπηκαν τα δρομολόγια του τραίνου από Αθήνα προς  Τρίπολη και αντίστροφα. Ολόκληρο το σιδηροδρομικό δίκτυο και οι σιδηροδρομικοί σταθμοί εγκαταλήφθηκαν στη μοίρα τους. Έτσι από τη χρονολογία αυτή η οδική σύνδεση  του χωριού μας με την Τρίπολη  και τα άλλα αστικά κέντρα έμεινε ο μοναδικός τρόπος επικοινωνίας τους.

Στη δεκαετία του 1980 άρχισε και η διάνοιξη των δρόμων του εσωτερικού δίκτυου του χωριού. Αρχικά τσιμεντοστρώθηκε  ο δρόμος από το σταθμό του τραίνου, μέχρι την εκκλησία του ΑηΓιώργη και ακολούθησε η διάνοιξη και η τσιμεντόστρωση των δρόμων προς όλες τις γειτονιές. Γκρεμίστηκαν οι τεράστιοι πέτρινοι μαντρότοιχοι που ήταν χτισμένοι κατά μήκος και παράλληλα των δρόμων που έτσι έγιναν φαρδύτεροι, ενώ οι λιθοσωροί των τοίχων έγιναν άμμος και χαλίκι με τα τριβεία (σπαστήρες) για την τσιμεντόστρωσή τους. Έτσι η μετάβαση των χωριανών στην εκκλησία του ΑηΓιώργη, στα καφενεία του χωριού και στα καταστήματα τροφίμων έγινε πιο άνετη. Σταμάτησαν πιά να τσαλαβουτούν το χειμώνα στα νερά μέσα  στις λακούβες των δρόμων και το καλοκαίρι στη σκόνη από το κοκκινόχωμα. Τώρα σχεδόν όλο το εσωτερικό οδικό δίκτυο του χωριού έχει ασφαλτοστρωθεί. Ταυτόχρονα άρχισαν να διανοίγονται και οι δρόμοι που οδηγούν στις περιοχές του Σαμονιού, στα αμπέλια και στον Καυκαλά. Οι χωριανοί  στο μεταξύ προμηθεύτηκαν μικρά φορτηγά ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητα  και έτσι η μετάβαση και η επιστροφή τους στα χωράφια τους έγινε  άνετη και σύντομη. Με αυτά κουβαλούσαν στο χωριό την παραγωγή τους και όλα τους τα χρειαζούμενα (ξύλα κλπ). Πως να ξεχάσει κανείς εκείνες τις ατέλειωτες ουρές από τα μουλάρια φορτωμένα με τον ελαιόκαρπο και πίσω τους πεζοπορώντας τους κατάκοπους από τον κάματο της ημέρας νοικοκυραίους του χωριού μας, όταν ανέβαιναν αγκομαχώντας τα χειμωνιάτικα βράδια τους ανηφορικούς μουλαρόδρομους, τις «σκάλες», που οδηγούσαν από το Σαμόνι στο χωριό. Το μαρτύριο της ανηφόρας  από το Σαμόνι ευτυχώς το απάλυνε λίγο το κομμάτι του δρόμου, το «ίσιωμα» όπως το έλεγαν, από «την κορφή τη σκάλα» μέχρι τα πρώτα σπίτια του χωριού. Με την πάροδο του χρόνου ανοίχτηκαν αγροτικοί  δρόμοι και προς τα πιο απομακρυσμένα και δυσπρόσιτα σημεία της ευρύτερης περιφέρειας του χωριού, φτάνοντας μέχρι τα Καταλύματα, την Κάρβια, τα Πίσω Μεσοραχίτικα και την περιοχή του Μασκλινιώτικου ΑηΛιά. Τα αυτοκίνητα άρχισαν να εκτοπίζουν τα ζώα (μουλάρια, γαϊδούρια και άλογα) με αποτέλεσμα τα τελευταία σήμερα να έχουν εξαφανιστεί από το χωριό. Όλα τα νοικοκυριά αποχωρίστηκαν με θλίψη τα ζώα που τους συντρόφεψαν για έναν αιώνα τουλάχιστον  και τους βοήθησαν στις μεταφορές τους. Τώρα μόνο ένα άλογο και κανένα γαϊδουράκι έχει απομείνει δεμένο στην αυλή κάποιου σπιτιού, για να θυμίζει  σε μας τις παλιές  ηρωικές εποχές του χωριού μας.

                                                               Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης

 

 

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2025

 

                   Η ΔΙΑΡΡΥΘΜΙΣΗ  ΤΩΝ   ΠΡΩΤΩΝ   ΣΠΙΤΙΩΝ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ  ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΣΚΕΥΗ ΤΟΥΣ

 

Το μεγάλο μέρος των κτισμάτων στην Μάσκλινα αλλά και σε όλη την περιοχή, μέχρι το 1850 περίπου, ήταν «καλύβια», πρόχειρα ισόγεια, ορθογώνια, στενόμακρα οικήματα με μικρό ύψος, ίσα-ίσα να στέκεται χωρίς δυσκολία άνθρωπος όρθιος. Πολλά από τα κτίσματα αυτά ήταν χτισμένα με «ξερολιθιά», χωρίς λάσπη για συνδετικό υλικό στους τοίχους, και ήταν  σκεπασμένα συνήθως με λίθινες πλάκες και σπάνια με κεραμίδια. Εξωτερικά  είχαν δύο εισόδους από την μια μεγάλη όψη του κτίσματος και μικρά συνήθως παράθυρα.

Στο εσωτερικό τους τα σπίτια ήταν χωρισμένα κάθετα στη μέση, με ξύλινο χώρισμα  (μεσάντρα*) και επικοινωνούσαν μεταξύ τους με εσωτερική ξύλινη πόρτα. Από την μια εξωτερική πόρτα έμπαιναν τα ζώα (γαϊδουρομούλαρα, κατσίκες, κουνέλια, κότες κλπ) στο χώρο του κτίσματος που είχε  χωμάτινο δάπεδο,  στο ίδιο επίπεδο με το έδαφος, και χρησίμευε για στάβλος, ενώ από την άλλη έμπαιναν οι νοικοκυραίοι στον άλλο  χώρο που χρησίμευε για κελάρι (αποθήκη κρασιού, λαδιού κλπ) και για την διαμονή της οικογένειας.

     Το κελάρι του σπιτιού ήταν και αυτό στο ίδιο επίπεδο με το έδαφος  με χωμάτινο δάπεδο. Καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας του χώρου του δωματίου. Βρισκόταν μπροστά στην εξωτερική είσοδο μπαίνοντας μέσα, ενώ ο  χώρος διαμονής των νοικοκυραίων βρισκόταν στο βάθος του δωματίου. Ήταν συνήθως υπερυψωμένος από το έδαφος, καγκελόφρακτος, με ξύλινο δάπεδο και υπερυψωμένος σε πατάρι, ογδόντα εκατοστά περίπου από το έδαφος. Σε αυτόν  ανέβαιναν με  τρία – τέσσερα ξύλινα σκαλιά. Σε εσοχή στη  μέση του εξωτερικού μικρού τοίχου του κτίσματος  βρισκόταν το τζάκι, που χρησίμευε για τη θέρμανση του χώρου και για το μαγείρεμα του φαγητού. Στην μια άκρη βρισκόταν το τραπέζι για το φαγητό και στην άλλη άκρη, ακριβώς απέναντι τα κρεβάτια της οικογένειας. Λιγοστό φως της ημέρας έμπαινε από τα δύο  μικρά παράθυρα, διαστάσεων 80 Χ 40 εκατοστών που βρίσκονταν εκατέρωθεν του τζακιού.

Μετά το 1850 εκτός από καλύβια, άρχισαν να κτίζονται συνεχώς και νέα γερά κτίσματα (ισόγεια και διώροφα) πάνω στον κεντρικό δρόμο, στα Αντωνέκα, στα Στρατηγέκα και στα Ζαρελιάνικα. Τα σπίτια που κτίστηκαν διώροφα είναι και αυτά ορθογώνια κτίσματα, με πελεκητά αγκωνάρια στις γωνίες τους καθώς και στις γωνίες των ανοιγμάτων τους (πόρτες και παράθυρα). Είχαν κτιστεί κατά το πρότυπο των σπιτιών της ευρύτερης περιοχής της ορεινής Κυνουρίας, ορισμένα δε είχαν και αψιδωτές αυλόπορτες Τσακώνικης τεχνοτροπίας. Η μεγάλη κλίση του εδάφους επηρέασε την αρχιτεκτονική των περισσότερων κατοικιών. Προέκυψε ο ανωγοκάτωγος τύπος σπιτιών σε δύο επίπεδα, το ισόγειο (κατώι) και τον όροφο (ανώι), όπου το κατώι έχει είσοδο στο χαμηλότερο σημείο του επικλινούς εδάφους και το ανώι στο ψηλότερο. Τα παράθυρα είναι μικρά, αρχικά  χωρίς τζάμια. Τα τζάμια αρχίζουν να χρησιμοποιούνται την περίοδο του μεσοπολέμου. Όμως τα παράθυρα που έφεραν πλαίσια με τζάμια, τα «τζαμιλίκια», τοποθετούντο στα ανοίγματα προς το εξωτερικό μέρος του παραθύρου και εσωτερικά έμπαιναν τα ξύλινα παραθυρόφυλλα που ήταν δίφυλλα και έκλειναν με τα κοντεμίρια. Η στέγη είναι τετράρριχτη και  καλύπτεται με καλάμια και πηλό από ασπρόχωμα, για να εξασφαλίζει στο σπίτι σχετική μόνωση. Πάνω από τα καλάμια τοποθετούνταν  συνήθως  πλάκες  από σχιστόλιθο ή βυζαντινά κεραμίδια. Ελάχιστα σπίτια έχουν στέγη με κεραμίδια Γαλλικού τύπου.

    Είναι σπίτια μακρόστενα σε σχήμα ορθογώνιου, με την μια στενή πλευρά τους χωμένη σχεδόν στο γερτό έδαφος. Προσκολλάται στην όψη της εισόδου του ορόφου ένα ακόμα κτίσμα στο ίδιο ύψος με το κατώι. Αυτό το κτίσμα συνήθως χρησιμεύει σαν λινός, για το πάτημα των σταφυλιών, ή αποθήκη τροφής των ζώων, ενώ η οροφή του, που είναι σκεπασμένη με πλάκες, αποτελεί την βεράντα (λιακωτό*) του σπιτιού και πολλές φορές είναι σκεπασμένη (χαγιάτι*). Γύρω από το λιακωτό υπήρχε ένα πεζούλι, το «τουράκι». Εκεί επάνω λιαζότανε ο τραχανάς, τα σύκα, οι σταφίδες και ό,τι άλλο ήθελε στέγνωμα.   

      Το ισόγειο (κατώι) του σπιτιού είχε ξεχωριστή μεγάλη είσοδο με δίφυλλη ξύλινη πόρτα, για να είναι δυνατή η είσοδος των μουλαριών με φορεμένα τα σαμάρια τους. Στο  μισό χώρο του ισογείου  σχηματιζόταν καμάρα  ενώ ολόκληρος αεριζόταν  από μικρά παράθυρα, τα «τεπέγκια» όπως τα έλεγαν, που συνήθως ήταν αντικρυστά μεταξύ τους και με την πόρτα της εισόδου, για να σχηματίζεται ρεύμα αέρα και να αερίζεται καλύτερα.Στο χώρο της  καμάρας, που η θερμοκρασία διατηρείτο σταθερή χειμώνα καλοκαίρι, υπήρχε το σεντούκι με τα σιτηρά - το κασόνι-,το βαγένι με το κρασί και τα πιθάρια με το λάδι. Σε μια γωνιά υπήρχαν τα απαραίτητα εργαλεία για τις αγροτικές δουλειές, αλέτρια, λαιμαριές, τραβηχτά, αξίνες, δικριάνια, δρεπάνια, δριμόνι*, ντουένι*. Στον υπόλοιπο χώρο, που η οροφή του ήταν από ξύλινα σανίδια,   ήσαν τα παχνιά που τοποθετούσαν την τροφή για τα μουλάρια και τα γαϊδούρια, ενώ σε μια γωνιά έδεναν τα ζωντανά τους (κατσίκες,πρόβατα κλπ). Σε μια άλλη άκρη υπήρχε ένα σανίδι για να κουρνιάζουν οι κότες,αν δεν υπήρχε κοτέτσι στην αυλή και η φωλιά τους για τα αυγά.

      Μέσα στο χώρο του λινού, μετά τον Σεπτέμβρη, όταν πιά δεν χρησιμοποιείτο για το πάτημα των σταφυλιών, αποθήκευαν, όπως προαναφέρθηκε, το άχυρο και το σανό που χρησίμευε για τροφή των μεγάλων ζώων. Αργότερα  πολλοί  κατασκεύασαν  μέσα στο ίδιο οικόπεδο έξω από το σπίτι και άλλο στεγασμένο κτίσμα, που το χρησιμοποιούσαν σαν  αχυρώνα (μπλέχτη), για την αποθήκευση των τροφών των ζώων. Αυτοί που δεν διέθεταν τέτοιους χώρους, για την αποθήκευση των ζωοτροφών, αναγκάζονταν να  αποθηκεύουν τις ζωοτροφές τους στους αχυρώνες και τα καλύβια γειτόνων τους, πληρώνοντας πολλές φορές σε αυτούς ένα μικρό ενοίκιο σε χρήματα  σε είδος ή  με εργασία στα χωράφια τους (όργωμα κλπ).

    Το κατώι με το ανώι επικοινωνούσε με μια καταπακτή, τον καταρράχτη* και μια αυτοσχέδια πρόχειρη ξύλινη σκάλα για να ανεβοκατεβαίνουν οι νοικοκυραίοι, ιδιαίτερα τις κρύες χειμωνιάτικες νύχτες. Στον ένα χώρο, στο «χειμωνιάτικο», βρισκόταν το τζάκι, που χρησίμευε για την θέρμανση της οικογένειας, αλλά για το μαγείρεμα του φαγητού. Κοντά στο τζάκι έβρισκε τη θέση και η γάτα για να ζεσταίνεται. Όλα τα σπίτια είχαν γάτες για να πιάνουν τα ποντίκια που αφθονούσαν. Όταν ανέβαιναν στο Καστρί τους καλοκαιρινούς μήνες, κουβαλούσαν και τη γάτα μέσα σε σακί, φορτωμένη στο μουλάρι μαζί με την υπόλοιπη οικοσκευή τους. Στην ποδιά του ενός παράθυρου, από τα δύο που βρίσκονταν αντικριστά στο χειμωνιάτικο υπήρχε υποτυπώδης νεροχύτης – γούρνα με ντενεκεδένιο νιπτήρα που τον γέμιζαν νερό και εκεί έπλεναν τα χέρια τους αλλά και τα πιατικά του σπιτιού.  Ο όροφος (ανώι) του σπιτιού είχε πάτωμα. Σε ξύλινα χοντρά κάθετα δοκάρια στήριζαν οριζόντια ψαλίδια και κάρφωναν επάνω τα σανίδια. Πολλά από τα σπίτια είχαν το μισό δάπεδο του ανωγείου ξύλινο και το άλλο μισό χωμάτινο ή πλακόστρωτο, γιατί, στην περίπτωση αυτή, κάτω υπήρχε καμάρα πέτρινη. Στις πρώτες κατοικίες οι πόρτες και τα παράθυρα έκλειναν με σιδερένιο μοχλό, το «κοντεμίρι». Ο όροφος του σπιτιού αρχικά ήταν δίχωρος.

Στον τοίχο του χειμωνιάτικου, σε μια σανίδα πλατιά ήταν τοποθετημένα όλα τα «αναχρικά»* όπως τα έλεγαν, δηλαδή τα τετζερέδια* από χαλκό που στο εσωτερικό τους γανώνονταν και απέξω ήταν κατάμαυρα από τον καπνό, τα ταψιά και τα σαχάνια. Υπήρχαν και πήλινα πιάτα μικρά και μεγάλα που τα έλεγαν τσανάκιες καθώς και πήλινα σκεύη που λέγονταν τσουκάλια. Αργότερα μετά το 1960 αντικαταστάθηκαν κάποια από αλουμινένια. Τα μαχαιροπήρουνα και τα κουτάλια ήταν σιδερένια και περιοδικά τα έδιναν στους καλαντζήδες για γάνωμα.

    Άλλα «αναχρικά» που χρησιμοποιούσαν ήταν: 1)το γουδί- μεταλικό μεγάλο ποτήρι με βάση,όπου κοπανίζανε το αλάτι, το πιπέρι, την κανέλλα και άλλα ανάλογα. Το ξύλινο γουδί χρησιμοποιούσαν για τη σκορδαλιά 2)Ο κεψές – τρυπητή μεγάλη κουτάλα για το άδειασμα – το κένωμα  - των φαγητών από την κατσαρόλα και το ταψί.3)το λαδικό –μικρό δοχείο λαδιού για την κουζίνα, τενεκεδένιο, πυραμοειδές με ρύγχος μακρύ. 4)ο μπαλτάς – για να κόβουν το κρέας σε μικρά κομμάτια.5) το μπρίκι –χάλκινο ή τενεκεδένιο που έψηναν τον καφέ και έβραζαν όλα τα αφεψήματα (τσάι, τίλιο, φασκόμηλο κλπ).6)το καβουρντιστήρι – σε αυτό καβούρντιζαν τον καφέ πριν τον κοπανίσουν στο γουδί. Ήταν σκεύος κυλινδρικό. Έβαζαν μέσα από ένα πλάγιο άνοιγμα που ανοιγόκλεινε τον καφέ και κατόπιν περιέστρεφαν πάνω από τη φωτιά τον κύλιδρο γύρω από έναν άξονα που τον διαπερνούσε. Στην άλλη άκρη ο άξονας είχε μια χειρολαβή, από όπου το κρατούσαν και το εγύριζαν.7) η σχάρα –μικρού  μεγέθους σιδερένια σχάρα για τις μπριζόλες στα κάρβουνα και το ψήσιμο των ψαριών. 8)το τηγάνι –σιδερένιο σκεύος γανωμένο με μακρύ χερούλι που χρησιμοποιείτο για το τηγάνισμα 9)το τρυπητό – σουρωτήρι για τα μακαρόνια και άλλα παρασκευάσματα 10) το χωνί – που ήταν τενεκεδένιο και χρησιμοποιείτο για να χύνουν υγρά στα μπουκάλια. Χωνιά υπήρχαν διαφόρων μεγεθών, άλλο για το λάδι, άλλο για το πετρέλαιο κλπ.11) το ακόνι – Έτσι έλεγαν ένα κομμάτι από σκληρή λεία πέτρα  μήκους είκοσι πόντων περίπου που χρησιμοποιούσαν για να ακονίζουν τα μαχαίρια και άλλα κοφτερά αντικείμενα.

    Κάτω από τη σανίδα που τοποθετούσαν τα παραπάνω, ακουμπούσαν το σκαφίδι για το ζύμωμα του ψωμιού και τις πινακωτές. Στο χειμωνιάτικο υπήρχε και εντοιχισμένο ντουλάπι, η «πιατοθήκη», που τοποθετούσαν τα πήλινα πιάτα, τα ποτήρια, τα μαχαιροπήρουνα καθώς και το ψωμί. Σε μέρος ευάερο, συνήθως κοντά σε παράθυρο κρεμούσαν το φανάρι, μικρό τετράγωνο αποθηκευτικό χώρο με ράφια και σίτα, όπου εκεί τοποθετούσαν ευπαθή τρόφιμα, για να διατηρούνται περισσότερο, ελλείψει ψυγείου.

     Στο παραγώνι του τζακιού, μπροστά στο άλλο παράθυρο του χειμωνιάτικου, υπήρχε ένα μεγάλο κρεβάτι με ξύλινη επιφάνεια. Σε αυτό ξάπλωναν οι γεροντότεροι της οικογένειας. Το χειμώνα ήταν στρωμένο με σαγίσματα και χιράμια. Το σάγισμα ήταν μάλλινο στρώμα από μαλλί γίδας πυκνοϋφασμένο και μαλακό, ένα είδος φλοκάτης. Το χιράμι ήταν ριγωτό άσπρο σεντόνι υφασμένο και αυτό στον αργαλειό. Άλλα έπιπλα μέσα στο δωμάτιο ήταν το μπεσίκι*, μια ξύλινη κούνια επάνω σε μια βάση και μια λαβή που την έπιαναν και κουνούσαν το μωρό. Στη μέση του δωματίου υπήρχε ένα στρογγυλό χαμηλό τραπέζι, ο σοφράς, που γύρω καθόταν όλη η οικογένεια σε μικρά σκαμνάκια για φαγητό. Όταν τέλειωναν το φαγητό το τραπέζι το έστηναν όρθιο στον τοίχο του χειμωνιάτικου. Ο άλλος χώρος, η σάλα, που χωρίζονταν από το χεμωνιάτικο με «μεσάντρα», ήταν το πιο κρύο δωμάτιο τον χειμώνα, γιατί δεν είχε θέρμανση. Ανάμεσα στα δύο παράθυρα της στενής πλευράς του δωματίου αυτού βρισκόταν ο καθρέφτης και γύρω από αυτόν οι μαυρόασπρες φωτογραφίες της οικογένειας. Κάτω από τον καθρέφτη υπήρχε το τραπέζι με το ανθοδοχείο και δίπλα η λάμπα του πετρελαίου, που φώτιζε το δωμάτιο. Σε μια γωνιά του δωματίου υπήρχε ένα μπαούλο και πάνω σε αυτό ήταν στημένος ο γιούκος*. Αυτός σχηματιζόταν από κουβέρτες και άλλα κλινοσκεπάσματα διπλωμένα με τάξη το ένα επάνω στο άλλο και σκεπασμένα με σεντόνι υφαντό στον αργαλειό (χιράμι).

     Για το φύλαγμα των ρούχων χρησιμοποιούσαν τις ντουλάπες, τα φορτσέρια και τα σεντούκια. Η ντουλάπα ήταν αρκετά μεγάλη και είχε συνήθως ένα μακρύ καθρέφτη στο μεσαίο εξώφυλο που ανοιγόκλεινε. Υπήρχαν σε πολλά σπίτια και ντουλάπες χωνευτές στον τοίχο. Το φορτσέρι ήταν ένα μπαούλο αρκετά μεγάλο παλαϊκής κατασκευής, κληρονομιά από απώτερους προγόνους από ξύλο γερό  και με άφθονα καλλιτεχνικά σκαλίσματα από πάνω και στις τρείς πλευρές του. Υπήρχαν και φορτσέρια με δερμάτινη επένδυση και κίτρινα μπρούτζινα καρφιά, που ήtαν καρφωμένα και σχημάτιζαν διακοσμητικά σχέδια. Το σεντούκι ήταν και αυτό μπαούλο από καλό ξύλο χωρίς όμως σκαλίσματα. Τα μπαούλα αργότερα εξελίχθηκαν σε ξύλινα με απλό ξύλο, με λαμαρινένια επένδυση εξωτερικά και στις γωνίες του, ενώ εσωτερικά ήταν επενδυμένο με απλό πολύχρωμο χαρτί.

Σε άλλη γωνιά της σάλας, αριστερά ή δεξιά της κύριας εισόδου του σπιτιού, βρισκόταν απαραίτητα το εικονοστάσι με τις εικόνες του Χριστού και της Παναγίας καθώς και άλλες με Αγίους, τα ονόματα των οποίων έφεραν τα μέλη της οικογένειας. Μάλιστα η αείμνηστη κυρά Κανέλλα του Κίκιζα είχε παραγγείλει για το προσκυνητάρι του σπιτιού τους εικόνα με την μορφή του Χριστού, της Παναγίας και του Προδρόμου στο πάνω μέρος και του Αγίου Νικολάου (πρωτότοκος γιός) του Αγίου Γεωργίου (ο σύζυγος) και του Αγίου Τρύφωνα (αδελφός) στο κάτω μέρος της εικόνας. Στο εικονοστάσι του σπιτιού μας υπάρχει μέχρι τα σήμερα η εικόνα με τις μορφές της Παναγίας και του Προδρόμου στο μισό πάνω μέρος και άλλων Αγίων με τα ονόματα μελών της οικογένειας μας στο κάτω μέρος της.  Εκεί σε μικρό ραφάκι ήταν τοποθετημένο και το καντήλι που το άναβε και σταυροκοπιόταν η νοικοκυρά του σπιτιού. Το άναβε με το αποξηραμένο χόρτο των αγρών, το λουμπινόχορτο. Το τοποθετούσε πάνω σε ένα κομμάτι καλάμι, την καντηλίθρα, για να επιπλέει πάνω στο λάδι. Για το νερό και το λάδι του καντηλιού χρησιμοποιούσε ειδικές κούπες κάπως χονδρότερες και χαμηλότερες από τις συνηθισμένες κούπες του νερού, τις καντηλόκουπες. Στο εικονοστάσι επίσης φυλάγαν σταυρολούλουδα, λουλούδια του επιταφίου και σε ένα μπουκαλάκι αγιασμό των Θεοφανείων,τον Μεγάλο Αγιασμό όπως τον έλεγαν. Δίπλα στο εικονοστάσι και το καντήλι ήταν κρεμασμένη και η στεφανοθήκη με τα στέφανα των νοικοκυραίων. Το καντήλι έκαιγε από την παραμονή της κάθε γιορτής και τα σαββατοκύριακα.

Η νοικοκυρά θυμίαζε επίσης τα εικονίσματα και κατόπιν  τα άλλα μέρη του σπιτιού με την κίνηση σε σχήμα σταυρού κάθε ημέρα την ώρα που κτυπούσε η καμπάνα του εσπερινού, απαραίτητα τα Σαββατόβραδα και τις παραμονές των μεγάλων εορτών καθώς και τα πρωινά που κτυπούσε η καμπάνα σημαίνοντας την έναρξη της Θείας λειτουργίας.

Στη μακριά πλευρά της σάλας βρισκόταν το συζυγικό κρεβάτι, που στην αρχή ήταν ξύλινο με τάβλες και τρίποδα και κατόπιν την δεκαετία του 1950 αντικαταστάθηκε από σιδερένιο με σουμιέ* με μπρούτζινα μπράτσα και στρώμα. Το στρώμα αρχικά το γέμιζαν με άχυρα ή πούσια*.Αργότερα  το γέμιζαν με βαμβάκι.  Ίδια ήταν και η γέμιση των μαξιλαριών. Τα παιδιά κοιμούνταν είτε σε ξύλινο κρεβάτι, απέναντι από το κρεβάτι του ζευγαριού, είτε κάτω στρωματσάδα, πάνω σε σαγίσματα. Το χειμώνα σκεπάζονταν με πολύ βαριά υφαντά σκεπάσματα, τις μπαντανίες όπως τις έλεγαν, και με τα παπλώματα, θήκες από πανί γεμισμένες με βαμβάκι, που με πολύ κόπο μπορούσαν να τα ανασηκώσουν. Εκτός από το μπαούλο του γιούκου, υπήρχαν και άλλα μπαούλα στο χώρο αυτό. Αν στο σπίτι υπήρχε γιαγιά είχε το δικό της φορτσέρι, μέσα στο οποίο, εκτός του άλλου ρουχισμού της, τοποθετούσε και τα «τα ταφιακά» της ρούχα με τα οποία θα την έντυναν για το τελευταίο της ταξίδι. Οι τοίχοι του σπιτιού ήταν χοντροί και έτσι τα παράθυρα στο μέσα μέρος είχαν ένα πρεβάζι μισό μέτρο φάρδος. Αυτό χρησίμευε πολλές φορές για να γράφουν τα παιδιά τα μαθήματά τους.Οι χώροι υγιεινής  (τουαλέτες κλπ) μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 ήταν εκτός  του σπιτιού, σε μια άκρη της αυλής του.

Αργότερα τα περισσότερα σπίτια του χωριού έγιναν τετράχωρου τύπου (χειμωνιάτικο, χολ, καμαρούλα, σάλα). Ο χώρος του χειμωνιάτικου παρέμενε όπως προαναφέραμε, αλλά ο χώρος της σάλας του σπιτιού διαιρείτο σε επί μέρους μικρά δωμάτια. Έτσι εμπρός από την κύρια είσοδο του σπιτιού σχημάτιζαν μικρό δωμάτιο, το χολ, και ακριβώς απέναντι από την κύρια είσοδο, εφαπτόμενο σε αυτό, άλλο μικρό δωμάτιο, την «καμαρούλα», που χρησιμοποιείτο είτε σαν κρεβατοκάμαρη των παιδιών είτε σαν μικρή αποθήκη. Εκεί κρεμούσαν και τις πάνινες σακούλες με τον τραχανά και τις χιλοπίτες. Στην καμαρούλα υπήρχε επίσης και η καταπακτή με τον καταρράχτη, που επικοινωνούσε ο χώρος διαμονής των νοικοκυραίων με το κατώι.

Τα περισσότερα σπίτια του χωριού χτίστηκαν από πελεκητή πέτρα και τα ανοίγματά τους (πόρτες, παράθυρα, υπέρθυρα) με «αγκωνάρια», μεγάλες πελεκητές ορθογώνιες πέτρες. Κατασκευάστηκαν επίσης και «αρχοντικά» σπίτια διώροφα, με μεγάλες σάλες και κρεβατοκάμαρες καθώς και άλλους βοηθητικούς χώρους, με «χαγιάτια» και βεράντες, στέρνες και αποθήκες, που ανήκαν προφανώς σε εύπορες οικογένειες. Τέτοια ήταν το σπίτι του «Κοτσιώνη», με την, Τσακώνικης τεχνοτροπίας, λιθόκτιστη και θολωτή αυλόπορτά του, που σήμερα έχει κατεδαφιστεί, εκεί που είναι σήμερα το καφενείο των κληρονόμων Καπράνου, και το σπίτι του Στυλιανού Σιάμπου ή «Μπουρδούση», που και αυτό έχει κατεδαφιστεί, εκεί που είναι σήμερα το σπίτι του Χρήστου του Διαμαντάκου, στο κέντρο του χωριού.Ο Γιώργης Βλάχος από την Ανδρίτσα που έζησε στο χωριό για μια πενταετία  στις σημειώσεις του γράφει γι’ αυτά τα δύο αρχοντικά. ”Το σπίτι του Κοτσιώνη αποτελούσε ολόκληρο κτηριακό συγκρότημα. Στο πιο πάνω μέρος ήταν ο σταύλος και οι αποθήκες. Πιο κάτω από αυτά τα κτίσματα ήταν το μαγαζί. Το επάνω μέρος ήταν κατοικία, το μεσαίο μαγαζί και το υπόγειο κρασαποθήκη. Το σπίτι του Σιάμπου ήταν για εκείνη την εποχή πολυκατοικία. Είχε ισόγεια και ανώγεια.Τα υψηλά διαμερίσματα προς την αυλή των Καγλέων ενοικιάζοντο σε δασκάλους και γιατρούς.Η κατοικία και το ανώγειο ήταν τετράγωνα 10 Χ 10. Στο δυτικό μέρος ήταν το μαγαζί από το οποίο εχωρίζετο με τοίχο. Ανάμεσα στο μαγαζί και την κατοικία υπήρχε ένα μικρό τετράγωνο με δύο πόρτες το ποίο μπορούσε να χρησιμεύσει για διάδρομος και για υπνωτήριο. Το διαμέρισμα αυτό το εκάλυπτε από τρία μέρη ένα Π μήκους και πλάτους επτά περίπου μέτρων. Το τετράγωνο αυτό το έλεγαν χειμωνιάτικο και τούτο διότι όσο κρύο και να έκανε έξω από το σπίτι στο εσωτερικό του διαμερίσματος αυτού δεν το αισθανόσουν. Εξ’ άλλου εκεί μέσα είχαν και τζάκι.Ο υπόλοιπος χώρος της κατοικίας εχρησιμοποιείτο ως αποθήκη ή εργαστήριο. Το σπίτι είχε και υπόγεια δεξαμενή νερού.Το σπίτι του Κοτσιώνη ήταν πραγματικός αντίπαλος σε μέγεθος του σπιτιού του Σιάμπου”.  Επίσης είχαν κτιστεί και άλλα μεγάλα, κυρίως δίπατα, σπίτια σε άλλα σημεία του χωριού, που ανήκαν και αυτά σε εύπορες οικογένειες.

 

                                                     Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης

 

               ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ   ΤΗΣ ΜΑΣΚΛΙΝΑΣ     «Δεν υπάρχει πόνος και οδύνη πιο μεγάλη   από τη στέρηση της γης των πατέ...