Ο ΦΩΤΙΣΜΟΣ
ΣΤΗ ΜΑΣΚΛΙΝΑ
ΤΑ «ΠΕΤΡΙΝΑ» ΧΡΟΝΙΑ
Πριν
από το 1968 δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα στο χωριό και όλοι οι δρόμοι τις
νύχτες ήταν θεοσκότεινοι. Τα σπίτια του
χωριού μέχρι τότε φωτίζονταν με πρωτόγονα μέσα. Εκεί αχνόφεγγε το φως που
έβγαινε από τα λυχνάρια και την λάμπα πετρελαίου, αλλά ήταν αμυδρό. Όσοι
βρίσκονταν μακριά από το φωτιστικό σώμα δεν φαίνονταν ούτε τα πρόσωπά τους, αλλά έδειχναν κινούμενες
σκιές μέσα στο δωμάτιο. Το φωτιστικό σώμα μεταφερόταν από το ράφι του τζακιού
στο τραπέζι του φαγητού και από εκεί όπου αλλού χρειαζόταν, για να εστιάσει το
φως του σε συγκεκριμένα σημεία. Αρχικά ο φωτισμός των χώρων του σπιτιού γινόταν
με τα λυχνάρια και τα φανάρια. Τα λυχνάρια, που κρέμονταν στους λυχνοστάτες
πάνω στο τζάκι καθώς και τα φανάρια
λειτουργούσαν με φιτίλι, χρησιμοποιούσαν δε σαν καύσιμο ελαιόλαδο. Το
κάθε λυχνάρι αποτελείτο από ένα στρογγυλό χαμηλό μεταλλικό δοχείο ανοιχτό στην
πάνω του επιφάνεια, μέσα στο οποίο αποθήκευαν το λάδι και το φιτίλι. Το
τελευταίο αποτελείτο από στριμμένα λεπτά βαμβάκινα σχοινιά που στηρίζονταν σε
μια υποδοχή της βάσης του δοχείου. Επίσης ένα μεταλλικό όρθιο κομμάτι πού
αποτελούσε προέκταση της βάσης του λυχναριού. Η μια άκρη του ήταν καρφωμένη στο
πλάι του μεταλλικού δοχείου, ενώ στην άλλη άκρη του είχε προσαρμοστεί ένα
κομμάτι σύρμα από την μια άκρη του οποίου κρεμούσαν το λυχνάρι στο λυχνοστάτη.
Αυτά ήταν αρχικά το κύριο μέσο φωτισμού των σπιτιών. Υπήρχαν και τα φανάρια που
ήταν ντόπιας κατασκευής. Το κάθε φανάρι αποτελείτο από ένα ορθογώνιο δοχείο με
μεταλλική βάση και γυάλινες τις πλαϊνές πλευρές του, για να προστατεύεται
η φλόγα από τον αέρα και να φωτίζεται ο
γύρω χώρος. Η πάνω επιφάνειά του ήταν
κωνική και μεταλλική με τρύπες, για να αερίζεται ο εσωτερικός χώρος του
φαναριού. Σε αυτή ήταν προσαρμοσμένο ένα στρογγυλό χερούλι, για να κρατάνε το
φανάρι κατά την μεταφορά του. Τέλος πάνω στη μεταλλική βάση του τοποθετείτο ένα
στρογγυλό κλειστό δοχείο, στην πάνω επιφάνεια του οποίου στηρίζονταν το φυτίλι,
που η μια άκρη του ήταν βουτηγμένη μέσα στο λάδι, ενώ την άλλη την άναβαν
για να φωτίζει. Με αυτά τα φανάρια φώτιζαν όλες τις γωνιές στους στάβλους, τον αχυρώνα, τις σκάλες και τις αυλές.
Αργότερα, παράλληλα με τα λυχνάρια και τα
φανάρια χρησιμοποιήθηκαν οι λάμπες πετρελαίου, που λειτουργούσαν με το φιτίλι
και με φωτιστικό πετρέλαιο. Οι λάμπες αποτελούνταν από ένα γυάλινο στρογγυλό
δοχείο που μέσα σε αυτό αποθηκευόταν το πετρέλαιο, το μηχανισμό για το άναμμα,
το σβήσιμο του φυτιλιού και την ρύθμιση
του φωτισμού και ένα γυάλινο περίβλημα της φλόγας φωτισμού, το λαμπόγυαλο. Στο
πίσω μέρος της υπήρχε ένας συρμάτινος μηχανισμός από τον οποίο κρεμούσαν την
λάμπα στον τοίχο. Οι λάμπες αυτές παρείχαν περισσότερο φωτισμό από τα λυχνάρια
και τα φανάρια. Ήταν για πολλές δεκαετίες το κύριο φωτιστικό μέσο των σπιτιών,
αφού κάλυπταν όλες τις ανάγκες των κατοίκων σε φωτισμό. Τις μετακινούσαν
ανάλογα με το χώρο που ήθελαν να φωτίσουν. Τοποθετούσαν την λάμπα πάνω στο
τραπέζι, κατά την ώρα του φαγητού και όταν ήθελαν τα παιδιά τους να διαβάσουν
τα μαθήματά τους και να γράψουν την γραφή τους, για να προετοιμαστούν για το
σχολείο της επόμενης ημέρας.
Άλλοτε την τοποθετούσαν πάνω στο γείσο του
τζακιού κατά την ώρα του μαγειρέματος του φαγητού και πάνω από τη σκάφη, για να
φωτίζει της νοικοκυράς στο κοσκίνισμα του αλευριού, στο ζύμωμα του ψωμιού και
κατά την τοποθέτηση του ζυμαριού μέσα στις πινακωτές, αφού το ζύμωμα και το
φούρνισμα του ψωμιού γινόταν συνήθως τις νυχτερινές ώρες. Αυτές τους φώτιζαν
μέσα στο στάβλο και στον αχυρώνα, όταν μετέβαιναν για να ταΐσουν τα
γαϊδουρομούλαρα, τις κότες και τις κατσίκες τους. Με το φως τους τις βραδινές
ώρες διάλεγαν και κοσκίνιζαν με το δριμόνι τις ελιές για να τις «παστώσουν»,
αυτές που είχαν μεταφέρει από τα χωράφια με τα ζώα τους λίγο πριν νυχτώσει. Και
κάθε τόσο έτρεχαν στα μαγαζιά του χωριού να προμηθευτούν λαμπόγυαλα, αφού αυτά
ήταν πολύ εύθραυστα αλλά αποτελούσαν τα απαραίτητα εξαρτήματά τους.
Τα καταστήματα κάλυπταν τις ανάγκες
φωτισμού τους με λάμπες LUX (βενζινόλαμπες), που
λειτουργούσαν και αυτές με φωτιστικό πετρέλαιο. Αυτές είχαν στη βάση τους μια
κλειστή δεξαμενή χωρητικότητας ενός περίπου λίτρου πετρέλαιου με μια αντλία-
τρόμπα πίεσης. Με ένα μεταλλικό σωλήνα το πετρέλαιο πήγαινε πάνω σε μια έξοδο
,το «μπεκ» και εκεί υπήρχε ένα πλέγμα άκαυτου αμιάντου, αφού περνούσε από την
αναμμένη φλόγα. Αποτέλεσμα ήταν το πετρέλαιο υπό πίεση να εξαερώνεται, να
περνάει δηλαδή μέσα από τον αμίαντο σαν λεπτό νέφος που καιγόταν και απέδιδε
μια λαμπρή φλόγα με έντονη φωτεινότητα. Αυτές οι λάμπες απέδιδαν πολλαπλάσιο
φωτισμό από τις συνηθισμένες, που χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι στα σπίτια τους.
Τελευταία χρησιμοποιήθηκαν από τα καταστήματα και λάμπες που λειτουργούσαν με
υγραέριο. Και σε αυτές η φλόγα του
υγραερίου περνούσε μέσα από το πλέγμα άκαυτου αμιάντου και είχε έντονη φωτεινότητα. Απέδιδαν οι λάμπες
αυτές ικανοποιητικό φωτισμό στο χώρο των
καταστημάτων.
Στην εκκλησία του ΑηΓιώργη, τα βράδια που
τελούνταν οι ακολουθίες των «Χαιρετισμών» και
της Μεγάλης Εβδομάδας, στην αρχή ο φωτισμός γινόταν με τα κεριά. Η
παρακολούθηση των ιερών ακολουθιών εκείνη την εποχή τις νυχτερινές ώρες
αποτελούσε Θεία μυσταγωγία. Μόνο το τέμπλο της εκκλησίας φωτιζόταν αχνά από τα
κεριά των μανουαλιών, ο παπάς και οι ψαλτάδες διάβαζαν τα ιερά βιβλία κρατώντας
στο χέρι τους μικρές λαμπάδες, ενώ οι πιστοί ήσαν κινούμενες σκιές μέσα στην
εκκλησία και μόνο τα πρόσωπά τους φωτίζονταν από την μικρή φλόγα των κεριών,
όταν τα κρατούσαν στο χέρι τους
. Με την πάροδο όμως του χρόνου, από τις αρχές
της δεκαετίας του 1950, η εκκλησία άρχισε να ηλεκτροφωτίζεται αρχικά από την
ηλεκτρογεννήτρια του παρακείμενου ελαιοτριβείου του Ευάγγελου Διαμαντάκου
(Μακρέκο), με δύο - τρείς ηλεκτρικούς λαμπτήρες που ήταν τοποθετημένοι πάνω
στους πολυελέους της εκκλησίας. Μερικοί ακόμα λαμπτήρες στηριγμένοι πάνω σε
κολώνες φώτιζαν το δρόμο από αυτό το λιοτρίβι μέχρι την πόρτα της εκκλησίας, μια
απόσταση διακοσίων μέτρων περίπου.
Αργότερα κατασκευάστηκαν
ηλεκτρικές εγκαταστάσεις στο εσωτερικό της εκκλησίας και στον αύλειο χώρο της,
τοποθετήθηκαν δεκάδες ηλεκτρικοί λαμπτήρες σε όλους τους χώρους της εκκλησίας
και η ηλεκτροδότηση γινόταν από χειροκίνητη (με μανιβέλα) πετρελαιοκίνητη
μηχανή με ηλεκτρογεννήτρια που στο μεταξύ προμηθεύτηκε η επιτροπή της
εκκλησίας. Αυτή αρχικά στεγάζονταν σε παράπηγμα, δίπλα στο πηγάδι του ΑηΓιώργη
και χρησιμοποιήθηκε παράλληλα για την άντληση νερού από αυτό, ενώ στη συνέχεια
στεγάστηκε σε πλινθόκτιστο δωμάτιο που δεν υπάρχει πιά, εφαπτόμενο στο παλιό
χωνευτήρι, το σημερινό παρεκκλήσι του Αγίου Λαζάρου.
Όλοι οι δρόμοι που οδηγούσαν στην «αγορά»,
αυτοί που συνέδεαν τις γειτονιές και τα
σπίτια των κατοίκων του χωριού, μόλις έπεφτε το σκοτάδι, ήταν θεοσκότεινοι. Οι
χωριανοί «μαζεύονταν» στα σπίτια τους ή στα καφενεία πριν έρθει το βράδυ. Κι’
όταν έφευγαν από τα καφενεία και τις ταβέρνες για τα σπίτια τους πολύ πριν από
τα μεσάνυχτα και αναγκάζονταν να βρίσκονται στους δρόμους, κυκλοφορούσαν σαν μαύρες σκιές
μέσα στο σκοτάδι. Όταν συναντιόνταν στο
δρόμο ή στο σταθμό του τραίνου οι ταξιδιώτες την νύχτα, χαιρετούσε ο ένας τον
άλλο και έτσι αναγνωρίζονταν, μόνο από
τη φωνή. Για να «βλέπουν» πού πατάνε στο δρόμο, δεδομένου ότι όλοι οι δρόμοι ήταν
κακοτράχαλοι, γεμάτοι πέτρες και λακκούβες, χρησιμοποιούσαν μικρά ηλεκτρικά
φανάρια (φακούς), που λειτουργούσαν με μπαταρίες ξηρής φόρτισης, αλλά απέδιδαν
ελάχιστο φωτισμό και αυτά. Ιδιαίτερα προβλήματα αντιμετώπιζαν οι κάτοικοι του
χωριού που έμεναν σε απομακρυσμένες από την αγορά συνοικίες και έπρεπε σχεδόν
κάθε βράδυ να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις μέχρι να φτάσουν στα σπίτια τους.
Μόνο τα τέσσερα λιοτρίβια (Το Μακρέκο, το Λυγδέκο, το Καγκλέκο και το «Συνεταιρικό») την περίοδο της λειτουργίας
τους, δύο – τρεις μήνες το χρόνο, έχυναν άπλετο φως στη γύρω περιοχή, επειδή
διέθεταν αυτόνομες ηλεκτρογεννήτριες. Αλλά μετά την απομάκρυνση λίγων
μέτρων από αυτά έπεφτε πηχτό το σκοτάδι.
Τους χωριανούς τις ξάστερες νύχτες, όταν τα μαύρα σύννεφα είχαν φύγει από το
στερέωμα, τους κρατούσε συντροφιά και
φώτιζε το δρόμο τους το φως των αστεριών, η αστροφεγγιά, και η
φεγγαράδα.
Το ηλεκτρικό ρεύμα για τον οικισμό
αποτέλεσε «είδος πολυτελείας» μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Πολλές
φορές, πριν τον ηλεκτροφωτισμό του χωριού, πηγαίνοντας πριν καλά - καλά φέξει,
για λιομάζωμα στο Σαμόνι αλλά και τα καλοκαίρια που ανεβαίναμε, μόλις είχε καλά
νυχτώσει, μέχρι το γεφύρι της «Μπαμπακίτισας» στο επάνω μέρος του χωριού,
αντικρύζαμε απέναντι, νοσταλγικά, τον ηλεκτροφωτισμένο οικισμό του
Αχλαδόκαμπου. Βουτηγμένοι όπως ήμασταν στο πηχτό σκοτάδι και βλέποντας τον
Αχλαδόκαμπο ηλεκτροφωτισμένο, θεωρούσαμε τους εαυτούς μας «παιδιά ενός
κατώτερου Θεού».
Στις αρχές του 1968 άρχισε η
κατασκευή του ηλεκτρικού δικτύου, για την τροφοδοσία του οικισμού με ηλεκτρικό
ρεύμα. Στα συνεργεία χαρτογράφησης του ηλεκτρικού δικτύου, της τοποθέτησης των
ηλεκτρικών στύλων και των ηλεκτρικών καλωδίων υψηλής τάσης εργάζοντο πολλοί
κάτοικοι του χωριού έναντι αμοιβής .Μετέβαιναν στο χώρο εργασίας, διασχίζοντας
με τα πόδια τις δασωμένες πλαγιές του Αρμακά. Εργάζονταν εκεί χρησιμοποιώντας
πρωτόγονα μέσα (κασμάδες, φτυάρια, παραμίνες κλπ).για να ανοίξουν τις τρύπες
στο έδαφος και να τοποθετήσουν τις κολώνες που τις είχαν μεταφέρει από μεγάλες
αποστάσεις τραβώντας τες με τα σκοινιά. Παράλληλα συνεργεία ηλεκτρολόγων από τα
γύρω χωριά και την Τρίπολη εργάζονταν πυρετωδώς
σε όλα σχεδόν τα σπίτια του χωριού και κατασκεύαζαν ηλεκτρικά δίκτυα και
εγκαταστάσεις παροχής ηλεκτρικού ρεύματος Στις 3 Ιανουαρίου 1969 έφτασε τελικά
το ηλεκτρικό ρεύμα στο χωριό και ηλεκτροφωτίστηκαν σιγά - σιγά όλα τα
καταστήματα, τα σπίτια, τα καλύβια και οι δρόμοι στις γειτονιές του χωριού.
Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος-
Μασκλινιώτης