Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2024

 

                                Η  ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ  ΤΗΣ ΜΑΣΚΛΙΝΑΣ

 

 «Δεν υπάρχει πόνος και οδύνη πιο μεγάλη

 από τη στέρηση της γης των πατέρων».

             Ευριπίδης, «Μήδεια»

 

Η πληθυσμιακή αύξηση των κατοίκων του χωριού έφτασε στο απόγειό της στις αρχές του 1920, φθάνοντας στα 1000 άτομα περίπου. Η αλματώδης αύξηση του αριθμού των κατοίκων οφειλόταν στην παραμονή των κατοίκων του Καστριού, όλο και μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στο χωριό, λόγω των ευνοϊκών κλιματολογικών συνθηκών αλλά και της μεγάλης αύξησης του αριθμού των γεννήσεων. Η αύξηση του πληθυσμού πραγματοποιήθηκε, παρά την αναχώρηση για το εξωτερικό ορισμένων κατοίκων του κατά την πρώτη μετανάστευση στο εξωτερικό (Αμερική), που πήρε τις μεγαλύτερες διαστάσεις της κατά την δεκαετία 1900-1910.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1920, συνεχίστηκε η αναζήτηση ελληνικών εργατικών χεριών, από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (Η.Π. Α.) και τον Καναδά. Έτσι συνεχίστηκε η μεταναστευτική κίνηση εργατικού δυναμικού προς τις χώρες αυτές, λόγω της έλλειψης επαρκών εισοδημάτων των κατοίκων των ορεινών κυρίως περιοχών και του αργού ρυθμού αύξησης του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού τους.

Μετά και την δεύτερη μεταναστευτική κίνηση των κατοίκων (1945- 1960) προς τους ανωτέρω προορισμούς και την Αυστραλία ο πληθυσμός του χωριού μειώθηκε δραματικά. Ο μισός σχεδόν πληθυσμός του ξενιτεύτηκε, αναζητώντας καλύτερες συνθήκες επαγγελματικής αποκατάστασης, για την βελτίωση των οικονομικών τους.

Οι περισσότερες οικογένειες είχαν και κάποιο δικό τους μετανάστη στις χώρες αυτές. Ορισμένες μάλιστα, με πόνο ψυχής, έστειλαν όλα τα παιδιά τους στην ξενιτειά και μάλιστα από νεαρή ηλικία. Παρέμειναν εδώ μόνο οι γονείς, περιμένοντας την οικονομική ενίσχυση των ξενιτεμένων παιδιών τους, ενώ πολλοί από αυτούς τα ακολούθησαν στην ξενιτειά, για να κλείσουν τελικά εκεί τα μάτια τους οριστικά.

Οι ξενιτεμένοι μετανάστες χωριανοί, αρχικά, αντιμετώπισαν πολλές και μεγάλες δυσκολίες, κατά την εγκατάστασή τους και την εξεύρεση αξιοπρεπούς εργασίας, στις χώρες υποδοχής. Προσαρμόστηκαν όμως σύντομα στις νέες συνθήκες της ζωής και της εργασίας τους, ξεπερνώντας τα εμπόδια. Ορισμένοι μάλιστα, με την πάροδο του χρόνου, με την εξυπνάδα τους και την εργατικότητά τους άρχισαν να δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά σε διάφορους τομείς, κυρίως στο χώρο της εστίασης, αλλά και σε άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες

Από τις οικονομίες τους, που προήρχοντο από την αμοιβή τους, για την προσφορά της εργασίας τους, και από τα κέρδη των επιχειρήσεών τους, άρχισαν να στέλνουν εμβάσματα στους δικούς τους, που άφησαν στην Ελλάδα, ενισχύοντάς τους οικονομικά, για να μπορούν οι τελευταίοι να βελτιώσουν το οικογενειακό τους εισόδημα και να ζήσουν με αξιοπρέπεια. Όλοι όμως ανεξαίρετα οι μετανάστες του χωριού μας δεν ξέχασαν ποτέ και τον τόπο που είδαν το πρώτο φως της ζωής. Τον βοηθούσαν πάντοτε οικονομικά, συμβάλλοντας και στην πολιτιστική ανάπτυξή του. Έτσι πρωτοστάτησαν οικονομικά στην ανέγερση εκκλησιών, στην διάνοιξη αυτοκινητοδρόμων στην ευρύτερη περιοχή του χωριού, στις προσπάθειες ανεύρεσης υπογείων υδάτων κλπ.

Η συμβολή της μετανάστευσης των κατοίκων του χωριού σε Αμερική, Καναδά και Αυστραλία είχε θετικές αλλά και αρνητικές συνέπειες στην ανάπτυξη του χωριού μας. Η εισροή δολαρίων είχε σαν αποτέλεσμα την μεγάλη τόνωση της αγοραστικής δύναμης, την βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και γενικά την άνοδο του βιοτικού επιπέδου πάρα πολλών οικογενειών του χωριού μας.

Πολλοί όμως από τους κατοίκους του χωριού, όπως προαναφέρθηκε, μετανάστευσαν οικογενειακώς, με αποτέλεσμα την εγκατάλειψη του γεωργικού κλήρου και των ελαιώνων καθώς και την σταδιακή μείωση του πληθυσμού του χωριού, αφού ξενιτεύτηκε ο ενεργός πληθυσμός του χωριού και έμειναν πίσω μόνο ηλικιωμένοι. Η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο με την «εσωτερική» μετανάστευση των κατοίκων του χωριού, νεαρής κυρίως ηλικίας, που πραγματοποιήθηκε μαζικά τις δεκαετίες μετά το 1945 έως και το 1960 και συνεχίζεται σποραδικά μέχρι τις μέρες μας, προς τις μεγάλες πόλεις- (αστυφιλία)- κυρίως προς την πόλη της Αθήνας αλλά και σε άλλες γειτονικές πόλεις, την Τρίπολη και το Άργος.

Οι περισσότεροι νέοι του χωριού, αντιλήφθηκαν έγκαιρα την δεινή οικονομική κατάσταση των γονέων τους, την ανυπαρξία δυνατότητας βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσής τους στο χωριό, καθώς και τις περιορισμένες δυνατότητες και προοπτικές απόκτησης ικανοποιητικού ατομικού εισοδήματος, από την υφιστάμενη γεωργοκτηνοτροφική παραγωγή. Πολλοί έφυγαν από το χωριό, για να τελειώσουν τις εγκύκλιες σπουδές, γυμνασιακού επιπέδου, στις γειτονικές πόλεις, και ορισμένοι από αυτούς εισήχθησαν για να φοιτήσουν σε Πανεπιστημιακές σχολές, από τις οποίες αποφοίτησαν με επιτυχία. Έτσι, μετά την αποφοίτησή τους, έγιναν δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι, επιστήμονες, καθώς και διαπρεπείς ελεύθεροι επαγγελματίες και εγκατέλειψαν έτσι το χωριό.

Αλλά και αυτοί που δεν είχαν την δυνατότητα ή την ικανότητα των σπουδών, αλλά και άτομα ηλικιωμένα, έφυγαν από το χωριό και εγκαταστάθηκαν σε γειτονικές πόλεις και στην Αθήνα. Εκεί αναζήτησαν εργασία στον δευτερογενή και τριτογενή τομέα της οικονομίας (εμπόριο-υπηρεσίες) ή δραστηριοποιήθηκαν επιχειρηματικά σε διάφορους τομείς της.

Όλοι αυτοί εγκατέλειψαν οριστικά τις οικογενειακές τους εστίες και το χωριό. Μόνο περιοδικά επισκέπτονται τους γέροντες πια και ανήμπορους γονείς τους ενώ τους καλοκαιρινούς μήνες, κατά την διάρκεια των διακοπών τους, παραμένουν λίγες ημέρες με τις οικογένειές τους στο χωριό, για ξεκούραση. Τον υπόλοιπο καιρό το χωριό «ζει» και «κινείται» σε ρυθμούς μοναξιάς και εγκατάλειψης, με τους λιγοστούς εναπομείναντες κατοίκους του.

 

                                                                  Γιώργος Στυλ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

                

 

 

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2024

 

                                         ΟΙ ΜΑΣΚΛΙΝΙΩΤΕΣ ΑΓΩΓΙΑΤΕΣ

 

Μέχρι την δεκαετία του 1930 το μοναδικό μέσο μεταφοράς ανθρώπων και εμπορευμάτων ήταν το τραίνο που περνούσε από το χωριό μας. Δεν είχαν ανοιχτεί αυτοκινητόδρομοι στην ευρύτερη περιοχή της Κυνουρίας. Η διακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων στην περιοχή αυτή γινόταν: α) με πεζοπορία, «με τα πόδια» όπως έλεγαν, β) με ιδιόκτητο μεγάλο ζώο, μουλάρι ή γαϊδούρι και πολύ σπάνια με άλογο, αφού στην περιοχή εκείνη την εποχή υπήρχαν ελάχιστα και γ) με μισθωμένο από τον ταξιδιώτη γαϊδουρομούλαρο. Τα ζώα ή ανήκαν στον ιδιοκτήτη των μεταφερομένων εμπορευμάτων ή ήταν μισθωμένα μαζί με τον οδηγό τους που κατά κανόνα ήταν και ιδιοκτήτης τους. Έτσι προέκυψε το επάγγελμα του «αγωγιάτη» και πολλοί από τους κατοίκους του χωριού, εκτός από τις γεωργικές ασχολίες τους, ασκούσαν δευτερευόντως και αυτό το επάγγελμα. Μετέφεραν με τα μουλάρια τους ανθρώπους και εμπορεύματα «με πληρωμή» από την Μάσκλινα που ως εκεί έφταναν με το τραίνο, μέχρι το Καστρί, τον Άγιο Πέτρο και σε ολόκληρη την ορεινή Κυνουρία.

Ξεκινούσαν καθημερινά από τη Μάσκλινα και κατηφορίζοντας στον Αρμακά έφταναν στην ξεροποταμιά και από εκεί, περνώντας από την Αγια Σοφιά, άρχιζαν την ανηφορική πορεία, μέχρι να φτάσουν στο Δραγούνι. Ο δρόμος αυτός ήταν από τους πιο σκληρούς κακοτράχαλους δρόμους που ήταν υποχρεωμένοι να διανύσουν. Ήταν δρόμος δύσκολος, δύσβατος, στενός, με ανηφόρες και κατηφόρες, με πολλές στροφές και με ανώμαλο οδόστρωμα. Σε πολλά σημεία ήταν γεμάτος με μετακινούμενα χαλίκια και πέτρες, ή με κοφτερά ριζιμιά λιθάρια, ενώ αλλού σήκωνε σκόνη το καλοκαίρι και γέμιζε με νερά και λάσπες το χειμώνα. Οι αγωγιάτες, άνθρωποι και τετράποδα, σε πολύ λίγα σημεία του δρόμου πάταγαν με ευκολία σε χώμα. Όλος ο άλλος δρόμος ήταν στρωμένος με πέτρες που «έφευγαν» στο πάτημα του αγωγιάτη ή ήταν «καλνερίμι» φτιαγμένο με όρθια κοφτερά λιθάρια. Η γύρω περιοχή ήταν έρημη και άνυδρη. Την ύπαρξη ζωής υποδήλωνε καμιά φορά η παρουσία κάποιου τσοπάνη με το κοπάδι του με γίδια ή το συναπάντημα κάποιου άλλου αγωγιάτη που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση του δρόμου. Οι αγωγιάτες πριν φτάσουν στο Δραγούνι έπρεπε υποχρεωτικά να περάσουν την ανηφορική «Λαγκάδα», το σκληρότερο κομμάτι της διαδρομής.

H πολύωρη πεζοπορία αλλά και η πορεία επάνω στα ζώα ημέρα και νύχτα σε τέτοιο σκληρό και απάνθρωπο δρόμο πολλές φορές με κακές καιρικές συνθήκες καταπονούσαν τους αγωγιάτες και τα ζώα. Ήταν λοιπόν επιτακτική ανάγκη να υπάρχει σε κατάλληλο σημείο της διαδρομής κάποιο στεγασμένο οίκημα ή κάποιο μαγαζί, όπου να μπορούν να κάνουν «στάση» και να πάρουν μια ανάσα οι ταλαιπωρημένοι συγχωριανοί μας και τα κουρασμένα ζώα από την πορεία και από το βάρος του φορτίου τους. Αυτή η βασική ανάγκη δημιούργησε σε αυτή τη μεγάλη οδική αρτηρία τα «χάνια», για τα οποία αναφερθήκαμε παραπάνω.

Οι αγωγιάτες και οι στρατοκόποι τις ανάστερες και παγωμένες νύχτες του χειμώνα, που δεν έβλεπαν να περπατήσουν πάνω στις κακοτράχαλες πέτρες, διπλώνονταν με τη χλαίνη τους και καβαλούσαν πάνω στα μουλάρια τους, εμπιστευόμενοι τον εαυτό τους σε αυτά, που είχαν το προνόμιο να «βλέπουν» την νύχτα το δρόμο, για να τους οδηγήσουν με ασφάλεια στον προορισμό τους. Όταν περνούσαν πιά και την «κορφή της Λαγκάδας» έφταναν σε ένα άνυδρο, κακοτράχαλο οροπέδιο, το Δραγούνι, οπότε αντίκρυζαν δεξιά, κοντά στο δρόμο τους, το χάνι του «Τριανταεφτά» και έσπαγε λίγο ο πάγος της μοναξιάς που πλάκωνε την ψυχή τους, ελπίζοντας πως υπάρχει εκεί κοντά κάποια ανθρώπινη ψυχή να προστρέξει για βοήθεια, αν χρειαζόταν. Όταν περνούσαν και από το Χάνι του «Κοσκινά» που ήταν παραπάνω, συναντούσαν εκεί και άλλους στρατοκόπους που έφταναν προερχόμενοι από άλλες κατευθύνσεις, αντάλλασαν πέντε κουβέντες μεταξύ τους, ξεκουράζονταν για λίγο και ανανεωμένοι συνέχιζαν το δρόμο τους, παίρνοντας τον κατήφορο για το Καστρί και τον Άγιο Πέτρο.

Άλλοι Μασκλινιώτες αγωγιάτες πάλι φόρτωναν στα μουλάρια τους εμπορεύματα που είχαν φτάσει μέχρι το χωριό με το τραίνο και, ιδιαίτερα την περίοδο του τρύγου των αμπελιών, τα ασκιά με το μούστο και τα μετέφεραν στο Άστρος, στο Κορακοβούνι στον Άγιο Ανδρέα και στα άλλα χωριά της βορειοανατολικής Κυνουρίας. Στο δρόμο τους σταματούσαν να πάρουν μια ανάσα αυτοί και τα ζώα τους στα χάνια του «Τσιμούρη», που ήταν χτισμένα στην περιοχή της Πλατάνας, ακριβώς πάνω στον οδικό κόμβο Μάσκλινας –περιοχής Θυρέας και είχαν ασταμάτητη κίνηση μέρα νύχτα, γι’ αυτό και λειτουργούσαν σε εικοσιτετράωρη βάση. Από εκεί συνέχιζαν τον σχετικά βατό χωματόδρομο για τον προορισμό τους.

O χωριανός μας Γ.Μίλης σημειώνει πως: «όλα τα εμπορεύματα και οι άνθρωποι με προορισμό την ΑγιαΣοφιά, το Καστρί, τον Άγιο Πέτρο και όλα τα γύρω μικρότερα χωριά κατέβαιναν στο Ελαιοχώρι και με τα ζώα πήγαιναν στα χωριά. Αποστάσεις από μια έως πέντε ώρες. Την μεταφορά των ανθρώπων με τα ζώα την έλεγαν «καβάλες».

Έτσι ημέρα και νύχτα οι Μασκλινιώτες αγωγιάτες με 150-200 μουλάρια μετέφεραν άλευρα και παντός είδους εμπορεύματα σε όλα τα χωριά, αλλά κυρίως στα δύο κεφαλοχώρια Καστρί και Άγιο Πέτρο, που είχαν μεγάλη ζωή και κίνηση. Από εκεί κατά την επιστροφή μετέφεραν πατάτες, κεράσια, βύσσινα και άλλα προϊόντα που προορίζονταν για να μεταφερθούν σιδηροδρομικώς στις αγορές του Άργους και των Αθηνών.

Το αγώγι μέχρι Καστρί, Άγιο Πέτρο είχε 35 με 40 δραχμές. Πολύ μικρό αν το συγκρίνει κανείς με τα έξοδα του πεταλώματος του μουλαριού, την αξία των παπουτσιών, τις τιμές των τροφίμων, αφού 10 δραχμές είχε η οκά το αλεύρι. Η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στα αγροτικά, βιομηχανικά και βιοτεχνικά προϊόντα, η φτώχεια και η μεγάλη προσφορά εργασίας, δημιουργούσαν την ανισότητα αυτή, που επακόλουθο είχε και την ανθρώπινη εκμετάλλευση.

Με τα αγώγια και την συγκοινωνία το Ελαιοχώρι είχε πολλά μαγαζιά, μπακάλικα, εμπορικά, ταβέρνες, χασάπικα και μεγάλη κίνηση και ζωή. Όλα όμως πήραν την κατιούσα, όταν τέλειωσε ο αυτοκινητόδρομος Τριπόλεως-Καστρίου-Αγ. Πέτρου- Άστρους και οι μεταφορές ανθρώπων και εμπορευμάτων εγίνοντο με τα αυτοκίνητα».

Σημειώνουμε χαρακτηριστικά ότι την δεκαετία του 1920 ο πρόεδρος της Βουλής εκείνης της εποχής Χαράλαμπος Βοζίκης είχε αντιδράσει και είχε ματαιώσει την κατασκευή του δρόμου από το χάνι του Κούβλη προς Δραγούνι, Καστρί και Άγιο Πέτρο. Η ενέργειά του αυτή είχε σκοπό να μην χάσουν το ψωμί τους οι δεκάδες Μασκλινιώτες αγωγιάτες, που ήσαν ψηφοφόροι του και εκτελούσαν δρομολόγια από τη Μάσκλινα, μέσω Λαγκάδας, μέχρι την περιοχή του Καστριού, έφταναν δε μέχρι τη Λακωνία, παίρνοντας τεράστια ποσά για τα αγώγια.  Ο δρόμος αυτός τελικά χαράχτηκε το έτος 1929 και διανοίχτηκε αργότερα, επί οικουμενικής κυβέρνησης Μεταξά

Ο συμπατριώτης μας ακαδημαϊκός και συγγραφέας Θανάσης Βαλτινός σε ένα από τα  βιβλία του, την «Ορθοκωστά» αναφέρει χαρακτηριστικά πως ένας ξενητεμένος από του Καράτουλα, γυρνώντας από την ξενητειά, κουβάλησε και εννιά!!!!!! μπαούλα με παπούτσια, παλτά, φανέλες, πέντε δίκαννα και άλλη οικοσκευή. Δεν ήταν όλα δικά του αλλά και άλλων συγχωριανών του Καρατουλιάνων, για να τα μεταφέρει στους δικούς τους. Έφτασε στην Μάσκλινα με το τραίνο, με δυο - τρεις άλλους Καστρίτες και τον περίμεναν Μασκλινέοι αγωγιάτες που τους είχε τηλεγραφήσει εν τω μεταξύ. Τότε δεν υπήρχε αυτοκινητόδρομος προς το Καστρί, αλλά έφτανε μέχρι τα χάνια του Κούλβη. Φόρτωσαν οι αγωγιάτες τα μπαούλα σε δέκα τρία !!!!! μουλάρια, καβάλησε και ο γέρος σε ένα άλλο και ξεκίνησαν για του Καράτουλα, μέσω Λαγκάδας και Δραγουνιού.

     Τελευταία (το έτος 2016) ξεκινήσαμε από το χωριό να επισκεφτούμε τις καινούργιες ανεμογεννήτριες που έχουν στηθεί στην κορυφή της Λαγκάδας κοντά στο Δραγούνι. Διασχίσαμε την οδική αρτηρία Τεγέας - Αγίου Πέτρου - Άστρους και φτάνοντας στο Χάνι του «Σίμνου», βγήκαμε από το δρόμο στο σημείο εκείνο και στρίψαμε αριστερά. Διασχίσαμε δύο χιλιόμετρα περίπου βατού χωματόδρομου και φτάσαμε στην περιοχή που είναι στημένες οι ανεμογεννήτριες. Από εκεί η θέα ήταν φανταστική. Απλώθηκαν μπροστά μας οι οικισμοί της Αγίας Σοφιάς και της Μάσκλινας σε μικρογραφία, η περιοχή της Μαύρης Τρύπας, κομμάτι του επαρχιακού δρόμου Τρίπολης - ΄Αστρους, τα γεφύρια με την σιδηροδρομική γραμμή που οδηγεί στο Παρθένι, το όρος Παρθένιο σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια και στο βάθος φαινόταν ο Χτενιάς και η Ζάβιτσα.

Ύστερα, χορτασμένοι από την υπέροχη θέα, πήραμε τον καινούργιο βατό χωματόδρομο που κατηφορίζοντας συναντάει το επαρχιακό δρόμο Τρίπολης - Άστρους στη θέση Μακρυπλάι. Σε όλη την διαδρομή σταματήσαμε κατ’ επανάληψη και αγναντέψαμε τον κακοτράχαλο μουλαρόδρομο που μόλις διακρίνεται, διασχίζοντας την απέναντι λαγκαδιά, παράλληλα και λίγο πιο πάνω από τη ρεματιά της Λαγκάδας που οδηγεί στο Δραγούνι. Νοιώσαμε συγκίνηση ανακατεμένη και με ένα σωρό άλλα γλυκόπικρα συναισθήματα, αναλογιζόμενοι πως από εκεί περνούσαν καθημερινά και για πολλές δεκαετίες οι Μασκλινιώτες και όχι μόνο, πεζοπορώντας ή καβάλα στα ζώα τους, είτε σαν αγωγιάτες είτε μεταβαίνοντας στον τόπο της καταγωγής τους, το Καστρί, και αντίστροφα. Αυτό το δρόμο ήταν υποχρεωμένοι να περάσουν τις θεοσκότεινες χειμωνιάτικες νύχτες, δαρμένοι από το ανεμοβρόχι και το χιονόνερο, καθώς και τα καλοκαιρινά καυτά απομεσήμερα, με τον ήλιο να έχει μετατρέψει σε καμίνι τις πέτρες αυτού του ξερού και άνυδρου τοπίου.

                                     Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος-  Μασκλινιώτης

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2024

                            Η ΖΩΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ THN ΔEKAETIA TOY 1960

      Μόλις τα παιδιά του χωριού τέλειωναν το Δημοτικό σχολείο, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, έφευγαν από το χωριό και πήγαιναν στις γειτονικές πόλεις, το Άργος και κυρίως την Τρίπολη για να φοιτήσουν στο Γυμνάσιο. Κανένας από τους γονείς δεν ήθελε το παιδί του να παραμείνει στο χωριό, ακολουθώντας την δική του μοίρα. Θυσίαζαν τα πάντα ώστε τα παιδιά τους να μην ζήσουν κάτω από τις άσχημες συνθήκες που ζούσαν αυτοί. Να πάψουν να βρέχονται ως το κόκκαλο μέσα στο καταχείμωνο κατά την συλλογή του ελαιόκαρπου και να μην καίγονται μέσα στο λιοπύρι του καλοκαιριού στο θέρο και στο αλώνισμα των δημητριακών. Να μην ανεβοκατεβαίνουν στο Καστρί, περνώντας τους κακοτράχαλους δρόμους του Αρμακά και της Λαγκάδας. Ήθελαν τα παιδιά τους να τελειώσουν το Γυμνάσιο και να σπουδάσουν, εξασφαλίζοντας έτσι καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Είχε γίνει πια συνείδηση όλων πως έπρεπε με κάθε τρόπο τα παιδιά να φύγουν από το χωριό.

Όσα παιδιά λοιπόν περνούσαν τις εισαγωγικές εξετάσεις στο Γυμνάσιο με επιτυχία, άρχιζαν αμέσως την προετοιμασία τους για την μετάβασή τους στην πόλη. Μετέβαιναν αρχικά στην πόλη οι γονείς των παιδιών για αναζήτηση στέγης. Ενοικίαζαν συνήθως δωμάτια με μια μικρή κουζίνα σε ιδιόκτητα σπίτια κατοίκων της πόλης που ήσαν κοντά στα Γυμνάσια. Οι ιδιοκτήτες κατά το πλείστον διέμεναν στο ίδιο σπίτι με τα παιδιά και χρησιμοποιούσαν τους ίδιους κοινόχρηστους και λοιπούς χώρους υγιεινής με αυτά. Για λόγους οικονομίας πολλές φορές στο ίδιο δωμάτιο διέμεναν δύο παιδιά διαφορετικών οικογενειών, για να μοιράζονται τα έξοδα της διαμονής τους στην πόλη. Όταν το σπίτι διέθετε περισσότερα του ενός δωμάτια για ενοικίαση, οι συγχωριανοί συννενοούντο μεταξύ τους και ενοικίαζαν τα δωμάτια αυτά για τα παιδιά τους. Έτσι στο ίδιο σπίτι δημιουργείτο ολόκληρη Μασκλινιώτικη γειτονιά και τα παιδιά έκαναν παρέα τις ελεύθερες ώρες τους, ενώ βοηθούσε το ένα το άλλο, όταν είχαν ανάγκη.

Μόλις έμπαινε ο Σεπτέμβρης οι γονείς φόρτωναν σε φορτηγά βαγόνια του τραίνου ή σε φορτηγά αυτοκίνητα την κλινοστρωμνή και την οικοσκευή των παιδιών και την μετέφεραν στο δωμάτιο που είχαν ενοικιάσει στην πόλη. Μετέφεραν επίσης και τρόφιμα (πατάτες, λάδι, τραχανά, χυλοπίτες κλπ.) για την διατροφή των παιδιών κατά την παραμονή τους εκεί. Ξεκινούσαν τα παιδιά τα μαθήματα στο Γυμνάσιο, έχοντας όμως εκτός από το διάβασμα και άλλες υποχρεώσεις. Έπρεπε να μαγειρέψουν, να πλύνουν και να καθαρίσουν το δωμάτιο γενικότερα.

Τα παγωμένα πρωινά, μόλις ξυπνούσαν, έστρωναν το κρεβάτι τους, έρριχναν λίγο νερό στο πρόσωπο και χωρίς να πάρουν πρωινό έφευγαν φορτωμένα την τσάντα τους για το Γυμνάσιο. Τα Γυμνάσια ήσαν αρρένων και θηλέων και τα αγόρια φοιτούσαν χωριστά από τα κορίτσια. Κάθε μεσημέρι γυρνώντας στο δωμάτιο μετά το σχόλασμα πρώτη τους δουλειά ήταν να μαγειρέψουν φαγητό για να φάνε. Ετοίμαζαν πάντοτε τα μεσημέρια κάτι πρόχειρο (πατάτες τηγανητές, αυγά στο τηγάνι, χυλοπίτες κλπ.). Έτσι τα παιδιά έκαναν το μάγειρα, τον λαντζέρη και τον κουβαλητή. Έφτιαχναν φαγητά χρησιμοποιώντας πρώτες ύλες από τα τρόφιμα που τους είχαν εφοδιάσει οι γονείς τους από το χωριό. Μαγείρευαν πάνω σε «γκαζιέρα», μια συσκευή που λειτουργούσε με πετρέλαιο, ή σε συσκευή υγραερίου (πετρογκάζ). Το χειμώνα μαγείρευαν πάνω στην ξυλόσομπα που έκαιγε μέσα στο δωμάτιο για να το ζεστάνει. Τα ξύλα για την τροφοδοσία της ξυλόσομπας τα έστελναν οι γονείς τους από το χωριό.

Μετά το φαγητό μάζευαν το τραπέζι και το φαγητό που περίσσευε μαζί με το καρβέλι το ψωμί το τοποθετούσαν στο «φανάρι». Έπλεναν ύστερα τα πιάτα και την κατσαρόλα, καθάριζαν την κουζίνα και άρχιζαν το διάβασμα. Πολλές φορές όμως αναγκάζονταν να ασχοληθούν και με την μπουγάδα. Το χειμώνα η ξυλόσομπα ήταν το μοναδικό μέσο θέρμανσης του δωματίου, αφού τα δωμάτια εκείνη την εποχή δεν είχαν κεντρικό σύστημα θέρμανσης (καλοριφέρ) ή airondition. Και όταν το βράδυ η ξυλόσομπα έσβηνε και έξω είχε χιονίσει, τότε τα παιδιά χώνονταν μέσα στις κουβέρτες του κρεβατιού για να ζεστάνουν τα ποδαράκια τους. Τα πρωινά τις Κυριακές φορούσαν τα καθαρά ρούχα τους και πήγαιναν στην εκκλησία να εκκλησιαστούν μαζί με τους καθηγητές τους.

Συνήθως κάθε Σαββάτο μετά το σχόλασμα, αφού την δεκαετία του 1960 τα σχολεία λειτουργούσαν και την ημέρα αυτή, μετέβαιναν στο μικρό καφενεδάκι του κυρ Βασίλη του Κρεμαστιώτη, κοντά στο σταθμό των λεωφορείων, για να πάρουν το ταγάρι με τα τρόφιμα που είχε φέρει το λεωφορείο από το χωριό. Είχε μέσα ένα καρβέλι ψωμί, λίγο κρέας, αυγά, άγρια χόρτα και ό,τι άλλο τους έστελναν οι γονείς τους. Η μετάβασή τους στο χωριό κάθε εβδομάδα ήταν σχεδόν απαγορευτική, για λόγους οικονομικούς.

Στο χωριό μετέβαιναν μόνο στις διακοπές των εορτών και του καλοκαιριού. Αλλά και την περίοδο των διακοπών των Χριστουγέννων τα γυμνασιόπαιδα πήγαιναν με τους γονείς τους στο λιομάζωμα ενώ τα καλοκαίρια για καμμιά δεκαπενταριά ημέρες ορισμένα μετέβαιναν στα γειτονικά χωριά (Παρθένι, Στενό, Ρίζες) και δούλευαν με τους γονείς τους μεροκάματο, στο μάζεμα του βύσσινου, εξοικονομώντας το «χαρτζηλίκι» τους. Έτσι περνούσαν τις σχολικές χρονιές τα Μασκλινιώτικα παιδιά στις γειτονικές πόλεις. Και όταν τέλειωναν το Γυμνάσιο τα περίμενε άλλος «Γολγοθάς», οι εισαγωγικές εξετάσεις στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση.  Πολλοί Μασκλινιώτες κατάφεραν να εισαχθούν και να σπουδάσουν εκεί. Αφού πήραν το πτυχίο τους, στη συνέχεια κατέλαβαν σημαντικές θέσεις και άφησαν το «στίγμα» τους στην κοινωνική και οικονομική ζωή του τόπου μας. Έγιναν δάσκαλοι, καθηγητές, γιατροί, φαρμακοποιοί, τραπεζίτες και διευθυντικά στελέχη της Δημόσιας Διοίκησης.

Αλλά και αυτοί που δεν κατάφερναν να τελειώσουν το Γυμνάσιο κοίταξαν να βρουν κάποια δουλειά, να μάθουν μια τέχνη ή να αναπτύξουν μια οικονομική δραστηριότητα στην πόλη, για να μείνουν για πάντα εκεί, που οι συνθήκες διαβίωσης ήταν πολύ καλύτερες από το χωριό. Άλλοι πάλι παρατούσαν το Γυμνάσιο και τις σπουδές για λόγους οικονομικούς, και έφευγαν για την ξενιτειά. Προτιμούσαν «να βαδίσουν στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα», παρά να γυρίσουν στο χωριό και να ζήσουν στη φτώχια και στη μιζέρια, παλεύοντας με «τα στοιχεία της φύσης», ασχολούμενοι με την καλλιέργεια των χωραφιών μαζί με τους γονείς τους. Και από αυτούς που δεν πήγαν καθόλου στο Γυμνάσιο πολλοί κατάφεραν να ασχοληθούν με την τέχνη (εργολάβοι οικοδομών, ξυλουργοί κλπ.) ή να διαπρέψουν με τις επιχειρήσεις τους στον οικονομικό τομέα στο εξωτερικό αλλά και στην πατρίδα μας. (λ.χ. οι αδελφοί Λυγγίτσου, οι αδελφοί Κίκιζα κλπ). Και από τα χρήματα που κέρδιζαν βοηθούσαν οικονομικά τους φτωχούς και πολλές φορές ανήμπορους γονείς τους που είχαν μείνει στο χωριό, ενώ πάντοτε συμμετείχαν οικονομικά με περισσή προθυμία στην οικιστική και πολιτιστική ανάπτυξη του χωριού μας.

                                                    Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης

                                                                                              Ανάπλι 22 Φλεβάρη 2025                  ...