Παρασκευή 1 Αυγούστου 2025

 

ΣΚΕΨΕΙΣ  ΓΙΑ  ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ  ΜΑΣ

     Η κατάργηση του σιδηροδρομικού δικτύου και η  αριθμητική μείωση και  γήρανση του πληθυσμού του χωριού μας αποτελούν σήμερα τους σημαντικότερους  παράγοντες ανάσχεσης της ανάπτυξής του. Όμως οι λιγοστοί μόνιμοι κάτοικοι του χωριού και οι Μασκλινιώτες που έχουν εγκατασταθεί μόνιμα στις μεγάλες επαρχιακές πόλεις  και είναι ακόμα «δεμένοι» με το χωριό, καταβάλλουν ομολογουμένως  σημαντικές προσπάθειες για την οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξή  του.

   Έτσι τους καλοκαιρινούς μήνες και τις μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης, τα σπίτια του χωριού ανοίγουν σχεδόν όλα. Υποδέχονται τους χωριανούς μας, που ζουν στις γειτονικές μεγάλες πόλεις, στην Αθήνα και το εξωτερικό και επιστρέφουν, έστω και για λίγο, στις πατρικές εστίες τους. Τότε πυκνώνουν οι παρουσίες τους στα καφενεία, που παραμένουν ανοιχτά μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Στην πλατεία του χωριού γίνονται διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις και γλέντια. Καθ’ όλη την διάρκεια των ημερών του Πάσχα, ιδιαίτερα την νύχτα της περιφοράς του επιταφίου, την νύχτα της Ανάστασης, την παραμονή στον εσπερινό και ανήμερα της εορτής του ΑηΓιώργη, πολιούχου και προστάτη του χωριού, η εκκλησία και οι δρόμοι του χωριού γεμίζουν από κόσμο. Η παραδοσιακή ταβέρνα και τα δύο καφενεία που βρίσκονται στην πλατεία του χωριού γεμίζουν τα τραπέζια τους με κόσμο.

Τα Σαββατοκύριακα επίσης, όλο το χρόνο, το χωριό κρατάει τη ζωντάνια του. Πολλοί Μασκλινιώτες, που μένουν στις κοντινές πόλεις εκτός των ορίων του οικισμού και έρχονται στο χωριό να ξεκουραστούν και να «φορτώσουν τις μπαταρίες» τους. Τα Σαββατοκύριακα και αργίες συντροφιές από κατοίκους των γειτονικών πόλεων (Τρίπολη, Ναύπλιο και Άργος) επισκέπτονται το χωριό για να δοκιμάσουν, δίπλα στο αναμμένο τζάκι ή στον δροσερό κήπο της παραδοσιακής ταβέρνας του Δημήτρη Σκλημπόσιου, τις ξεχωριστές λιχουδιές, τους πεντανόστιμους μεζέδες, τα γαργαλιστικά αιδέσματα και τα καλοψημένα κρέατα που φτιάχνουν με ξεχωριστή μαστοριά οι γιοι του Γιάννης και Γιώργος και σερβίρει η  Ελένη η συμβία του. Στο τέλος φεύγοντας από την ταβέρνα, χορτάτοι και ευχαριστημένοι από την άψογη συμπεριφορά των ιδιοκτητών της, με την ξεχωριστή γεύση της γιαούρτης και τη γλύκα του σύκου και του σταφυλιού ακόμη στο στόμα, κανονίζουν την επόμενη συνάντησή τους στο ίδιο μέρος.

      Όμως το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου στο χωριό παραμένουν μόνιμα ελάχιστες οικογένειες, που κρατάνε τα σπίτια ανοιχτά, αλλά και αυτές, όταν τα παιδιά τους αρχίσουν να φοιτούν στο Γυμνάσιο και ιδιαίτερα όταν τελειώσουν το Λύκειο, φεύγουν από το χωριό και μεταβαίνουν στα αστικά κέντρα, για να συνεχίσουν τις σπουδές τους τα παιδιά τους εκεί ή για αναζήτηση εργασίας και καλύτερης τύχης γενικότερα. Όσοι από τους κατοίκους μένουν στο χωριό, οι πιο πολλοί, έχοντας φτάσει πια στην τρίτη ηλικία, υποαπασχολούνται στα αγροκτήματά τους και προσπαθούν να «φυλάξουν τις Θερμοπύλες» του χωριού, αγωνιώντας για την τύχη τους, ευχόμενοι «καλά στερνά» ο ένας για τον άλλον.

Έτσι τον περισσότερο καιρό και ιδιαίτερα τις καθημερινές τους χειμερινούς μήνες, το χωριό ζει και κινείται με τους λιγοστούς κατοίκους του. Τα πρωινά και τις βραδινές ώρες, μαζεύονται καμιά πενηνταριά ψυχές προχωρημένης κυρίως ηλικίας στα δύο καφενεία της πλατείας του χωριού. Το ένα με τις σκιερές μουριές, ιδιοκτησίας Γιάννη Στρατηγάκη, που το νοίκιαζε ως την άνοιξη του 2025 ο Γιάννης Δημ. Σκλημπόσιος  και το άλλο με την δροσερή κληματαριά, των κληρονόμων Γεωργίου Καπράνου, που  το νοικιάζει τώρα ο Τάκης Τσιώρος. Εκεί ρουφώντας το καφεδάκι τους, παίζουν κανένα χαρτάκι και σχολιάζουν την επικαιρότητα. Όμως πριν καλά - καλά νυχτώσει αρχίζουν οι πρώτοι θαμώνες των καφενείων να μαζεύονται στα σπίτια τους, ενώ πολύ πριν από τα μεσάνυχτα, φεύγουν από εκεί και οι τελευταίοι. Οι λιγοστοί μεσόκοποι, που κυκλοφορούν ακόμα στο χωριό, αφού βγάλουν το καθημερινό μεροκάματο, συνήθως εκτός των ορίων του οικισμού, επιστρέφουν το βράδυ, δίνοντας έτσι με την παρουσία τους λίγη ζωντάνια στα καφενεία.

Ευτυχώς λειτουργεί ακόμα το παραδοσιακό μπακάλικο του Νίκου Μέγγου στο κέντρο του χωριού, απομεινάρι όμως και αυτό άλλων «ηρωϊκών» εποχών. Από εκεί οι κάτοικοι του χωριού μπορούν να προμηθεύονται τα είδη πρώτης ανάγκης, που είναι απαραίτητα για την διατροφή τους (ψωμί, τυρί, τρόφιμα κλπ) και για την συντήρησή τους γενικότερα. Το μπακάλικο του Γιώργη Κουρβετάρη  στην περιοχή του σταθμού του τραίνου έκλεισε πρόσφατα οριστικά, λόγω συνταξιοδότησης του ιδιοκτήτη του.

Η εκκλησία του Αη-Γιώργη, τις χειμωνιάτικες κυρίως Κυριακές, ανοίγει από τον ακάματο παπα-Κώστα Παπαθεοδώρου και υποδέχεται τους κατοίκους του χωριού, που διατηρούν ακόμη τις λιγοστές δυνάμεις τους και σέρνουν τα βήματά τους μέχρι εκεί. Πάνε για να ευχαριστήσουν τον πολιούχο του χωριού για ο, τι απλόχερα τους χάρισε η ζωή και να του ζητήσουν να είναι «τα τέλη τους ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά».

Ολόκληρες γειτονιές, που άλλοτε έσφυζαν από ζωή ερημώνουν εντελώς. Για παράδειγμα στη συνοικία  «Γυμνιάνικα» στα πενήντα και πλέον σπίτια της, είναι ζήτημα αν από αυτά τρία ή τέσσερα είναι ακόμη «ζωντανά», με ενοίκους. Και σε αυτά μένουν ένα με δύο άτομα στο καθένα. Τα υπόλοιπα παραμένουν κλειστά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου. Ίδια κατάσταση επικρατεί περίπου και στις άλλες συνοικίες του χωριού.

Αυτοί οι λιγοστοί κάτοικοι που απέμειναν στο χωριό, όταν φτάσουν πια σε «βαθύ γήρας» ή πέσουν στο κρεβάτι του πόνου, ανήμποροι πλέον να αυτοεξυπηρετηθούν, με την πενιχρή σύνταξή τους και την οικονομική βοήθεια των παιδιών τους, προσλαμβάνουν, συνήθως, αλλοδαπές οικιακές βοηθούς, που τους φροντίζουν, μέχρι να τους κλείσουν τα μάτια. Συχνά - πυκνά ακούγεται ο πένθιμος ήχος της καμπάνας της εκκλησίας του ΑηΓιώργη, που ειδοποιεί τους εναπομείναντες, πως κάποιος συντοπίτης μας έφυγε από κοντά τους. Και την άλλη μέρα, όλα τα γερόντια του χωριού που στέκονται ακόμα στα πόδια τους και τα λιγοστά άτομα που είναι κάπως νεότερα ηλικιακά, φτάνουν μέχρι την εκκλησία και συνοδεύουν τον συμπατριώτη μας, στην τελευταία του κατοικία, στέλνοντας τα «χαιρετίσματα» με αυτόν που έφυγε, στα συγγενικά τους πρόσωπα, που έχουν αφήσει ήδη τη ζωή.

Μολονότι το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων έχει ανεβεί και οι συνθήκες ζωής έχουν πολύ βελτιωθεί (δρόμοι, επικοινωνίες, ύδρευση, ηλεκτρισμός, κατοικία, υγεία κλπ) ο πληθυσμός του οικισμού, δυστυχώς, ελαττώνεται συνεχώς. Γάμοι, δημιουργία νέων οικογενειών, γεννήσεις νέων ανθρώπων δεν γίνονται, γιατί δεν υπάρχουν πια νέοι. Και οι λίγοι, που τυχαίνει να υπάρχουν, όταν παντρεύονται, δεν παραμένουν στα χωριό.

Η τωρινή κατάσταση, από την άποψη της αρνητικής πληθυσμιακής εξέλιξης του χωριού οφείλεται βασικά, όπως προαναφέρθηκε, στην «εσωτερική» και «εξωτερική» μετανάστευση, που έπληξε το χωριό τις δεκαετίες του 1950 και 1960 και δυστυχώς συνεχίζεται αλλά και στην υπογεννητικότητα, κοινωνικό φαινόμενο των νεότερων χρόνων, που οδήγησαν στην ερήμωσή του. Το δημοτικό σχολείο, που αποτελεί στολίδι αρχιτεκτονικής και κτίστηκε στα χρόνια του μεσοπολέμου με προσωπική εργασία των κατοίκων, έπαψε πια να λειτουργεί, γιατί δεν υπάρχουν παιδιά να φοιτήσουν σε αυτό. Ο πληθυσμός του χωριού συνεχώς μειώνεται, λόγω της γήρανσής του. Λίγοι από αυτούς μεταβαίνουν στους ελαιώνες τους για προετοιμάσουν τα χωράφια τους για την επόμενη ελαιοσυλλογή, φέρνοντας νοσταλγικά στο μυαλό τους εικόνες από το απώτερο παρελθόν, τότε που μετέβαιναν εκεί με τους γονείς τους, κάτω όμως από άλλες, πιο δύσκολες συνθήκες.

 Μεγάλες εκτάσεις γης άρχισαν να παραμένουν ακαλλιέργητες. Εγκαταλείφθηκε εντελώς η καλλιέργεια των αμπελιών και οι εκτάσεις των αμπελώνων φυτεύτηκαν με ελαιόδεντρα. Οι ελαιώνες που υπήρχαν και καλλιεργούντο στις παρυφές του όρους Παρθενίου, στα σύνορα με τον Αχλαδόκαμπο (Πηνίκοβη, Τσιρικάκι, Καταλύματα κλπ.) έχουν ήδη εγκαταλειφθεί. Αλλά και από τους υφιστάμενους ελαιώνες, μεγάλες εκτάσεις τους έπαψαν πια να καλλιεργούνται συστηματικά, όπως τα χρόνια των προγόνων μας, και γίνεται μόνο η συλλογή του ελαιόκαρπου από τους ιδιοκτήτες τους, τα άτομα της δικής μου της γενιάς, για λίγες ημέρες το χρόνο.Άρχισαν να επαληθεύονται δυστυχώς τα προφητικά λόγια του αείμνηστου πατέρα μου, του κυρΣτέλιου, που μας έλεγε πριν από πολλές δεκαετίες πως «όλα θα μείνουν….. του Κολοκοτρώνη», υπονοώντας πως  τα χωράφια του χωριού μας θα εγκαταλειφθούν κάποια μέρα στην τύχη τους.

Η δημιουργία από συγχωριανούς μας δύο μεγάλων φωτοβολταϊκών μονάδων παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος στην ευρύτερη περιοχή του χωριού μας δεν συνέβαλε σχεδόν καθόλου στην οικονομική ανάπτυξή του, ούτε στην δημιουργία θέσεων απασχόλησης. Αντίθετα και αυτές οι μονάδες αντιμετωπίζουν σήμερα  οικονομικά προβλήματα, εξ αιτίας της ανυπαρξίας του κατάλληλου θεσμικού πλαισίου εκ μέρους της Πολιτείας.

Οι «συμφωνίες» των υπεύθυνων φορέων, για την εγκατάσταση πλησίον του οικιστικού πυρήνα του χωριού κεραιών κινητής τηλεφωνίας μεγάλης ισχύος, παρά τις χλιαρές αντιδράσεις των κατοίκων του, δημιούργησαν τεράστια «ομπρέλα» ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων επάνω από το χωριό. Αυτό κατά την γνώμη μας θα έχει μακροπρόθεσμα δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία των κατοίκων του γενικότερα.

Τέλος το αίτημα εταιριών μεγάλων «οικονομικών συμφερόντων» για την εγκατάσταση ανεμογεννητριών μεγάλης ισχύος, σε όλο το μήκος της κορυφογραμμής του όρους Παρθενίου, κατοίκου του Θεού Πάνα, σύμφωνα με την μυθολογία, ικανοποιήθηκε πρόσφατα και ήδη λειτουργούν οκτώ (8)  χωρίς ευτυχώς να ρυπαίνουν (ηχορύπανση – φωτορύπανση) ιδιαίτερα  το περιβάλλον της ευρύτερης περιοχής του χωριού μας. Αντιδικίες σοβαρές προέκυψαν κατά τον καθορισμό της γεωγραφικής θέσης των ανεμογεννητριών επί της κορυφογραμμής του όρους Παρθενίου και της συνεπεία τούτου κατανομής των εσόδων από την λειτουργία τους,  μεταξύ του χωριού μας και του γειτονικού χωριού Παρθένιου.Το τελευταίο διεκδικούσε το σύνολο των εσόδων από την λειτουργία τους, υποστηρίζοντας ότι όλες είναι εγκατεστημένες εντός των γεωγραφικών ορίων του.Τελικά, ύστερα από σκληρούς δικαστικούς αγώνες με τους αντιδίκους γείτονές μας καθορίσθηκε  η γεωγραφική οριοθέτηση των ανεμογεννητριών, τεσσάρων (4) εντός των γεωγραφικών ορίων του Παρθενίου και τεσσάρων (4) εντός των γεωγραφικών ορίων του χωριού μας, με την αντίστοιχη κατανομή των εσόδων  από την λειτουργία τους σε κάθε χωριό.   Η δικαστική εξέλιξη της υπόθεσης  και η διεκδίκηση των δίκαιων αιτημάτων του χωριού μας  ξεκίνησε ύστερα από ενέργειες  της διοίκησης του Φιλοπρόοδου Όμιλου Ελαιοχωρίου, με την νομική βοήθεια του  συγχωριανού μας διακεκριμένου δικηγόρου Φώτη Καγκλή και την αμέριστη συμπαράσταση  του άλλου συγχωριανού μας  καθηγητή Λάμπρου Αντωνάκου. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε  πως σε αυτούς τους αγώνες, τις δίκαιες διεκδικήσεις και τις συνεχείς προσπάθειες δυστυχώς η συμμετοχή των Κοινοτικών παραγόντων του χωριού  ήταν απούσα. Όμως τελικά τα οικονομικά οφέλη των κατοίκων του χωριού  από αυτή την επένδυση είναι πολύ μικρά και κανένας από αυτούς δεν απασχολείται στη μονάδα αυτή της παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος.

    Όμως η κατάσταση που περιγράφεται πιο πάνω, δεν είναι τόσο ζοφερή, όσο φαίνεται, και κατά την γνώμη μας είναι ακόμη αναστρέψιμη, όσο όμως υπάρχει καιρός, ύστερα από προϋποθέσεις και οπωσδήποτε σκληρή δουλειά. Το λάδι που παράγεται από τις ελιές της περιοχής μας, είναι άριστης ποιότητας, «βιολογικής καλλιέργειας», αφού η λίπανση και το ράντισμα των ελαιοδέντρων είναι σχεδόν ανύπαρκτα. Παρά το γεγονός αυτό, η μεγαλύτερη ποσότητα του λαδιού, μέχρι σήμερα, εξακολουθεί να διατίθεται στους εμπόρους, σε εξευτελιστικές τιμές, χύμα, χωρίς να έχει υποστεί ούτε την στοιχειώδη τυποποίηση.

Είναι πολύ σημαντικό ότι ο ελαιόκαρπος, εφόσον υποστεί την διαδικασία της ψυχρής έκθλιψης, σε συνδυασμό με τα παραπάνω πλεονεκτήματά του, αποδίδει ελαιόλαδο, που εκτός από την χρήση του, στην μαγειρική, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ευρέως  για φαρμακευτικούς σκοπούς και για την παρασκευή  σειράς βιολογικών καλλυντικών σκευασμάτων,  εκτοξεύοντας έτσι στα ύψη την τιμή του ανά λίτρο. Από τον ελαιόκαρπο επίσης, που είναι άριστης ποιότητας, όταν γίνει κατάλληλη επεξεργασία συντήρησής του, με τρόπους και μεθόδους που κληρονομήσαμε από τους προγόνους μας, και την παραγωγή βρωσίμων ελιών (παστές, θρουμπάτες, ξυδάτες, τουλουμίσιες) με την συσκευασία τους σε γυάλινα ή μεταλλικά δοχεία, δημιουργούνται τεράστιες δυνατότητες διάθεσής τους στην εγχώρια αγορά σε πολύ συμφέρουσες τιμές.

Όμως προϋπόθεση για την μεγιστοποίηση της οικονομικής απόδοσής τους, και την επέκταση της διάθεσής τους, στις αγορές των μεγαλουπόλεων ακόμη και σε αγορές του εξωτερικού είναι απαραίτητο να αποκτήσουν τα παραπάνω προϊόντα α) «επωνυμία» και β) να υποστούν την διαδικασία εμφιάλωσης και συσκευασίας γενικότερα. Αλλά και η Πολιτεία θα πρέπει, πρώτα εκείνη, να σταθεί αρωγός στην προσπάθεια αυτή, δημιουργώντας το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο, καθώς και όλες τις άλλες προϋποθέσεις, για την διάθεση του «Ελαιοχωρίτικου» ελαιόλαδου, και των βρωσίμων ελιών στις μεγάλες αγορές της Αθήνας και του εξωτερικού.

Η δημιουργία σύγχρονου φυγοκεντρικού ελαιοτριβείου και συσκευαστηρίου ελαιολάδου από τον χωριανό μας Χρήστο Καγκλή αποτελεί οπωσδήποτε μια θετική εξέλιξη. Όμως κατά την απόψή μας αυτό δεν είναι αρκετό. Απαιτείται η δημιουργία μεγάλης μονάδας τυποποίησης ελαιολάδου και βρωσίμων ελιών, ώστε να απορροφάται ολόκληρη η παραγωγή των ελαιώνων του χωριού και να διατίθεται στην αγορά «επώνυμα», ώστε να διασφαλίζονται υψηλές τιμές διάθεσής του.

Το εξαιρετικά ξηρό και υγιεινό κλίμα της περιοχής, σε συνδυασμό με την τελευταία σημαντική βελτίωση του οδικού δικτύου, προς τις πεντακάθαρες «παρθένες» ακτές της ανατολικής Κυνουρίας, με την μείωση του χρόνου μετάβασης εκεί, σε ένα τέταρτο της ώρας περίπου, μπορεί να αποτελέσει το χωριό μας, προσφιλή προορισμό γιατην διαμονή Ελλήνων αλλά και κατοίκων του εξωτερικού, κατά την περίοδο των διακοπών τους.

Όμως και εδώ απαιτούνται σημαντικές παρεμβάσεις, με την προβολή των κλιματικών πλεονεκτημάτων της περιοχής και την δημιουργία οργανωμένων καταλυμάτων (πανσιόν ή ξενοδοχείων), καθώς και εστιατορίων (ταβερνών), που θα προσφέρουν άνετη διαμονή στους επισκέπτες. Και εδώ η Πολιτεία πρέπει να σταθεί αρωγός, στην προσπάθεια των ενδιαφερομένων να δημιουργήσουν οργανωμένα καταλύματα και εστιατόρια, εντάσσοντας τις προσπάθειές τους αυτές, σε υφιστάμενα Ευρωπαϊκά προγράμματα.(Leader κλπ).

Τέλος η άμεση τουριστική αξιοποίηση από την Πολιτεία και της σιδηροδρομικής διαδρομής Άργους-Τρίπολης, με την επαναλειτουργία του σιδηροδρόμου, στα πρότυπα του «τραίνου του Πηλίου», και την δημιουργία στο σταθμό του χωριού κατάλληλης υποδομής (αναψυκτήριο- καφενείο- εστιατόριο), θα δώσει σίγουρα νέα ώθηση στην τουριστική ανάπτυξη του χωριού, με απρόβλεπτες θετικές εξελίξεις. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι στο εξωτερικό αναβαθμίζουν και εκσυγχρονίζουν παρόμοιες εγκαταστάσεις σε πολύ πιο δύστροπα γεωγραφικά ανάγλυφα, χωρίς να ξανακάνουν φαραωνικά έργα, που γεμίζουν τον τόπο τσιμέντο και καταστρέφουν το τοπίο καθώς και την ομορφιά του παλαιού δικτύου.

Υπάρχουν τέτοιες γραμμές που συνδυάζουν επιβατική, τουριστική και εμπορική λειτουργία (π.χ.Bernina Express Ελβετίας, Mariazell Bahnhof Αυστρίας κλπ.) ή λειτουργούν αμιγώς για τουριστική χρήση, με την οικονομική συμβολή ή απλά εθελοντική παροχή βοήθεια από τοπικούς φορείς ή φυσικά πρόσωπα (π.χ. Durango & Silverton Train USA, Train a vapeur des Cevennes Γαλλία κλπ.) προσπορίζοντας τέτοια κέρδη στις κοινότητες που διασχίζει το τραίνο, που σε κάποιες περιπτώσεις ολόκληρα χωριά ζουν από τα έσοδα αυτού του τουρισμού.

Αν όμως δεν υπάρξει καμιά εξέλιξη, από αυτές που προαναφέραμε ή ακόμη και άλλες, που ίσως σκεφτούν και υλοποιήσουν άλλοι συγχωριανοί μας, η  κατάσταση στο χωριό, από άποψη ανάπτυξης, αν παραμείνει όπως είναι σήμερα, τότε είναι μαθηματικά βέβαιο πως σε λίγα χρόνια, για την επόμενη γενιά των συμπατριωτών μας, το χωριό θα παραμένει απλή ανάμνηση και τα σπίτια του θα ρημάζουν ακατοίκητα, αφού θα έχουν φύγει από τη ζωή και οι τελευταίοι εναπομείναντες, που φύλαξαν, ως το τέλος, τις «Θερμοπύλες» του χωριού μας.

                                                  Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης

Τρίτη 1 Ιουλίου 2025

 

                Η  ΔΙΑΝΟΙΞΗ ΤΩΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡΟΜΩΝ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ - ΤΑ ΠΡΩΤΑ      ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΑ

 

Πριν το έτος 1959 δεν υπήρχε οδική επικοινωνία του χωριού με την Τρίπολη, ούτε  πρωινό λεωφορείο ή άλλο μεταφορικό μέσο να μεταφέρει τους συγχωριανούς μας οδικώς εκεί, για να τακτοποιήσουν πρωί - πρωί τις δουλειές τους. Έτσι για να είναι έγκαιρα στην Τρίπολη αναγκάζονταν να ταξιδεύουν νύχτα μέχρι εκεί με το τραίνο. Έπρεπε να πάρουν το νυχτερινό «ωτομοτρίς», που το μοναδικό νυχτερινό του δρομολόγιο για την Τρίπολη ήταν γύρω στις 2.30 μετά τα μεσάνυχτα. Δεν υπήρχε άλλο δρομολόγιο έως την επομένη το μεσημέρι προς αυτή την κατεύθυνση. Έτσι αναγκάζονταν, πολλές φορές βρέχοντας ή περπατώντας μέσα στο χιόνι, να διασχίζουν με το φακό στο χέρι τους θεοσκότεινους δρόμους του χωριού, μέχρι να φτάσουν, ανηφορίζοντας, στο σταθμό του τραίνου. Εκεί περίμεναν μέσα στο κρύο «απαγγιάζοντας*» συνήθως στην παγωμένη αίθουσα αναμονής του σταθμού, μέχρι να έρθει το τραίνο. Και όταν έφταναν στην Τρίπολη τους περίμενε άλλη ταλαιπωρία. Έπρεπε να περπατήσουν μέσα στη νύχτα, από το σιδηροδρομικό σταθμό μέχρι την κεντρική πλατεία της πόλης, απόσταση ενός χιλιομέτρου περίπου, και να περιμένουν στο μοναδικό διανυκτερεύον καφενείο, στην πλατεία του Αγίου Βασίλειου, μέχρι το ξημέρωμα, για να πάνε στις δουλειές τους.

     Οι χωριανοί επειδή, όπως προαναφέρθηκε, είχαν άσχημες εμπειρίες από τις ταλαιπωρίες που υφίσταντο καθημερινά  κατά την διαδικασία μετάβασής τους στην Τρίπολη, θεώρησαν την διάνοιξη του δρόμου μέχρι το Παρθένι σαν έργο πρώτης προτεραιότητας. Σημειωτέον ότι το Παρθένι εκείνη την εποχή είχε ήδη οδική επικοινωνία με την Τρίπολη. Έτσι από το έτος 1957 ξεκίνησε η χάραξη του δρόμου, παράλληλα και λίγο πιο κάτω από την σιδηροδρομική γραμμή σε όλο της σχεδόν το μήκος, από το ύψος του σιδηροδρομικού σταθμού του χωριού, μέχρι την σιδηροδρομική σήραγγα του Παρθενίου. Στη συνέχεια έγινε αποψίλωση από τα πουρνάρια στα σημεία που θα γινόταν η διάνοιξη. Οι χωριανοί αρχικά ξεκίνησαν την αποψίλωση οικειοθελώς και χωρίς αποζημίωση για την εργασία που προσέφεραν. Εφοδιάστηκαν με πριόνια και κλαδευτήρια που χρησιμοποιούσαν στα χωράφια τους και  έφτιαξαν συνεργεία, δηλαδή ομάδες των πέντε με δέκα ατόμων. Χώθηκαν μέσα στα πουρνάρια και τις γλαντινιές και άρχισαν να τα κόβουν, να τα ξεριζώνουν και να τα καίνε. Έτσι δημιούργησαν μέσα στο δάσος της ροϊνάς μια μακρόστενη λωρίδα έκτασης γης, γυμνής από θάμνους και δέντρα. Στη συνέχεια άρχισε η διάνοιξη του δρόμου. Η διάνοιξη πραγματοποιήθηκε κυρίως με «προσωπική εργασία» των κατοίκων του χωριού και με πρωτόγονα σκαπτικά εργαλεία (κασμάδες, φτυάρια, λοστάρια, φορητά βενζινοκίνητα μικρά κομπρεσέρ, για την διάνοιξη φουρνέλων κλπ) και την βοήθεια της Νομαρχίας Αρκαδίας. Στη χάραξη, τη διάνοιξη και τη σκυρόστρωση του δρόμου οι χωριανοί δούλευαν εκεί ολημερίς χωρίς να υπολογίζουν ωράρια  και μόνο το μεσημέρι έκαναν μια μικρή διακοπή για να φάνε τα βρισκούμενα που είχαν πάρει  από το σπίτι τους. Η τροφοδοσία τους  γινόταν με δικά τους έξοδα. Τα πρωϊνά φεύγοντας για τη δουλειά έπαιρναν μαζί τους  το μικρό ταγάρι ή τον ντορβά* με το ξεροφάϊ  και την μικρή μποτίλια με το κρασί που τους είχε βάλει κοντά η νοικοκυρά του σπιτιού, το κρεμούσαν στον ώμο και πήγαιναν με τα πόδια μέχρι το χώρο της εργασίας τους. Το βράδυ, κατάκοποι πιά από τον κάματο της ημέρας, ξαναγύριζαν στο χωριό με τα πόδια.  H «προσωπική εργασία» συνίστατο στην υποχρεωτική, χωρίς αμοιβή, προσφορά εργασίας για ένα δεκαήμερο ή δεκαπενθήμερο κάθε χρόνο, εκ μέρους κάθε ενήλικα άρρενα κατοίκου του χωριού, σε κοινωφελή έργα, σύμφωνα με τις αποφάσεις και τις υποδείξεις του Προέδρου της Κοινότητας. Οι υπόχρεοι κάτοικοι με την προσωπική εργασία συμμετείχαν εκτός από την διάνοιξη του δρόμου, και σε δεντροφυτεύσεις, σε εκσκαφή υδραγωγείων κλπ.

   Για την διάνοιξη απαιτήθηκε μεγάλο χρονικό διάστημα και έντονες προσπάθειες των κατοίκων, ιδιαίτερα σε ωρισμένα πετρώδη σημεία του δρόμου, στο Παλιοκρόπι, στα Καραπανέκα και στην περιοχή του Αρμακά.Στα σημεία αυτά όλη την ημέρα οι  χωριανοί κυλούσαν τις πέτρες με τα χέρια, χτυπούσαν με τα βαριά σφυριά, τις βαριές, τις αιχμηρές πέτρες,  ενώ  άλλα συνεργεία άνοιγαν με τα χειροκίνητα κομπρεσέρ φουρνέλα και τα γέμιζαν με εκρηκτική ύλη (Τ.Ν.Τ.) με τα φιτίλια να προεξέχουν πάνω από τις τρύπες των φουρνέλων.Το βράδυ, όταν  αποχωρούσαν από το σημείο εργασίας τα συνεργεία, έβαζαν φωτιά στα φιτίλια. Τότε η εκρηκτική ύλη προκαλούσε το θρυμματισμό των βράχων  με συνεχείς ομοβροντίες, που αντηχούσαν μέσα στις ρεματιές και σε μεγάλη απόσταση, ενώ σύννεφα σκόνης  ανέβαιναν στον ουρανό στο σημείο εκείνο. Αλλά και στα υπόλοιπα κομμάτια του δρόμου που ήταν το έδαφος πιο μαλακό, η διάνοιξη γινόταν με τους κασμάδες, τα φτυάρια και τα καρότσια, απαιτούσε δε μεγάλη μυϊκή δύναμη και ψυχικό σθένος από τους χωριανούς. Ακολούθησε η σκυρόστρωση του δρόμου με υλικά  που προήρχοντο από τον επιτόπιο  θρυμματισμό  των λίθων που  είχαν βγεί κατά την διάνοιξη, με το τριβείο που είχε διαθέσει η Νομαρχία. Έρχονται στο μυαλό μας οι σκηνές, όταν οι αείμνηστοι δάσκαλοι μας επανειλημμένα μας οδηγούσαν, τους μεγαλύτερους μαθητές και μαθήτριες του σχολείου, κατά μήκος του καινούριου δρόμου για να απομακρύνουμε από το οδόστρωμα τις πέτρες που ήταν σκορπισμένες πάνω σε αυτό, βοηθώντας με τον τρόπο αυτό στην αποπεράτωσή του. Έτσι πραγματοποιήθηκε η οδική σύνδεση του χωριού, μέσω Παρθενίου, με την Τρίπολη. Ο δρόμος αυτός παρέμεινε σκυρόστρωτος μέχρι τελευταία. Τα αυτοκίνητα και τα λεωφορεία κυλούσαν πάνω στο σκυρόστρωτο οδόστρωμα, αφήνοντας πίσω τους συννέφα σκόνης ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες.  Τελευταία άρχισε να ασφαλτοστρώνεται και υπάρχει προοπτική να συνεχίσει η ασφαλτόστρωσή του σε όλο το μήκος του, για να θυμίζει στη γενιά μας  τη σθεναρή θέληση και τις πρώτες προσπάθειες των γονιών μας, για τον εκσυγχρονισμό και τη βελτίωση της οδικής επικοινωνίας του χωριού  με τα αστικά κέντρα.

     Ένα φθινοπωριάτικο απογευματινό του 1959 φάνηκε στις στροφές του Αρμακά το πρώτο αυτοκίνητο να έρχεται στο χωριό. Ήταν ένα επιβατηγό-ταξί του Κώστα Μπουτσικάκη που είχε έδρα την Τρίπολη. Το νέο μαθεύτηκε αμέσως και οι κάτοικοι του χωριού, οι πιο ενθουσιώδεις έτρεξαν προς τον Αρμακά για να διευκολύνουν το πέρασμά του, απομακρύνοντας τις πιο μεγάλες πέτρες από το οδόστρωμα, ενώ άλλοι το περίμεναν λίγο πιο πάνω από το Δημοτικό σχολείο. Όταν το αυτοκίνητο έφτασε στα καφενεία της «αγοράς» του χωριού, το υποδέχτηκαν ο Πρόεδρος της κοινότητας, οι άλλες Αρχές καθώς και όλοι οι χωριανοί, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, που είχαν μαζευτεί εκεί στο μεταξύ, με αγκαλιές λουλούδια, κεράσματα και γλέντια. Ένα μικρό πανό που κρέμασαν κάποιοι μπροστά στη μηχανή του αυτοκινήτου έγραφε και αυτό τα καλωσορίσματα. Ορισμένοι κάτοικοι «ασήμωναν» το αυτοκίνητο, ρίχνοντας πάνω στα καθίσματά του κέρματα και χαρτονομίσματα. Μάλιστα ο γιατρός του χωριού ο Γιαννάκος Παναγάκος έβαλε στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου για «ασήμωμα» ένα χαρτονόμισμα των πεντακοσίων δραχμών, σημαντικό χρηματικό ποσό για την εποχή εκείνη. Η άφιξη αυτοκινήτου στο χωριό ήταν για όλους τους χωριανούς ένα άπιαστο όνειρο, που εκείνη την ημέρα γινόταν πραγματικότητα.

Τα πρώτο φορτηγό αυτοκίνητο που κυκλοφόρησε στο χωριό ήταν των αδελφών Κόκκωνα από το Καστρί, που την εποχή του τρύγου εκείνης της χρονιάς φόρτωνε μούστο για να τον μεταφέρει και να τον διαθέσει στην αγορά της Τρίπολης. Ακολούθησε το φορτηγό του Ηλία Καραγιάννη επίσης από το Καστρί. Ήταν παλιό ανατρεπόμενο στρατιωτικό φορτηγό μάρκας «τζέϊμς», που είχε αποσυρθεί εν τω μεταξύ από το στρατό και είχε περιέλθει στην ιδιοκτησία του Καστρίτη. Αυτό εξυπηρετούσε αρχικά τις μεταφορικές ανάγκες των κατοίκων του χωριού, κυρίως σε αδρανή υλικά και υλικά οικοδομών γενικότερα.

Τα σχολιαρόπαιδα του χωριού έτρεχαν πίσω από το αυτοκίνητο, ανέβαιναν στην καρότσα του και γύριζαν εποχούμενα τις γειτονιές του, απολαμβάνοντας με αυτό τον τρόπο τη θέα του χωριού, κάτι που γι’ αυτά ήταν πρωτόγνωρο. Με την πάροδο του χρόνου προμηθεύτηκαν και Μασκλινιώτες φορτηγά αυτοκίνητα Δημόσιας χρήσης. Κυκλοφόρησαν στο χωριό τα φορτηγά αυτοκίνητα του Κώστα Μπαμπά, μάρκας «Hanomac» και του Γιάννη Τόγια μάρκας «Mercedes». Με αυτά πραγματοποιούντο για μεγάλο χρονικό διάστημα οι εμπορευματικές μεταφορές μεταξύ του χωριού και της ευρύτερης περιοχής μας. Μετά τις συνεχείς βελτιώσεις του οδοστρώματος του αυτοκινητόδρομου, και του εσωτερικού οδικού δικτύου του χωριού οι κάτοικοι προμηθεύτηκαν για τις μεταφορικές ανάγκες τους, σχεδόν όλοι, μικρά «αγροτικά» φορτηγά αυτοκίνητα αλλά και επιβατηγά, για την μετάβαση αυτών και των οικογενειών τους στις γειτονικές πόλεις αλλά και εκτός του Νομού.

Τα λεωφορεία, που στην αρχή χρησιμοποιήθηκαν και σαν φορτηγά, άρχισαν να εκτελούν καθημερινά, τις πρωινές ώρες, δρομολόγια, μέσω Παρθενίου, Αγιοργήτικων και Στενού προς την Τρίπολη, και το μεσημέρι ακολουθούσαν την αντίστροφη διαδρομή, επιστρέφοντας στο χωριό. Έτσι ξεπεράστηκε το πρόβλημα της μετάβασης των κατοίκων του χωριού στην Τρίπολη με το νυχτερινό τραίνο, που, όπως αναφέρουμε και σε άλλο σημείο του παρόντος, καταντούσε ένα απέραντο ξενύχτι. Τα πρωινά λεωφορεία μετέφεραν πιά το επιβατικό κοινό του χωριού, που μετέβαινε εκεί, για τις αγορές του και την τακτοποίηση διαφόρων υποθέσεών του.Επίσης φόρτωναν πάνω στη οροφή τους τα ταγάρια και τα καλάθια με τα τρόφιμα, που προορίζοντο για τους Μασκλινιώτες μαθητές που φοιτούσαν στα Γυμνάσια της Τρίπολης. Τα μετέφεραν ασυνόδευτα μέχρι το τέλος της διαδρομής και τα ξεφόρτωναν στο μικρό καφενείο του Β. Κρεμαστιώτη κοντά στην πλατεία Κολοκοτρώνη, στην  περιοχή της Μεταμόρφωσης, από όπου τα παραλάμβαναν με το σχόλασμα οι μαθητές του χωριού. Επιστρέφοντας το μεσημέρι στο χωριό τα λεωφορεία επανέφεραν τους Ελαιοχωρίτες και τα διάφορα μικροαντικείμενά τους, που είχαν προμηθευτεί από την αγορά της Τρίπολης, όσοι φυσικά δεν είχαν επιστρέψει εν τω μεταξύ στο χωριό με το τραίνο.

Αργότερα, την δεκαετία του 1980, έγινε με σύγχρονα πλέον μηχανήματα (μπουλντόζες, μεγάλα κομπρεσέρ κλπ) και η διάνοιξη του δρόμου από το χωριό μέχρι την Ανδρίτσα. Έτσι πραγματοποιήθηκε και η οδική σύνδεση του χωριού με την γειτονική πόλη του Άργους αλλά και την περιοχή της Αργολίδας γενικότερα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990  και αυτός ο δρόμος ασφαλτοστρώθηκε.Η ασφαλτόστρωσή του αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες,επειδή ένα μεγάλο τμήμα του ανήκει στην αρμοδιότητα της Νομαρχίας Αργολίδας  και το υπόλοιπο στην Αρκαδία. Ταυτόχρονα έγινε και η διάνοιξη και η ασφαλτόστρωση ενός άλλου δρόμου, μήκους τριών χιλιομέτρων περίπου, παράλληλα με το βαγιόρεμα, που συνέδεσε το χωριό με την κεντρική οδική αρτηρία Τρίπολης - Άστρους. Έκτοτε η οδική επικοινωνία με την Τρίπολη και τα χωριά της Τεγέας διεξάγεται μέσω αυτής της οδικής σύνδεσης, οπότε ο δρόμος που κατασκευάστηκε αρχικά και οδηγεί προς το Παρθένι, σχεδόν εγκαταλήφθηκε, ενώ το χωριό απέκτησε εύκολη πρόσβαση προς το Άστρος και γενικότερα προς την παραλιακή Κυνουρία. Σήμερα η οδική επικοινωνία του χωριού με την γύρω περιοχή είναι πλέον ευχερέστατη και πραγματοποιείται καθημερινά σχεδόν είτε με τα λεωφορεία του ΚΤΕΛ της Τρίπολης, είτε με τα ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητα των κατοίκων του. Παράλληλα το 2010 διακόπηκαν τα δρομολόγια του τραίνου από Αθήνα προς  Τρίπολη και αντίστροφα. Ολόκληρο το σιδηροδρομικό δίκτυο και οι σιδηροδρομικοί σταθμοί εγκαταλήφθηκαν στη μοίρα τους. Έτσι από τη χρονολογία αυτή η οδική σύνδεση  του χωριού μας με την Τρίπολη  και τα άλλα αστικά κέντρα έμεινε ο μοναδικός τρόπος επικοινωνίας τους.

Στη δεκαετία του 1980 άρχισε και η διάνοιξη των δρόμων του εσωτερικού δίκτυου του χωριού. Αρχικά τσιμεντοστρώθηκε  ο δρόμος από το σταθμό του τραίνου, μέχρι την εκκλησία του ΑηΓιώργη και ακολούθησε η διάνοιξη και η τσιμεντόστρωση των δρόμων προς όλες τις γειτονιές. Γκρεμίστηκαν οι τεράστιοι πέτρινοι μαντρότοιχοι που ήταν χτισμένοι κατά μήκος και παράλληλα των δρόμων που έτσι έγιναν φαρδύτεροι, ενώ οι λιθοσωροί των τοίχων έγιναν άμμος και χαλίκι με τα τριβεία (σπαστήρες) για την τσιμεντόστρωσή τους. Έτσι η μετάβαση των χωριανών στην εκκλησία του ΑηΓιώργη, στα καφενεία του χωριού και στα καταστήματα τροφίμων έγινε πιο άνετη. Σταμάτησαν πιά να τσαλαβουτούν το χειμώνα στα νερά μέσα  στις λακούβες των δρόμων και το καλοκαίρι στη σκόνη από το κοκκινόχωμα. Τώρα σχεδόν όλο το εσωτερικό οδικό δίκτυο του χωριού έχει ασφαλτοστρωθεί. Ταυτόχρονα άρχισαν να διανοίγονται και οι δρόμοι που οδηγούν στις περιοχές του Σαμονιού, στα αμπέλια και στον Καυκαλά. Οι χωριανοί  στο μεταξύ προμηθεύτηκαν μικρά φορτηγά ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητα  και έτσι η μετάβαση και η επιστροφή τους στα χωράφια τους έγινε  άνετη και σύντομη. Με αυτά κουβαλούσαν στο χωριό την παραγωγή τους και όλα τους τα χρειαζούμενα (ξύλα κλπ). Πως να ξεχάσει κανείς εκείνες τις ατέλειωτες ουρές από τα μουλάρια φορτωμένα με τον ελαιόκαρπο και πίσω τους πεζοπορώντας τους κατάκοπους από τον κάματο της ημέρας νοικοκυραίους του χωριού μας, όταν ανέβαιναν αγκομαχώντας τα χειμωνιάτικα βράδια τους ανηφορικούς μουλαρόδρομους, τις «σκάλες», που οδηγούσαν από το Σαμόνι στο χωριό. Το μαρτύριο της ανηφόρας  από το Σαμόνι ευτυχώς το απάλυνε λίγο το κομμάτι του δρόμου, το «ίσιωμα» όπως το έλεγαν, από «την κορφή τη σκάλα» μέχρι τα πρώτα σπίτια του χωριού. Με την πάροδο του χρόνου ανοίχτηκαν αγροτικοί  δρόμοι και προς τα πιο απομακρυσμένα και δυσπρόσιτα σημεία της ευρύτερης περιφέρειας του χωριού, φτάνοντας μέχρι τα Καταλύματα, την Κάρβια, τα Πίσω Μεσοραχίτικα και την περιοχή του Μασκλινιώτικου ΑηΛιά. Τα αυτοκίνητα άρχισαν να εκτοπίζουν τα ζώα (μουλάρια, γαϊδούρια και άλογα) με αποτέλεσμα τα τελευταία σήμερα να έχουν εξαφανιστεί από το χωριό. Όλα τα νοικοκυριά αποχωρίστηκαν με θλίψη τα ζώα που τους συντρόφεψαν για έναν αιώνα τουλάχιστον  και τους βοήθησαν στις μεταφορές τους. Τώρα μόνο ένα άλογο και κανένα γαϊδουράκι έχει απομείνει δεμένο στην αυλή κάποιου σπιτιού, για να θυμίζει  σε μας τις παλιές  ηρωικές εποχές του χωριού μας.

                                                               Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης

 

 

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2025

 

                   Η ΔΙΑΡΡΥΘΜΙΣΗ  ΤΩΝ   ΠΡΩΤΩΝ   ΣΠΙΤΙΩΝ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ  ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΣΚΕΥΗ ΤΟΥΣ

 

Το μεγάλο μέρος των κτισμάτων στην Μάσκλινα αλλά και σε όλη την περιοχή, μέχρι το 1850 περίπου, ήταν «καλύβια», πρόχειρα ισόγεια, ορθογώνια, στενόμακρα οικήματα με μικρό ύψος, ίσα-ίσα να στέκεται χωρίς δυσκολία άνθρωπος όρθιος. Πολλά από τα κτίσματα αυτά ήταν χτισμένα με «ξερολιθιά», χωρίς λάσπη για συνδετικό υλικό στους τοίχους, και ήταν  σκεπασμένα συνήθως με λίθινες πλάκες και σπάνια με κεραμίδια. Εξωτερικά  είχαν δύο εισόδους από την μια μεγάλη όψη του κτίσματος και μικρά συνήθως παράθυρα.

Στο εσωτερικό τους τα σπίτια ήταν χωρισμένα κάθετα στη μέση, με ξύλινο χώρισμα  (μεσάντρα*) και επικοινωνούσαν μεταξύ τους με εσωτερική ξύλινη πόρτα. Από την μια εξωτερική πόρτα έμπαιναν τα ζώα (γαϊδουρομούλαρα, κατσίκες, κουνέλια, κότες κλπ) στο χώρο του κτίσματος που είχε  χωμάτινο δάπεδο,  στο ίδιο επίπεδο με το έδαφος, και χρησίμευε για στάβλος, ενώ από την άλλη έμπαιναν οι νοικοκυραίοι στον άλλο  χώρο που χρησίμευε για κελάρι (αποθήκη κρασιού, λαδιού κλπ) και για την διαμονή της οικογένειας.

     Το κελάρι του σπιτιού ήταν και αυτό στο ίδιο επίπεδο με το έδαφος  με χωμάτινο δάπεδο. Καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας του χώρου του δωματίου. Βρισκόταν μπροστά στην εξωτερική είσοδο μπαίνοντας μέσα, ενώ ο  χώρος διαμονής των νοικοκυραίων βρισκόταν στο βάθος του δωματίου. Ήταν συνήθως υπερυψωμένος από το έδαφος, καγκελόφρακτος, με ξύλινο δάπεδο και υπερυψωμένος σε πατάρι, ογδόντα εκατοστά περίπου από το έδαφος. Σε αυτόν  ανέβαιναν με  τρία – τέσσερα ξύλινα σκαλιά. Σε εσοχή στη  μέση του εξωτερικού μικρού τοίχου του κτίσματος  βρισκόταν το τζάκι, που χρησίμευε για τη θέρμανση του χώρου και για το μαγείρεμα του φαγητού. Στην μια άκρη βρισκόταν το τραπέζι για το φαγητό και στην άλλη άκρη, ακριβώς απέναντι τα κρεβάτια της οικογένειας. Λιγοστό φως της ημέρας έμπαινε από τα δύο  μικρά παράθυρα, διαστάσεων 80 Χ 40 εκατοστών που βρίσκονταν εκατέρωθεν του τζακιού.

Μετά το 1850 εκτός από καλύβια, άρχισαν να κτίζονται συνεχώς και νέα γερά κτίσματα (ισόγεια και διώροφα) πάνω στον κεντρικό δρόμο, στα Αντωνέκα, στα Στρατηγέκα και στα Ζαρελιάνικα. Τα σπίτια που κτίστηκαν διώροφα είναι και αυτά ορθογώνια κτίσματα, με πελεκητά αγκωνάρια στις γωνίες τους καθώς και στις γωνίες των ανοιγμάτων τους (πόρτες και παράθυρα). Είχαν κτιστεί κατά το πρότυπο των σπιτιών της ευρύτερης περιοχής της ορεινής Κυνουρίας, ορισμένα δε είχαν και αψιδωτές αυλόπορτες Τσακώνικης τεχνοτροπίας. Η μεγάλη κλίση του εδάφους επηρέασε την αρχιτεκτονική των περισσότερων κατοικιών. Προέκυψε ο ανωγοκάτωγος τύπος σπιτιών σε δύο επίπεδα, το ισόγειο (κατώι) και τον όροφο (ανώι), όπου το κατώι έχει είσοδο στο χαμηλότερο σημείο του επικλινούς εδάφους και το ανώι στο ψηλότερο. Τα παράθυρα είναι μικρά, αρχικά  χωρίς τζάμια. Τα τζάμια αρχίζουν να χρησιμοποιούνται την περίοδο του μεσοπολέμου. Όμως τα παράθυρα που έφεραν πλαίσια με τζάμια, τα «τζαμιλίκια», τοποθετούντο στα ανοίγματα προς το εξωτερικό μέρος του παραθύρου και εσωτερικά έμπαιναν τα ξύλινα παραθυρόφυλλα που ήταν δίφυλλα και έκλειναν με τα κοντεμίρια. Η στέγη είναι τετράρριχτη και  καλύπτεται με καλάμια και πηλό από ασπρόχωμα, για να εξασφαλίζει στο σπίτι σχετική μόνωση. Πάνω από τα καλάμια τοποθετούνταν  συνήθως  πλάκες  από σχιστόλιθο ή βυζαντινά κεραμίδια. Ελάχιστα σπίτια έχουν στέγη με κεραμίδια Γαλλικού τύπου.

    Είναι σπίτια μακρόστενα σε σχήμα ορθογώνιου, με την μια στενή πλευρά τους χωμένη σχεδόν στο γερτό έδαφος. Προσκολλάται στην όψη της εισόδου του ορόφου ένα ακόμα κτίσμα στο ίδιο ύψος με το κατώι. Αυτό το κτίσμα συνήθως χρησιμεύει σαν λινός, για το πάτημα των σταφυλιών, ή αποθήκη τροφής των ζώων, ενώ η οροφή του, που είναι σκεπασμένη με πλάκες, αποτελεί την βεράντα (λιακωτό*) του σπιτιού και πολλές φορές είναι σκεπασμένη (χαγιάτι*). Γύρω από το λιακωτό υπήρχε ένα πεζούλι, το «τουράκι». Εκεί επάνω λιαζότανε ο τραχανάς, τα σύκα, οι σταφίδες και ό,τι άλλο ήθελε στέγνωμα.   

      Το ισόγειο (κατώι) του σπιτιού είχε ξεχωριστή μεγάλη είσοδο με δίφυλλη ξύλινη πόρτα, για να είναι δυνατή η είσοδος των μουλαριών με φορεμένα τα σαμάρια τους. Στο  μισό χώρο του ισογείου  σχηματιζόταν καμάρα  ενώ ολόκληρος αεριζόταν  από μικρά παράθυρα, τα «τεπέγκια» όπως τα έλεγαν, που συνήθως ήταν αντικρυστά μεταξύ τους και με την πόρτα της εισόδου, για να σχηματίζεται ρεύμα αέρα και να αερίζεται καλύτερα.Στο χώρο της  καμάρας, που η θερμοκρασία διατηρείτο σταθερή χειμώνα καλοκαίρι, υπήρχε το σεντούκι με τα σιτηρά - το κασόνι-,το βαγένι με το κρασί και τα πιθάρια με το λάδι. Σε μια γωνιά υπήρχαν τα απαραίτητα εργαλεία για τις αγροτικές δουλειές, αλέτρια, λαιμαριές, τραβηχτά, αξίνες, δικριάνια, δρεπάνια, δριμόνι*, ντουένι*. Στον υπόλοιπο χώρο, που η οροφή του ήταν από ξύλινα σανίδια,   ήσαν τα παχνιά που τοποθετούσαν την τροφή για τα μουλάρια και τα γαϊδούρια, ενώ σε μια γωνιά έδεναν τα ζωντανά τους (κατσίκες,πρόβατα κλπ). Σε μια άλλη άκρη υπήρχε ένα σανίδι για να κουρνιάζουν οι κότες,αν δεν υπήρχε κοτέτσι στην αυλή και η φωλιά τους για τα αυγά.

      Μέσα στο χώρο του λινού, μετά τον Σεπτέμβρη, όταν πιά δεν χρησιμοποιείτο για το πάτημα των σταφυλιών, αποθήκευαν, όπως προαναφέρθηκε, το άχυρο και το σανό που χρησίμευε για τροφή των μεγάλων ζώων. Αργότερα  πολλοί  κατασκεύασαν  μέσα στο ίδιο οικόπεδο έξω από το σπίτι και άλλο στεγασμένο κτίσμα, που το χρησιμοποιούσαν σαν  αχυρώνα (μπλέχτη), για την αποθήκευση των τροφών των ζώων. Αυτοί που δεν διέθεταν τέτοιους χώρους, για την αποθήκευση των ζωοτροφών, αναγκάζονταν να  αποθηκεύουν τις ζωοτροφές τους στους αχυρώνες και τα καλύβια γειτόνων τους, πληρώνοντας πολλές φορές σε αυτούς ένα μικρό ενοίκιο σε χρήματα  σε είδος ή  με εργασία στα χωράφια τους (όργωμα κλπ).

    Το κατώι με το ανώι επικοινωνούσε με μια καταπακτή, τον καταρράχτη* και μια αυτοσχέδια πρόχειρη ξύλινη σκάλα για να ανεβοκατεβαίνουν οι νοικοκυραίοι, ιδιαίτερα τις κρύες χειμωνιάτικες νύχτες. Στον ένα χώρο, στο «χειμωνιάτικο», βρισκόταν το τζάκι, που χρησίμευε για την θέρμανση της οικογένειας, αλλά για το μαγείρεμα του φαγητού. Κοντά στο τζάκι έβρισκε τη θέση και η γάτα για να ζεσταίνεται. Όλα τα σπίτια είχαν γάτες για να πιάνουν τα ποντίκια που αφθονούσαν. Όταν ανέβαιναν στο Καστρί τους καλοκαιρινούς μήνες, κουβαλούσαν και τη γάτα μέσα σε σακί, φορτωμένη στο μουλάρι μαζί με την υπόλοιπη οικοσκευή τους. Στην ποδιά του ενός παράθυρου, από τα δύο που βρίσκονταν αντικριστά στο χειμωνιάτικο υπήρχε υποτυπώδης νεροχύτης – γούρνα με ντενεκεδένιο νιπτήρα που τον γέμιζαν νερό και εκεί έπλεναν τα χέρια τους αλλά και τα πιατικά του σπιτιού.  Ο όροφος (ανώι) του σπιτιού είχε πάτωμα. Σε ξύλινα χοντρά κάθετα δοκάρια στήριζαν οριζόντια ψαλίδια και κάρφωναν επάνω τα σανίδια. Πολλά από τα σπίτια είχαν το μισό δάπεδο του ανωγείου ξύλινο και το άλλο μισό χωμάτινο ή πλακόστρωτο, γιατί, στην περίπτωση αυτή, κάτω υπήρχε καμάρα πέτρινη. Στις πρώτες κατοικίες οι πόρτες και τα παράθυρα έκλειναν με σιδερένιο μοχλό, το «κοντεμίρι». Ο όροφος του σπιτιού αρχικά ήταν δίχωρος.

Στον τοίχο του χειμωνιάτικου, σε μια σανίδα πλατιά ήταν τοποθετημένα όλα τα «αναχρικά»* όπως τα έλεγαν, δηλαδή τα τετζερέδια* από χαλκό που στο εσωτερικό τους γανώνονταν και απέξω ήταν κατάμαυρα από τον καπνό, τα ταψιά και τα σαχάνια. Υπήρχαν και πήλινα πιάτα μικρά και μεγάλα που τα έλεγαν τσανάκιες καθώς και πήλινα σκεύη που λέγονταν τσουκάλια. Αργότερα μετά το 1960 αντικαταστάθηκαν κάποια από αλουμινένια. Τα μαχαιροπήρουνα και τα κουτάλια ήταν σιδερένια και περιοδικά τα έδιναν στους καλαντζήδες για γάνωμα.

    Άλλα «αναχρικά» που χρησιμοποιούσαν ήταν: 1)το γουδί- μεταλικό μεγάλο ποτήρι με βάση,όπου κοπανίζανε το αλάτι, το πιπέρι, την κανέλλα και άλλα ανάλογα. Το ξύλινο γουδί χρησιμοποιούσαν για τη σκορδαλιά 2)Ο κεψές – τρυπητή μεγάλη κουτάλα για το άδειασμα – το κένωμα  - των φαγητών από την κατσαρόλα και το ταψί.3)το λαδικό –μικρό δοχείο λαδιού για την κουζίνα, τενεκεδένιο, πυραμοειδές με ρύγχος μακρύ. 4)ο μπαλτάς – για να κόβουν το κρέας σε μικρά κομμάτια.5) το μπρίκι –χάλκινο ή τενεκεδένιο που έψηναν τον καφέ και έβραζαν όλα τα αφεψήματα (τσάι, τίλιο, φασκόμηλο κλπ).6)το καβουρντιστήρι – σε αυτό καβούρντιζαν τον καφέ πριν τον κοπανίσουν στο γουδί. Ήταν σκεύος κυλινδρικό. Έβαζαν μέσα από ένα πλάγιο άνοιγμα που ανοιγόκλεινε τον καφέ και κατόπιν περιέστρεφαν πάνω από τη φωτιά τον κύλιδρο γύρω από έναν άξονα που τον διαπερνούσε. Στην άλλη άκρη ο άξονας είχε μια χειρολαβή, από όπου το κρατούσαν και το εγύριζαν.7) η σχάρα –μικρού  μεγέθους σιδερένια σχάρα για τις μπριζόλες στα κάρβουνα και το ψήσιμο των ψαριών. 8)το τηγάνι –σιδερένιο σκεύος γανωμένο με μακρύ χερούλι που χρησιμοποιείτο για το τηγάνισμα 9)το τρυπητό – σουρωτήρι για τα μακαρόνια και άλλα παρασκευάσματα 10) το χωνί – που ήταν τενεκεδένιο και χρησιμοποιείτο για να χύνουν υγρά στα μπουκάλια. Χωνιά υπήρχαν διαφόρων μεγεθών, άλλο για το λάδι, άλλο για το πετρέλαιο κλπ.11) το ακόνι – Έτσι έλεγαν ένα κομμάτι από σκληρή λεία πέτρα  μήκους είκοσι πόντων περίπου που χρησιμοποιούσαν για να ακονίζουν τα μαχαίρια και άλλα κοφτερά αντικείμενα.

    Κάτω από τη σανίδα που τοποθετούσαν τα παραπάνω, ακουμπούσαν το σκαφίδι για το ζύμωμα του ψωμιού και τις πινακωτές. Στο χειμωνιάτικο υπήρχε και εντοιχισμένο ντουλάπι, η «πιατοθήκη», που τοποθετούσαν τα πήλινα πιάτα, τα ποτήρια, τα μαχαιροπήρουνα καθώς και το ψωμί. Σε μέρος ευάερο, συνήθως κοντά σε παράθυρο κρεμούσαν το φανάρι, μικρό τετράγωνο αποθηκευτικό χώρο με ράφια και σίτα, όπου εκεί τοποθετούσαν ευπαθή τρόφιμα, για να διατηρούνται περισσότερο, ελλείψει ψυγείου.

     Στο παραγώνι του τζακιού, μπροστά στο άλλο παράθυρο του χειμωνιάτικου, υπήρχε ένα μεγάλο κρεβάτι με ξύλινη επιφάνεια. Σε αυτό ξάπλωναν οι γεροντότεροι της οικογένειας. Το χειμώνα ήταν στρωμένο με σαγίσματα και χιράμια. Το σάγισμα ήταν μάλλινο στρώμα από μαλλί γίδας πυκνοϋφασμένο και μαλακό, ένα είδος φλοκάτης. Το χιράμι ήταν ριγωτό άσπρο σεντόνι υφασμένο και αυτό στον αργαλειό. Άλλα έπιπλα μέσα στο δωμάτιο ήταν το μπεσίκι*, μια ξύλινη κούνια επάνω σε μια βάση και μια λαβή που την έπιαναν και κουνούσαν το μωρό. Στη μέση του δωματίου υπήρχε ένα στρογγυλό χαμηλό τραπέζι, ο σοφράς, που γύρω καθόταν όλη η οικογένεια σε μικρά σκαμνάκια για φαγητό. Όταν τέλειωναν το φαγητό το τραπέζι το έστηναν όρθιο στον τοίχο του χειμωνιάτικου. Ο άλλος χώρος, η σάλα, που χωρίζονταν από το χεμωνιάτικο με «μεσάντρα», ήταν το πιο κρύο δωμάτιο τον χειμώνα, γιατί δεν είχε θέρμανση. Ανάμεσα στα δύο παράθυρα της στενής πλευράς του δωματίου αυτού βρισκόταν ο καθρέφτης και γύρω από αυτόν οι μαυρόασπρες φωτογραφίες της οικογένειας. Κάτω από τον καθρέφτη υπήρχε το τραπέζι με το ανθοδοχείο και δίπλα η λάμπα του πετρελαίου, που φώτιζε το δωμάτιο. Σε μια γωνιά του δωματίου υπήρχε ένα μπαούλο και πάνω σε αυτό ήταν στημένος ο γιούκος*. Αυτός σχηματιζόταν από κουβέρτες και άλλα κλινοσκεπάσματα διπλωμένα με τάξη το ένα επάνω στο άλλο και σκεπασμένα με σεντόνι υφαντό στον αργαλειό (χιράμι).

     Για το φύλαγμα των ρούχων χρησιμοποιούσαν τις ντουλάπες, τα φορτσέρια και τα σεντούκια. Η ντουλάπα ήταν αρκετά μεγάλη και είχε συνήθως ένα μακρύ καθρέφτη στο μεσαίο εξώφυλο που ανοιγόκλεινε. Υπήρχαν σε πολλά σπίτια και ντουλάπες χωνευτές στον τοίχο. Το φορτσέρι ήταν ένα μπαούλο αρκετά μεγάλο παλαϊκής κατασκευής, κληρονομιά από απώτερους προγόνους από ξύλο γερό  και με άφθονα καλλιτεχνικά σκαλίσματα από πάνω και στις τρείς πλευρές του. Υπήρχαν και φορτσέρια με δερμάτινη επένδυση και κίτρινα μπρούτζινα καρφιά, που ήtαν καρφωμένα και σχημάτιζαν διακοσμητικά σχέδια. Το σεντούκι ήταν και αυτό μπαούλο από καλό ξύλο χωρίς όμως σκαλίσματα. Τα μπαούλα αργότερα εξελίχθηκαν σε ξύλινα με απλό ξύλο, με λαμαρινένια επένδυση εξωτερικά και στις γωνίες του, ενώ εσωτερικά ήταν επενδυμένο με απλό πολύχρωμο χαρτί.

Σε άλλη γωνιά της σάλας, αριστερά ή δεξιά της κύριας εισόδου του σπιτιού, βρισκόταν απαραίτητα το εικονοστάσι με τις εικόνες του Χριστού και της Παναγίας καθώς και άλλες με Αγίους, τα ονόματα των οποίων έφεραν τα μέλη της οικογένειας. Μάλιστα η αείμνηστη κυρά Κανέλλα του Κίκιζα είχε παραγγείλει για το προσκυνητάρι του σπιτιού τους εικόνα με την μορφή του Χριστού, της Παναγίας και του Προδρόμου στο πάνω μέρος και του Αγίου Νικολάου (πρωτότοκος γιός) του Αγίου Γεωργίου (ο σύζυγος) και του Αγίου Τρύφωνα (αδελφός) στο κάτω μέρος της εικόνας. Στο εικονοστάσι του σπιτιού μας υπάρχει μέχρι τα σήμερα η εικόνα με τις μορφές της Παναγίας και του Προδρόμου στο μισό πάνω μέρος και άλλων Αγίων με τα ονόματα μελών της οικογένειας μας στο κάτω μέρος της.  Εκεί σε μικρό ραφάκι ήταν τοποθετημένο και το καντήλι που το άναβε και σταυροκοπιόταν η νοικοκυρά του σπιτιού. Το άναβε με το αποξηραμένο χόρτο των αγρών, το λουμπινόχορτο. Το τοποθετούσε πάνω σε ένα κομμάτι καλάμι, την καντηλίθρα, για να επιπλέει πάνω στο λάδι. Για το νερό και το λάδι του καντηλιού χρησιμοποιούσε ειδικές κούπες κάπως χονδρότερες και χαμηλότερες από τις συνηθισμένες κούπες του νερού, τις καντηλόκουπες. Στο εικονοστάσι επίσης φυλάγαν σταυρολούλουδα, λουλούδια του επιταφίου και σε ένα μπουκαλάκι αγιασμό των Θεοφανείων,τον Μεγάλο Αγιασμό όπως τον έλεγαν. Δίπλα στο εικονοστάσι και το καντήλι ήταν κρεμασμένη και η στεφανοθήκη με τα στέφανα των νοικοκυραίων. Το καντήλι έκαιγε από την παραμονή της κάθε γιορτής και τα σαββατοκύριακα.

Η νοικοκυρά θυμίαζε επίσης τα εικονίσματα και κατόπιν  τα άλλα μέρη του σπιτιού με την κίνηση σε σχήμα σταυρού κάθε ημέρα την ώρα που κτυπούσε η καμπάνα του εσπερινού, απαραίτητα τα Σαββατόβραδα και τις παραμονές των μεγάλων εορτών καθώς και τα πρωινά που κτυπούσε η καμπάνα σημαίνοντας την έναρξη της Θείας λειτουργίας.

Στη μακριά πλευρά της σάλας βρισκόταν το συζυγικό κρεβάτι, που στην αρχή ήταν ξύλινο με τάβλες και τρίποδα και κατόπιν την δεκαετία του 1950 αντικαταστάθηκε από σιδερένιο με σουμιέ* με μπρούτζινα μπράτσα και στρώμα. Το στρώμα αρχικά το γέμιζαν με άχυρα ή πούσια*.Αργότερα  το γέμιζαν με βαμβάκι.  Ίδια ήταν και η γέμιση των μαξιλαριών. Τα παιδιά κοιμούνταν είτε σε ξύλινο κρεβάτι, απέναντι από το κρεβάτι του ζευγαριού, είτε κάτω στρωματσάδα, πάνω σε σαγίσματα. Το χειμώνα σκεπάζονταν με πολύ βαριά υφαντά σκεπάσματα, τις μπαντανίες όπως τις έλεγαν, και με τα παπλώματα, θήκες από πανί γεμισμένες με βαμβάκι, που με πολύ κόπο μπορούσαν να τα ανασηκώσουν. Εκτός από το μπαούλο του γιούκου, υπήρχαν και άλλα μπαούλα στο χώρο αυτό. Αν στο σπίτι υπήρχε γιαγιά είχε το δικό της φορτσέρι, μέσα στο οποίο, εκτός του άλλου ρουχισμού της, τοποθετούσε και τα «τα ταφιακά» της ρούχα με τα οποία θα την έντυναν για το τελευταίο της ταξίδι. Οι τοίχοι του σπιτιού ήταν χοντροί και έτσι τα παράθυρα στο μέσα μέρος είχαν ένα πρεβάζι μισό μέτρο φάρδος. Αυτό χρησίμευε πολλές φορές για να γράφουν τα παιδιά τα μαθήματά τους.Οι χώροι υγιεινής  (τουαλέτες κλπ) μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 ήταν εκτός  του σπιτιού, σε μια άκρη της αυλής του.

Αργότερα τα περισσότερα σπίτια του χωριού έγιναν τετράχωρου τύπου (χειμωνιάτικο, χολ, καμαρούλα, σάλα). Ο χώρος του χειμωνιάτικου παρέμενε όπως προαναφέραμε, αλλά ο χώρος της σάλας του σπιτιού διαιρείτο σε επί μέρους μικρά δωμάτια. Έτσι εμπρός από την κύρια είσοδο του σπιτιού σχημάτιζαν μικρό δωμάτιο, το χολ, και ακριβώς απέναντι από την κύρια είσοδο, εφαπτόμενο σε αυτό, άλλο μικρό δωμάτιο, την «καμαρούλα», που χρησιμοποιείτο είτε σαν κρεβατοκάμαρη των παιδιών είτε σαν μικρή αποθήκη. Εκεί κρεμούσαν και τις πάνινες σακούλες με τον τραχανά και τις χιλοπίτες. Στην καμαρούλα υπήρχε επίσης και η καταπακτή με τον καταρράχτη, που επικοινωνούσε ο χώρος διαμονής των νοικοκυραίων με το κατώι.

Τα περισσότερα σπίτια του χωριού χτίστηκαν από πελεκητή πέτρα και τα ανοίγματά τους (πόρτες, παράθυρα, υπέρθυρα) με «αγκωνάρια», μεγάλες πελεκητές ορθογώνιες πέτρες. Κατασκευάστηκαν επίσης και «αρχοντικά» σπίτια διώροφα, με μεγάλες σάλες και κρεβατοκάμαρες καθώς και άλλους βοηθητικούς χώρους, με «χαγιάτια» και βεράντες, στέρνες και αποθήκες, που ανήκαν προφανώς σε εύπορες οικογένειες. Τέτοια ήταν το σπίτι του «Κοτσιώνη», με την, Τσακώνικης τεχνοτροπίας, λιθόκτιστη και θολωτή αυλόπορτά του, που σήμερα έχει κατεδαφιστεί, εκεί που είναι σήμερα το καφενείο των κληρονόμων Καπράνου, και το σπίτι του Στυλιανού Σιάμπου ή «Μπουρδούση», που και αυτό έχει κατεδαφιστεί, εκεί που είναι σήμερα το σπίτι του Χρήστου του Διαμαντάκου, στο κέντρο του χωριού.Ο Γιώργης Βλάχος από την Ανδρίτσα που έζησε στο χωριό για μια πενταετία  στις σημειώσεις του γράφει γι’ αυτά τα δύο αρχοντικά. ”Το σπίτι του Κοτσιώνη αποτελούσε ολόκληρο κτηριακό συγκρότημα. Στο πιο πάνω μέρος ήταν ο σταύλος και οι αποθήκες. Πιο κάτω από αυτά τα κτίσματα ήταν το μαγαζί. Το επάνω μέρος ήταν κατοικία, το μεσαίο μαγαζί και το υπόγειο κρασαποθήκη. Το σπίτι του Σιάμπου ήταν για εκείνη την εποχή πολυκατοικία. Είχε ισόγεια και ανώγεια.Τα υψηλά διαμερίσματα προς την αυλή των Καγλέων ενοικιάζοντο σε δασκάλους και γιατρούς.Η κατοικία και το ανώγειο ήταν τετράγωνα 10 Χ 10. Στο δυτικό μέρος ήταν το μαγαζί από το οποίο εχωρίζετο με τοίχο. Ανάμεσα στο μαγαζί και την κατοικία υπήρχε ένα μικρό τετράγωνο με δύο πόρτες το ποίο μπορούσε να χρησιμεύσει για διάδρομος και για υπνωτήριο. Το διαμέρισμα αυτό το εκάλυπτε από τρία μέρη ένα Π μήκους και πλάτους επτά περίπου μέτρων. Το τετράγωνο αυτό το έλεγαν χειμωνιάτικο και τούτο διότι όσο κρύο και να έκανε έξω από το σπίτι στο εσωτερικό του διαμερίσματος αυτού δεν το αισθανόσουν. Εξ’ άλλου εκεί μέσα είχαν και τζάκι.Ο υπόλοιπος χώρος της κατοικίας εχρησιμοποιείτο ως αποθήκη ή εργαστήριο. Το σπίτι είχε και υπόγεια δεξαμενή νερού.Το σπίτι του Κοτσιώνη ήταν πραγματικός αντίπαλος σε μέγεθος του σπιτιού του Σιάμπου”.  Επίσης είχαν κτιστεί και άλλα μεγάλα, κυρίως δίπατα, σπίτια σε άλλα σημεία του χωριού, που ανήκαν και αυτά σε εύπορες οικογένειες.

 

                                                     Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης

 

Κυριακή 8 Ιουνίου 2025

 

                           ΜΑΓΑΖΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ  ΟΤΑΝ  ΑΚΟΜΗ  ΗΤΑΝ    ΖΩΝΤΑΝΟ

 

Το Ελαιοχώρι δεν είχε τυπικό κέντρο, όπως συνηθίζεται σε πολλά χωριά. Το κέντρο των εμπορικών και λοιπών δραστηριοτήτων μετατοπίστηκε σιγά –σιγά στις αρχές του 1900 περίπου, από τα Στρατηγέκα χάνια στα Κουρβεταρέκα, μετά στου Κοντογιάννη και στις μέρες μας στο σημερινό κέντρο του χωριού.

 Έτσι δημιουργήθηκαν κατά μήκος του κεντρικού δρόμου, που εκτεινόταν από την εκκλησία του χωριού μέχρι το σταθμό του τραίνου: το παντοπωλείο των αδελφών Αντρέα και Γιάννη Κουρβετάρη, λίγο πιο πάνω από την εκκλησία του Αη-Γιώργη. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 διασπάστηκε η επιχείρηση και κράτησε το κατάστημα αυτό ο Αντρέας. Λειτούργησε κατά κύριο λόγο σαν κατάστημα γενικού εμπορίου, αλλά δευτερευόντως και σαν καφενείο με δυό - τρία τραπέζια. Εκεί σύχναζαν και έπιναν τον καφέ τους κάτοικοι της γειτονιάς Γυμνιάνικα. Ο αδελφός του ο Γιάννης αγόρασε από τον Διαμαντόπουλο το πέτρινο διώροφο κτίσμα στο σταθμό του τραίνου και άνοιξε δικό του παντοπωλείο. Αργότερα εξελίχθηκε σε μεγάλο κατάστημα γενικού εμπορίου, μορφή με την οποία λειτουργεί μέχρι σήμερα.

    Παραπάνω στη δεξιά μεριά του κεντρικού δρόμου και στο ισόγειο του διώροφου σπιτιού του Χρήστου Στρατηγάκου λειτούργησε για πολλά χρόνια χασαποταβέρνα από τον ίδιο. Μετά το θάνατό του συνέχισε να λειτουργεί από το γιό του το Σταύρο. Ο μισός χώρος είχε διαμορφωθεί σε κρεοπωλείο, με τα απολύτως απαραίτητα σύνεργα. Ένα μεγάλο ερμάριο με επάλληλη πόρτα από ψιλή κρισάρα για να αερίζονται τα κρέατα που τοποθετούντο εκεί και να προστατεύονται από τις μύγες, ένα μεγάλο κούτσουρο φτιαγμένο από τον χοντρό κορμό πλατανιού, που χρησίμευε για την κοπή του κρέατος, και πάνω σε αυτό βρίσκονταν πάντοτε μικρά και μεγάλα μαχαίρια, πλατιές μαχαίρες και τα ακόνια (μασάκια) για το ακόνισμα των μαχαιριών. Σε ένα οριζόντιο σίδερο στην μέση του δωματίου κρέμονταν από τα τσιγκέλια τα σφαχτά που ήσαν έτοιμα για τεμαχισμό, για να διατεθούν στους πελάτες του καταστήματος. Στην άκρη πάνω σε έναν πάγκο βρισκόταν το χασαπόχαρτο με το οποίο τύλιγαν το κρέας, το ταμείο με τα χρήματα και η ζυγαριά με δύο μεγάλα τάσια δεξιά και αριστερά. Στο ένα τοποθετούσε ο μπάρμπα-Χρήστος το κρέας και στο άλλο τα απαραίτητα δράμια, μικρά βαρίδια φτιαγμένα από σίδερο, από ορείχαλκο ή από μολύβι για να το ζυγίσει.Στον άλλο μισό χώρο του δωματίου υπήρχαν τέσσερα – πέντε τραπέζια και εκεί κάθονταν οι θαμώνες της ταβέρνας για να απολαύσουν τους πεντανόστιμους μεζέδες, φτιαγμένους από τα χέρια της θειας μου Μαριγώς και να πιουν τα ποτηράκια τους από το φημισμένο κρασί του χωριού μας.

   Ακόμη πιο πάνω και στην ίδια κατεύθυνση του δρόμου λειτούργησε στην διάρκεια του μεσοπολέμου το καφενείο του Πολύβιου Κοντογιάννη, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1940. Σε αυτό λειτουργούσε παράλληλα και καφεκοπτείο, «έχυναν» το κερί της εκκλησίας και εμπορεύονταν τσιγάρα. Στη συνέχεια νοικιάστηκε από το γείτονά του Γεώργη Καγκλή (Κορδίκο) και τον Λυγδόγιαννη που το έκαναν ταβέρνα. Απέναντι από αυτό λειτουργούσε το χασάπικο του Γιώργη Καγκλή (Κορδίκου), στον ανήφορο και εκατέρωθεν του κεντρικού δρόμου του χωριού.

Στα μεταπολεμικά χρόνια λειτουργούσαν στην περιοχή που είναι η σημερινή πλατεία του χωριού, το περίπτερο-ψιλικατζίδικο του Γιάννη Στρατηγάκη (Θανουκόγιαννη) και το καφενείο στο σπίτι, ιδιοκτησίας τότε του Ι. Κοτσιώνη. Αυτό άλλαξε πολλά χέρια. Πριν το 1940 είχε νοικιαστεί από τον Βαγγέλη Κουρλιμπίνη (Κομματά) και τα αδέλφια του. Κατόπιν το κράτησαν κατά σειρά, για πολλά χρόνια ο Κώστας Λύγδας (Μάρκος) που έγινε και ιδιοκτήτης ολόκληρου του κτιριακού συγροτήματος, ο Παναγιώτης Αντωνάκος (Πάϊκος), ο Κώστας Σκιτζής με τον Δημήτρη Μήλη (Κάβουρα), ο Γιάννης Ράλλης και ο Πολιτιστικός Σύλλογος του χωριού. Τα τελευταία χρόνια το κράτησε η Vania Stancova.Τώρα ανήκει στους κληρονόμους του τελευταίου ιδιοκτήτη Γιώργου Καπράνου, με ενοίκιο στα χέρια του συγχωριανού μας Παναγιώτη Τσιώρου.

 

 

 

Παλιότερα μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1960, όταν δεν είχε ακόμα ηλεκτροφωτιστεί το χωριό, το άνοιγμα του καφενείου Καπράνου και το άναμμα της βενζινόλαμπας για την φωταγώγησή του λίγο πριν φέξει, (λόγω γειτονιάς) αποτελούσε για τους γονείς μου το ρολόϊ ή τον «κόκορα» όπως έλεγε ο αείμνηστος πατέρας μου, για να σηκωθούν από το κρεβάτι να πάνε στα χωράφια τους για το μεροκάματο.

Απέναντι ακριβώς, χτίστηκε καφενείο από το Γιώργο Στρατηγάκη (Γύφτο), σε ιδιόκτητο οικόπεδό του. Αυτός αφού το κράτησε αρκετά χρόνια, στη συνέχεια το ενοικίασε στον Γιώργη Μέγγο (Ντρίτσαλη). Τα τευταία χρόνια το κρατούσε ανοιχτό η Ελένη Σκλημπόσιου. Εκεί βρίσκαμε αποκούμπι και εμείς  ρουφώντας τον πρωινό  καφέ μας.

Χτές 27 Μάη 2025  ημέρα Κυριακή ήρθε  η τελευταία ημέρα λειτουργίας και αυτού του καφενείου. Από σήμερα 28 Μάη 2025 μπήκε λουκέτο στο καφενείο.Ασύμφορη πλέον είχε γίνει τα τελευταία χρόνια ακόμη και η στοιχειώδης λειτουργία του.Για κερδοφόρα επιχείρηση ούτε λόγος. Παρά τον εκσυγχρονισμό που είχαν πραγματοποιήσει οι ενοικιαστές τελευταία  και τις φιλότιμες προσπάθειές τους  να το κρατήσουν ανοιχτό, δεν ήταν πλέον δυνατή η λειτουργία του. Με πέντε πελάτες τις πρωινές ώρες και άλλους δέκα τις απογευματινές ήταν αδύνατο να εξακολουθήσει να πραμένει ανοιχτό. Έτσι έσβησε από το χάρτη του χωριού μας ένα ακόμη στέκι των Μασκλινιωτών και των φίλων του χωριού μας. Μπήκε, ίσως για παντοτινά, η ταφόπλακα στη λειτουργία του  καφενείου. Ακολούθησε δυστυχώς και αυτό την μοίρα όλων των καταστημάτων των ορεινών οικισμών της περιοχής μας. Τον επικήδειό του έγραψαν με λίγα λόγια δυο τρεις συγχωριανοί μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης,  και με ευχές για την επαναλειτουργία του, γιατί πάντα η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.

   Αλλά όμως η πληθυσμιακή κατηφόρα του χωριού  είναι συνεχής, αδυσώπητη και χωρίς επιστροφή. Αυτή επιρρεάζει καθοριστικά  και τα σημεία συνάντησης στο χωριό  του κάθε Μασκλινιώτη. Έμειναν ακόμη σε λειτουργία στο χωριό το άλλο καφενείο, το μπακάλικο στο κέντρο του χωριού και η εκκλησία του ΑηΓιώργη. Άραγε πιο από αυτά παίρνει σειρά να σβήσει από τον χάρτη του χωριού μας; Ας ευχηθούμε να μην ιδούμε καμμιά άλλη μεταβολή τόσο σύντομα.

 

 

 

Επίσης την δεκαετία του 1950 λίγο πιο πάνω από την αγορά, στο ισόγειο του σπιτιού του Δημοσθένη Λυγγίτσου λειτούργησε παντοπωλείο και καφενείο από τον ιδιοκτήτη του. Εκεί τρέχαμε τα πιτσιρίκια της γειτονιάς μου και μας «φίλευε» ο μπάρμπα-Δημοσθένης καραμέλες «ΝΑΣΚΟ» και αφράτα στραγάλια. Στον τοίχο πάνω από τον πάγκο του μαγαζιού ήταν κρεμασμένη έγχρωμη φωτογραφία με έναν ευτραφή γελαστό κύριο και την υποσημείωση «ο πωλών τοις μετρητοίς», ενώ στην ίδια φωτογραφία ακριβώς δίπλα φαινόταν ένας άλλος κατσούφης, ρακένδυτος κύριος που κρατούσε το κεφάλι με τα χέρια του και είχε την υποσημείωση «ο πωλών επί πιστώσει». Αργότερα και για κάμποσα χρόνια, μετά την κατεδάφιση του σπιτιού και το κτίσιμο του σημερινού, στο ισόγειο λειτούργησε καφενείο από τον Σταύρο Στρατηγάκη, στην ιδιοκτησία του οποίου περιήλθε το κτίριο.

Λειτούργησε ακόμη στην περιοχή της αγοράς το μπακάλικο-καφενείο του Γιώργη Καγκλή - (Χαρικλιά) στο ισόγειο του σπιτιού του που το κρατούσαν ανοιχτό τα παιδιά του ο Γιάννης και ο Βασίλης καθώς το μπακάλικο - καφενείο του Νίκου Μέγγου (Ντρίτσαλη). Σε αυτό για πολλά χρόνια στεγαζόταν και το κουρείο του, στην πίσω γωνιά της σημερινής αποθήκης του, που το είχε χωρίσει από τον υπόλοιπο χώρο με πρόχειρη ξύλινη κατασκευή ύψους ενός μέτρου περίπου. Στον τοίχο του μαγαζιού υπήρχε μια πινακίδα που ειδοποιούσε του πελάτες με την λαϊκή ρήση «Εάν μας αγαπάτε, βερεσέ μη μας ζητάτε». Απέναντι από την πλατεία λειτουργεί από το 1932 και η ονομαστή χασαποταβέρνα του Γιάννη Σκλημπόσιου. Εκεί συναντιόνταν καθημερινά οι χωριανοί, φίλοι του ποτηριού και του μεζέ, κουτσομπολεύοντας την καθημερινότητα του χωριού και τραγουδώντας αξέχαστα λαϊκά τραγούδια με την συνοδεία ενός ξεκουρδισμένου γραμμόφωνου και άλλα τραγούδια της «τάβλας» μέχρι τα μεσάνυχτα. Οι μπριζόλες και τα παϊδάκια που ψήνονταν στις σχάρες πάνω στο μεγάλο μαγκάλι στην πίσω αυλή της ταβέρνας «ξεσήκωναν» με τις ευχάριστες και γαργαλιστικές οσμές τους όλη τη γειτονιά. Κι’ εγώ τις παγερές νύχτες του χειμώνα χωμένος κάτω από τις κουβέρτες του κρεβατιού, στην καμαρούλα του σπιτιού μου, που είναι ακριβώς δίπλα στην ταβέρνα, αφουγκραζόμουνα μέσα στης νύχτας τη σιγαλιά τα τραγούδια τους και τα καληνυχτίσματά τους, καθώς ξέβγαιναν για τα σπίτια τους και έτσι με έπαιρνε ο ύπνος.

Στην περιοχή του σιδηροδρομικού σταθμού είχε αναπτυχθεί μεγάλη αγορά, όπως το κατάστημα γενικού εμπορίου του Γιάννη Κουρβετάρη. Στο κατάστημα αυτό εύρισκες ό,τι μπορείς να φανταστείς, είχε και «του πουλιού το γάλα». Σε μια γωνιά είχε αναρτήσει στον τοίχο την λαϊκή ρήση «πώληση τοις μετρητοίς και φιλία…..διαρκής». Για να γίνει κατανοητή η εμπορική κίνηση του καταστήματος εκείνη την εποχή σημειώνουμε ότι μερικές ημέρες της εβδομάδος και ιδιαίτερα τις Κυριακές συγκεντρώνονταν γύρω από το κατάστημα μέχρι και 150 μουλάρια με χωρικούς της γύρω περιοχής (Ανδρίτσα, Αγια Σοφιά, Άγιος Γεώργιος, κ.λ.π.) που έρχονταν στο κατάστημα να κάνουν τα ψώνια τους. Δίπλα ακριβώς από το κατάστημα του Κουρβετάρη στεγαζόταν η χασαποταβέρνα – καφενείο που λειτούργησε αρχικά από τον Γιώργη Καγκλή (Κορδίκο) και στη συνέχεια από τους Γιώργη Παπαϊωάννου (Γάλη- Γάλη) και Κώστα Μπαμπά. Τροφοδοτούσε με κρεατικά κυρίως τους κατοίκους του πάνω χωριού, ενώ εκεί στα λιγοστά τραπεζάκια της περνούσαν τις ώρες τους, απολαμβάνοντας τον καφέ τους και παίζοντας «πρέφα» και «δηλωτή» οι κάτοικοι της ίδιας γειτονιάς. Στο βορινό μέρος του κτιρίου του σταθμού λειτουργούσε το καφενείο του Παναγιώτη Κουρλιμπίνη (Μούντρου) που σε μια γωνιά του λειτουργούσε για μικρό χρονικό διάστημα και κουρείο, ενώ δίπλα στις γραμμές του τραίνου λειτουργούσε το περίπτερο του Γιώργη Κουρλιμπίνη (Πρέζα).

Στα 1920 λειτούργησε για λίγα χρόνια, και το παντοπωλείο των αδελφών Κίκιζα, στο νέο σπίτι τους, δίπλα στις γραμμές του τραίνου. Μετά πάροδο πενταετίας περίπου, άφησαν το κατάστημα στο χωριό, καθόσον ο μεγαλύτερος αδελφός τους στην αρχή και μετέπειτα ολόκληρη η οικογένεια, μετανάστευσαν στην Αθήνα, για αναζήτηση καλύτερης τύχης, ανοίγοντας αρχικά παντοπωλείο στην περιοχή του Μεταξουργείου, που ανέπτυξε σύντομα μεγάλη πελατεία. Εκεί με την εργατικότητά τους και το εμπορικό τους δαιμόνιο «έστησαν» τελικά την βιομηχανία ζυμαρικών «Μέλισσα», για την οποία θα αναφερθούμε εκτενέστερα παρακάτω. Το κατάστημα αυτό μέχρι τις αρχές του 1931 πέρασε στα χέρια των συγχωριανών μας Γιάννη Σκλημπόσιου και Χρήστου Σκιντζή, που είχαν συγγένεια μεταξύ τους. Από το 1932 παράτησαν τελικά το παντοπωλείο και ο πρώτος άνοιξε την ταβέρνα στην αγορά του χωριού, που λειτουργεί μέχρι σήμερα.

Η Παναγιώτα  Χουγιάζου θυμάται και αυτή στα μέσα του 1900, ανηφορίζοντας για το σταθμό, το κατάστημα γενικού εμπορίου του Αντρέα Κουρβετάρη, την χασαποταβέρνα του Χρήστου Στρατηγάκου, την χασαποταβέρνα του Γιώργη Καγκλή (Κορδίκου), το καφενείο του Πολύβιου Κοντογιάννη, το χασάπικο που στεγαζόταν στο σπίτι του Πάϊκου, το μπακάλικο στο ισόγειο του σπιτιού του Μπουρδούση, το μπακάλικο – καφενείο του Γιώργη Καγκλή (Χαρικλιά), το καφενείο στο σπίτι του Κοτσιώνη και την χασαποταβέρνα του Γιάννη Σκλημπόσιου στην αγορά και το κατάστημα γενικού εμπορίου του Διαμαντόπουλου στο σταθμό του τραίνου.

Η χαριτωμένη μικρή ιστορία, που διηγείται η  αείμνηστη Αγιασοφίτισσα Τσούμα Παναγιώτα, την οποία  καταχωρούμε αμέσως παρακάτω, δείχνει μερικά από τα μαγαζιά του χωριού μας  που επισκεπτόταν την εποχή εκείνη, τη δεκαετία του 1950, συχνά – πυκνά ο Αγιασοφίτης  Γιάννης Ρόλλας ή «Γιάνναρος»………..Ένα κυριακάτικο πρωινό ο Γιάνναρος είχε προγραμματισμένη επίσκεψη στο διπλανό μεγάλο χωριό, τη Μάσκλινα, για δουλειές, ψώνια, δημόσιες σχέσεις και άλλα. Από πολύ πρωί ετοίμασε το πολύτιμο σύντροφο και βοηθό του, το γαϊδαράκο του.Τον σαμάρωσε, έδεσε πίσω αριστερά στο σαμάρι μια χερουκλιά σανό και στην άλλη μεριά κρέμασε τον ντορβά με λίγο κριθάρι για να ξελημερίση* το ζωντανό. Η συμβία του, η κυρά Κατερίνα, του επέβαλε, παρά τη θέλησή του, να πάρει μαζί του και την μικρή τους ανηψιά, δέκα χρονών κοριτσάκι, που κείνη την εποχή παραθέριζε στο χωριό, όπως κάθε καλοκαίρι. Ήθελε να χαρεί λίγο το παιδί, βλέποντας ξένο τόπο και αλλάζοντας παραστάσεις και περιβάλλον.Τι μαγαζιά που είχε τότε η Μάσκλινα ! Τι κουρεία, σαμαρτζίδικα, πεταλωτήρια, τι δημόσιες υπηρεσίες  και άλλα πρωτάκουστα για το παιδί. Ξεκίνησαν για τη Μάσκλινα, πίσω αυτός και μπροστά η μικρή ανηψιούλα του, καβάλα στο γάϊδαρο. Αφού ανέβηκαν τον αρμακά ξαγνάντησαν στο χωριό. Φτάνοντας εκεί, πέρασαν έξω από τον ΑηΓιώργη που δεν είχε σχολάσει ακόμη. Ο Γιάνναρος έστρεψε το βλέμμα του προς την εκκλησία, κάτι μουρμούρισε, άφου δεν τα είχε τόσο καλά με τους Άγιους και συνέχισε το ταξίδι του για το δικό του «προσκύνημα». Σε λίγο, χωρίς πολύ συλλογισμό, σταμάτησε έξω από την ταβέρνα του Χρήστου Στρατηγάκη. Η είσοδος στην ταβέρνα ήταν μεγαλειώδης. Οι θαμώνες με την παρουσία του πετάχτηκαν όρθιοι, παντού φωνές επευφημίες και χαιρετισμοί από κάθε γωνιά του μαγαζιού. Δεν θέλει πολλά ο φιλοσοφημένος άνθρωπος, σκέφτηκε ο Γιάνναρος, για να είναι ευτυχισμένος σε τούτη τη ζωή. Καλή καρδιά, καλούς φίλους, μιά σαρδέλα,  λίγα τρίμματα τυρί πάνω σε μια λαδόκολα και κρασάκι ευλογημένο που μόλις το έπιασαν από το βαγένι στο υπόγειο. Μετά μιας ώρας κρασοκατάνυξη και αφού ευφράνθηκε η ψυχή του και στυλώθηκε η καρδιά του, βγήκε έξω από το ταβερνάκι, με αργό νωχελικό βήμα, χαμογελαστός και κεφάτος. Ο ήλιος είχε σηκωθεί ψηλά στον ουρανό και ολόκληρο το χωριό της Μάσκλινας χαιρόταν.Οι άνθρωποι, μετά την εκκλησία, χαμογελαστοί, μοιράζονταν στις ταβέρνες, τα καφενεία και τα άλλα μαγαζάκια του χωριού. Και είχε πολλές δουλειές να κάμει. Έπρεπε να πάρει μια μποτίλια πετρέλαιο και οινόπνευμα από το  μπακάλικο του Αντρέα Κουρβετάρη. Μπακαλιάρο και ξεραμένο χταπόδι από τους άλλους Κουρβεταραίους στο Σταθμό. Ήθελε να δεί τον Κορδίκο στη χασαποταβέρνα και είχε κανονίσει και μια συκωταριά, για επισφράγισμα της ημέρας,  στην ταβέρνα του Σκλημπόσιου. Και αν θα προλάβαινε θα πήγαινε στο καφενείο στο σταθμό και στο διπλανό χασάπικο του Μπαμπά…………..

Τα πιο πολλά μαγαζιά που υπήρχαν στην «αγορά», γύρω από σημερινή πλατεία του χωριού, έχουν πάψει  να είναι ανοιχτά, για την εξυπηρέτηση των χωριανών και ανήκουν πια στην «ιστορία». Λειτουργούν εκεί ακόμη μόνον τα δύο καφενεία, το ένα στο σπίτι του Κοτσιώνη, ιδιοκτησίας τώρα των κληρονόμων Γ. Καπράνου και το άλλο απέναντι που ανήκει στην ιδιοκτησία του Γιώργη Στρατηγάκη, καθώς και το παντοπωλείο του Νίκου Μέγγου. Επίσης στην ίδια περιοχή βρίσκεται και η ταβέρνα του Γιάννη Σκλημπόσιου που, όπως προαναφέραμε, λειτουργεί συνεχώς από το 1932 και παραμένει ανοιχτή όλες τις ημέρες του χρόνου. Τώρα έχει περάσει στα χέρια των εγγονών του. Έχει γίνει γνωστή στην ευρύτερη περιοχή της Αργολίδας και της Αρκαδίας για τους πεντανόστιμους μεζέδες της και τα υπόλοιπα πλούσια εδέσματα, που φτιάχνει με πολύ μεράκι η «αρχηγός» της επιχείρησης, η κυρά Ελένη. Στο σταθμό του τραίνου εξακολουθεί να λειτουργεί το παντοπωλείο του Γιάννη Κουρβετάρη, από το γιό του το Γιώργη, αλλά έχει χάσει πια και αυτό την παλιά του αίγλη, αφού ο σταθμός του τραίνου έχει πιά ερημώσει, ενώ όλα τα γύρω χωριά, που οι κάτοικοί τους ήταν πελάτες του, έχουν αποκτήσει οδική επικοινωνία με τις μεγάλες πόλεις και οι προμήθειες των κατοίκων τους πραγματοποιούνται πλέον από εκεί. Το έτος 2023 έκλεισε και αυτό το μαγαζί, λόγω συνταξιοδότησης των ιδιοκτητών του. Πάνε και οι εικόνες που εμφάνιζε τα πρωϊνά των Κυριακών η περιοχή  κάτω από τη σιδηροδρομική γραμμή μέχρι το σημερινό μνημείο των πεσόντων, εκεί γύρω από το μαγαζί του Κουρβεταρόγιαννη  με τα εκατό και πλέον μουλάρια, δεμένα με τα καπιστρόσκοινα στις τρύπες που σχημάτιζαν οι γύρω βράχοι μέσα στο γυμνό και άνυδρο τοπίο. Εκεί  περίμεναν τα ζώα καρτερικά, μέχρι να γυρίσουν από το μαγαζί οι αναβάτες τους  που είχαν καταφτάσει από τα γύρω χωριά για ψώνια, να τους τα φορτώσουν και να ξαναγυρίσουν με τα αφεντικά τους μεσημεριάτικα στον προορισμό τους.

                                                               Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος  - Μασκλινιώτης

 

  ΣΚΕΨΕΙΣ   ΓΙΑ   ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ   ΜΑΣ      Η κατάργηση του σιδηροδρομικού δικτύου και η   αριθμητική μείωση και   γήρ...