Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2025

 

Η ΓΕΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ  ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ  ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΠΕΡΙΓΡΑΦΟΥΝ ΣΥΓΧΩΡΙΑΝΟΙ ΜΑΣ

   

      Καταχωρούμε παρακάτω γλαφυρές περιγραφές συγχωριανών μας της κατάστασης του χωριού μας, για να μαθαίνουν οι νεότεροι  πως αυτό κάποτε έσφυζε από ζωή και ανάπτυξη, παρά  τις  αντικειμενικές δυσκολίες τις  εποχής εκείνης.

O Καστρίτης   δημοσιογράφος Καλλίστρατος Καλλούτσης στο ιστοριολαογραφικό περιοδικό «Κυνουριακά» το 1930 και σε άρθρο με τίτλο «Ελαιοχώρι» περιγράφει σε αδρές γραμμές, την γενική κατάσταση του χωριού μας στην εικοσαετία 1920 και 1930.Το κείμενο αναφέρεται στο συγκοινωνιακό, στην πληθυσμιακή κατάσταση του χωριού, στα παραγόμενα προϊόντα, στην καταγωγή, στις ασχολίες των κατοίκων και γενικότερα στην οικονομική, πολιτιστική και μορφωτική εξέλιξή τους.

«Το Ελαιοχώρι (Μάσκλινα) έχει 240 οικογένειες και 1000 κατοίκους. Ευρίσκεται παρά την σιδηροδρομική γραμμή του Σιδηροδρόμου Πειραιώς - Αθηνών - Πελοποννήσου και μετά τον σταθμό Αχλαδόκαμπου. Οι κάτοικοι είναι ενεργητικοί και δραστήριοι. Ασχολούνται με την γεωργία, την κτηνοτροφία, οι δε περισσότεροι εξ αυτών ασχολούνται με το επάγγελμα του αγωγιάτη, μεταφέροντας στο Καστρί με τα μουλάρια τους τα διάφορα εμπορεύματα.

Το χωριό παράγει εξαίρετο λάδι, κρασί και ολίγα δημητριακά. Τα υπόλοιπα προϊόντα μόλις επαρκούν για την συντήρηση των κατοίκων. Έχει τρία ελαιοτριβεία, από τα οποία το ένα ατμοκίνητο, πέντε παντοπωλεία και ένα ξενοδοχείο ύπνου και φαγητού. Διατηρεί δύο δημοτικά σχολεία, διτάξιο αρρένων και μονοτάξιο θηλέων. Ομοίως και τηλεγραφείο, το οποίο στεγάζεται όπως και τα σχολεία σε ιδιωτικό οίκημα.

Το Ελαιοχώρι έχει εκκλησία, που τιμάται στο όνομα του Αγίου Γεωργίου με ωραίο γύρω αγροκήπιο και δύο εξωκλήσια της Αγίας Παρασκευής και του Αγίου Πέτρου.

Οι κάτοικοι του Ελαιοχωρίου είναι σχεδόν όλοι άποικοι από το Καστρί. Γι’ αυτό οι περισσότεροι από αυτούς διαμένουν εκεί από 15 Νοεμβρίου μέχρι τέλους Μαρτίου, το δε υπόλοιπο χρονικό διάστημα διαμένουν στον Άγιο Νικόλαο, όπου διατηρούν οικίες και κτηματική περιουσία. Πριν κατασκευαστεί η σιδηροδρομική γραμμή το Ελαιοχώρι αριθμούσε μόνον 80 οικογένειες. Αργότερα όμως σιγά – σιγά κατοικήθηκε πυκνότερα. Ο Ραγκαβής αναφέρει στα «Ελληνικά» ότι υπήρχε θέση Μάσκλινα «ολίγον κατωκημένη».

Στην πληθυσμιακή κατάσταση του χωριού μας και στο συγκοινωνιακό για τα χρόνια 1930 - 1935 αναφέρεται και ο συγχωριανός μας δάσκαλος Γ.Μίλης, που στις σημειώσεις του αναφέρει ότι: «Για να νοιώσετε τη ζωή της εποχής εκείνης θα σας δώσω μια εικόνα της ζωής στο Ελαιοχώρι στα χρόνια 1930 - 1935. Την εποχή εκείνη το Ελαιοχώρι είχε περίπου 1000 κατοίκους. Ήταν σιδηροδρομικός συγκοινωνιακός κόμβος. Ο σιδηρόδρομος ήταν η κύρια και καλύτερη συγκοινωνία. Οι αυτοκινητόδρομοι ήταν λίγοι και αυτοί σκυροστρωμένοι, δεν υπήρχε δρόμος με άσφαλτο. Ούτε αεροπορικές συγκοινωνίες. Από απόψεως συγκοινωνίας το Ελαιοχώρι είχε προνομιούχο θέση. Η συγκοινωνία γινόταν με δύο τραίνα την ημέρα».

Τέλος μια γενικότερη εικόνα του χωριού και των ασχολιών των κατοίκων του μας δίνει με πολύ γλαφυρό τρόπο η συγχωριανή μας Κ. Κίκιζα. Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «οι κάτοικοι του Ελαιοχωρίου εκείνης της εποχής ήσαν κατά κανόνα αγρότες. Υπήρχαν και λίγοι κτίστες, υποδηματοποιοί, ράφτες, σαγματοποιοί, έμποροι. Ένα μαγαζί κάλυπτε τις πρόχειρες ανάγκες. Οι κάτοικοι έσπερναν και λίγο σιτάρι, κριθάρι και τροφές για ζώα. Όλα αυτά με ξύλινο αλέτρι. Είχαν αρκετά κάστανα και λίγα καρύδια. Καλλιεργούντο και λίγα οπωροφόρα δέντρα. Κάθε σπίτι έτρεφε και δυο - τρείς κατσίκες και μερικές κότες. Απαραίτητο μεταφορικό μέσο το μουλάρι και το γαϊδουράκι. Η εργατικότητα και η δημιουργικότητα των κατοίκων και το εύκρατο κλίμα της περιοχής συνέβαλαν στη γρήγορη ανάπτυξη του Ελαιοχωρίου με κύριες ασχολίες την ελαιοκομία και την αμπελουργία. Το ελαιόλαδο παράγεται σε μεγάλες ποσότητες μέχρι σήμερα. Η ποικιλία της ελιάς ονομάζεται «μανάκι». Παράλληλα η γεωγραφική θέση του οικισμού δίπλα στη σιδηροδρομική γραμμή ανέδειξε το Ελαιοχώρι σε κέντρο της Βόρειας Κυνουρίας για πολλές δεκαετίες».

                                                                        Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης

 

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2025

 

          ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΝΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΗΣ ΜΑΣΚΛΙΝΑΣ

 

 Οι κάτοικοι  του χωριού, ανήσυχοι και εργατικοί όπως ήταν, εκτός από τις αγροτικές εργασίες που ήταν η κύρια ασχολία τους, απασχολήθηκαν παράλληλα και σε άλλα επαγγέλματα, για να ενισχύσουν το πενιχρό εισόδημά τους που τους απέδιδε ο αγροτικός τομέας.           Εκτός από τα μπακάλικα,  τα χασάπικα και τις ταβέρνες,  στο χωριό λειτούργησαν κατά περιόδους και τα εξής εργαστήρια:

 Α) Σιδεράδικα (γύφτικα) που κατασκεύαζαν και επισκεύαζαν διάφορα εργαλεία των κατοίκων που χρησιμοποιούσαν στις αγροτικές εργασίες τους (αλέτρια, δρεπάνια, ψαλίδια, αξίνες, κ.λ.π.).Αυτά ήταν α)του Γιώργη και Γιάννη Κουρβετάρη (Καντζάρα) που βρισκόταν δίπλα από το μαγαζί του Ανδρέα Κουρβετάρη, β) των αδελφών Δασκολιά (Τσελεπή),στον κεντρικό δρόμο δίπλα στο «παλιό σχολείο» κοντά στην αγορά, γ)του Γιώργη Σίμνου, που λειτούργησε για μικρό χρονικό διάστημα και στεγαζόταν δίπλα από το σπίτι του Κώστα Μάρκου στην αγορά και δ) του Παναγιώτη Μπακούρη που το κρατούσε μέχρι τελευταία ο γιός του Σωτήρης και στεγαζόταν  σε οίκημα εφαπτόμενο του κεντρικού δρόμου, λίγο πιο πάνω από την αγορά. Όλα τα σιδεράδικα,  αποτελούν παρελθόν για το χωριό μας. Τώρα λειτουργεί μόνον ένα εργαστήριο αλουμινοκατασκευών  και επεξεργασίας σιδήρου, ιδιοκτησίας του Στράτου Βαρβιτσιώτη που στεγάζεται στο σπίτι του, στην Γυμνιάνικη γειτονιά.

Β) Πεταλωτήρια και εργαστήρια κατασκευής σαμαριών που «πετάλωναν» τα αλογομούλαρα των χωριανών μας και κατασκεύαζαν και επισκεύαζαν τα σαμάρια των αμίλητων εργατών του χωριού. Στο χωριό ασκούσαν αυτό το επάγγελμα: Παλαιότερα, από το 1930 ο Παναγιώτης Παναγάκος, ο Κώστας Κωτσιορίμπας, ο Γρηγόρης Γρηγορίου και ο Γιώργης Σκλημπόσιος μαζί με το Σταύρο Παναγάκο. Ο Γιώργης Λυγκίτσος, που είχε το μαγαζί από το έτος 1960 μέχρι του θανάτου του, δίπλα στο χασάπικο του Χρήστου Στρατηγάκου. Ο Μίμης Μακρής (Χυλοπιτάς) στο σπίτι του απέναντι από το σπίτι του Κοντογιάννη. Ο Γιώργης Καραπάνος, μετά το 1947,έμαθε την τέχνη στην Τρίπολη και δούλευαν με τον Κώστα Κωτσιορίμπα στο σπίτι του Κωτσιοριμπόγιαννη. Έπειτα χώρισαν με τον Κωτσιορίμπα και άνοιξε μαγαζί με τον αδελφό του Παναγιώτη, στου Αριστείδη Λύγδα (Κανελή). Παρέμειναν εκεί μέχρι το 1965. Ο Παναγιώτης Καραπάνος άνοιξε μαγαζί αρχικά το έτος 1948 στο σπίτι του Γιώργη Λυγκίτσου αλλά αργότερα δούλεψε μαζί με τον αδελφό του τον Γιώργη στο σπίτι του Κανελή. Οι Καραπανέοι τελικά μεταφέρθηκαν στο σπίτι του Κατσικαντάμη απέναντι από το σχολείο. Τέλος ο Δημήτρης (Μίμης) Μακρής, που είχε το μαγαζί απέναντι από το Κοντογιαννέκο σπίτι.

Γ) Υποδηματοποιεία (τσαγκάρικα) και εργαστήρια επισκευής παπουτσιών (μπαλωματάδικα). Τα πρώτα, εκτός από τις επισκευές, κατασκεύαζαν και καινούρια παπούτσια ενώ στα δεύτερα  αποκλειστικά τα  ξεσόλιαζαν,  αντικαθιστούσαν δηλαδή τις φθαρμένες σόλες των παπουτσιών και έκλειναν τις τρύπες τους με κομμάτια επεξεργασμένου δέρματος, τις «φόλες». Στο χωριό υπήρχαν τα εξής εργαστήρια αυτού του είδους: Ο Γρηγόρης Κίκιζας από το 1920 μέχρι το 1927 διατηρούσε τσαγκάρικο, εξοπλισμένο με όλα τα εργαλεία. Κατασκεύαζε και καινούργια παπούτσια. Ο Βασίλης Καραπάνος που έμαθε την τέχνη του τσαγκάρη από τον Γρηγόρη Κίκιζα, άνοιξε μαγαζί το 1927, στο σπίτι του Κοντογιάννη. Τα εργαλεία του, όταν αποσύρθηκε τα έδωσε στο Θρασύβουλο, που και αυτός ήταν μπαλωματής. Ο Νίκας Μακρής, που έμαθε την τέχνη από τον Γιώργη Μέγγο (Γιατρούλια), άνοιξε μαγαζί το 1947, αρχικά στου Κοντογιάννη το σπίτι, αργότερα στο σπίτι του Μπουρδούση και τελευταία μετέφερε το τσαγκάρικο στο σπίτι του στην Μακρέκη γειτονιά. Ο Αριστείδης Λύγδας και τα αδέλφια Γιάννης, Χρήστος, Κώστας και Θανάσης Κανελής ασκούσαν την τέχνη του τσαγκάρη πριν το 1930. Ο Κώστας Κατσίρης την δεκαετία του 1940 άνοιξε τσαγκάρικο στο σπίτι του, στο κέντρο του χωριού, που διατήρησε για πολλά χρόνια, μέχρι την εποχή που ξενιτεύτηκε. Τα αδέλφια Μήτσος και Λεωνίδας Καπράνος άνοιξαν τσαγκάρικο την δεκαετία του 1940 αρχικά στο σπίτι του Κωτσιοριμπόγιαννη. Στην συνέχεια μεταφέρθηκαν στο σπίτι του Στέλιου Σκλημπόσιου και έπειτα στο σπίτι του Γιώργη Καγκλή (Κορδίκου). Τελικά μεταφέρθηκαν ο καθένας στο σπίτι του, ο Λεωνίδας στη συνοικία Αντωνέκα, στο πατρικό σπίτι τους, ασκώντας την τέχνη του μπαλωματή μέχρι το έτος 2005 ενώ ο Μήτσος στο δικό του σπίτι κοντά στο μπακάλικο του Αντρέα Κουρβετάρη, ασκώντας την τέχνη του μέχρι το έτος 2000.Τέλος ο Γιώργης Μέγγος (Γιατρούλιας) ασκούσε την τέχνη του τσαγκάρη από το 1930,μέχρι το έτος 1960.Είχε το μαγαζί του στο κέντρο του χωριού σε χώρους του σπιτιού του Κώστα Λύγδα (Μάρκου) και ήταν εξοπλισμένο με ολόκληρη την σειρά εργαλείων, κατασκεύαζε δε καινούργια παπούτσια με παραγγελία, πλην των άλλων μικροεπισκευών που πραγματοποιούσε σε χαλασμένα παπούτσια των κατοίκων του χωριού.

Δ) Ορισμένοι Μασκλινιώτες ασχολήθηκαν με την τέχνη του βαρελοβαγενά. Οι τεχνίτες αυτοί επισκεύαζαν τα βαγένια που είχαν ξερομαχιάσει* από την έλλειψη κρασιού μέσα σε αυτά, όταν είχαν πια αδειάσει. Χαλούσαν τα βαγένια εντελώς, αντικαθιστούσαν τις φθαρμένες δόγες τους και τα έστηναν πάλι, σφίγγοντας τα στεφάνια γύρω από το βαγένια. Εάν επρόκειτο να φτιάξουν καινούρια έκοβαν από την προηγούμενη χρονιά ξύλα, κατά προτίμηση από καστανιά ή από βελανιδιά, επειδή τα ξύλα αυτά είναι μεγάλης αντοχής και κάνουν καλό κρασί γιατί έχουν λιγότερους πόρους. Τα έβαζαν συνήθως μέσα στην κοπριά των ζώων, σκεπασμένα καλά, για να στεγνώσουν και να ξεραθούν. Δεν τα άφηναν στον ήλιο για να μην σκάνε. Η θερμοκρασία που αναπτύσσεται κατά το χώνεμα της κοπριάς είναι πολύ μεγάλη αλλά σε υγρό περιβάλλον. Έτσι τα ξύλα στέγνωναν χωρίς να ραγίσουν. Κατασκεύαζαν βαγένια μικρά και μεγάλα, για την αποθήκευση και διατήρηση του κρασιού. Επίσης κατασκεύαζαν και μικρά βαρέλια, για την μεταφορά πόσιμου νερού από τα πηγάδια και τις παραδοσιακές βρύσες του χωριού στα σπίτια των κατοίκων. Η επισκευή των βαγενιών γινόταν πάντοτε επί τόπου, μέσα στα υπόγεια των σπιτιών, γιατί ήταν αδύνατη η μεταφορά τους στα εργαστήριά τους, κυρίως λόγω του όγκου τους, αλλά και του βάρους . Το βαρέλι κατασκευάζονταν και επισκευάζονταν στο εργαστήρι του βαγενά, λόγω του μικρού όγκου του. Βαρελοβαγενάδες στο χωριό ήταν οι Μακρέοι (Ο Χρήστος Μακρής, ο Στράτης Μακρής, ο Θανάσης Μακρής, ο Γιάννης Μακρής και άλλοι).

Ε) Κουρεία λειτούργησαν μέχρι τελευταία στο χωριό μας. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 λειτούργησε το κουρείο του Νίκου Μέγγου (Ντρίτσαλη). Στεγαζόταν στο πίσω μέρος του παντοπωλείου - καφενείου που λειτουργούσε στον ίδιο χώρο. Εκεί καθημερινά μπαινόβγαιναν οι κάτοικοι του χωριού για να ξυριστούν, να περιποιηθούν το μουστάκι τους και τα μαλλιά τους. Επίσης λειτούργησε και άλλο κουρείο εντός του καφενείου του Παναγιώτη Κουρλιμπίνη (Μούντρου), στο σιδηροδρομικό σταθμό, που ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού γνώριζε και την τέχνη του κουρέα. Αργότερα, και για πολλές δεκαετίες λειτούργησε το κουρείο του Νίκου του Αντωνάκου (Πάικου), που στεγαζόταν κάτω από το σπίτι του, απέναντι από το λιοτρίβι των αδελφών Λύγδα.

ΣΤ) Άλλοι Μασκλινιώτες  ασχολήθηκαν με το εμπόριο λαδιού και βρώσιμων ελιών. Αγόραζαν από συγχωριανούς τους τα προϊόντα αυτά και τα  εμπορεύονταν  στις αγορές της Τρίπολης, του Άργους και της Αθήνας. Λαδέμποροι που προωθούσαν τα προϊόντα της ελιάς στα γειτονικά χωριά και την Τρίπολη ήταν: ο Θανάσης Μακρής, ο Νικόλας Μακρής, ο Νικήτας Μακρής και ο Γιώργης Παναγάκος (Ζίκιρης), ενώ αυτοί που τα προωθούσαν στις αγορές του Άργους και της Αθήνας ήταν: ο Παναγιώτης Ξάμπλας, ο Δημήτρης Μπόμπολας και ο Γιώργης Τσουλουχάς από την Κουμπίλα.  

                                                          Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

 

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2025

 

                                 Η   ΘΕΡΜΑΝΣΗ  ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΙΩΝ  ΤΗΣ ΜΑΣΚΛΙΝΑΣ

 

     Αρχικά το τζάκι σε κάθε σπίτι αποτελούσε την μοναδική πηγή θέρμανσής του. Συνήθως ήταν χτισμένο σε μια εσοχή, στη μέση ενός από τους εξωτερικούς τοίχους του κάθε σπιτιού, στο δωμάτιο (χειμωνιάτικο) που έμενε τις περισσότερες ώρες του εικοσιτετραώρου η οικογένεια, στην ίδια επιφάνεια με το δάπεδο του σπιτιού. Γύρω από το τζάκι, τη «γωνιά» όπως την έλεγαν, ιδιαίτερα τους χειμερινούς μήνες, που το κρύο ήταν τσουχτερό, μαζευόταν όλη οι οικογένεια για να ζεσταθεί. Τα ξύλα που χρησιμοποιούσαν για την τροφοδοσία του τζακιού προέρχονταν κυρίως από τα ελαιόδεντρα, που μετέφεραν  όλο το χρόνο από τα χωράφια στο σπίτι με τα ζώα τους. Τα βράδια, πριν πάνε για ύπνο, έριχναν στο τζάκι ένα μεγάλο κούτσουρο από ελιά, για να κρατήσει τη φωτιά αναμμένη μέχρι το πρωί.

     Κάθονταν όλοι γύρω από το τζάκι, σε μικρά χαμηλά καθίσματα, τα «σκαμνάκια», προσπαθώντας να ζεσταθούν, αλλά η φωτιά που έκαιγε, ζέσταινε μόνο το μέρος του ανθρώπινου σώματος που «έβλεπε» τη φωτιά, ενώ το πίσω μέρος του σώματος και το υπόλοιπο δωμάτιο ήταν παγωμένο, γιατί τα σπίτια έμπαζαν κρύο από παντού, από τις πόρτες, από τα παράθυρα, που στην αρχή δεν είχαν τζάμια και από τη στέγη που δεν είχε νταβάνι. Γι’ αυτό και επικράτησε η γνωστή σε όλους μας έκφραση «μπροστά πύρα και πίσω κλαδευτήρα». Πολλές φορές με το φύσημα του δυνατού αέρα ο καπνός του τζακιού κατέβαινε από την καπνοδόχο και τότε τα μάτια όλων που κάθονταν γύρω από το τζάκι για να ζεσταθούν έκλαιγαν, κοκκίνιζαν και έτσουζαν από τον καπνό.

    Γύρω από τη φωτιά του τζακιού κάθονταν οι νοικοκυραίοι για να στεγνώσουν, όταν η βροχή τους έδιωχνε από το χωράφι και γύριζαν στο σπίτι  βρεγμένοι μέχρι το κόκκαλο. Άλλαζαν τα βρεγμένα ρούχα τους με στεγνά και τα βρεγμένα  τα κρεμούσαν πίσω στις καρέκλες, που τις έβαζαν  με την πλάτη προς τη φωτιά. Οι ίδιοι κάθονταν για να ζεσταθούν στα χαμηλά σκαμνάκια  κρατώντας  και αυτοί  τα βρεγμένα τους εσώρουχα  απλωμένα στα δυό τους χέρια πάνω από αυτή και άχνιζαν δημιουργώντας υδρατμούς  όλα τα ρούχα καθώς στέγνωναν. Οι δυνατές γλώσσες της φωτιάς του τζακιού που «έβλεπαν» τα γυμνά  πόδια τους,  δημιουργούσαν στο δέρμα τους κοκκινίλες, τις «κεραμίδες». Αλλά «μπρός τη ζέστα, τι είν’ τα κάλλη» έλεγαν οι βρεγμένοι  για να διασκεδάσουν την ταλαιπωρία τους.

     Στο τζάκι που έκαιγε γινόταν και το μαγείρεμα του φαγητού. Επάνω στην «σιδεροστιά*» τοποθετούσαν την κατσαρόλα με το φαγητό για να βράσει, ενώ με τη «μασιά*» έσπρωχναν τα αναμμένα ξύλα και τα αναμμένα κάρβουνα κάτω από την «σιδεροστιά», για να αυξήσουν την θερμαντική ικανότητα της φωτιάς, και να επιτύχουν έτσι το μαγείρεμα του φαγητού. Η νοικοκυρά όταν ήθελε να «σιδερώσει» γέμιζε πρώτα το σίδερο με κάρβουνα από το τζάκι, χρησιμοποιώντας την τσιμπίδα και το άφηνε για λίγο μέχρι να ζεσταθεί καλά. Πολλές φορές κρατώντας από την χειρολαβή το σίδερο με τα κάρβουνα, το κουνούσε δεξιά αριστερά, για να ανάψουν τα κάρβουνα καλύτερα. Έπειτα έστρωνε πάνω στο τραπέζι ή σε ένα φαρδύ σανίδι ένα διπλωμένο σεντόνι, αφού εκείνες τις εποχές δεν υπήρχε σιδερώστρα, για να κάνει εκεί το σιδέρωμα. Μόλις το σίδερο ζεσταινόταν καλά το δοκίμαζε αρχικά σε ένα ευαίσθητο ρούχο και άρχιζε να σιδερώνει τα ρούχα που είχε πλύνει.

    Στο τζάκι μαγειρευόταν επίσης το φαγητό στο ταψί που έμπαινε κάτω από την «μπογάνα*», ειδικό καπάκι φτιαγμένο στην αρχή από πηλό και αργότερα από ελαφριά λαμαρίνα που σκέπαζε το ταψί. Για να τοποθετηθεί η μπογάνα καθαριζόταν αρχικά η καυτή γωνιά του τζακιού από τα κάρβουνα, τοποθετείτο το ταψί που σκεπάζονταν από την μπογάνα και αυτή στη συνέχεια με τα αναμμένα κάρβουνα. Δίπλα τα σύνεργα του τζακιού, η μασιά, η τσιμπίδα και η σιδεροστιά, που η τελευταία όταν δεν χρησιμοποιείτο, συνήθως την έστηναν όρθια στο πίσω μέρος του τζακιού, στον «φουρνόλακα».

    Όταν δεν καθάριζαν τακτικά την καμινάδα του τζακιού, στην εσωτερική επιφάνειά της συγκεντρωνόταν αιθάλη - καπνιά , μια μαύρη ουσία που ήταν εύφλεκτη και τη  βγάζουν τα χλωρά ξύλα καθώς καίγονται. Όταν οι φλόγες που έβγαζαν τα ξύλα που καίγονταν στο τζάκι ήταν έντονες, ιδιαίτερα τις παγωμένες χειμωνιάτικες ημέρες, αυτές  έφταναν στο κάτω μέρος της ακαθάριστης καμινάδας, με αποτέλεσμα να παίρνει φωτιά και να λαμπαδιάζει όλη η καμινάδα. Τότε οι φλόγες  ξεπηδούσαν  από αυτή, πάνω από τη στέγη του σπιτιού  και έκαιγε ολόκληρη η καμινάδα σαν ηφαίστειο, ενώ ακουγόταν ένα δυνατό βουητό από την δύναμη της φωτιάς. Επειδή υπήρχε κίνδυνος ανάφλεξης της στέγης του σπιτιού, έτρεχαν οι νοικοκυραίοι   με την βοήθεια και  των γειτόνων τους να ανεβούν στην στέγη για να χύσουν άφθονο νερό μέσα στην καμινάδα και να σβήσουν τη φωτιά.

     Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 έκαναν την εμφάνισή τους, για την θέρμανση των σπιτιών, αρχικά οι σόμπες, που ήταν σαν μικρά όρθια βαρελάκια, με τους σωλήνες τους, τα «μπουριά», για να βγαίνει ο καπνός έξω από το σπίτι. Στην πάνω επιφάνειά τους γινόταν και το μαγείρεμα του φαγητού. Είχαν πολύ μεγαλύτερη θερμαντική ικανότητα σε σχέση με το τζάκι και απαιτούσαν για την λειτουργία τους ξύλα κομμένα σε μικρά τεμάχια, όμως σε πολύ μικρότερες ποσότητες από αυτές που χρησιμοποιούντο στο τζάκι.

      Αργότερα στις αρχές της δεκαετίας του 1960 χρησιμοποιήθηκαν οι πρώτες μασίνες (στόφες) με τα μπουριά, που ήταν ορθογώνιες και είχαν στην πάνω επιφάνειά τους πολλές εστίες για μαγείρεμα, ενώ διέθεταν και φούρνο για το ψήσιμο ενός καρβελιού ψωμιού και φαγητών. Και αυτές τις τροφοδοτούσαν με μικρού μεγέθους καυσόξυλα που είχαν τεμαχίσει από τους καλοκαιρινούς μήνες με τις κινητές πριονοκορδέλες που είχαν στην ιδιοκτησία τους ορισμένοι κάτοικοι και εξυπηρετούσαν τα νοικοκυριά, κόβοντας τα ξύλα για τις θερμάστρες έναντι αμοιβής. Αυτές είχαν μεγαλύτερη θερμαντική απόδοση από τις σόμπες και ήταν πολύ πρακτικές. Έτσι είχε επιλυθεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο για δεκαετίες ολόκληρες το πρόβλημα της θέρμανσης των σπιτιών.

     Όμως με τα παραπάνω θερμαντικά μέσα θερμαινόταν μόνο ένα από τα δωμάτια του σπιτιού, συνήθως το καθιστικό ή «χειμωνιάτικο». Τα άλλα δωμάτια των σπιτιών (η κρεβατοκάμαρη και η σάλα) παρέμεναν παγωμένα. Έτσι οι νοικοκυραίοι του σπιτιού πήγαιναν στην κρύα κρεβατοκάμαρη μόνο για ύπνο και έμπαιναν αμέσως μέσα στις κουβέρτες για να ζεσταθούν. Πολλές φορές, τις κρύες νύχτες του χειμώνα, πυράκτωναν κομμάτια κεραμίδια, τα δίπλωναν με μάλλινες φανέλες και τα τοποθετούσαν κάτω από τα κλινοσκεπάσματα, για να ζεστάνουν τα κρεβάτια των παιδιών τους, πριν πέσουν για ύπνο. Ορισμένοι μάλιστα τους χειμωνιάτικους μήνες μετέφεραν το κρεβάτι τους στο καθιστικό (χειμωνιάτικο) του σπιτιού, εκεί που το κρατούσε ζεστό η μασίνα όλη τη νύχτα.

   Διατηρήθηκε για πολλά χρόνια ακόμη η χρήση των μασινών από τους κατοίκους, για την θέρμανση των σπιτιών τους. Για το μαγείρεμα όμως σταμάτησαν να χρησιμοποιούν πια το τζάκι ή την μασίνα, και άρχισαν να προμηθεύονται συσκευές που λειτουργούσαν με υγραέριο (πετρογκάζ). Ορισμένα σπίτια, συν το χρόνο, άρχισαν να θερμαίνονται και με κεντρική θέρμανση (καλοριφέρ), με καύσιμη ύλη το πετρέλαιο, αντικαθιστώντας τις παραδοσιακές μασίνες, επιτυγχάνοντας έτσι με τα θερμαντικά σώματα την ομοιόμορφη θέρμανση όλων των εσωτερικών χώρων τους, ενώ μερικοί κάτοικοι τις μασίνες τις χρησιμοποιούν ακόμη μέχρι και σήμερα.

    Οι μεγάλοι χώροι (οι αίθουσες του σχολείου, η εκκλησία και τα καταστήματα) θερμαίνονταν με μεγάλες θερμάστρες (ξυλόσομπες) με μπουριά. Μάλιστα τα παιδιά που πήγαιναν στο σχολείο, τους χειμερινούς μήνες, εκτός από την τσάντα με τα βιβλία τους, μετέφεραν καθημερινά και από ένα κομμάτι ξύλου, συνήθως ελιόξυλο, για την τροφοδοσία της θερμάστρας της τάξης. Αλλά και αυτοί οι χώροι, μετά την ηλεκτροδότηση του χωριού, άρχισαν να θερμαίνονται με συστήματα κεντρικής θέρμανσης (καλοριφέρ).

                                                      Γιώργος Στυλ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

                  ΕΣΒΗΣΕ        ΑΚΟΜΗ   ΕΝΑ       ΣΤΕΚΙ    ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ    ΜΑΣ Στην περιοχή της αγοράς είχε χτιστεί την δεκαετία του 1960 απ...