Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2024

 

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΤΡΑΙΝΟΥ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

 

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1890, μεγάλη ώθηση στην οικιστική, οικονομική, κοινωνική   και πολιτιστική ανάπτυξη του χωριού μας, έδωσε η κατασκευή και λειτουργία της σιδηροδρομικής σύνδεσης της  Αθήνας με την Τρίπολη και την Καλαμάτα, που πέρασε μέσα από το χωριό. Κάποιοι μάλιστα υποστηρίζουν, πως η ύπαρξη και η εξέλιξη του χωριού μας σε «κεφαλοχώρι» οφείλεται στην διέλευση του σιδηρόδρομου από την περιοχή μας. Ο πρώτος σιδηροδρομικός συρμός πέρασε από το σταθμό του χωριού την 2 Φεβρουαρίου 1892 και το ταξίδι από την Αθήνα ως την Τρίπολη διαρκούσε τότε οκτώ ώρες.

Την περίοδο κατασκευής του σιδηροδρομικού δικτύου χρησιμοποιήθηκαν και εργάτες από το χωριό αλλά και την γύρω περιοχή, που ως τότε ασχολούνταν μόνο με γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες. Οι κάτοικοι απέκτησαν έτσι πολλές γνώσεις από την επαφή τους με τα νέα μέσα της τεχνολογίας της εποχής. Με τα υλικά που περίσσεψαν από την κατασκευή των γεφυρών και του σιδηροδρομικού δικτύου γενικότερα, οι κάτοικοι έφτιαξαν εργαλεία για τις δουλειές τους και για τα σπίτια τους.

      Επειδή η εταιρεία κατασκευής του δικτύου ήταν Ιταλικών συμφερόντων, με Ιταλούς μηχανικούς, η ορολογία των υλικών και των κατασκευών παρέμεινε μέχρι σήμερα, όπως: γαλαρία (σήραγγα), ντρετσέρα (όρυγμα), τραβέρσα (στρωτήρας), περτζελάνα (είδος κονιάματος), γκανάτσα (μεταλλικός σύνδεσμος), φουρνέλο (πετρορρήκτης, δυναμίτης).

Την εποχή εκείνη ο σιδηρόδρομος συνέβαλε στην ενοποίηση και διεύρυνση της αγοράς και στην περαιτέρω βιομηχανική και γεωργική ανάπτυξη της Αρκαδίας γενικότερα. Η παρουσία του δημιούργησε συνθήκες για την ομογενοποίηση και χωροταξική οργάνωση της περιοχής. Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν τη λειτουργία του σιδηροδρόμου, η μεταφορά αλεύρων και άλλων εδώδιμων και αποικιακών προϊόντων από την Αθήνα στην Τρίπολη στοίχιζε περισσότερο από ότι η μεταφορά τους από το εξωτερικό στον Πειραιά.

    Η δημιουργία σιδηροδρομικού σταθμού στο χωριό μας συνέβαλε αποφασιστικά στην άρση της συγκοινωνιακής απομόνωσης ολόκληρης της περιοχής της Κυνουρίας. Αποτέλεσε κέντρο διακίνησης ανθρώπινου δυναμικού από και προς το χωριό μας και προς όλη την γύρω περιοχή. Επίσης  διακίνησε εμπορεύματα και αγαθά, εισήγαγε την τεχνολογία, μετέφερε τον Αθηναϊκό τύπο και το ταχυδρομείο από την Τρίπολη, την Καλαμάτα, το Άργος και την Αθήνα. Γενικότερα είχε ευεργετικές επιπτώσεις σε όλο το φάσμα της ζωής των κατοίκων της περιοχής.  

    Για πολλές δεκαετίες, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, όταν πια το αυτοκίνητο αποτέλεσε το κύριο μέσο μεταφοράς, ο σιδηροδρομικός σταθμός κατέστη σημείο μεγάλης επιβατικής και εμπορευματικής κίνησης. Καθημερινά οι κάτοικοι του χωριού, μετέβαιναν με το πρώτο πρωινό τραίνο στις γειτονικές μεγάλες πόλεις και την Αθήνα, για την τακτοποίηση των υποθέσεών τους με άνεση και ασφάλεια, και για την αγορά των απαραίτητων αγαθών και επέστρεφαν αυθημερόν ή την επομένη πάλι με το τραίνο στα σπίτια τους.Οι κάτοικοι του χωριού ενημερώνονταν καθημερινά για τα τοπικά και διεθνή γεγονότα μέσω των εφημερίδων που επωλούντο από τους εφημεριδοπώλες – επιβάτες του τραίνου. Το πλεονέκτημα της ενημέρωσης αυτής είχαν μόνον οι κάτοικοι του χωριού μας,δεδομένου ότι για πολλές δεκαετίες ο καθημερινός Αθηναϊκός τύπος δεν έφθανε σε κανένα άλλο χωριό της ορεινής Κυνουρίας, ελλείψει συγκοινωνιακών μέσων. Αλλά και οι επιβάτες του τραίνου οι προερχόμενοι από την Αθήνα και το εξωτερικό, που προορίζοντο για τα γύρω χωριά της Κυνουρίας αποβιβάζοντο στο σταθμό της Μάσκλινας και από εκεί με τα μουλάρια και  με αγωγιάτες Μασκλινιώτες κυρίως, οδηγούντο μαζί με τις αποσκευές τους  στα χωριά  τους.

Καθημερινά, πλην της επιβατικής κίνησης, φορτωνόταν και εκφορτωνόταν από το σταθμό στα τραίνα μεγάλος όγκος εμπορευμάτων.Φορτηγά  βαγόνια ανοιχτού και κλειστού τύπου στάθμευαν στις γραμμές αναμονής του σταθμού για μέρες  και εκεί  οι «παστές» ελιές και το λάδι, σε μεγάλες ποσότητες, φορτώνονταν στα βαγόνια, για να μεταφερθούν στις αγορές της Τρίπολης, του Άργους και της Αθήνας, Παράλληλα παντός είδους αγαθά και εμπορεύματα (οικοδομικά υλικά, ξυλεία, οικιακός εξοπλισμός κλπ) ξεφορτώνονταν στο σταθμό, και από εκεί φορτώνονταν στα μουλάρια  από τους ίδιους τους κατοίκους και προωθούντο στα σπίτια τους.            Εργάτες- αχθοφόροι Μασκλινιώτες μετέφεραν καθημερινά από τα φορτηγά βαγόνια του τραίνου, φορτωμένα στις πλάτες τους  τα σακιά, βάρους πενήντα κιλών περίπου, που περιείχαν  τσιμέντο, ασβέστη ή γεωργικά λιπάσματα. Τα τοποθετούσαν  στις γειτονικές αποθήκες του Κουρβεταρόγιαννη και του Γεωργικού Συνεταιρισμού που βρισκόταν στο διπλανό σπίτι του Κ. Κόκκωνα, για να καλυφθούν οι ανάγκες  των κατοίκων του χωριού και της ευρύτερης περιοχής.    

 Ο συμπατριώτης μας Γ. Μίλης στις αυτοβιογραφικές σημειώσεις του αναφέρει πως «το 1930 η συγκοινωνία γινόταν με δύο τραίνα την ημέρα, που ξεκινούσαν κάθε πρωί από την Αθήνα και την Καλαμάτα. Διασταυρώνοντο συνήθως στον Αχλαδόκαμπο. Η διαδρομή Αθηνών – Καλαμάτας και αντιστρόφως διαρκούσε τουλάχιστον δώδεκα ώρες. Τα τραίνα ήταν ατμοκίνητα και οι μηχανές έκαιγαν πετροκάρβουνο. Τώρα βέβαια γίνεται με αυτοκινητάμαξες (ωτομοτρίς) δηζελοκίνητες, με καύσιμο ύλη το πετρέλαιο, είναι πολύ ταχύτερες και κάνουν συχνότερα δρομολόγια ημέρα και νύχτα. Επίσης αναφέρει πως το 1935 ο Γιάννης Μίλης ή Κάβουρας προσελήφθη μόνιμος εργάτης στη σιδηροδρομική γραμμή και υπηρέτησε για πολλά χρόνια, μέχρι το 1967 που συνταξιοδοτήθηκε, «κλειδούχος*» στο σταθμό της Μάσκλινας»

     Θα αναφερθούμε όμως και σε ένα άλλο περιστατικό που δείχνει και αυτό τους δεσμούς που είχε δημιουργήσει η λειτουργία του τραίνου με τους κατοίκους του χωριού. Μιά φθινοπωρινή, θεοσκότεινη και βροχερή νύχτα του έτους 1958 η αυτοκινητάμαξα (ωτομοτρίς) γεμάτη από επιβάτες, εκτελούσε το δρομολόγιο Αθήνα - Καλαμάτα. Ενώ περνούσε μέσα από τα πέτρινα ορύγματα του «Αρμακά», ξαφνικά ένας κεραυνός κτύπησε ένα μεγάλο βράχο και τον έριξε μέσα στο όρυγμα. Αυτό είχε σαν συνέπεια να ακινητοποιηθεί η αυτοκινητάμαξα, αφού δεν μπορούσε να συνεχίσει το δρομολόγιό της. Αναγκάστηκε να επιστρέψει πίσω στο χωριό για να ζητήσει την βοήθεια των κατοίκων, που δούλευαν εργάτες στη γραμμή. Το γεγονός όμως αυτό αντελήφθησαν οο συγχωριανοί μας γείτονες, ο Γ. Παυλάκος και ο Θ. Μπαμπάς. Είχαν τα σπίτια τους λίγο παρακάτω από την σιδηροδρομική γραμμή στην περιοχή «Στρατηγέκα Χάνια». Παρά το γεγονός ότι ήταν περασμένα μεσάνυχτα σηκώθηκαν από τα κρεβάτια τους και αδιαφορώντας για τις άσχημες καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν, φορτώθηκαν τα σκαπτικά τους εργαλεία, ο ένας το φτυάρι και ο άλλος τη βαριά και έτρεξαν να προσφέρουν βοήθεια. Πήραν την ανηφορική γιδόστρατα* μέσα στο ρουμάνι* της Ροϊνάς και σε ένα τέταρτο περίπου έφτασαν στο σημείο που είχε πέσει ο βράχος. Αμέσως με τη βαριά έκαναν κομμάτια τον βράχο που είχε πέσει στο όρυγμα και πέταξαν τα κομμάτια του έξω από αυτό. Έτσι ελευθερώθηκαν οι γραμμές και η αυτοκινητάμαξα που έφτασε εν τω μεταξύ από το σταθμό του χωριού συνέχισε το δρομολόγιό της για την Τρίπολη.

       Για πολλά χρόνια, τις δεκαετίες του 1960 και 1970, «κατοικούσαν» σε φορτηγά βαγόνια, που είχαν μετατρέψει σε καταλύματα, στο σιδηροδρομικό σταθμό, ακόμη και σαράντα τεχνίτες ( γεφυράδες κλπ) των ΣΠΑΠ (ΟΣΕ), για να επισκευάζουν και να συντηρούν τα βαγόνια του τραίνου, τις σιδηροδρομικές γραμμές και τα σιδερένια γεφύρια της γραμμής, που αριθμούν δεκάδες στην ευρύτερη περιοχή. Κάτοικοι του χωριού εργάζονταν σαν εργάτες-υπάλληλοι του ΟΣΕ, για πολλές δεκαετίες, και απασχολούντο με την επισκευή και συντήρηση του σιδηροδρομικού δικτύου, στο κομμάτι της σιδηροδρομικής γραμμής από το Παρθένι μέχρι τον Σύρτη, στην περιοχή του Αχλαδοκάμπου, και έτσι ενίσχυαν το οικογενειακό τους εισόδημα.

     Όμως το αυτοκίνητο τελικά εκτόπισε το τραίνο. Από την διάνοιξη του αυτοκινητόδρομου προς το Παρθένι και αργότερα του αυτοκινητόδρομου προς το Άργος, μέσω της Ανδρίτσας, άρχισε η σταδιακή μείωση της μεταφοράς εμπορευμάτων και ανθρώπινου δυναμικού με το τραίνο, και ταυτόχρονα η υποβάθμιση της αξίας του σιδηρόδρομου.

Από το 2010 έχει «ανασταλεί προς το παρόν» η λειτουργία του σιδηρόδρομου που περνάει από το χωριό μας. Τα πέτρινα, θολωτά γεφύρια, οι σιδερένιες σιδηροδρομικές γέφυρες, οι σιδηροδρομικές γραμμές και τα κτίρια των σιδηροδρομικών σταθμών αποτελούν αψευδείς μάρτυρες αλλοτινών εποχών, που σημάδεψαν έντονα την κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ζωή των κατοίκων του τόπου και περιμένουν να λειτουργήσουν και πάλι.

Προς την κατεύθυνση αυτή τo Ελληνικό Τμήμα της Διεθνούς Επιτροπής για την Διατήρηση της Βιομηχανικής Κληρονομιάς εξέδωσε ψήφισμα και ζητάει από τους αρμόδιους Κρατικούς φορείς (ΟΣΕ, Υπουργείο Μεταφορών και δικτύων, Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού κλπ) να λάβουν άμεσα μέτρα διάσωσης και προστασίας ολόκληρου του σιδηροδρομικού δικτύου της Πελοποννήσου, του σπουδαίου αυτού πολιτιστικού πλούτου της χώρας. Έχει καταθέσει επίσης στις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού φακέλους τεκμηρίωσης για την γραμμή Κορίνθου - Μύλων - Καλαμάτας, ζητώντας την κήρυξη της γραμμής ως μνημείου. Τέλος ζητάει την διερεύνηση της δυνατότητας αξιοποίησης του σιδηροδρομικού δικτύου Πελοποννήσου, στην κατεύθυνση που κινούνται άλλα ιστορικά δίκτυα του εξωτερικού, που είτε είναι πλήρως ενεργά για επιβατικές ή εμπορευματικές μεταφορές ή λειτουργούν αμιγώς για τουριστική χρήση. Τελευταία καταβάλλονται προσπάθειες και από την Πολιτεία για επαναλειτουργία της σιδηροδρομικής γραμμής  για εμπορευματικές μεταφορές  μέχρι την βιομηχανική περιοχή   (ΒΙ.ΠΕ) της Τρίπολης.

                                                           Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

 

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2024

 

                      Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΕΛΑΙΟΤΡΙΒΕΊΩΝ ΣΤΗ ΜΑΣΚΛΙΝΑ                               

 

 Η μικρή βιομηχανία των ελαιοτριβείων,λιοτριβιών ή λιτριβιών στο χωριό μας  αναπτύχθηκε αμέσως με την δημιουργία του οικισμού, αφού τα βασικά προϊόντα που παράγονται ανέκαθεν στην περιοχή μας είναι  η ελιά και το λάδι.  Τα ελαιοτριβεία ήταν  ιδιοκτησίες συγχωριανών μας, ενός ή περισσοτέρων νοικοκυριών, και  λειτουργούσαν από τις αρχές του Δεκέμβρη κάθε χρόνου, μέχρι τα τέλη του Φλεβάρη  του επόμενου, περίπου.

      Τα πρώτα ελαιοτριβεία του χωριού  ήταν ζωοκίνητα και χειροκίνητα. Συνήθως με την δύναμη των μουλαριών κυλούσαν τις πέτρες, με τις οποίες πολτοποιούσαν τον ελαιόκαρπο, ενώ χειρωνακτικά λειτουργούσαν τα πιεστήρια  των ελαιοτριβείων, με τα οποία γινόταν η έκθλιψη του λαδιού. Οι φούρνοι των ελαιοτριβείων στους οποίους ζέσταιναν το νερό που ήταν απαραίτητο για να υποβοηθείται η έκθλιψη, τροφοδοτούντο με καυσόξυλα και με το στερεό κατάλοιπο από την έκθλιψη του ελαιολάδου, το «λιοκκόκι».Τα καυσόξυλα έφερνε στο ελαιοτριβείο φορτωμένα στο μουλάρι του ο νοικοκύρης, λίγο πριν αρχίσει η έκθλιψη του ελαιοκάρπου του. Ο φωτισμός τους γινόταν με μεγάλα λυχνάρια με καύσιμη ύλη το λάδι.

      Στα ελαιοτριβεία αυτά  μετέφεραν οι νοικοκυραίοι τον ελαιόκαρπο μέσα σε σακιά με τα μουλάρια τους και τα στοίβαζαν σε σωρούς σε μια γωνιά του, περιμένοντας τη σειρά τους  «να βγάλουν το λάδι». Όταν ξεκινούσε η διαδικασία της έκθλιψης τα σακιά με τις ελιές  αδειάζονταν ένα - ένα μέσα σε ένα μεγάλο ξύλινο ανεστραμμένο χωνί. Από το στενό στόμιό του έπεφταν αργά –αργά και σε μικρές ποσότητες οι ελιές πάνω σε ένα τσιμεντένιο αλώνι διαμέτρου τριών μέτρων περίπου με μεγάλα χείλια περιφερειακά του αλωνιού. Μέσα σε αυτό κυλούσαν περιστροφικά δύο όρθιες τεράστιες πέτρινες ρόδες, πάχους σαράντα  εκατοστών και διαμέτρου ενός μέτρου περίπου  η κάθε μια, στηριγμένες πάνω σε ένα σιδερένιο άξονα. Αυτές κινούντο με ξύλινο μηχανισμό και με την δύναμη των ανθρώπινων χεριών η από κάποιο μουλάρι. Οι εργάτες ή το μουλάρι   έφερναν γύρους, έξω από το πέτρινο αλώνι με τα υπερυψωμένα τσιμεντένια χείλη, κυλώντας τις πέτρες με ειδικό μηχανισμό. Οι πέτρες αυτές καθώς κυλούσαν, πολτοποιούσαν τον ελαιόκαρπο κάνοντάς τον πολτό (χαμούρι*).Για να διευκολύνουν την πολτοποίηση του ελαιόκαρπου οι εργάτες έριχναν πότε – πότε  πάνω στις πέτρες ζεστό νερό που έπαιρναν από το φούρνο του ελαιοτριβείου. Μόλις ο ελαιόκαρπος γινόταν πολτός, άνοιγαν το μικρό πορτάκι στα τσιμεντένια χείλη, στο ύψος της επιφάνειας του αλωνιού και ο πολτός χυνόταν μέσα στη διπλανή λίμπα που βρισκόταν χαμηλότερα από την επιφάνειά του. Τον έσπρωχναν προς τα έξω να πέσει στη «λίμπα*» οι πέτρες καθώς και ένας εργάτης με το φτυάρι.

      Έπειτα άρχιζε το στίψιμο του πολτού στο πιεστήριο. Η διαδικασία αυτή ονομαζόταν «τσόλιασμα». Ο πολτός που είχε πέσει μέσα στη λίμπα τον έπαιρνε ένας εργάτης με ένα δοχείο  και τον άδειαζε  μοιράζοντάς τον  μέσα σε ειδικούς τετράγωνους φακέλους που ήταν πλεγμένοι με σκοινιά, τα «τσόλια*». Άνοιγε το φάκελο σε κάθε τσόλι και  άπλωνε τον πολτό με το χέρι του στην εσωτερική κάτω επιφάνειά του. Έπειτα  σήκωνε το τσόλι και  το στοίβαζε  με τέχνη  σε στοίβα πάνω στη σταθερή σιδερένια βάση του πιεστηρίου. Αυτό λειτουργούσε χειρωνακτικά, δηλαδή με την βοήθεια ανθρώπινων χεριών. Η διαδικασία αυτή δεν ήταν εύκολη, αλλά επίπονη και χρονοβόρα. Μόλις στοίβαζαν καμμιά εικοσαριά τσόλια πάνω στη σταθερή σιδερένια βάση, βίδωναν σε κοχλία τον «παπά», μια σιδερένια τετράγωνη επιφάνεια που κατέβαινε από την πάνω επιφάνεια του πιεστηρίου, που βιδώνοντάς την άρχιζε να πιέζει από πάνω τα τσόλια. Στην αρχή το βίδωμα ήταν εύκολο αλλά όσο προχωρούσε η διαδικασία του στιψίματος τα πράγματα δυσκόλευαν. Ο «παπάς» άρχιζε να σφίγγει από περισσότερους εργάτες με την βοήθεια ενός τρίμετρου πουρναρόξυλου. Άφηναν λίγο να στραγγίσουν τα τσόλια και έπειτα συνέχιζαν το στίψιμο ρίχνοντας πάνω στα τσόλια με τις κανάτες ζεστό νερό για να διευκολύνουν το διαχωρισμό του λαδιού από το στέρεο υπόλειμμα στο τσόλι, το «λιοκκόκι». Έπειτα σήκωναν τον παπά ξεβιδώνοντάς τον και κατέβαζαν όλα τα τσόλια από την σιδερένια βάση του πιεστηρίου. Τότε άρχιζε και πάλι το κυρίως θέρμισμα. Ο ένας εργάτης έβαζε το τσόλι πάνω στην σιδερένια βάση του πιεστηρίου, ενώ ο άλλος άνοιγε το φάκελλο με τον πολτό και έχυνε μέσα μια κανάτα καυτό νερό που είχε ετοιμαστεί στο καζάνι του φούρνου του ελαιοτριβείου. Έτσι ξαναστοίβαζαν τα τσόλια πάνω στη βάση του πιεστηρίου και επαναλάμβαναν την διαδικασία του στιψίματος που περιγράψαμε παραπάνω. Με την διαδικασία του στιψίματος το λάδι μαζί με τα νερά (λιοζούμια*) έτρεχαν με αργούς ρυθμούς μέσα στη λίμπα. Στη συνέχεια άρχιζαν το «ξετσόλιασμα», άδειαζαν δηλαδή το περιεχόμενο από τα τσόλια, το λιοκκόκι, που ήταν σε στερεή μορφή και το σώριαζαν σε μια γωνιά για να παραδοθεί στη συνέχεια στον παραγωγό.  Σήμερα ένα τέτοιο διπλό χειροκίνητο πιεστήριο βρίσκεται σαν μουσειακό είδος πάνω στην μικρή πλατεία στα Ζαρελιάνικα, δίπλα στο γεφύρι της Μπαμπακίτισας.

     Ένας ειδικευμένος εργάτης, ο «κουμανταδόρος», έπρεπε να διαχωρίσει το νερό από το λάδι που είχαν μαζευτεί μέσα στη λίμπα, αφού ο «διαχωριστήρας» ήταν ανύπαρκτος την εποχή εκείνη. Άφηνε πρώτα να ηρεμήσει για λίγο χρονικό διάστημα το νερό που ήταν ανακατεμένο με το λάδι και είχε πέσει μέσα στην λίμπα,  οπότε το νερό  σαν βαρύτερο καθόταν κάτω από το λάδι. Ακολούθως έπαιρνε μια κανάτα ή μια κολοκύθα και με αυτή αφαιρούσε το λάδι που στεκόταν πάνω από την επιφάνεια του νερού και είχε «κορφιάσει», χωρίς όμως να μπορεί να κάνει γρήγορα την διαδικασία αυτή για να μην μαζεύει και νερό. Με τον τρόπο αυτό διαχώριζε το λάδι από το νερό που είχαν φύγει από το στίψιμο των τσολιών και είχαν  χυθεί μέσα στη λίμπα.  Αυτή η διαδικασία απαιτούσε εμπειρία και υπομονή, καθώς δεν υπήρχε δυνατότητα να δεί ακριβώς το σημείο που βρισκόταν η επιφάνεια του νερού, ούτε πόσο λάδι είχε απομείνει. Και φυσικά η φθορά ήταν μεγάλη, αφού δεν υπήρχε τρόπος να διαχωριστεί το λάδι από το νερό, ιδιαίτερα όταν οι δύο επιφάνειες έτειναν να ταυτιστούν. Το λάδι που μάζευε μέσα από την λίμπα το έριχνε με την βοήθεια άλλων εργατών σε ειδικά δερμάτινα δοχεία, τα «τουλούμια* ή ασκιά» ή σε  τσίγκινα δοχεία τις « λαδούσες».Αφού παρακρατούσαν οι υπεύθυνοι του ελαιοτριβείου μια ποσότητα του παραχθέντος ελαιολάδου, το «δικαίωμα» όπως το έλεγαν  και ήταν εκατοστιαία ποσότητα του παραχθέντος ελαιολάδου, σαν αμοιβή για την έκθλιψή του, η υπόλοιπη ποσότητα  φορτωνόταν από τον νοικοκύρη στα μουλάρια του, για την μεταφορά του, στα αποθηκευτικά δοχεία τα (ντεπόζιτα), στο κατώι του σπιτιού του. Τέτοια ελαιοτριβεία υπήρχαν τρία: το ένα λειτουργούσε δίπλα στο σπίτι του Τζούμα στην Κορολέκη γειτονιά, το άλλο στην τοποθεσία που είναι κτισμένο τώρα το σπίτι του Μπαρκούζου, στη συνοικία Τσαχρανέκα και το τρίτο πιο κάτω από το αλώνι του Γιαννακάκου, κοντά στο κέντρο του χωριού.

     Την δεκαετία του 1920 λειτούργησε το πρώτο πετρελαιοκίνητο ελαιοτριβείο. Τα  ελαιοτριβεία της κατηγορίας αυτής λειτουργούσαν με μηχανήματα, περιορίζοντας έτσι τις χειρωνακτικές εργασίες στη διαδικασία έκθλιψης του ελαιοκάρπου. και ο φωτισμός τους γινόταν από ηλεκτρογεννήτρια. Όλα διέθεταν μια μεγάλη πετρελαιομηχανή που έμπαινε σε λειτουργία και μετέδιδε την κίνηση σε όλα τα μηχανήματα  του εργοστασίου με τεράστιους ιμάντες (λουριά).Έτσι λειτούργησαν για πολλές δεκαετίες ο σπαστήρας , οι πέτρες και το πιεστήριο, που λειτουργούσαν χειροκίνητα, καθώς και ο διαχωριστήρας, που αντικατάστησε την εργασία του «κουμανταδόρου». Αργότερα, μετά το 1968, όταν έγινε η ηλεκτροδότηση του χωριού, η πετρελαιομηχανή αποτέλεσε μουσειακό είδος και κάθε μηχάνημα κινιόταν με ηλεκτρικό μοτέρ, ενώ προστέθηκαν και άλλα βοηθητικά μηχανήματα (αντλίες, πλυντήρια, αναβατώρια κλπ) που υποβοηθούσαν την έκθλιψη του ελαιοκάρπου.  Η διαδικασία έκθλιψης του ελαιολάδου σε αυτά τα ελαιοτριβεία γινόταν με τον ίδιο τρόπο περίπου  που περιγράψαμε παραπάνω.

      Στο χωριό μας λειτούργησαν για πολλά χρόνια τα μηχανοκίνητα «συμβατικά» ελαιοτριβεία: των αδελφών Γιάννη και Βασίλη Καγκλή, δίπλα στην πλατεία του χωριού, των αδελφών Παναγιώτη Λύγδα στην κατηφόρα του κεντρικού δρόμου, απέναντι από το σημερινό σπίτι του Νίκου του Αντωνάκου, και του Βαγγέλη Διαμαντάκου (Μακρέκο), στη συμβολή του δρόμου προς τη Μακρέκη γειτονιά και προς το κέντρο του χωριού, λίγο πιο πάνω από την εκκλησία του Αη Γιώργη. Λειτούργησαν αργότερα και άλλα πιο σύγχρονα συμβατικά ελαιοτριβεία, όπως το ελαιοτριβείο του Χρήστου Μακρή στα Στρατηγέκα Χάνια και το  «Συνεταιρικό» ελαιοτριβείο, που λειτούργησε σε συνεταιρική βάση και βρισκόταν στον ίδιο χώρο που βρίσκεται σήμερα το φυγοκεντρικό ελαιοτριβείο του Χρήστου Καγκλή. Το  φυγοκεντρικό ελαιοτριβείο έχει ήδη αναστείλει την λειτουργία του την τελευταία  πενταετία, λόγω μειωμένης παραγωγής ελαιοκάρπου από τους ελαιώνες του χωριού μας.

                                                                                 Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2024

 

       ΤΟ «ΜΕΡΟΔΟΥΛΙ»  ΤΟΥ ΜΑΣΚΛΙΝΙΩΤΗ ΣΤΟ ΣΑΜΟΝΙ ΓΙΑ ΤΟ ΛΙΟΜΑΖΩΜΑ

 

Η συλλογή του ελαιοκάρπου γινόταν κατά την διάρκεια του καταχείμωνου. Άρχιζε από τις αρχές του Δεκέμβρη και τέλειωνε στις αρχές του Μάρτη, ανάλογα με την ποσότητα της παραγωγής του ελαιοκάρπου. Παλιότερα, που δεν έφθαναν στον ελαιώνα αυτοκίνητα, το μάζεμα της ελιάς ήταν δύσκολη και επίπονη εργασία. Οι κάτοικοι ξεκινούσαν για τους ελαιώνες πριν ακόμη φέξει καλά η ημέρα, καβάλα στα γαϊδουρόμουλαρά τους, στα οποία είχαν φορτώσει και τα απαραίτητα εργαλεία που τους ήταν απαραίτητα για την συλλογή της ελιάς. (ράβδες, σακιά, το ταγάρι με το φαγητό της ημέρας κλπ).

Όταν έφταναν στα χωράφια, αφού τακτοποιούσαν πρώτα τα «ζωντανά» τους, δένοντάς τα στις γύρω «πατουλιές*» από πουρνάρια, άναβαν φωτιές για να ζεστάνουν το «κόκκαλό» τους, όπως ήταν «ξυλιασμένοι» από την ακινησία, αφού μετέβαιναν στα χωράφια συνήθως «καβάλα» πάνω στα μουλάρια τους. Περίμεναν στέκοντας γύρω από τη φωτιά μέχρι να φέξει καλά. Αν είχε πέσει χιόνι πάνω στις ελιόκλαρες, τίναζαν το χιόνι τραβώντας τις κλάρες για να μαζέψουν τον καρπό.

Μόλις έφεγγε, κυρίως οι εργάτες έδεναν τα σακούλια στην μέση τους, αγκάλιαζαν τις χοντρές κλάρες κοντά στον κορμό των δέντρων και σκαρφάλωναν σαν αίλουροι πάνω σε αυτά.  «Άρμεγαν» τον καρπό από τις ελιόκλαρες και τον τοποθετούσαν μέσα στο σακούλι τους. Όταν αυτό γέμιζε, το έδιναν σε κάποιον που δεν είχε ανέβει πάνω στα δέντρα, συνήθως στη γυναίκα του νοικοκύρη, που το άδειαζε μέσα στα τσουβάλια. Ο νοικοκύρης σκαρφάλωνε και αυτός στα ελιόδεντρα και έκοβε με το χειροπρίονο που είχε βάλει στη ζωστήρα του, τις κλάρες που ήταν γεμάτες με καρπό και δεν τις έφταναν να τις αρμέξουν οι εργάτες. Επίσης έκοβε και χοντρές κλάρες σχεδόν από την βάση του κορμού των ελαιόδεντρων για να ανανεωθούν. Εφάρμοζε την μέθοδο του «αυστηρού» κλαδέματος, όπως του την είχαν διδάξει οι πρόγονοί του. Κατά την διάρκεια του ελιομαζώματος οι εργάτες συζητούσαν μεγαλόφωνα μεταξύ τους και ορισμένοι από αυτούς, οι πιο μερακλήδες, τραγουδούσαν διάφορα δημοτικά τραγούδια.

Το μεσημέρι η νοικοκυρά έπαιρνε το ταγάρι με το φαγητό που είχε φέρει από το σπίτι και έστρωνε τραπέζι συνήθως σε ένα ξέφωτο για να φάνε οι εργάτες το μεσημεριανό τους. Άναβε και φωτιά εκεί κοντά για να ζεσταίνονται όλοι από την παγωνιά. Το μεσημεριανό φαγητό αποτελείτο συνήθως από μαλακό ψωμί, τηγανητό μπακαλιάρο, χοιρινό σκορδαλιά (πηχτή), κρεμμύδια, ξηρή τροφή ενώ το «πεντοχίλιαρο» μπουκάλι ήταν πάντα γεμάτο κρασί. Κατέβαιναν από τα δέντρα οι εργάτες με τον νοικοκύρη, σταματώντας την εργασία, και  κάθονταν  καταγής γύρω από το «τραπέζι» που είχε στρώσει καταγής η νοικοκυρά, ενώ ο νοικοκύρης πήγαινε να ρίξει φαγητό (σανό ή άχυρο) στα γαϊδουρομούλαρά του.

Μετά το μεσημέρι κάποιοι από τους εργάτες κατέβαιναν από τα δένδρα και με τα σακούλια δεμένα στη μέση μάζευαν το «χαμολόϊ*», τις ελιές που είχε ρίξει στη γη ο αέρας ή αυτές που έπεφταν την ώρα του μαζέματος. Όσες κλάρες δεν τις έφταναν για να «αρμέξουν» τον ελαιόκαρπο, τις έκοβαν με τα πριόνια και τις έριχναν στη γη, για να τις «αρμέξουν» αργότερα ή ράβδιζαν τις κλάρες με τον ελαιόκαρπο με τις ράβδες. Έτσι γέμιζαν σιγά - σιγά τα σακιά με τις ελιές, τα έκαναν «πλευρά*» και το βράδυ τις φόρτωναν στα γαϊδουρομούλαρα και τις μετέφεραν στα ελαιοτριβεία του χωριού. Μια ειδική ποικιλία, τις χοντρές «μανακοελιές», τις μετέφεραν στα σπίτια τους για να τις «παστώσουν». Παράλληλα φόρτωναν στα ζώα και αγκαλιές ελιόκλαρα, που τα μετέφεραν στα σπίτια τους, για το τάϊσμα των γιδοπροβάτων τους

Όλη η εργατιά (τα αφεντικά και οι εργάτες) επέστρεφαν στο χωριό με τα πόδια, περπατώντας για πάνω από μία ώρα, ανάλογα με την απόσταση, σχεδόν με το νύχτωμα. Όταν επέστρεφαν στο χωριό από το Σαμόνι η διαδρομή καταντούσε «μαρτύριο». Έπρεπε πρώτα να διανύσουν τον μουλαρόδρομο μέσα στον ελαιώνα που ήταν κάπως ξεκούραστος γιατί δεν ήταν ανηφορικός  και στη συνέχεια άρχιζαν να ανεβαίνουν αγκομαχώντας τις ανηφορικές «σκάλες» όπως τις έλεγαν. Οι σκάλες του Σαμονιού ήταν δύο. Η μια ήταν στο ανατολικό μέρος του και ξεκινούσε από την περιοχή  «καταράχι». Η άλλη βρισκόταν δυτικά και ξεκινούσε από το ρέμα του Αρκουδιά. Και οι δύο αυτοί μουλαρόδρομοι, οι  σκάλες, στο τέρμα της ανηφοριάς ενώνονταν  στο πάνω μέρος τους και το σημείο εκείνο το ονόμαζαν «κορυφή της σκάλας». Τα μουλάρια βαρυφορτωμένα  τα σακιά με τις ελιές καθώς ανέβαιναν αυτές τις ανηφόρες ιδροκοπούσαν και «φουρμάνιζαν» μέχρι να φτάσουν στην κορυφή της ανηφοριάς ενώ οι εργάτες και τα αφεντικά που συνόδευαν τα μουλάρια αγκομαχούσαν και αυτοί ανεβαίνοντας αυτές τις ανηφοριές.             Τελευταία μετά την κατασκευή αυτοκινητοδρόμων μέσα στους ελαιώνες, η μετάβαση των κατοίκων και των εργατών για ελαιοσυλλογή, γίνεται με τα αυτοκίνητα.

Τώρα δεν χρησιμοποιούνται πια οι «ράβδες», αλλά ραβδίζουν τον καρπό πάνω στα ελιόπανα με ειδικά βενζινοκίνητα ή ηλεκτροκίνητα ραβδιστικά μηχανήματα. Οι κάτοικοι άρχισαν να χρησιμοποιούν αρχικά μεταχειρισμένα στρατιωτικά αλεξίπτωτα και αργότερα τα μεγάλα ελιόπανα, που τα έστρωναν κάτω από τα δέντρα. Αφού ανέβαιναν πάνω σε αυτά, με τις «ξιόνες*» άρμεγαν τον καρπό με ευκολία πάνω στα ελιόπανα. Ο νοικοκύρης στο μεταξύ με το χειροπρίονο έκοβε τις κλάρες που ήταν φορτωμένες με καρπό και τις έριχνε πάνω στα πανιά, για να τις «αρμέξουν» οι εργάτες. Έτσι η διαδικασία του ελιομαζώματος έγινε πιο εύκολη και περισσότερο αποδοτική.

                                                                 Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

 

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2024

 

              ΟΙ ΔΑΣΚΑΛΟΙ  ΠΟΥ ΥΠΗΡΕΤΗΣΑΝ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΗΣ ΜΑΣΚΛΙΝΑΣ

 

  Θα αποτελούσε παράλειψή μας αν δεν αναφέραμε τους δασκάλους που πέρασαν από το Δημοτικό Σχολείο του χωριού μας και έμαθαν τα πρώτα γράμματα σε όλα τα παιδιά της Μάσκλινας. Τους οφείλουμε όλοι απέραντη ευγνωμοσύνη για όσα μας δίδαξαν. Από τα στοιχεία που βρήκαμε προκύπτει, πως οι δάσκαλοι, κατ’ αλφαβητική σειρά, που υπηρέτησαν κατά το διάστημα της λειτουργίας του στο σχολείο του χωριού, ήταν οι:

 Ασσιούρας Κων/νος,                               Ξυλιά Γεωργία

 Δημητρακόπουλος Χαράλαμπος            Παπάζογλου Ελένη

 Θεοδωρόπουλος Σταύρος                      Παναγόπουλος Κων/νος

                                                                 Παπαγιανόπουλος Ιωάννης

 Καραγιάννη Βασιλική                              Παπαχρόνη Αλκμήνη

 Καρλή Ελένη                                           Παυλάκος Βασίλης

 Κατσούλος Γεώργιος                              Σαρρής ή Γιατρόπουλος Γεώργιος

 Κοτσάνη Σωτηρία                                   Σωτηροπούλου Βασιλική

 Κυριακοπούλου Διονυσία                       Ταγκλής   Γεώργιος

 Κωνσταντούρος Αναστάσιος                  Τραϊτούρου Φωτεινή

 Μέγγος Ιωάννης                                     Τσιώλη Δήμητρα

 Μελιδώνης Ιωάννης                                Τσούκα Φωτεινή

 Μίσσιου Αγγελική                                   Φράγκος Παναγιώτης

 Μπλέσιος Γεώργιος                                Φιλοπούλου Παναγιώτα 

    Ο Ανδριτσινιώτης Γιώργος  Βλάχος που μαθήτευσε για πέντε χρονιές στο σχολείο του χωριού μας, στις σημειώσεις του  αναφέρεται στη βαθμολογία της επίδοσης των μαθητών εκείνη την εποχή και στην συνένωση των σχολείων Αρρένων και Θηλέων σε ενιαία μικτά τμήματα. Επίσης χαρακτηρίζει τον διευθυντή του Σχολείου δάσκαλο Κώστα Παναγόπουλο, την δασκάλα Τραϊτούρου Φωτεινή και τον δάσκαλο της τάξης του Γιάννη Παπαγιαννόπουλο:

 “Ο Διευθυντής του σχολείου ήταν από το Πιαλί της Τεγέας. Ήταν Ένας ψηλός φαλακρός άντρας με στριφτό μουστάκι. Ήταν τελειόφοιτος της Ακαδημίας Αθηνών πράγμα που τον ανέβαζε στην πρώτη βαθμίδα εκπαιδευτικών την εποχή εκείνη.(δεκαετία του 1920).Όλοι οι άλλοι συνεργάτες του ήταν βοηθητικοί. Αυτός έγραφε τα παιδιά, αυτός βαθμολογούσε και αυτός παρέδιδε τα ενδεικτικά.Πέντε χρόνια που έμεινα στη Μάσκλινα αυτός με εξέταζε κάθε διμηνία ,αυτός με βαθμολογούσε και αυτός έκρινε τι μου χρειάζεται και τι όχι.Το κύριο χαρακτηριστικό του Παναγόπουλου ήταν το αυστηρό του ύφος και το προσφιλέστερο γι΄ αυτόν μάθημα τα μαθηματικά.Ισχυρίζετο ότι ποτέ δεν θα τιμωρούσε μαθητή για αδυναμία αλλά μόνον για αμέλεια”.

“Στο σχολικό έτος 1925-1926 έφυγε από σχολείο Θηλέων της Μάσκλινας η δασκάλα και ήρθε μιά νέα. Η καινούρια δασκάλα  μολονότι γυναικάρα και όμορφη δεν φαινόταν να είχε και πολύ μυαλό.Και το λέω αυτό γιατί κάποτε την άκουσα να λέει. Εάν το μολύβι ενός κοριτσιού πέσει κάτω από το θρανίο,δεν θα αφήσω την ίδια να σηκωθεί να το πάρει αλλά θα στείλω να το σηκώσει ένα αγόρι.Η δασκάλα αυτή λεγόταν Τραϊτούρου Φωτεινή και μολονότι ανύπαντρη οι παραδόσεις του σχολείου μας επέβαλαν να την φωνάζουμε “κυρία”.

   Ο δάσκαλος της τάξης μου ο Παπαγιανόπουλος ήταν ένας ασύμετρος και ασουλούπωτος τύπος. Μέτριο κεφάλι, τεράστια κοιλιά, λεπτά χέρια και πόδια. Ήταν πολύ καλαμπουρτζής. Όταν του έφταιγε κάποιος Γιάννης συνήθιζε να λέει.-Κόψε ξύλο φτιάσε Αντώνη και από πλάτανο Μανώλη και αν ρωτήσεις και για Γιάννη, ο, τι ξύλο κόψεις κάνει.-

   Για την ενοποίηση των τμημάτων Αρρένων και Θηλέων του Σχολείου  σημειώνει: ”Πρώτη ημέρα που ήρθε η κυρία Φωτεινή στη Μάσκλινα επισκέφτηκε το σχολείο μας και όπως καταλάβαμε ως θέμα συζητήσεως εξ αρχής με το δάσκαλό μας ήταν η συνένωση των σχολείων. Την επόμενη Δευτέρα καθώς πήγαινα για το σχολείο απάντησα ένα συμμαθητή μου ο οποίος μου είπε. Πίσω, πίσω στη δασκάλα!!!Άν και διστακτικός τον ακολούθησα, μέχρι που φτάσαμε στο σχολείο των Θηλέων όπου ευρήκαμε αγόρια και κορίτσια μαζί. Η δασκάλα μας είπε να τακτοποιηθούμε όπως και στο σχολείο μας. Επέρασαν πέντε μήνες και τίποτα το έκτακτο δεν παρατηρήθηκε στις σχέσεις αγοριών και κοριτσιών”. Όμως καταρρίπτει και τον μύθο της μειονεξίας των κοριτσιών έναντι των αγοριών του σχολείου, άποψη που ήταν αντίθετη από αυτή της πλειοψηφίας των μαθητών του χωριού μας την εποχή εκείνη. Σημειώνει “πως στην τάξη του υπήρχαν και κορίτσια τα οποία ανταγωνίζονταν τα αγόρια και το κυριότερο παρουσίαζαν συνεχή καλυτέρευση, με αποτέλεσμα να προεικάζεται η κάποια μελλοντική υπεροχή των έναντι των αγοριών”. 

Τέλος σημειώνει πως “εκείνη την εποχή στα δημοτικά οι μαθητές βαθμολογούντο οι άριστοι  με 6, οι λίαν καλώς με 5 και οι καλώς με 4. Για ενδιάμεσους βαθμούς υπήρχαν και τα 4 2/4, η 5 3/8  κ.λ.π.”.

Στον κατάλογο των παραπάνω δασκάλων πρέπει να προσθέσουμε και τον συγχωριανό μας αείμνηστο  Γιώργο Μίλη, που υπηρέτησε στο σχολείο του χωριού μας για μικρά χρονικά διαστήματα στις δεκαετίες 1930 και 1940. Θεωρούμε τέλος καθήκον μας να μνημονεύσουμε  ιδιαίτερα τους αείμνηστους δασκάλους του υπογράφοντος Τσιώλη Δήμητρα, Καρλή Ελένη, Φράγκο Παναγιώτη και Κατσούλο Γεώργιο που κατά την περίοδο από 1956 μέχρι 1962 δίδαξαν σε μας προσωπικά και τους συνομηλίκους μας τα πρώτα γράμματα και μας έδωσαν τις εγκύκλιες γνώσεις. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τους σκεπάζει.

                                                               Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

 

 

                ΓΙΟΡΤΑΣΕ  ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ ΤΟ ΕΞΩΚΚΛΗΣΙ ΤΟΥ ΑΗΔΗΜΗΤΡΗ  ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΥΚΑΛΑΣ

     Λίγο πιο κάτω από την πηγή της Κάρβιας, στην περιοχή του Καυκαλά, πιο πάνω από τα Λιατσέκα καλύβια, στα Μεσοραχίτικα, στο εξωκλήσι που υπάρχει εκεί γιορτάστηκε με κατάνυξη και μεγαλοπρέπεια η γιορτή του Αγίου Δημητρίου, προς τιμή του οποίου κτίστηκε το εξωκλήσι. Την παραμονή  το βράδυ της εορτής  τελέστηκε εκεί Μέγας πανηγυρικός εσπερινός από τον ακάματο ιερέα του χωριού μας παπαΚώστα Παπαθεοδώρου και την κυριώνυμο ημέρα τελέστηκε πανηγυρική Θεία Λειτουργία με αρτοκλασία. Τις ακολουθίες του εσπερινού και της Θείας λειτουργίας παρακολούθησαν πλήθος ευσεβών και φιλακόλουθων συγχωριανών μας που ανηφόρισαν εποχούμενοι μέχρι εκεί. Ο καλός καιρός ήταν «σύμμαχος» για τον εορτασμό του Αγίου και έδωσε την ευκαιρία στους παρευρισκόμενους να απολαύσουν το καταπράσινο ορεινό τοπίο  και τη μαγευτική θέα. Χρόνια πολλά στους Δημήτρηδες και στις Δημητρούλες του χωριού μας. Ο Άγιος να σκέπει και να προστατεύει τους συγχωριανούς μας και το χωριό μας ολόκληρο.           

   Στο σημείο εκείνο  υπήρχε από παλιά ταπεινό χωμάτινο προσκυνητάρι σκεπασμένο με λίθινες πλάκες, προς τιμή του Αγίου, που το έκτισαν ευσεβείς χωριανοί μας περνώντας από εκεί ξεπέζευαν από τα μουλάρια τους,  άναβαν το καντήλι και προσκυνούσαν την εικόνα του, κάνοντας το σταυρό τους. Έπειτα ξανακαβαλούσαν στα ζώα τους και συνέχιζαν το δρόμο για τις δουλειές τους.

    Την περίοδο 1941-1942,υπήρχε στην περιοχή μεγάλη ανομβρία και οι χωρικοί κατέφυγαν στο Θεό και τους Αγίους του, για να ζητήσουν βοήθεια. Σύσσωμο το χωριό έκανε λιτανεία και στο σημείο που στήθηκε μετέπειτα το προσκυνητάρι, έγινε δέηση. Μετά από λίγο άνοιξαν οι καταρράκτες του ουρανού και έπεσε πολλή βροχή, που πότισε το διψασμένο  Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης οι συγχωριανοί  έκτισαν μεγαλύτερο πέτρινο προσκυνητάρι , με την εικόνα του ΑηΔημήτρη, για να ανάβουν ένα καντήλι οι στρατοκόποι που περνούσαν από εκεί.. Αργότερα ανανεώθηκε η παρουσία του Αγίου στο σημείο αυτό. Ο Γιώργης ο Καραπάνος και η μητέρα του Μαριγώ, ενώ δούλευαν εκεί κοντά στα χωράφια τους, ένοιωσαν μια έντονη μυρωδιά λιβανιού. Εκείνη την ώρα ακούστηκαν και φωνές από τον Γρηγόρη τον Κωνσταντίνου που δούλευε παρακάτω, γιατί αυτός είδε φωτιά στο σημείο του προσκυνηταριού και νόμισε ότι κάποιος την είχε ανάψει και κινδύνευαν από πυρκαγιά. Η Μαριγώ Καραπάνενα συγκλονίστηκε από το γεγονός και έφτιαξε σε εκείνο το σημείο με εισφορές των κατοίκων ένα μεγαλύτερο προσκυνητάρι με τσιμεντένια οροφή, προς τιμή του ΑηΔημήτρη.

Τέλος το 1980 ο Κώστας Ραμμόγιανης από το Καστρί και η σύζυγός του Μαρία, το γένος Γ.Σκλημπόσιου, αποφάσισαν να κτίσουν με δικές τους δαπάνες, στο σημείο εκείνο που βρισκόταν το προσκυνητάρι, μεγάλου μεγέθους εξωκλήσι, προς τιμή του Αγίου και στη μνήμη του αδικοχαμένου στη μάχη του Αχλαδόκαμπου του 1944 αδελφού της Μαρίας, του Δημήτρη. Ισοπεδώθηκε ο χώρος, κτίστηκε το εξωκλήσι, ιστορήθηκε το τέμπλο του με μεγάλες εικόνες Βυζαντινής τεχνοτροπίας, κατασκευάστηκε μικρή ομβροδεξαμενή και περιφράχτηκε το προαύλιό του με έξοδα των κτητόρων. Αργότερα συμπληρώθηκαν οι εικόνες του δωδεκάορτου στο τέμπλο της εκκλησίας με δωρεά ευσεβών κατοίκων του χωριού. Το εξωκλήσι είναι ρυθμού «απλής βασιλικής», ενώ εντύπωση προκαλεί το καμπαναριό του με την μικρή καμπανούλα του. Τα πεύκα, τα κυπαρίσσια και τα δεντρολίβανα φύτεψε στο προαύλιο του εξωκλησιού η αείμνηστη μητέρα μου Κωνσταντίνα, και τα περιποιόταν μέχρι που έφυγε από τη ζωή. Τα έξοδα της συντήρησης και του ευπρεπισμού στο εξωκλήσι αυτό, αλλά και στα άλλα εξωκλήσια του χωριού, αναλαμβάνουν κατά καιρούς ευσεβείς εύποροι Μασκλινιώτες, που έχουν εγκατασταθεί στο εξωτερικό και δεν ξεχνούν ποτέ τον τόπο που αναστήθηκαν.

 

                                                                      Γιώργος Στυλ... Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης

 

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2024

 

           ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ  ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΗΣ ΜΑΣΚΛΙΝΑΣ ΠΟΥ ΣΥΜΜΕΤΕΙΧΑΝ  ΣΤΗΝ ΕΠΟΠΟΙΙΑ ΤΟΥ 1940

 

Μεγάλος αριθμός κατοίκων της Μάσκλινας έτρεχαν  στο κάλεσμα της Πατρίδας, όταν τους είχε ανάγκη, για να υπερασπιστούν την ακεραιότητα και την τιμή της. Ογδόντα πέντε Μασκλινιώτες σκαρφάλωσαν πάνω στα Αλβανικά βουνά, για να προτάξουν τα στήθη τους στον εχθρό, κατά την εποποιϊα του 1940.

Ένας από αυτούς, ο αείμνηστος, τότε λοχίας, Γρηγόρης Εμμανουήλ Αντωνάκος έγραψε πολεμώντας στα Αλβανικά βουνά χρυσές σελίδες δόξας. Τον Νοέμβρη του 1940 πολέμησε στην πρώτη γραμμή με τον λόχο του στο Μόραβα και στο Γράμμο. Με το οπλοπολυβόλο στα χέρια και κάτω από καταιγισμό εχθρικών πυρών, έριξε τρεις ταινίες σφαίρες εναντίον των Ιταλών. Βοηθούμενος και από  άλλους τρεις στρατιώτες, ανάγκασε δύο (2) Ιταλικά πολυβολεία να σηκώσουν λευκή σημαία. Κατόρθωσε με δύο στρατιώτες του να συλλάβει  σαράντα επτά (47) Ιταλούς, που αμύνονταν στα πολυβολεία, μεταξύ των οποίων και τρείς (3) αξιωματικούς. Έπειτα πήρε εντολή να πάει με το λόχο του στο Γράμμο, όπου πολεμούσε το 27ο Σύνταγμα. Με την ενίσχυση του Συντάγματος από τους άνδρες του λόχου του, οι Ιταλοί τράπηκαν σε φυγή, εγκαταλείποντας σκηνές, όπλα και κανόνια, που περιήλθαν σε Ελληνικά χέρια.

Έτσι περιέγραψε ο ίδιος το μεγάλο του κατόρθωμα: «Το στρατηγείο έδωσε διαταγή να πάμε στο αλβανικό έδαφος, και το κάθε πυροβόλο θα το φρουρούσαν δύο διμοιρίες. Διά πρώτη φορά να πάει το πυροβολικό μπροστά από το πεζικό.
Όταν έγινε το λάθος και πήρε φωτιά όλη η γραμμή, οι Ιταλοί εγκατέλειψαν τα εφτά χωριά και έπιασαν τους πρόποδες του Μόραβα και του Γράμμου. Μια ημέρα πριν γίνει η εξόρμηση, πήγαν δύο διμοιρίες και δηλητηρίασαν όλα τα σκυλιά των χωριών, και την παραμονή του Αγίου Φιλίππου περάσαμε τα σύνορα και πάτησε το πόδι μας στο  εξωτερικό. Περάσαμε πρώτο και δεύτερο χωριό, και τοποθετήσαμε το πολυβόλα στα παράθυρα των ακραίων σπιτιών. Στις 6 η ώρα έρχεται το πυροβολικό. Στις 6.25 άρχισαν τα πολυβόλα και στις 6.30 άρχισαν οι σάλπιγγες. «Προχωρείτε, προχωρείτε! Του αητού ο γιος» και τροχάδην φτάσαμε σ’ ένα ποτάμι. Πιστεύω ότι το έλεγαν Δεβόλη. Ήταν περίπου δέκα μέτρα φαρδύς, με νερό και ακουμπώντας το όπλο τον περάσαμε. Όταν περνάγαμε το ποτάμι, μας έβαλαν οι Ιταλοί με αραιά πυρά και από μακριά. βγαίνοντας από το ποτάμι, ήταν ένα χτήμα με ετιές. Η διμοιρία είχε διάταξη δύο εμπρός και μία πίσω. Οι δύο ομάδες είχαν ακροβολιστεί και η δική μου πήγαινε κατά στοιχεία, που μια σφαίρα πολυβόλου μας πέρναγε όλους. Όταν βγήκαμε από τις ιτιές, δεχτήκαμε πυρά πολυβόλου. Γύρισα πίσω πέντε με έξι μέτρα και ηύρα μια ιτιά όρθια και μια κομμένη στους 40 πόντους, και πήρα το οπλοπολυβόλο από τον σκοπευτή. Εμπρός ήταν πέντε πολυβόλα (ιταλικά) πρόχειρα και σκεπασμένα με αντίσκηνο χρωματιστό, και φαινόταν μια τρύπα διά το πολυβόλο. Μόλις έριξα δύο με τρεις ταινίες, σήκωσε το πρώτο πολυβολείο λευκή πετσέτα. Χτύπησα το δεύτερο, το ίδιο και αυτό, το ίδιο και το τρίτο. Έδωσα στον σκοπευτή το οπλοπολυβόλο και του είπα να χτυπήσει τα δύο πολυβολεία. Μια ριπή στο ένα και μια στο άλλο. Και αυτά το ίδιο έκαναν και παραδόθηκαν. Επήρα δύο άνδρες με εφ’ όπλου λόγχη και έμασα 47 αιχμαλώτους. Τρεις αξιωματικούς και 44 στρατιώτες.
Στο πρώτο πολυβολείο, όταν τους αφόπλιζα, ήλθε ένας λοχίας από τις καθηλωμένες ομάδες και χτυπάει έναν 2-3 σκαμπίλια, και του είπε: «Θα μας σκοτώστε κιόλα;» Τον μάλωσα και του είπα: «Λεωνίδα, ο αιχμάλωτος είναι ιερό πράγμα». Το ίδιο έκανα και στα άλλα πολυβολεία. Ήταν οι πρώτοι αιχμάλωτοι που έπιασε το σύνταγμά μας. […}
Επίσης τα ξημερώματα της 19 Νοέμβρη του 1941 έγινε σφοδρή επίθεση των Ιταλών που ανάγκασε τους άνδρες του να οπισθοχωρήσουν έρποντας. Από αυτούς   οι μισοί σχεδόν τραυματίστηκαν. Μεταξύ αυτών τραυματίστηκε σοβαρά και ο Γρηγόρης στο πόδι του. Τους παρέλαβαν όλους οι τραυματιοφορείς και επιμελήθηκαν τα τραύματά τους. Συνέχισαν όμως να συμμετέχουν  αν και τραυματίες στις συγκρούσεις με τους Ιταλούς. Σε μια άλλη μεγάλη μάχη που έγινε στην περιοχή «Κομμένος Βράχος» κοντά στη λίμνη Μαλίκ, οι Ιταλοί έπαθαν πανωλεθρία από την ορμή των Ελλήνων και άφησαν τριακόσιους περίπου νεκρούς .Ο Γρηγόρης Αντωνάκος, επειδή το τραύμα του άνοιξε στη μάχη και ήταν σοβαρό, τον έκαναν σιτιστή του λόχου. Όμως  συνέχισε να πολεμάει στην πρώτη γραμμή, αλλά σήκωσε υψηλό πυρετό. Έτσι κατέληξε στο νοσοκομείο αναίσθητος, αλλά τελικά γλύτωσε το πόδι του. Για την προσφορά του  αυτή τιμήθηκε από την Πατρίδα με τον «πολεμικό σταυρό Γ΄τάξεως» που τον απένειμε ο τότε διάδοχος του θρόνου και μετέπειτα βασιλιάς Παύλος.

Ένας άλλος,  ο Νικόλας Χρήστου Μακρής πολεμώντας τραυματίστηκε και αυτός  βαριά, αλλά τελικά επέζησε. Την προσωπική του περιπέτεια μας περιέγραψε σε μια συγκέντρωση στο Δημοτικό Σχολείο, που οργάνωσε τελευταία ο τοπικός Σύλλογος για να τιμήσει τους ήρωες πατριώτες μας. Μας διηγήθηκε πως παλεύοντας εκεί πάνω στις χιονισμένες βουνοκορφές, κάποια μαύρη μέρα της άνοιξης του 1941, μια οβίδα τον χτύπησε στα πλευρά και τούκανε ζημιά στον πνεύμονα. Τον μάζεψαν οι συμπολεμιστές του και τον μετέφεραν φορτωμένοι στο πιο κοντινό ορεινό χειρουργείο. Όμως λόγω της σοβαρότητας της κατάστασής του μεταφέρθηκε τελικά σε νοσοκομείο της Αθήνας. Εν τω μεταξύ το μέτωπο είχε καταρρεύσει, όλα τα νοσοκομεία ήταν γεμάτα από τραυματίες του πολέμου, ενώ τα μέσα νοσηλείας ήταν ανεπαρκή. Η κατάσταση της υγείας του με το πέρασμα του χρόνου χειροτέρευε. Το τραύμα που του προκάλεσε η οβίδα δεν έκλεινε και ο Νικόλας τελικά έπεσε σε κώμα. Οι γιατροί τον είχαν πιά «ξεγράψει». Κάποιος Μασκλινιώτης που τον αντίκρισε από σύμπτωση στο νοσοκομείο ξαπλωμένο στο κρεβάτι του πόνου, τον αναγνώρισε με δυσκολία, αλλά βλέποντας την κατάστασή του, αφού ήταν σχεδόν αγνώριστος, αποφάσισε να μην αναφέρει τίποτα στους δικούς του στο χωριό, ώστε να τον θεωρήσουν «αγνοούμενο». Πέρασαν δύο μήνες σε αυτή την κατάσταση οπότε μια ημέρα που η νοσοκόμα έφερνε φαγητό στους άλλους αρρώστους του θαλάμου, μισοξυπνάει ο Νικόλας και της λέει: «Εμένα δεν θα μου φέρεις φαγητό;». Η νοσοκόμα σάστισε προς στιγμή, αφού είχε καιρό να του φέρει φαγητό, αλλά συνήλθε και κρατώντας την ψυχραιμία της τον ρώτησε: «πεινάς;». Όταν της απάντησε πως νοιώθει έντονο το αίσθημα της πείνας η νοσοκόμα έτρεξε να του φέρει φαγητό. Από εκείνη την ημέρα άρχισε σιγά - σιγά να ζωντανεύει. Με το πέρασμα του χρόνου η πληγή άρχισε να κλείνει αλλά ο Νικόλας ήταν πολύ αδύναμος. Πριν βγει το καλοκαίρι το νοσοκομείο, αφού δεν μπορούσε πια να του προσφέρει τίποτα άλλο, του έδωσε εξιτήριο και ειδοποιήθηκαν οι δικοί του να τον περιμένουν στο χωριό, που θα ερχόταν με το τραίνο. Πήγε στο σταθμό ο πατέρας του, ο μπάρμπα Χρήστος Μακρής, με το γαϊδουράκι του να τον παραλάβει. Σαν έφτασε το τραίνο στο χωριό από την Αθήνα κατέβηκαν καμμιά δεκαριά επιβάτες αλλά ο πατέρας του Νικόλα, μη αναγνωρίζοντας το γιό του, άρχισε να τους ρωτάει μήπως τον είδαν στο τραίνο. Πού να φανταστεί πως μεταξύ αυτών ήταν και αυτός, όμως σχεδόν αγνώριστος από την αδυναμία. Μόλις ο φαντάρος αναγνώρισε τον πατέρα του, που τον έψαχνε με βουρκωμένα μάτια μέσα στο πλήθος, έπεσε στην αγκαλιά του. Αυτός, αφού τον σφιχταγκάλιασε για λίγο, τον έβαλε να καβαλήσει στο γαϊδουράκι και γεμάτοι χαρά γύρισαν και οι δύο στο σπίτι τους στην άλλη άκρη του χωριού, δίπλα στο βαγιόρεμα. Τώρα πια ο Νικόλας αναπαύεται στο κοιμητήριο του χωριού μας μαζί με τον πατέρα του. Ας είναι ελαφρό το χώμα που τους σκεπάζει.

                                                         Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης

 

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2024

 

            Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΣΛΑΒΩΝ ΣΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΗΣΟ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥΣ ΜΕ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ

 

Στην Ελλάδα κατά την μακραίωνη ιστορία της, πλην των άλλων επιδρομέων, πέρασαν  και Σλάβοι. Αυτοί κατέβηκαν από τα βόρεια και στα χρόνια 600 - 800 μ. Χ. εποίκησαν την Πελοπόννησο. Μάλιστα ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Μιχαήλ ο Γ,΄ βλέποντας τον κίνδυνο από την επιδρομή τους στην Πελοπόννησο, διόρισε τον στρατηγό Θεόκτιστο Βριέννιο ο οποίος τους καθυπέταξε. Μόνο δύο Σλάβικες φυλές, οι Μήλιγγες και οι Εκερίτες που κατοικούσαν σε απόκρημνες περιοχές έμειναν ελεύθερες. Αλλά και αυτοί πλήρωναν φόρους στους Βυζαντινούς. Επανειλημμένα όμως αποστάτησαν και αυτές οι φυλές των Σλάβων, ζητώντας μείωση της φορολογίας τους. Μάλιστα οι Μήλιγγες, όταν επαναστάτησαν, ο τότε αυτοκράτορας Ρωμανός έκανε δεκτά τα αιτήματά τους με τον όρο να μένουν κάτω από τους ίδιους αρχηγούς, «φόρου υποτελείς» στον αυτοκράτορα, ενώ μπορούσαν να λατρεύουν ελεύθερα τους αρχαίους Σλάβικους Θεούς τους.

      Επί αυτοκρατορίας Βασιλείου του Μακεδόνα (867 - 886) ο στρατηγός Θεόκτιστος εξεστράτευσε για δεύτερη φορά εναντίον τους και τους κατανίκησε, ενώ παράλληλα ανέλαβε τον προσηλυτισμό τους στην Χριστιανική θρησκεία. Ιδρύθηκαν τότε μοναστήρια στα μέρη που κατοικούσαν Σλάβοι, ενώ έλαβαν ονόματα χριστιανών Αγίων τα χωριά της περιοχής (Άγιος Πέτρος, Άγιος Ιωάννης, Άγιος Ανδρέας, κλπ) Έτσι ο Χριστιανισμός εξαπλώθηκε γρήγορα και εξάλειψε εντελώς και τα τελευταία λείψανα των Σλάβων που κατοικούσαν στην Κυνουρία. Ο γεωγράφος  Alfred Filipson (1864 -1953) επιβεβαιώνει ότι «την τε Αρκαδίαν κατέλαβον Σλάβοι και έμεναν όλως ανεξάρτητοι των Ελλήνων, μεθ’ ων διεξήγον μακρούς αγώνας». Από τα μέσα του 9ου αιώνα μ.Χ. με την οριστική καθυπόταξη και των εκχριστιανισμό των Σλάβων, άρχισε και η ανάκτηση από Ελληνικά στοιχεία τυχόν απωλεσθέντων εδαφών. Στις αρχές της Τουρκοκρατίας τελικά είχαν αφομοιωθεί από το Ελληνικό στοιχείο και τα τελευταία υπολείμματα των Σλάβων στην νότια Ελλάδα γενικότερα.

Οι Σλάβοι κατέλαβαν μόνο την ύπαιθρο χώρα και δεν εγκαταστάθηκαν σε πεδιάδες, πόλεις και παραλίες, αφού στις τελευταίες δεν βρίσκουμε κανένα Σλάβικο τοπωνύμιο. Και σε αυτές τις περιοχές της υπαίθρου που εγκαταστάθηκαν, δεν κατάφεραν να διεισδύσουν τελικά σαν οργανωμένοι κατακτητές, αλλά η διείσδυσή τους είχε σαν κύριο στόχο την αναζήτηση νέων βοσκοτόπων. Στόχος τους συμπληρωματικός ήταν και η αναζήτηση εδαφών κατάλληλων για καλλιέργεια. Ουδέποτε υποδούλωσαν τις περιοχές αυτές και δεν ήσαν αυτόνομοι.

Η παρουσία των Σλάβων στην Αρκαδία δεν μπορεί να αναμφισβητηθεί. Έτσι δεν αμφισβητείται και η παρουσία τους στην περιοχή του δήμου Τανίας. Στα χρόνια 600 - 800 μ. Χ. οι Σλάβοι που εγκαταστάθηκαν και στην ευρύτερη περιοχή του χωριού μας, ήσαν βασικά ποιμένες και γεωργοί, με πολύ χαμηλό πολιτιστικό επίπεδο. Γι’ αυτό και δεν άλλαξαν την φυλετική τους ταυτότητα, ούτε παραμόρφωσαν την εθνική φυσιογνωμία των κατοίκων της περιοχής, αλλά αφομοιώθηκαν από δυναμικό Ελληνικό στοιχείο.

Ωστόσο η εγκατάσταση πυκνών ποιμενικών και γεωργικών Σλάβικων αποικιών μέσα σε περιοχές που κατοικούσαν Έλληνες είχε σαν φυσικό επακόλουθο την μετονομασία από αυτούς πολλών γεωγραφικών ονομάτων ή την προσθήκη σε αυτά καταλήξεων Σλαβικών (-οβα, -ιτσα, -αινα). Τέτοια γεωγραφικά Σλαβικά ή Σλαβοκατάληκτα ονόματα στην Αρκαδία είναι: Βέρτζοβα, Πηνίκοβη ή Πηνίκοβα, Αράχοβα, Στεμνίτσα, Ζάβιτσα, Χλοΐτσα, Βέρβαινα κλπ. Οι Σλάβοι στη θέση που έβοσκαν τα κοπάδια τους και στη θέση που είχαν την πρόχειρη εγκατάστασή τους, έδιναν Σλάβικα ονόματα.

       Έτσι εξηγείται η ύπαρξη πολλών τοπωνυμίων Σλάβικης προελεύσεως, διάσπαρτων σε μια μεγάλη γεωγραφική περιοχή, που εκτείνεται από την Ζάβιτσα ως το Δραγούνι και από τον Τσόροβο των κάτω Δολιανών ως την Κοσάνα του Καστρίου και τον παλιό Δραγαλεβό. Έτσι εξηγείται και η αρχική ονοματοθεσία του οικισμού του χωριού μας από τους Σλάβους σε «Μάσκλινα», «Μάσκλενα» ή «Μάλσιενα» που σημαίνει «ελαιότοπος». Το τοπωνύμιο αυτό ανήκει στην ομάδα των γνήσιων Σλάβικων τοπωνυμίων, φορείς του οποίου έγιναν Σλάβοι έποικοι της περιοχής, που το επέβαλαν.

Την σλάβικη ονοματοθεσία του οικισμού, δεν την επέβαλαν άλλοι λαοί που πέρασαν από την περιοχή μας, όπως Αλβανοί, που για την ονοματοθεσία οικισμών ή συγκεκριμένων εδαφικών εκτάσεων, χρησιμοποιούσαν λέξεις σλαβικές, και τις είχαν μάθει κατά την πολύχρονη συμβίωσή τους με Σλάβους. Ο καθηγητής της Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Ακαδημαϊκός Κ. Ρωμαίος από τα Βούρβουρα της Κυνουρίας είχε την γνώμη ότι η «Μάσκλινα» ήταν παλαιότερος μικρός «συνοικισμός» που τον έχτισαν οι Σλάβοι και τον ονόμασαν με την δική τους γλώσσα. Ο «συνοικισμός» όμως που αναφέρει ο καθηγητής, κατά την άποψη του συγγραφέα Β. Γ. Τόγια δεν ήταν καν οργανωμένος, αλλά αποτελείτο από πρόχειρες εγκαταστάσεις, (μαντριά και καλύβες), αφού οι Σλάβοι που κατέβηκαν στην Πελοπόννησο εκείνη την εποχή ήσαν γεωργοί και ποιμένες. Στην περιοχή φαίνεται ότι υπήρχαν από τότε και προ της καθόδου των Σλάβων ελαιόδεντρα άγρια και ήμερα και γι΄αυτό οι έποικοι την ονόμασαν «Μάσκλινα».

Ο καθηγητής της ιστορίας σε πανεπιστήμιο της Ρουμανίας Νikolae Jorga στο βιβλίο του «εικόνες από την σημερινή Ελλάδα» σημειώνει: «Οι Σλάβοι ήσαν γεωργοί. Ερχόμενοι με το άροτρόν των εχρειάζοντο γην. Ο Σλάβος ούτε βοσκός δεν είναι. Οι Σλάβοι λοιπόν πήγαιναν σε ανοιχτά μέρη, όπου ηδύναντο να καλλιεργήσουν την γην και μεταβαίνοντες εκεί έμειναν κεκλεισμένοι εις τας κοιλάδας μεταξύ των βουνών. Οι Σλάβοι ήσαν χωρικοί και επώλουν εις τας πόλεις, τας οποίας κατώκουν Έλληνες, τα προϊόντα των. Κατά συνέπειαν δεν έχουν λόγον να καταλάβουν τας πόλεις».

Ο διάσημος σλαβολόγος Γερμανός καθηγητής Max.Vasmer,το 1941,στο ειδικό μέρος του βιβλίου του: «Die Slaven in Griechnland, Berlin 1941»,(«Οι Σλάβοι στην Ελλάδα,Βερολίνο 1941») αναφερόμενος στην ευρύτερη περιοχή του δήμου Τανίας, στην οποία ανήκε και ο οικισμός του χωριού μας, είχε υπόψη του περιορισμένο τοπωνυμικό υλικό, που είχε αντλήσει από δημοσιεύματα διοικητικού χαρακτήρα, όπως είναι οι απογραφές πληθυσμού, οι πίνακες δήμων και κοινοτήτων κλπ. Συνεπώς ο M.Vasmer είχε υπόψη του τοπωνύμια που αναφέρονται μόνο σε οικισμούς και όχι σε αυτά που αναφέρονται σε τοποθεσίες. Κατά τον M.Vasmer λοιπόν, ο οικισμός υπήρχε στην περιοχή, προ της καθόδου των Σλάβων, και οι τελευταίοι, όταν κατήλθαν στην περιοχή, τον ονόμασαν Μάσκλινα ή Μάλσιενα, ονοματοθεσία που προέρχεται από τη σλαβική λέξη Maclina και σημαίνει περιοχή με ελαιόδεντρα. Δηλαδή Μάσκλινα ή Μάλσιενα σημαίνει ελαιότοπος. Κατά τη γνώμη του η λέξη Μάσκλινα προέρχεται από τη σλαβική λέξη maclina που σημαίνει ελαιόδενδρο.

Επίσης ο M.Vasmer αναφέρει ότι οι Σλάβοι κατά την κάθοδό τους στην Πελοπόννησο διέμειναν σε δυσπρόσιτες περιοχές απομακρυσμένες από τη θάλασσα. Στην άποψη αυτή συντάσσεται και ο Δ. Ζακυθηνός. Έτσι εξηγούνται τα πολλά Σλάβικα τοπωνύμια της Αρκαδίας και ιδιαίτερα της περιοχής του Τάνου. Η επίδραση των Σλάβων στα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις των Ελλήνων υπήρξε μηδενική.

Από τα παραπάνω, συμπερασματικά, προκύπτει ότι, πριν από την κάθοδο των Σλάβων (600 - 800) μ.Χ. ή κατά την εγκατάστασή τους στην περιοχή του χωριού, είχε δημιουργηθεί μικρός οικισμός, πιθανώς διάσπαρτος και μη μόνιμος, που οι κάτοικοί του ασχολούνταν με την καλλιέργεια της ελιάς, και τον οποίο οι Σλάβοι, τον ονόμασαν «Μάσκλινα» ή «Μάλσιενα», που σημαίνει τόπος με ελαιόδενδρα. Το τοπωνύμιο αυτό διασώθηκε στο πέρασμα των χρόνων και μετά την αποχώρηση των Σλάβων από την περιοχή ή την αφομοίωσή τους από το τοπικό στοιχείο. Πολύ αργότερα με το τοπωνύμιο «Μάσκλινα» ή «Μάλσιενα» οι Καστρίτες έποικοι της περιοχής, ονόμασαν  έτσι  την περιοχή του μελλοντικού οικισμού, χωρίς να ερευνήσουν  αν  το τοπωνύμιο είχε Σλάβικη προέλευση και σήμαινε τόπο με ελαιόδεντρα. Στα ελαιόδενδρα προστέθηκαν αργότερα και τα αμπέλια που φύτεψαν και καλλιεργούσαν οι κάτοικοι του οικισμού. Αυτή η ονομασία του οικισμού τελικά παρέμεινε μέχρι το έτος 1927, χρονολογία που μετονομάστηκε ο οικισμός «Ελαιοχώριον».

 

                                                               Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης

  Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΤΡΑΙΝΟΥ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ   Από τις αρχές της δεκαετίας του 1890, μεγάλη ώθηση στην οικιστική, οικονομ...