Παρασκευή 23 Μαΐου 2025

 

        ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΔΑΦΟΥΣ – ΚΛΙΜΑ – ΧΛΩΡΙΔΑ  ΠΑΝΙΔΑ  ΤΗΣ ΜΑΣΚΛΙΝΑΣ

   

     Η περιοχή του χωριού δεν είναι πεδινή. Ολόκληρη έχει ορεινή διαμόρφωση. Το έδαφος είναι σκληρό, σε πλείστα σημεία πετρώδες, και ελάχιστα γόνιμο.Η επιφάνεια του καλλιεργήσιμου εδάφους σε ελάχιστα σημεία είναι επίπεδη σχηματίζοντας ισιώματα (λάκες). Η μεγαλύτερη έκταση είναι επικλινής, σχηματίζοντας αναβαθμούς (πεζούλες, όχθια). Τα εδάφη των περιοχών που παλαιότερα καλλιεργούντο αμπελώνες αποτελούνται από ασπροχώματα, με πολύ μικρή γονιμότητα, ενώ ελάχιστες είναι οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις, κυρίως στις πλαγιές και τις υπώρειες του όρους Παρθενίου  που αποτελούνται από κοκκινόχωμα και είναι πιο γόνιμες. Αυτές  καλλιεργούντο από τους κατοίκους για την παραγωγή  δημητριακών,  τα λεγόμενα «σπαρτοχώραφα». Αλλά και οι εκτάσεις αυτές είναι γεμάτες από μικρές πέτρες, γι’ αυτό και οι αγρότες πριν τις σπείρουν, μάζευαν από την επιφάνειά τους τις πέτρες, δηλαδή τις «ξελιθάριζαν».Τις πέτρες τις μάζευαν στην άκρη κάθε χωραφιού σε μεγάλους σωρούς. Τα πετρώματα στις υπώρειες του όρους Παρθενίου από την περιοχή Βαγιορέματος και του Αρμακά μέχρι τα σύνορα με τον Αχλαδόκαμπο είναι στην συντριπτική τους πλειοψηφία σχιστολιθικά και ασβεστολιθικά. Αλλά και στις ανατολικές λοφοσειρές του χωριού (Κάρβια, Αγιολιάς, κλπ) τα πετρώματα είναι της ίδιας υφής.  Τούτο έχει αποτέλεσμα οι ποσότητες του νερού της βροχής και των χιονιών, να μην  έχουν δυνατότητα συγκέντρωσής τους σε υπόγειες λεκάνες, αλλά να καταποντίζονται μέσω των πετρωμάτων αυτών και να καταλήγουν τελικά, μέσω βαραθρώσεων ή σπηλαίων, στη θάλασσα.

Οι υδατοπηγές που υπάρχουν και τροφοδοτούν τα πηγάδια είναι ελάχιστες, διάσπαρτες, σε μεγάλες αποστάσεις η μια από την άλλη και το βασικότερο, σχεδόν επιφανειακές, με πολύ μικρή παροχή νερού. Στην περιοχή μόνο της Κάρβιας, στην ρεματιά που εκτείνεται ψηλά και βόρεια από τον οικισμό Πίσω Μεσορραχίτικα, υπήρχε ανέκαθεν  μια πηγή που το νεράκι της, μικρής βέβαια ποσότητας, κυλούσε ολοχρονίς στην κοίτη της ρεματιάς. Αναζητώντας οι κάτοικοι του χωριού με αγωνία  λύση στο πρόβλημα της ύδρευσης του οικισμού  την δεκαετία του 1930 την πηγή αυτή ανέσκαψαν και καθάρισαν. Το  νερό της μεταφέρθηκε με σιδερένιες σωλήνες μέχρι το χωριό σε δεξαμενή που κατασκευάστηκε στις υπώρειες του Καυκαλά. Από το νερό αυτό υδρευόταν το χωριό με κοινοτικές βρύσες, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960,όταν πιά συνδέθηκε ο οικισμός  με το δίκτυο ύδρευσης της πηγής «Μεθυδρίου» Μαντινείας, όπως αναφέρουμε αναλυτικά και σε άλλο κεφάλαιο του παρόντος. Η ευρύτερη  περιοχή όμως των υπωρειών του όρους Παρθενίου, αλλά και του οικιστικού πυρήνα του χωριού, είναι γεμάτη από βάραθρα (πρόπαντες*) και υπόγειες σπηλαιώσεις. Τούτο αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι  σε πολλά οικόπεδα των σπιτιών του χωριού, κατά την εκσκαφή των θεμελίων και των υπογείων τους, έχουν ανακαλυφθεί τυχαία κατά καιρούς από τους κατοίκους  μεγάλες ρηγματώσεις των πετρωμάτων που οδηγούν σε υπόγεια βάραθρα ή και σε σπήλαια. Επίσης κατά την διαδικασία μιας αποτυχημένης γεώτρησης παλαιότερα, για την ανεύρεση πόσιμου νερού στην περιοχή Στρατηγέκα Χάνια, το γεωτρητικό κοπίδι του γεωτρύπανου χάθηκε μέσα σε κενό σπηλαιοβάραθρου που συνάντησε κατά την γεώτρηση.  Σε μια άλλη αποτυχημένη γεώτρηση στην ίδια περιοχή ο ήχος του κοπιδιού του γεωτρύπανου αντηχούσε σε υπόγειο στην περιοχή Παναγέκα, που βρίσκεται, ως γνωστό, σε μεγάλη απόσταση από το σημείο της γεώτρησης.  Μεταξύ των άλλων, στην περιοχή Βαγιόρεμα και σε λίγα μέτρα μακριά από την άσφαλτο υπάρχει ένα μεγάλο σπηλαιοβάραθρο. Το επιφανειακό του άνοιγμα έχει μήκος έξι μέτρα και πλάτος δύο μέτρα. Ένα άλλο σπηλαιοβάραθρο υπάρχει πάνω από τον συνοικία Καραπανέκα και λίγο πιο κάτω από της σιδηροδρομική γραμμή, ενώ στην κορυφή του Αρμακά υπάρχει ακόμη ένα σπηλαιοβάραθρο. Αριστερά από το βαγιόρεμα μέσα σε μια συστάδα από λείους κόκκινους βράχους βρίσκεται ένα μεγάλο επιφανειακό σπήλαιο μικρού σχετικά βάθους, η «Μαύρη Τρύπα» όπως την ξέρουν οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής. Με αυτό και την ιστορία της περιοχής θα ασχοληθούμε αμέσως παρακάτω.

Κάτω από το όρος Παρθένιο ρέει μέσα από σπηλαιώσεις, ο χείμαρρος ποταμός Γαρεάτης.   Ο ποταμός αυτός ξεκινάει από τα ορεινά υψίπεδα των Δολιανών και του Δραγουνιού. Διαρρέει τα οροπέδια της Τεγέας  και αφού ενώνεται με τον χείμαρρο Σαρανταπόταμο, φθάνει στις δυτικές υπώρειες του όρους Παρθενίου και εκεί εισέρχεται σε τρείς μεγάλες καταβόθρες που απέχουν η μια από την άλλη σαράντα με πενήντα μέτρα περίπου. Η είσοδος στις καταβόθρες είναι φραγμένη με σίδερα προσαρμοσμένα σε ανθεκτικούς τοίχους, για να παρεμποδίζονται οι αποφράξεις τους από τους κορμούς των δέντρων και τα άλλα ογκώδη αντικείμενα που κατεβάζουν τα ορμητικά νερά του χειμάρρου, όταν φουσκώνει το χειμώνα. Όταν όμως τα νερά του ποταμού είναι πολλά, δεν μπορούν να τα απορροφήσουν οι καταβόθρες και τότε πλημμυρίζει το οροπέδιο στην περιοχή του Παρθενίου. Πολλές φορές το νερό έφτανε μέχρι τα πρώτα κάτω σπίτια του χωριού, τον κάμπο του οποίου διαρρέει ο Γαρεάτης και κάποια χρονιά, την δεκαετία του 1950, τα νερά της λίμνης που σχηματίστηκε στον κάμπο ήταν τόσα πολλά, που διέφυγαν αναγκαστικά από την μοναδική δίοδο διαφυγής τους, την σήραγγα από την οποία διέρχεται ο σιδηρόδρομος. Στη συνέχεια ο ποταμός διαρρέει τα έγκατα του όρους Παρθενίου και εκβάλει τελικά χαμηλά και ανατολικά στον Αχλαδοκαμπίτικο κάμπο, στη θέση «Πηνίκοβη», μέσα από ένα κατά το πλείστον ανεξερεύνητο σπήλαιο, για το οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω. Από εκεί συνεχίζει να ρέει μέσα στο φαράγγι του Ξοβριού, προς την περιοχή της Ανδρίτσας, περνάει την Ποταμιά στη Βελανιδιά και χύνεται τελικά στην παραλία του Κυβερίου.

Τα ασβεστολιθικά και σχιστολιθικά πετρώματα της ευρύτερης περιοχής της Μάσκλινας, οι υπόγειες σπηλαιώσεις του υπεδάφους της και ο μεγάλος αριθμός των σπηλαιοβαράθρων (πρόπαντες), όπως αναφέρθηκαν παραπάνω, δικαιολογούν πλήρως τη σοβαρή έλλειψη υδάτινων πόρων στην ευρύτερη περιοχή του οικισμού.

Κύριο στοιχείο στην περιοχή του χωριού είναι η ελιά, το περισσότερο τυπικά μεσογειακό καρποφόρο δέντρο. Η περιοχή του χωριού από τα σύνορα με τον Αχλαδόκαμπο, στο Σαμόνι, μέχρι την περιοχή Μεσοραχίτικα και Πλατάνι, καλύπτεται κυρίως από ελαιόδεντρα. Καλλιεργούνται δύο ποικιλίες: η «λαδοελιά» και το «μανάκι». Παλαιότερα στις περιοχές Αράπης, Γιαννηλάκι, Κεντρώματα, Καυκαλάς κλπ, που μέχρι σήμερα έχουν την γενικότερη ονομασία «στα αμπέλια», καλλιεργούντο μεγάλες εκτάσεις αμπελώνων, που απέδιδαν μεγάλες ποσότητες και εξαιρετικής ποιότητας κρασιών. Η περιοχή «Ροϊνά», στους πρόποδες του όρους Παρθενίου, σημαδεύεται από μια ποικιλία από μικρά και μεγάλα «δασικά» δέντρα, όπως οι βελανιδιές, τα πουρνάρια, τα σφεντάμια, οι γκορτσιές, οι γλαντινιές και οι κουμαριές.

Υπάρχουν ενδιάμεσα και κενά που καλύπτονται από μια μεγάλη ποικιλία από θάμνους και άλλα φυτά, όπως τα σπάρτα, τα ρείκια, οι ασφάκες, το θυμάρι, οι αφάνες και οι πικροδάφνες. Στα χωράφια που βρίσκονται μέσα στον οικιστικό πυρήνα του χωριού συναντάμε ήμερα καρποφόρα δέντρα, όπως: συκιές, λίγες αχλαδιές, αρκετές μουριές, αμυγδαλιές, πικραμυγδαλιές, ενώ στις ρεματιές φυτρώνουν μυρτιές, βάγιες, κυπαρίσσια, λεύκες, λυγιές (καναπίτσες). Συναντάμε τέλος λίγες καρυδιές και πλατάνια στην περιοχή Πλατάνι και στις ρεματιές του Σαμονιού.

Στην ευρύτερη περιοχή του χωριού μας, στο δάσος «ροϊνά» στις υπώρειες του Παρθενίου, στην Κάρβια, στην περιοχή Καυκαλάς αλλά και μέσα στις καλλιεργούμενες εκτάσεις, ζουν άγρια ζώα, όπως αλεπούδες, τσακάλια, κουνάβια, ασβοί και τελευταία πληθώρα από αγριογούρουνα. Ορισμένα από αυτά προξενούν ζημιές στο ζωικό κεφάλαιο των νοικοκυριών. Επανειλημμένα κατά το παρελθόν είχαν δεχθεί επιθέσεις τα κοτόπουλα στα κοτέτσια του χωριού από τις αλεπούδες ενώ τα τσακάλια «κτυπούσαν» σε στάνες από γιδοπρόβατα, με αποτέλεσμα σοβαρές απώλειες στο ζωικό κεφάλαιο των τσοπάνηδων. Σύμφωνα με μαρτυρίες συγχωριανών μας, παλαιότερα στην περιοχή του χωριού κυκλοφορούσαν και λύκοι που έκαναν επιθέσεις και ζημιές στα κοπάδια του χωριού. Μάλιστα λέγεται πως ένας συγχωριανός μας, ο Μπαρκούζος, βρήκε ένα νεογέννητο λυκάκι και το πήρε στο σπίτι του να το μεγαλώσει, νομίζοντας πως ήταν σκυλί (κουτάβι).Όταν διαπίστωσε ότι μεγάλωνε λύκο ήταν πια αργά, αφού του είχε εξαφανίσει ολόκληρο το ζωικό κεφάλαιο (κότες, κουνέλια, αρνιά κλπ.) του σπιτιού του. Από τότε έμεινε η χαρακτηριστική στο χωριό η φράση « μπα που να σε φάει ο λύκος του Μπαρκούζου». Την έλεγαν οι τσοπάνηδες του χωριού όταν αγανακτούσαν με την συμπεριφορά κάποιου ζώου του κοπαδιού τους.

Μάλιστα οι αλεπούδες και τα τσακάλια εκείνη την εποχή είχαν «επικηρυχθεί» από την Πολιτεία. Είχε καθιερωθεί χρηματική αμοιβή στους κατοίκους που εξόντωναν αυτά τα άγρια ζώα, με την προϋπόθεση να προσκομίσουν στις αρμόδιες Κρατικές υπηρεσίες τα πειστήρια εξόντωσής τους (μέρη από τα άκρα του σκοτωμένου ζώου). Επίσης ζουν λαγοί και αγριοκούνελα που οι κυνηγοί τα εξοντώνουν για το νόστιμο κρέας τους. Τους χειμερινούς μήνες κατεβαίνουν στην περιοχή μας και ορισμένα είδη πουλιών όπως κοτσύφια, πέρδικες και ορτύκια που και αυτά αποτελούν άριστους μεζέδες για τους κυνηγούς, ενώ ζουν ολοχρονίς σπουργίτια, σπίνοι και άλλα είδη πουλιών. Επίσης ζουν στην περιοχή μας ερπετά, όπως σκορπιοί, οχιές και αστρίτες που είναι άκρως επικίνδυνα, επειδή είναι ιοβόλα, καθώς και δεντρογαλιές που είναι ακίνδυνες.

Καλλιέργεια κηπευτικών γινόταν σε πολύ μικρή κλίμακα, κυρίως στις αρδευόμενες από πηγάδια εκτάσεις (περιβόλια), στις περιοχές Σαμόνι, Πλατάνι και Αράπης. Υπάρχουν και ξέφωτες πετρώδεις άδενδρες εκτάσεις στη μέση των ανατολικών πλαγιών του όρους Παρθενίου που σε αυτές γινόταν καλλιέργεια δημητριακών (σιτάρι, κριθάρι, βρώμη κλπ) καθώς και καλλιέργεια αμπελώνων, κυρίως στις πλαγιές της περιοχής Καυκαλάς,  με ικανοποιητικά αποτελέσματα.

Στην περιοχή του χωριού το κλίμα είναι ήπιο και ξηρό, η χειμερινή περίοδος μικρής διάρκειας, παράγοντες που ευνοούν τη χειμερινή κυρίως διαβίωση. Σε παλιότερη μάλιστα εποχή, τους καλοκαιρινούς μήνες στην περιοχή του χωριού η ζέστη ήταν ανυπόφορη, ιδιαίτερα τις μεσημεριανές ώρες. Εκείνη την εποχή η έλλειψη πρασίνου, λόγω της υπερβολικής βόσκησης, στο δάσος του γειτονικού όρους Παρθενίου (Ροϊνά), αλλά και εντός του οικιστικού πυρήνα του χωριού, δημιουργούσε συνθήκες καύσωνα, που διαρκούσε πολλές ημέρες. Οι κλιματολογικές συνθήκες και ειδικότερα οι συχνοί καύσωνες τους καλοκαιρινούς μήνες ανάγκαζαν ανέκαθεν τους κατοίκους του χωριού να εγκαταλείπουν  ομαδικά το χωριό και να μεταβαίνουν στο ορεινό χωριό τους, το Καστρί. Εκεί οι καλοκαιρινές θερμοκρασίες ήταν τελείως διαφορετικές και έκαναν άνετη την διαμονή τους.

Όσοι από τους κατοίκους από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 παρέμειναν μόνιμα στη Μάσκλινα όλο το χρόνο, τους καλοκαιρινούς μήνες, μη υποφέροντας τη ζέστη, κατά τις μεσημεριανές ώρες κατέβαιναν στα δροσερά υπόγεια των κατοικιών τους, που η θερμοκρασία εκεί ήταν υποφερτή. Όσοι έβγαιναν να πάνε στα χωράφια τους και στα περιβόλια τους τους καλοκαιρινούς μήνες,  μετέβαιναν εκεί πριν ακόμη χαράξει και ανατείλει  ο αυγερινός. Περίμεναν στο χωράφι μέχρι να ξημερώσει, βόσκωντας τα ζωντανά τους και με το πρώτο φως της ημέρας άρχιζαν τη δουλειά. Μόλις όμως   έφτανε δέκα η ώρα και πριν αρχίσει η ανυπόφορη ζέστη φόρτωναν  στα ζώα τους ό,τι είχαν συγκεντρώσει για το νοικοκυριό τους (ξύλα, οπωροκηπευτικά από το μποστάνι* τους κλπ ), καβαλούσαν τα ζώα και γύριζαν γρήγορα στα σπίτια τους. Τα ξεφόρτωναν και τα  έδεναν στην αυλή του σπιτιού στους ίσκιους κάτω από τις μουριές και τις μυγδαλιές, γιατί τα καλύβια  που τα στέγαζαν ήταν στο εσωτερικό τους ζεστά σαν «καμίνια». Μόλις βράδιαζε έβγαζαν στις ταράτσες και στα μπαλκόνια των σπιτιών τους κλινοσκεπάσματα για να κοιμηθούν εκεί πάνω  στο ύπαιθρο, έξω από το σπίτι. Θυμάμαι νοσταλγικά την εποχή που ανεβαίναμε με το νύχτωμα όλη η οικογένεια να κοιμηθούμε στην ταράτσα του καλυβιού μας, γιατί το σπίτι ήταν πολύ ζεστό. Όταν ξαπλώναμε και πριν να κοιμηθούμε οι γονείς μας μας δίδασκαν κοσμογραφία δείχνοντάς μας στο ουράνιο στερέωμα τον «γαλαξία» μια τεράστια φωτεινή λουρίδα που απλώνεται στον ουρανό από βορά προς νότο, που μας τον έλεγαν «Ιορδάνη ποταμό», τον αστερισμό της «πούλιας» που μας την έλεγαν επταπάρθενο χορό, τους αστερισμούς της «μικρής και της μεγάλης άρκτου»  που μας τα έλεγαν αλετροπόδια κλπ. Μας έπαιρνε ο ύπνος με τα νανουρίσματα των γρύλων, του γκιώνη και των τζιτζικιών. Το πρωϊνό, πολύ πριν βγει ο ήλιος από την περιοχή του Καυκαλά, μας ξυπνούσαν για να μαζέψουν τα κλινοσκεπάσματα να μην τα βρει ο ήλιος στην ταράτσα.

Τελευταία όμως το μικροκλίμα της περιοχής έχει αλλάξει ριζικά, με θερμοκρασίες υποφερτές και τους καλοκαιρινούς μήνες, όλη την διάρκεια του εικοσιτετράωρου. Τούτο οφείλεται στην αλματώδη ανάπτυξη της δασοκάλυψης, στους πρόποδες του όρους Παρθενίου (Ροϊνά) και στην δεντροφύτεψη με μουριές και άλλα σκιόφυλλα δέντρα, όλων των ασκεπών οικοπέδων που γειτνιάζουν με τον οικισμό ή αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του, καθώς και στη μείωση της βόσκησης του δάσους, στους πρόποδες του όρους Παρθενίου από τα ποίμνια. Η σύσταση του εδάφους και η ανεπάρκεια των πηγών δεν ευνοούν αγροτικές καλλιέργειες πολύ παραγωγικές με εξαίρεση, όπως προαναφέρθηκε, την καλλιέργεια της ελιάς.

Οι κλιματολογικές συνθήκες και η χλωρίδα σε αυτή την περιοχή είναι ευνοϊκοί παράγοντες για τη δημιουργία σε μεγάλες εκτάσεις βοσκοτόπων, κυρίως κατά τους χειμερινούς μήνες. Η ύπαρξη βοσκοτόπων, σε συνδυασμό βέβαια και με άλλους παράγοντες, ήταν βασικό κριτήριο για προώθηση ανθρώπινης παρουσίας από τα γειτονικά παράλια (Αργολίδα, Θυρέα ) προς αυτή την ορεινή ενδοχώρα με το ήπιο κλίμα και την δημιουργία εκεί πρόχειρων εγκαταστάσεων ή οικιστικών πυρήνων ακόμη και μικρών οικισμών από γεωργοκτηνοτρόφους ή κτηνοτρόφους.

Το χωριό, όπως γράφουμε παραπάνω, δεν έχει τρεχούμενα νερά. Μόνο ρέματα και χείμαρροι υπάρχουν στην ευρύτερη περιφέρειά του, στα οποία τρέχουν μικρές ποσότητες νερού μέχρι το τέλος της άνοιξης το πολύ, σπανίως δε, μετά από δυνατή βροχόπτωση, γίνονται ορμητικοί.

α) Ένα ρέμα ξεκινάει από τις πλαγιές του Αγίου Πέτρου, κατεβαίνοντας διαρρέει κάθετα το χωριό, από βορειοανατολικά προς νότο. Μέσα στην κοίτη του ρέματος και γύρω από αυτή, από το ύψος του Αγίου Πέτρου, μέχρι το Καγκλέκο σπίτι συναντάμε μερικά πηγάδια μικρού σχετικά βάθους, το σημαντικότερο των οποίων είναι το Ζαρελιανέκο πηγάδι. Περνάει μπροστά από τα Καγκλέκα, παρακάτω μπροστά από τα Γιανναρέκα, μπροστά από τα Μουρμουρέκα, περνάει μέσα από την Ξαμπλέκη γειτονιά και στη συνέχεια πίσω από το αλώνι και μπροστά από το πηγάδι της εκκλησίας του Αϊ Γιώργη. Συνεχίζοντας περνάει από τα Μακρέκα περιβόλια, τα Στρατηγέκα Χάνια και αφού περάσει δίπλα από το κοτέτσι του Τσιώρου, συνεχίζει και καταλήγει στην περιοχή της Μαύρης Τρύπας (Βαγιόρεμα) οπότε συμβάλει στο ποτάμι της ΑγιαΣοφιάς.

β) Ένα άλλο ξεκινάει από τις πλαγιές του Καυκαλά, κατεβαίνει μέσα από την περιοχή της Φιλιππούς, που βρίσκεται και το ομώνυμο πηγάδι, και κατεβαίνει στο δίρεμα. Εκεί παλιά την άνοιξη που κυλούσε νερό, στο σημείο που τέμνεται κάθετα από το δρόμο πού έρχεται από την αγορά προς τα Κορολέκα, οι νοικοκυρές του χωριού «κοπάνιζαν» τα στρωσίδια τους. Συνεχίζοντας περνάει μπροστά από τα Κορολέκα σπίτια, μπροστά από το Κικιζέκο σπίτι  και πίσω από στο σπίτι του Τζούμα δημιουργεί μια άπλα, που και εκεί παλιότερα «κοπάνιζαν» τα στρωσίδια. Συνεχίζοντας πίσω από του Αθανασιάδη, συμβάλει τελικά στο ρέμα που περιγράψαμε παραπάνω.

γ) Άλλο ρέμα ξεκινάει από τις υπώρειες του όρους Παρθένιο, διασχίζει κάθετα την γραμμή του τραίνου και συνεχίζοντας κατεβαίνει στο παλιοκρόπι, εκεί που βρίσκεται το ομώνυμο πηγάδι και καταλήγει στου Παυλάκου το ρουμάνι, όποτε συμβάλει στα Μακρέκα περιβόλια με το ρέμα που έρχεται από το χωριό.

δ) Ένα άλλο ρέμα ξεκινάει από τις ανατολικές πλαγιές του Καυκαλά, κατεβαίνει από τα βουλιάσματα, εκεί που ήταν παλιά του Πάϊκου η στέρνα και φτάνει στην ευρύτερη περιοχή του Αράπη, στην τοποθεσία «του Μπαριάμη το ρέμα». Κατά μήκος της κοίτης του ρέματος στην περιοχή του Αράπη και στην γύρω περιοχή συναντάμε πολλά πηγάδια, μικρού σχετικά βάθους. Εκεί το ρέμα τέμνει κάθετα τον μουλαρόδρομο που πηγαίνει για την Αγία Παρασκευή. Συνεχίζοντας παρακάτω, τέμνει κάθετα και τον χωμάτινο αυτοκινητόδρομο που οδηγεί στην Αγία Παρασκευή και στο Πλατάνι. Περνώντας από την περιοχή Παλιόμυλος, καταλήγει στα Στρατηγέκα Χάνια, οπότε συμβάλλει στο ρέμα που έρχεται από την περιοχή του οικισμού.

ε) Άλλο ρέμα ξεκινάει από τις βορειοανατολικές υπώρειες του όρους Παρθενίου και κατεβαίνοντας περνάει κάτω από την σιδερένια γέφυρα του Αρκουδιά, διασχίζει την περιοχή Αρκουδιάδες, περνάει μέσα από την δυτική περιοχή των ελαιώνων του Σαμονιού, τέμνει κάθετα τον αγροτικό δρόμο που οδηγεί στα Κατσιρέκα μαντριά και τελικά καταλήγει στην περιοχή της Πηνίκοβης.

στ) Τέλος ένα ακόμη ρέμα στην περιοχή του Σαμονιού, ξεκινάει από την περιοχή Σαμονάκι, περνάει στην κάτω μεριά της Αντωνέκης πλεύρας σε όλο της το μήκος και φτάνει στην περιοχή της Αρτοτίνας. Εκεί η ρεματιά έχει βαθύσκια πλατάνια και τρεχούμενα νερά όλο το καλοκαίρι. Παλιότερα στο σημείο εκείνο και κατά μήκος της ρεματιάς, στην παρόχθια περιοχή καλλιεργούσαν τα περιβόλια τους πολλοί συγχωριανοί μας.

Υπάρχουν και άλλα μικρά ρέματα που δημιουργούνται στις πλαγιές των λοφοσειρών του χωριού, αλλά νομίζουμε πως δεν αξίζει να τα αναφέρουμε.

                                              Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

Δευτέρα 19 Μαΐου 2025

 

                    ΠΩΣ   ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΑΝ   ΟΙ  ΕΛΑΙΩΝΕΣ     ΤΗΣ   ΜΑΣΚΛΙΝΑΣ

     Ελαιόδεντρα στην περιοχή Σαμόνι υπήρχαν από παλαιά, απροσδιόριστα χρόνια. Οι Σλάβοι που  κατέβηκαν στην περιοχή μας το 600-800 μ.Χ., ονόμασαν την περιοχή μας «Μάσκλινα», που σημαίνει τόπος με ελαιόδεντρα, επειδή προφανώς βρήκαν εδώ μεγάλο αριθμό από αυτά. Επομένως η ύπαρξη ελαιοδέντρων στην περιοχή τοποθετείται προ της καθόδου των Σλάβων στην περιοχή μας, ίσως δε και παλαιότερα. Η δημιουργία όμως των σύγχρονων ελαιώνων άρχισε να γίνεται από τους οικιστές του Καστριού και προχώρησε προοδευτικά με την εξημέρωση άγριων ελαιόδεντρων που υπήρχαν στην περιοχή και με το «κέντρωμα» νέων. Κατά την γεωργική απογραφή του 1911, απογράφηκαν στην ευρύτερη περιοχή του οικισμού μας (940) στρέμματα με ελαιόδεντρα. Οι αείμνηστοι πρόγονοί μας με πολλούς κόπους και θυσίες και με τα πρωτόγονα μέσα (αξίνες, κασμάδες, πριόνια,  βατοκόπες κλπ) που διέθεταν εκείνη την εποχή, είχαν εκχερσώσει, στην περιοχή Σαμόνι μεγάλες δασικές εκτάσεις. Εκεί είχαν φυτέψει ελαιόδεντρα, αυξάνοντας έτσι τον γεωργικό τους κλήρο. Αλλά και σε άλλες περιοχές, στα ακραία σύνορα του χωριού (στην Κάρβια, στα Μοναχά, στον Καυκαλά, στις Κόντρες, στις Παλιοκαλύβες, στον Αρμακά, στις Κατσιρέκιες λάκες του όρους Παρθενίου κλπ) όπου δηλαδή υπήρχε επίπεδο μέρος, εκχέρσωναν την δασική έκταση για να σπείρουν δημητριακά ή σανό για την εκτροφή του ζωικού τους κεφαλαίου. Κατά την εκχέρσωση των δασικών εκτάσεων στο Σαμόνι για την δημιουργία ελαιώνων,  έρχονταν σε αντιδικίες και προστριβές με τους κατοίκους του γειτονικού Αχλαδόκαμπου, που πολλές φορές τις έλυναν με την δικαστική οδό.

     Στο προσωπικό μας αρχείο υπάρχουν σωρεία δημοσίων εγγράφων, από τα οποία προκύπτει η αυθαίρετη κατάληψη  βοσκοτόπων εκ μέρους των συγχωριανών μας που ανήκαν στην γειτονική κοινότητα του Αχλαδόκαμπου και συνορεύουν με την δική μας, στη θέση «Γραίκι». Ο Πρόεδρος της κοινότητας αυτής, ενεργώντας σαν εκπρόσωπος των κατοίκων της, είχε στραφεί κατεπανάληψη δικαστικά με αγωγές (προσωρινά μέτρα) κατά συγκεκριμένων κατοίκων της Μάσκλινας, που είχαν εκχερσώσει ολόκληρα στρέμματα άγριας έκτασης βοσκοτόπων, προσπαθώντας να τους μετατρέψουν σε ελαιώνες. Συγκεκριμένα ο ανωτέρω είχε στραφεί επανειλημμένα κατά των αείμνηστων συγχωριανών μας, προπάππου μου Δημητρίου Γ. Σκλημπόσιου, του γιού του Γεωργίου Δημ. Σκλημπόσιου και της Γλυκερίας χήρας Γ. Σκλημπόσιου καθώς και άλλων συγχωριανών μας.

      Το Ειρηνοδικείο ΄Αργους, καθύλη και κατά τόπο αρμόδιο για να εκδικάσει τις αγωγές αυτές, συνεδρίασε την 4-2-1916 «δημόσια και εν υπαίθρω εν τη θέσει «Γραίκι» της περιφέρειας του Αχλαδόκαμπου. Ο Ειρηνοδίκης αφού άκουσε τον ενάγοντα Πρόεδρο που εκπροσωπούσε  την κοινότητα Αχλαδοκάμπου και τους εναγομένους κατοίκους της Μάσκλινας καθώς και τους συνηγόρους των διαδίκων εξέδωσε τις αριθμ 15 και 16/4-2-1916 αποφάσεις του. Το σκεπτικό των αποφάσεων αυτών αναφέρει χαρακτηριστικά ότι  «εν τη θέσει «Γραίκι» περιφέρεια της κοινότητος Αχλαδοκάμπου κείται ακαλλιέργητος και δασώδης έκτασις εκ χιλίων και πλέον στρεμμάτων, ανήκουσα αναμφισβητήτως εις την κοινότητα ταύτην (Αχλαδοκάμπου), προς εξυπηρέτησιν της κοινής χρήσεως των μελών αυτής, ήτοι προς βοσκήν των θρεμμάτων της και ξύλευσιν των κατοίκων αυτής, καθά αρκούντως εβεβαιώθη υπό των μαρτύρων. Ότι από μακρών ετών ένιοι των κατοίκων της κοινότητος Μασκλένης, εν οίς και οι εναγόμενοι, κατέχοντες πλησίον τής θέσεως ταύτης ελαιώνα και ειδικώς εν τη θέσει  «Αρτοτίνα» εισέβαλαν κρύφα εν τη επιδίκω θέσει «Γραίκι» και εξεχέρσωσαν διαφόρους εκτάσεις, καταστήσαντες ταύτας αγρούς καλλιεργησίμους, ους έκτοτε κατέχουν ησύχως, σεβασθέντες εν τη κατοχή των ταύτην και υπό των μελών της κοινότητος Αχλαδοκάμπου. Αλλά μη αρκεσθέντες εις την τοιαύτην αρπακτικήν κατοχήν των γαιών τούτων, εβουλήθησαν να επεκτείνωσι αυτήν δια της καταλήψεως και ετέρας κοινοτικής γης και δη μεταξύ άλλων οι εναγόμενοι εξεχέρχωσαν εντός της επιδίκου θέσεως και άνωθεν του ως είρηται αγρού των χερσώδη και ακαλλιέργητον έκτασιν περί τα πέντε στρέμματα καταστήσαντες αυτήν καλλιεργήσιμον και σπείραντες ταύτην, προτιθέμενοι να επεκτείνωσι την εκχέρσωσιν, ως μαρτυρούσιν η εκκοπή παλαιών αγρίων δένδρων , η εξαγωγή ογκολίθων και η καλλιέργεια αγρίων ελαιοδέντρων προς εξημέρωσιν αυτών, αυτοφυών όντων».  Μάλιστα, γενομένων δεκτών των αγωγών αυτών, το δικαστήριο απαγόρευσε  στους ως άνω  εναγομένους  «πάσαν εν τω μέλλοντι άμεσον ή έμμεσον διακατοχικήν πράξιν, τείνουσαν εις την διατάραξιν της επιδικασθείσης εν τη κοινότητι του Αχλαδοκάμπου νομής, επί απειλή κατ’ αυτών επιβολής χρηματικής ποινής δια πάσαν παράβασιν των αποφάσεων τούτων».

Την δεκαετία του 1980 η έλλειψη εργατικών χεριών στο χωριό μας αποτέλεσε τον κύριο λόγο της εκρίζωσης των υφισταμένων αμπελώνων από τις ανατολικές παρυφές του χωριού μέχρι την περιοχή Πλατάνι  και την διακοπή της παραγωγής κρασιών από τους κατοίκους του. Μετά την εκρίζωση των αμπελιών, φυτεύτηκαν μέσα σε αυτά τα χωράφια χιλιάδες ακόμη ελαιόδεντρα, που μαζί με τα υπάρχοντα από παλιά, αύξησαν τον κλήρο των ελαιοπερίβολων των νοικοκυριών  του και αυτά   αποτελούν  τον ελαιώνα που βλέπουμε σήμερα.Στις περιοχές στα ακραία σύνορα του χωριού, που είχαν εκχερσωθεί από τους αειμνήστους προγόνους μας,για να γίνουν σπαρτοχώραφα, εγκαταλείφθηκαν από τους κατοίκους του χωριού και ξαναφύτρωσαν  πάλι πουρνάρια και άλλη άγρια βλάστηση,με αποτέλεσμα οι εκτάσεις αυτές να γίνουν και πάλι προέκταση της υφιστάμενης γύρω τους δασικής έκτασης.

                                                           Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

Παρασκευή 16 Μαΐου 2025

 

 ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ

 

 «Δεν υπάρχει πόνος και οδύνη πιο μεγάλη

 από τη στέρηση της γης των πατέρων».

             Ευριπίδης, «Μήδεια»

 

Η πληθυσμιακή αύξηση των κατοίκων του χωριού έφτασε στο απόγειό της στις αρχές του 1920, φθάνοντας στα 1000 άτομα περίπου. Η αλματώδης αύξηση του αριθμού των κατοίκων οφειλόταν στην παραμονή των κατοίκων του Καστριού, όλο και μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στο χωριό, λόγω των ευνοϊκών κλιματολογικών συνθηκών αλλά και της μεγάλης αύξησης του αριθμού των γεννήσεων. Η αύξηση του πληθυσμού πραγματοποιήθηκε, παρά την αναχώρηση για το εξωτερικό ορισμένων κατοίκων του κατά την πρώτη μετανάστευση στο εξωτερικό (Αμερική), που πήρε τις μεγαλύτερες διαστάσεις της κατά την δεκαετία 1900-1910.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1920, συνεχίστηκε η αναζήτηση ελληνικών εργατικών χεριών, από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (Η.Π. Α.) και τον Καναδά. Έτσι συνεχίστηκε η μεταναστευτική κίνηση εργατικού δυναμικού προς τις χώρες αυτές, λόγω της έλλειψης επαρκών εισοδημάτων των κατοίκων των ορεινών κυρίως περιοχών και του αργού ρυθμού αύξησης του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού τους.

Μετά και την δεύτερη μεταναστευτική κίνηση των κατοίκων (1945- 1960) προς τους ανωτέρω προορισμούς και την Αυστραλία ο πληθυσμός του χωριού μειώθηκε δραματικά. Ο μισός σχεδόν πληθυσμός του ξενιτεύτηκε, αναζητώντας καλύτερες συνθήκες επαγγελματικής αποκατάστασης, για την βελτίωση των οικονομικών τους.

Οι περισσότερες οικογένειες είχαν και κάποιο δικό τους μετανάστη στις χώρες αυτές. Ορισμένες μάλιστα, με πόνο ψυχής, έστειλαν όλα τα παιδιά τους στην ξενιτειά και μάλιστα από νεαρή ηλικία. Παρέμειναν εδώ μόνο οι γονείς, περιμένοντας την οικονομική ενίσχυση των ξενιτεμένων παιδιών τους, ενώ πολλοί από αυτούς τα ακολούθησαν στην ξενιτειά, για να κλείσουν τελικά εκεί τα μάτια τους οριστικά.

Οι ξενιτεμένοι μετανάστες χωριανοί, αρχικά, αντιμετώπισαν πολλές και μεγάλες δυσκολίες, κατά την εγκατάστασή τους και την εξεύρεση αξιοπρεπούς εργασίας, στις χώρες υποδοχής. Προσαρμόστηκαν όμως σύντομα στις νέες συνθήκες της ζωής και της εργασίας τους, ξεπερνώντας τα εμπόδια. Ορισμένοι μάλιστα, με την πάροδο του χρόνου, με την εξυπνάδα τους και την εργατικότητά τους άρχισαν να δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά σε διάφορους τομείς, κυρίως στο χώρο της εστίασης, αλλά και σε άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες

Από τις οικονομίες τους, που προήρχοντο από την αμοιβή τους, για την προσφορά της εργασίας τους, και από τα κέρδη των επιχειρήσεών τους, άρχισαν να στέλνουν εμβάσματα στους δικούς τους, που άφησαν στην Ελλάδα, ενισχύοντάς τους οικονομικά, για να μπορούν οι τελευταίοι να βελτιώσουν το οικογενειακό τους εισόδημα και να ζήσουν με αξιοπρέπεια. Όλοι όμως ανεξαίρετα οι μετανάστες του χωριού μας δεν ξέχασαν ποτέ και τον τόπο που είδαν το πρώτο φως της ζωής. Τον βοηθούσαν πάντοτε οικονομικά, συμβάλλοντας και στην πολιτιστική ανάπτυξή του. Έτσι πρωτοστάτησαν οικονομικά στην ανέγερση εκκλησιών, στην διάνοιξη αυτοκινητοδρόμων στην ευρύτερη περιοχή του χωριού, στις προσπάθειες ανεύρεσης υπογείων υδάτων κλπ.

Η συμβολή της μετανάστευσης των κατοίκων του χωριού σε Αμερική, Καναδά και Αυστραλία είχε θετικές αλλά και αρνητικές συνέπειες στην ανάπτυξη του χωριού μας. Η εισροή δολαρίων είχε σαν αποτέλεσμα την μεγάλη τόνωση της αγοραστικής δύναμης, την βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και γενικά την άνοδο του βιοτικού επιπέδου πάρα πολλών οικογενειών του χωριού μας.

Πολλοί όμως από τους κατοίκους του χωριού, όπως προαναφέρθηκε, μετανάστευσαν οικογενειακώς, με αποτέλεσμα την εγκατάλειψη του γεωργικού κλήρου και των ελαιώνων καθώς και την σταδιακή μείωση του πληθυσμού του χωριού, αφού ξενιτεύτηκε ο ενεργός πληθυσμός του χωριού και έμειναν πίσω μόνο ηλικιωμένοι. Η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο με την «εσωτερική» μετανάστευση των κατοίκων του χωριού, νεαρής κυρίως ηλικίας, που πραγματοποιήθηκε μαζικά τις δεκαετίες μετά το 1945 έως και το 1960 και συνεχίζεται σποραδικά μέχρι τις μέρες μας, προς τις μεγάλες πόλεις- (αστυφιλία)- κυρίως προς την πόλη της Αθήνας αλλά και σε άλλες γειτονικές πόλεις, την Τρίπολη και το Άργος.

Οι περισσότεροι νέοι του χωριού, αντιλήφθηκαν έγκαιρα την δεινή οικονομική κατάσταση των γονέων τους, την ανυπαρξία δυνατότητας βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσής τους στο χωριό, καθώς και τις περιορισμένες δυνατότητες και προοπτικές απόκτησης ικανοποιητικού ατομικού εισοδήματος, από την υφιστάμενη γεωργοκτηνοτροφική παραγωγή. Πολλοί έφυγαν από το χωριό, για να τελειώσουν τις εγκύκλιες σπουδές, γυμνασιακού επιπέδου, στις γειτονικές πόλεις, και ορισμένοι από αυτούς εισήχθησαν για να φοιτήσουν σε Πανεπιστημιακές σχολές, από τις οποίες αποφοίτησαν με επιτυχία. Έτσι, μετά την αποφοίτησή τους, έγιναν δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι, επιστήμονες, καθώς και διαπρεπείς ελεύθεροι επαγγελματίες και εγκατέλειψαν έτσι το χωριό.

Αλλά και αυτοί που δεν είχαν την δυνατότητα ή την ικανότητα των σπουδών, αλλά και άτομα ηλικιωμένα, έφυγαν από το χωριό και εγκαταστάθηκαν σε γειτονικές πόλεις και στην Αθήνα. Εκεί αναζήτησαν εργασία στον δευτερογενή και τριτογενή τομέα της οικονομίας (εμπόριο-υπηρεσίες) ή δραστηριοποιήθηκαν επιχειρηματικά σε διάφορους τομείς της.

Όλοι αυτοί εγκατέλειψαν οριστικά τις οικογενειακές τους εστίες και το χωριό. Μόνο περιοδικά επισκέπτονται τους γέροντες πια και ανήμπορους γονείς τους ενώ τους καλοκαιρινούς μήνες, κατά την διάρκεια των διακοπών τους, παραμένουν λίγες ημέρες με τις οικογένειές τους στο χωριό, για ξεκούραση. Τον υπόλοιπο καιρό το χωριό «ζει» και «κινείται» σε ρυθμούς μοναξιάς και εγκατάλειψης, με τους λιγοστούς εναπομείναντες κατοίκους του. 

                                                                                           Γιώργος Στυλ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

                

                      Η ΔΙΑΡΡΥΘΜΙΣΗ   ΤΩΝ     ΠΡΩΤΩΝ    ΣΠΙΤΙΩΝ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ   ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΣΚΕΥΗ ΤΟΥΣ   Το μεγάλο μέρος των κτισμάτων στην Μ...