Στο
εσωτερικό τους τα σπίτια ήταν χωρισμένα κάθετα στη μέση, με ξύλινο χώρισμα (μεσάντρα*) και επικοινωνούσαν μεταξύ τους με
εσωτερική ξύλινη πόρτα. Από την μια εξωτερική πόρτα έμπαιναν τα ζώα
(γαϊδουρομούλαρα, κατσίκες, κουνέλια, κότες κλπ) στο χώρο του κτίσματος που
είχε χωμάτινο δάπεδο, στο ίδιο επίπεδο με το έδαφος, και χρησίμευε
για στάβλος, ενώ από την άλλη έμπαιναν οι νοικοκυραίοι στον άλλο χώρο που χρησίμευε για κελάρι (αποθήκη
κρασιού, λαδιού κλπ) και για την διαμονή της οικογένειας.
Το κελάρι του σπιτιού ήταν και αυτό στο
ίδιο επίπεδο με το έδαφος με χωμάτινο
δάπεδο. Καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας του χώρου του δωματίου.
Βρισκόταν μπροστά στην εξωτερική είσοδο μπαίνοντας μέσα, ενώ ο χώρος διαμονής των νοικοκυραίων βρισκόταν στο
βάθος του δωματίου. Ήταν συνήθως υπερυψωμένος από το έδαφος, καγκελόφρακτος, με
ξύλινο δάπεδο και υπερυψωμένος σε πατάρι, ογδόντα εκατοστά περίπου από το
έδαφος. Σε αυτόν ανέβαιναν με τρία – τέσσερα ξύλινα σκαλιά. Σε εσοχή
στη μέση του εξωτερικού μικρού τοίχου
του κτίσματος βρισκόταν το τζάκι, που
χρησίμευε για τη θέρμανση του χώρου και για το μαγείρεμα του φαγητού. Στην μια
άκρη βρισκόταν το τραπέζι για το φαγητό και στην άλλη άκρη, ακριβώς απέναντι τα
κρεβάτια της οικογένειας. Λιγοστό φως της ημέρας έμπαινε από τα δύο μικρά παράθυρα, διαστάσεων 80 Χ 40 εκατοστών
που βρίσκονταν εκατέρωθεν του τζακιού.
Μετά
το 1850 εκτός από καλύβια, άρχισαν να κτίζονται συνεχώς και νέα γερά κτίσματα
(ισόγεια και διώροφα) πάνω στον κεντρικό δρόμο, στα Αντωνέκα, στα Στρατηγέκα
και στα Ζαρελιάνικα. Τα σπίτια που κτίστηκαν διώροφα είναι και αυτά ορθογώνια
κτίσματα, με πελεκητά αγκωνάρια στις γωνίες τους καθώς και στις γωνίες των
ανοιγμάτων τους (πόρτες και παράθυρα). Είχαν κτιστεί κατά το πρότυπο των
σπιτιών της ευρύτερης περιοχής της ορεινής Κυνουρίας, ορισμένα δε είχαν και αψιδωτές
αυλόπορτες Τσακώνικης τεχνοτροπίας. Η μεγάλη κλίση του εδάφους επηρέασε την
αρχιτεκτονική των περισσότερων κατοικιών. Προέκυψε ο ανωγοκάτωγος τύπος σπιτιών
σε δύο επίπεδα, το ισόγειο (κατώι) και τον όροφο (ανώι), όπου το κατώι έχει
είσοδο στο χαμηλότερο σημείο του επικλινούς εδάφους και το ανώι στο ψηλότερο.
Τα παράθυρα είναι μικρά, αρχικά χωρίς
τζάμια. Τα τζάμια αρχίζουν να χρησιμοποιούνται την περίοδο του μεσοπολέμου. Όμως
τα παράθυρα που έφεραν πλαίσια με τζάμια, τα «τζαμιλίκια», τοποθετούντο στα
ανοίγματα προς το εξωτερικό μέρος του παραθύρου και εσωτερικά έμπαιναν τα
ξύλινα παραθυρόφυλλα που ήταν δίφυλλα και έκλειναν με τα κοντεμίρια. Η στέγη
είναι τετράρριχτη και καλύπτεται με
καλάμια και πηλό από ασπρόχωμα, για να εξασφαλίζει στο σπίτι σχετική μόνωση. Πάνω
από τα καλάμια τοποθετούνταν συνήθως πλάκες
από σχιστόλιθο ή βυζαντινά κεραμίδια. Ελάχιστα σπίτια έχουν στέγη με
κεραμίδια Γαλλικού τύπου.
Είναι
σπίτια μακρόστενα σε σχήμα ορθογώνιου, με την μια στενή πλευρά τους χωμένη
σχεδόν στο γερτό έδαφος. Προσκολλάται στην όψη της εισόδου του ορόφου ένα ακόμα
κτίσμα στο ίδιο ύψος με το κατώι. Αυτό το κτίσμα συνήθως χρησιμεύει σαν λινός, για
το πάτημα των σταφυλιών, ή αποθήκη τροφής των ζώων, ενώ η οροφή του, που είναι
σκεπασμένη με πλάκες, αποτελεί την βεράντα (λιακωτό*) του σπιτιού και πολλές
φορές είναι σκεπασμένη (χαγιάτι*). Γύρω από το λιακωτό υπήρχε ένα πεζούλι, το
«τουράκι». Εκεί επάνω λιαζότανε ο τραχανάς, τα σύκα, οι σταφίδες και ό,τι άλλο
ήθελε στέγνωμα.
Το
ισόγειο (κατώι) του σπιτιού είχε ξεχωριστή μεγάλη είσοδο με δίφυλλη ξύλινη
πόρτα, για να είναι δυνατή η είδοδος των μουλαριών με φορεμένα τα σαμάρια τους.
Στο μισό χώρο του ισογείου σχηματιζόταν καμάρα ενώ ολόκληρος αεριζόταν από μικρά παράθυρα, τα «τεπέγκια» όπως τα
έλεγαν, που συνήθως ήταν αντικρυστά μεταξύ τους και με την πόρτα της εισόδου,
για να σχηματίζεται ρεύμα αέρα και να αερίζεται καλύτερα. Στο χώρο της καμάρας, που η θερμοκρασία διατηρείτο σταθερή
χειμώνα καλοκαίρι, υπήρχε το σεντούκι με τα σιτηρά - το κασόνι-,το βαγένι με το
κρασί και τα πιθάρια με το λάδι. Σε μια γωνιά υπήρχαν τα απαραίτητα εργαλεία
για τις αγροτικές δουλειές, αλέτρια, λαιμαριές, τραβηχτά, αξίνες, δικριάνια,
δρεπάνια, δριμόνι*, ντουένι*. Στον υπόλοιπο χώρο, που η οροφή του ήταν από
ξύλινα σανίδια, ήσαν τα παχνιά που τοποθετούσαν την τροφή για
τα μουλάρια και τα γαϊδούρια, ενώ σε μια γωνιά έδεναν τα ζωντανά τους
(κατσίκες, πρόβατα κλπ). Σε μια άλλη άκρη υπήρχε ένα σανίδι για να κουρνιάζουν
οι κότες, αν δεν υπήρχε κοτέτσι στην αυλή και η φωλιά τους για τα αυγά.
Μέσα στο χώρο του λινού, μετά τον
Σεπτέμβρη, όταν πιά δεν χρησιμοποιείτο για το πάτημα των σταφυλιών, αποθήκευαν,
όπως προαναφέρθηκε, το άχυρο και το σανό που χρησίμευε για τροφή των μεγάλων
ζώων. Αργότερα πολλοί κατασκεύασαν
μέσα στο ίδιο οικόπεδο έξω από το σπίτι και άλλο στεγασμένο κτίσμα, που
το χρησιμοποιούσαν σαν αχυρώνα (μπλέχτη),
για την αποθήκευση των τροφών των ζώων. Αυτοί που δεν διέθεταν τέτοιους χώρους,
για την αποθήκευση των ζωοτροφών, αναγκάζονταν να αποθηκεύουν τις ζωοτροφές τους στους αχυρώνες
και τα καλύβια γειτόνων τους, πληρώνοντας πολλές φορές σε αυτούς ένα μικρό
ενοίκιο σε χρήματα σε είδος ή με εργασία στα χωράφια τους (όργωμα κλπ).
Το
κατώι με το ανώι επικοινωνούσε με μια καταπακτή, τον καταρράχτη* και μια
αυτοσχέδια πρόχειρη ξύλινη σκάλα για να ανεβοκατεβαίνουν οι νοικοκυραίοι,
ιδιαίτερα τις κρύες χειμωνιάτικες νύχτες. Στον ένα χώρο, στο «χειμωνιάτικο»,
βρισκόταν το τζάκι, που χρησίμευε για την θέρμανση της οικογένειας, αλλά για το
μαγείρεμα του φαγητού. Κοντά στο τζάκι έβρισκε τη θέση και η γάτα για να
ζεσταίνεται. Όλα τα σπίτια είχαν γάτες για να πιάνουν τα ποντίκια που
αφθονούσαν. Όταν ανέβαιναν στο Καστρί τους καλοκαιρινούς μήνες, κουβαλούσαν και
τη γάτα μέσα σε σακί, φορτωμένη στο μουλάρι μαζί με την υπόλοιπη οικοσκευή
τους. Στην ποδιά του ενός παράθυρου, από τα δύο που βρίσκονταν αντικριστά στο
χειμωνιάτικο υπήρχε υποτυπώδης νεροχύτης – γούρνα με ντενεκεδένιο νιπτήρα που
τον γέμιζαν νερό και εκεί έπλεναν τα χέρια τους αλλά και τα πιατικά του
σπιτιού. Ο όροφος (ανώι) του σπιτιού
είχε πάτωμα. Σε ξύλινα χοντρά κάθετα δοκάρια στήριζαν οριζόντια ψαλίδια και
κάρφωναν επάνω τα σανίδια. Πολλά από τα σπίτια είχαν το μισό δάπεδο του ανωγείου
ξύλινο και το άλλο μισό χωμάτινο ή πλακόστρωτο, γιατί, στην περίπτωση αυτή,
κάτω υπήρχε καμάρα πέτρινη. Στις πρώτες κατοικίες οι πόρτες και τα παράθυρα
έκλειναν με σιδερένιο μοχλό, το «κοντεμίρι». Ο όροφος του σπιτιού αρχικά ήταν
δίχωρος.
Στον τοίχο του χειμωνιάτικου,
σε μια σανίδα πλατιά ήταν τοποθετημένα όλα τα «αναχρικά»* όπως τα έλεγαν,
δηλαδή τα τετζερέδια* από χαλκό που στο εσωτερικό τους γανώνονταν και απέξω
ήταν κατάμαυρα από τον καπνό, τα ταψιά και τα σαχάνια. Υπήρχαν και πήλινα πιάτα
μικρά και μεγάλα που τα έλεγαν τσανάκιες καθώς και πήλινα σκεύη που λέγονταν
τσουκάλια. Αργότερα μετά το 1960 αντικαταστάθηκαν κάποια από αλουμινένια. Τα
μαχαιροπήρουνα και τα κουτάλια ήταν σιδερένια και περιοδικά τα έδιναν στους
καλαντζήδες για γάνωμα.
Άλλα «αναχρικά» που χρησιμοποιούσαν ήταν:
1)το γουδί- μεταλλικό μεγάλο ποτήρι με βάση, όπου κοπανίζανε το αλάτι, το
πιπέρι, την κανέλλα και άλλα ανάλογα. Το ξύλινο γουδί χρησιμοποιούσαν για τη σκορδαλιά
2)Ο κεψές – τρυπητή μεγάλη κουτάλα για το άδειασμα – το κένωμα - των φαγητών από την κατσαρόλα και το
ταψί.3)το λαδικό –μικρό δοχείο λαδιού για την κουζίνα, τενεκεδένιο, πυραμοειδές
με ρύγχος μακρύ. 4)ο μπαλτάς – για να κόβουν το κρέας σε μικρά κομμάτια.5) το
μπρίκι –χάλκινο ή τενεκεδένιο που έψηναν τον καφέ και έβραζαν όλα τα αφεψήματα
(τσάι,τίλιο, φασκόμηλο κλπ).6)το καβουρντιστήρι – σε αυτό καβούρντιζαν τον καφέ
πριν τον κοπανίσουν στο γουδί. Ήταν σκεύος κυλινδρικό. Έβαζαν μέσα από ένα
πλάγιο άνοιγμα που ανοιγόκλεινε τον καφέ και κατόπιν περιέστρεφαν πάνω από τη
φωτιά τον κύλινδρο γύρω από έναν άξονα που τον διαπερνούσε. Στην άλλη άκρη ο
άξονας είχε μια χειρολαβή, από όπου το κρατούσαν και το εγύριζαν.7) η σχάρα
–μικρού μεγέθους σιδερένια σχάρα για τις
μπριζόλες στα κάρβουνα και το ψήσιμο των ψαριών. 8)το τηγάνι –σιδερένιο σκεύος
γανωμένο με μακρύ χερούλι που χρησιμοποιείτο για το τηγάνισμα 9)το τρυπητό –
σουρωτήρι για τα μακαρόνια και άλλα παρασκευάσματα 10) το χωνί – που ήταν
τενεκεδένιο και χρησιμοποιείτο για να χύνουν υγρά στα μπουκάλια. Χωνιά υπήρχαν
διαφόρων μεγεθών, άλλο για το λάδι, άλλο για το πετρέλαιο κλπ.11) το ακόνι –
Έτσι έλεγαν ένα κομμάτι από σκληρή λεία πέτρα
μήκους είκοσι πόντων περίπου που χρησιμοποιούσαν για να ακονίζουν τα
μαχαίρια και άλλα κοφτερά αντικείμενα.
Κάτω από τη σανίδα που τοποθετούσαν τα
παραπάνω, ακουμπούσαν το σκαφίδι για το ζύμωμα του ψωμιού και τις πινακωτές.
Στο χειμωνιάτικο υπήρχε και εντοιχισμένο ντουλάπι, η «πιατοθήκη», που
τοποθετούσαν τα πήλινα πιάτα, τα ποτήρια, τα μαχαιροπήρουνα καθώς και το ψωμί.
Σε μέρος ευάερο, συνήθως κοντά σε παράθυρο κρεμούσαν το φανάρι, μικρό τετράγωνο
αποθηκευτικό χώρο με ράφια και σίτα, όπου εκεί τοποθετούσαν ευπαθή τρόφιμα, για
να διατηρούνται περισσότερο, ελλείψει ψυγείου.
Στο
παραγώνι του τζακιού, μπροστά στο άλλο παράθυρο του χειμωνιάτικου, υπήρχε ένα
μεγάλο κρεβάτι με ξύλινη επιφάνεια. Σε αυτό ξάπλωναν οι γεροντότεροι της
οικογένειας. Το χειμώνα ήταν στρωμένο με σαγίσματα και χιράμια. Το σάγισμα ήταν
μάλλινο στρώμα από μαλλί γίδας πυκνοϋφασμένο και μαλακό, ένα είδος φλοκάτης. Το
χιράμι ήταν ριγωτό άσπρο σεντόνι υφασμένο και αυτό στον αργαλειό. Άλλα έπιπλα
μέσα στο δωμάτιο ήταν το μπεσίκι*, μια ξύλινη κούνια επάνω σε μια βάση και μια
λαβή που την έπιαναν και κουνούσαν το μωρό. Στη μέση του δωματίου υπήρχε ένα
στρογγυλό χαμηλό τραπέζι, ο σοφράς, που γύρω καθόταν όλη η οικογένεια σε μικρά
σκαμνάκια για φαγητό. Όταν τέλειωναν το φαγητό το τραπέζι το έστηναν όρθιο στον
τοίχο του χειμωνιάτικου. Ο άλλος χώρος, η σάλα, που χωρίζονταν από το
χεμωνιάτικο με «μεσάντρα», ήταν το πιο κρύο δωμάτιο τον χειμώνα, γιατί δεν είχε
θέρμανση. Ανάμεσα στα δύο παράθυρα της στενής πλευράς του δωματίου αυτού
βρισκόταν ο καθρέφτης και γύρω από αυτόν οι μαυρόασπρες φωτογραφίες της
οικογένειας. Κάτω από τον καθρέφτη υπήρχε το τραπέζι με το ανθοδοχείο και δίπλα
η λάμπα του πετρελαίου, που φώτιζε το δωμάτιο. Σε μια γωνιά του δωματίου υπήρχε
ένα μπαούλο και πάνω σε αυτό ήταν στημένος ο γιούκος*. Αυτός σχηματιζόταν από
κουβέρτες και άλλα κλινοσκεπάσματα διπλωμένα με τάξη το ένα επάνω στο άλλο και
σκεπασμένα με σεντόνι υφαντό στον αργαλειό (χιράμι).
Για το φύλαγμα των ρούχων χρησιμοποιούσαν
τις ντουλάπες, τα φορτσέρια και τα σεντούκια. Η ντουλάπα ήταν αρκετά μεγάλη και
είχε συνήθως ένα μακρύ καθρέφτη στο μεσαίο εξώφυλλο που ανοιγόκλεινε. Υπήρχαν
σε πολλά σπίτια και ντουλάπες χωνευτές στον τοίχο. Το φορτσέρι ήταν ένα μπαούλο
αρκετά μεγάλο παλαιϊκής κατασκευής, κληρονομιά από απώτερους προγόνους από ξύλο
γερό και με άφθονα καλλιτεχνικά
σκαλίσματα από πάνω και στις τρείς πλευρές του. Υπήρχαν και φορτσέρια με
δερμάτινη επένδυση και κίτρινα μπρούτζινα καρφιά, που ήταν καρφωμένα και
σχημάτιζαν διακοσμητικά σχέδια. Το σεντούκι ήταν και αυτό μπαούλο από καλό ξύλο
χωρίς όμως σκαλίσματα. Τα μπαούλα αργότερα εξελίχθηκαν σε ξύλινα με απλό ξύλο,
με λαμαρινένια επένδυση εξωτερικά και στις γωνίες του, ενώ εσωτερικά ήταν
επενδυμένο με απλό πολύχρωμο χαρτί.
Σε
άλλη γωνιά της σάλας, αριστερά ή δεξιά της κύριας εισόδου του σπιτιού,
βρισκόταν απαραίτητα το εικονοστάσι με τις εικόνες του Χριστού και της Παναγίας
καθώς και άλλες με Αγίους, τα ονόματα των οποίων έφεραν τα μέλη της οικογένειας.
Μάλιστα η αείμνηστη κυρά Κανέλλα του Κίκιζα είχε παραγγείλει για το
προσκυνητάρι του σπιτιού τους εικόνα με την μορφή του Χριστού, της Παναγίας και
του Προδρόμου στο πάνω μέρος και του Αγίου Νικολάου (πρωτότοκος γιός) του Αγίου
Γεωργίου (ο σύζυγος) και του Αγίου Τρύφωνα (αδελφός) στο κάτω μέρος της
εικόνας. Στο εικονοστάσι του σπιτιού μας υπάρχει μέχρι τα σήμερα η εικόνα με
τις μορφές της Παναγίας και του Προδρόμου στο μισό πάνω μέρος και άλλων Αγίων
με τα ονόματα μελών της οικογένειας μας στο κάτω μέρος της. Εκεί σε μικρό ραφάκι ήταν τοποθετημένο και το
καντήλι που το άναβε και σταυροκοπιόταν η νοικοκυρά του σπιτιού. Το άναβε με το
αποξηραμένο χόρτο των αγρών, το λουμπινόχορτο.Το τοποθετούσε πάνω σε ένα κομμάτι
καλάμι, την καντηλίθρα, για να επιπλέει πάνω στο λάδι. Για το νερό και το λάδι
του καντηλιού χρησιμοποιούσε ειδικές κούπες κάπως χονδρότερες και χαμηλότερες
από τις συνηθισμένες κούπες του νερού,τις καντηλόκουπες. Στο εικονοστάσι επίσης
φυλάγαν σταυρολούλουδα, λουλούδια του επιταφίου και σε ένα μπουκαλάκι αγιασμό
των Θεοφανείων, τον Μεγάλο Αγιασμό όπως τον έλεγαν. Δίπλα στο εικονοστάσι και
το καντήλι ήταν κρεμασμένη και η στεφανοθήκη με τα στέφανα των νοικοκυραίων. Το
καντήλι έκαιγε από την παραμονή της κάθε γιορτής και τα σαββατοκύριακα.
Η
νοικοκυρά θυμίαζε επίσης τα εικονίσματα και κατόπιν τα άλλα μέρη του σπιτιού με την κίνηση σε
σχήμα σταυρού κάθε ημέρα την ώρα που κτυπούσε η καμπάνα του εσπερινού,
απαραίτητα τα Σαββατόβραδα και τις παραμονές των μεγάλων εορτών καθώς και τα
πρωινά που κτυπούσε η καμπάνα σημαίνοντας την έναρξη της Θείας λειτουργίας.
Στη μακριά
πλευρά της σάλας βρισκόταν το συζυγικό κρεβάτι, που στην αρχή ήταν ξύλινο με
τάβλες και τρίποδα και κατόπιν την δεκαετία του 1950 αντικαταστάθηκε από
σιδερένιο με σουμιέ* με μπρούτζινα μπράτσα και στρώμα. Το στρώμα αρχικά το
γέμιζαν με άχυρα ή πούσια*.Αργότερα το
γέμιζαν με βαμβάκι. Ίδια ήταν και η
γέμιση των μαξιλαριών. Τα παιδιά κοιμούνταν είτε σε ξύλινο κρεβάτι, απέναντι
από το κρεβάτι του ζευγαριού, είτε κάτω στρωματσάδα, πάνω σε σαγίσματα. Το
χειμώνα σκεπάζονταν με πολύ βαριά υφαντά σκεπάσματα, τις μπαντανίες όπως τις
έλεγαν, και με τα παπλώματα, θήκες από πανί γεμισμένες με βαμβάκι, που με πολύ
κόπο μπορούσαν να τα ανασηκώσουν. Εκτός από το μπαούλο του γιούκου, υπήρχαν και
άλλα μπαούλα στο χώρο αυτό. Αν στο σπίτι υπήρχε γιαγιά είχε το δικό της
φορτσέρι, μέσα στο οποίο, εκτός του άλλου ρουχισμού της, τοποθετούσε και τα «τα
ταφιακά» της ρούχα με τα οποία θα την έντυναν για το τελευταίο της ταξίδι. Οι
τοίχοι του σπιτιού ήσαν χοντροί και έτσι τα παράθυρα στο μέσα μέρος είχαν ένα
πρεβάζι μισό μέτρο φάρδος. Αυτό χρησίμευε πολλές φορές για να γράφουν τα παιδιά
τα μαθήματά τους. Οι χώροι υγιεινής
(τουαλέτες κλπ) μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 ήταν εκτός του σπιτιού, σε μια άκρη της αυλής του.
Αργότερα
τα περισσότερα σπίτια του χωριού έγιναν τετράχωρου τύπου (χειμωνιάτικο, χολ, καμαρούλα,
σάλα). Ο χώρος του χειμωνιάτικου παρέμενε όπως προαναφέραμε, αλλά ο χώρος της
σάλας του σπιτιού διαιρείτο σε επί μέρους μικρά δωμάτια. Έτσι εμπρός από την
κύρια είσοδο του σπιτιού σχημάτιζαν μικρό δωμάτιο, το χολ, και ακριβώς απέναντι
από την κύρια είσοδο, εφαπτόμενο σε αυτό, άλλο μικρό δωμάτιο, την «καμαρούλα»,
που χρησιμοποιείτο είτε σαν κρεβατοκάμαρη των παιδιών είτε σαν μικρή αποθήκη.
Εκεί κρεμούσαν και τις πάνινες σακούλες με τον τραχανά και τις χιλοπίτες. Στην
καμαρούλα υπήρχε επίσης και η καταπακτή με τον καταρράχτη, που επικοινωνούσε ο
χώρος διαμονής των νοικοκυραίων με το κατώι.
Τα περισσότερα
σπίτια του χωριού χτίστηκαν από πελεκητή πέτρα και τα ανοίγματά τους (πόρτες,
παράθυρα, υπέρθυρα) με «αγκωνάρια», μεγάλες πελεκητές ορθογώνιες πέτρες. Κατασκευάστηκαν
επίσης και «αρχοντικά» σπίτια διώροφα, με μεγάλες σάλες και κρεβατοκάμαρες
καθώς και άλλους βοηθητικούς χώρους, με «χαγιάτια» και βεράντες, στέρνες και
αποθήκες, που ανήκαν προφανώς σε εύπορες οικογένειες. Τέτοια ήταν το σπίτι του «Κοτσιώνη»,
με την, Τσακώνικης τεχνοτροπίας, λιθόκτιστη και θολωτή αυλόπορτά του, που
σήμερα έχει κατεδαφιστεί, εκεί που είναι σήμερα το καφενείο των κληρονόμων Καπράνου,
και το σπίτι του «Μπουρδούση», που και αυτό έχει κατεδαφιστεί, εκεί που είναι
σήμερα το σπίτι του Χρήστου του Διαμαντάκου, στο κέντρο του χωριού. Επίσης
είχαν κτιστεί και άλλα μεγάλα, κυρίως δίπατα, σπίτια σε άλλα σημεία του χωριού,
που ανήκαν και αυτά σε εύπορες οικογένειες.
Γ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης